Τα πράγματα αλλάζουν τροπή, όταν στο Παλάτι εγκαθίσταται ως υπηρέτρια της Σάρας η κατεστραμμένη οικονομικά κι έκπτωτη κοινωνικά εξαδέλφη της Αμπιγκέιλ, η οποία σε χρόνο d-t αποποιείται τους ηθικούς της κώδικες, ξεπερνώντας σ’ επιτηδειότητα και τεχνάσματα τη διδάξασα δούκισσα, προκειμένου να επανακτήσει – και να ισχυροποιήσει τα προνόμιά της.
Πρόκειται για την περίοδο όπου η Αγγλία, η οποία έχει από το 1701 εμπλακεί στον Πόλεμο, σημειώνει τη μία μετά την άλλη νίκη επί της Γαλλίας, αυξάνοντας σημαντικά (με ανάλογο κόστος) την ευρωπαϊκή της ισχύ, κάτι που όμως ελάχιστα δείχνει ν’ απασχολεί τον Έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος εστιάζει κυρίαρχα στην ιντριγκαδόρικη, ανταγωνιστική σχέση των τριών γυναικών.
Η περίοδος της βασιλείας της Άννας Στιούαρτ, είναι περίοδος σημαντικών αλλαγών όσον αφορά την άσκηση εξουσίας στην Αγγλία, και επί της ουσίας, περίοδος καθοριστικής ισχυροποίησης του Κοινοβουλευτισμού. Έχει προηγηθεί η Ένδοξη Επανάσταση (1688), όπου ο (κοινοβουλευτικός) συνασπισμός των δύο κυριαρχούντων κομμάτων, των Τόρυς και των Ουίγων, έχει καλέσει στην Αγγλία τη δημοφιλή αδερφή της Άννας, Μαίρη, και τον σύζυγό της, Γουλιέλμο της Οράγγης, τους οποίους και ανεβάζουν στο Θρόνο, αφού προηγουμένως οι δυο τους κάνουν δεκτή τη Χάρτα των Δικαιωμάτων (Bill of Rights – 1689), με την οποία κατοχυρώνονται δικαιώματα των Άγγλων πολιτών και αυξημένες αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου, ενώ ρυθμίζονται παράλληλα τα της διαδοχής του αγγλικού θρόνου. Η πολιτική ισχύς του Κοινοβουλίου εδραιώνεται έτι περαιτέρω τα επόμενα χρόνια με μια σειρά από νόμους, τους οποίους κατά κανόνα η βασίλισσα απλώς νομιμοποιεί τυπικά. Με τις ‘Πράξεις της Ένωσης’ (‘Acts of Union’) στα 1707, η Αγγλία και η Σκωτία ενώνονται εφεξής σε ένα κυρίαρχο κράτος, το βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (με ένα μόνο κοινοβούλιο), και η Άννα “προάγεται” έτσι σε βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας.
Όταν η Άννα ανεβαίνει στο θρόνο (1702), έχει ήδη χάσει 18 παιδιά (το τελευταίο στα 1700, στα έντεκά του χρόνια), γεγονός που τη σημαδεύει ανεξίτηλα, διογκώνοντας αισθητά το αίσθημα ανασφάλειας που τη συνοδεύει από τα εφηβικά της χρόνια, και που τροφοδοτείται σταθερά από τη μόνιμα κλονισμένη υγεία της.
Σ’ ένα λοιπόν ρευστό (αν και προσδιορίσιμο σ’ ένα βαθμό) ιστορικό φόντο, στήνει ο δικός μας Λάνθιμος την ιδιότυπη ταινία εποχής του – και τις τρεις ηρωίδες του. Πρόκειται για υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα (η Σάρα, δούκισσα του Μάρλμπορω και η εξαδέλφη της Αμπιγκέιλ Χιλ, αναφέρονται στα ιστορικά κιτάπια ως επιτήδειες σύμβουλοι της βασίλισσας Άννας), όπως και ο αρχιστράτηγος λόρδος Μάρλμπορω, ο βαρόνος Γκόντολφιν και ο μετριοπαθής Τόρυ Ρόμπερτ Χάρλεϋ, που έπαιξαν εν τοις πράγμασι ρόλο στην πολυδάπανη κι αιματηρή εμπλοκή των Άγγλων (των Βρετανών από το 1707 και ένθεν), στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής.
Είναι προφανές ότι ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται λιγότερο για τους όρους διεξαγωγής του πολέμου, και σαφώς περισσότερο για τα ήθη της Αυλής, τα οποία διακωμωδεί ανελέητα, ακροβατώντας εύστοχα ανάμεσα στη σάτιρα και τη διεκτραγώδηση. Η χαρά (όπως κι οποιοδήποτε ζωηρό χρώμα) απουσιάζει παντελώς απ’ αυτό το κλιμακούμενα δυσοίωνο σκηνικό, όπως άλλωστε και το φως. Ο περιβάλλων χώρος είναι το ίδιο σκοτεινός με τα μακιαβελικά μυαλά των πρωταγωνιστριών, οι οποίες επιδίδονται ασταμάτητα στη μία ίντριγκα μετά την άλλη. Πρόκειται το δίχως άλλο για ένα εγχείρημα που δουλεύτηκε επί μακρόν και σε βάθος. Ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο η μυθοπλασία συμπληρώνει την ιστορική πραγματικότητα, οι λεπτότατες αποχρώσεις στην απόδοση των διακυμάνσεων των συμπεριφορών, η αναπάντεχη κλιμάκωση, τα περίτεχνα καδραρίσματα, η καυστική γλώσσα κι οι απρόσμενοι διάλογοι, φανερώνουν σπουδή κι ευφυΐα. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε τρεις σπουδαίες καρατερίστες, τις Αγγλίδες Ολίβια Κόλμαν και Ρέιτσελ Βάις, και την Αμερικανίδα Έμα Στόουν, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι σε κάθε περίπτωση γοητευτικό.
Κάτι ακόμα ωστόσο γίνεται (δυσκολότερα) κατανοητό: το ότι παρά την ιδιαίτερα τολμηρή γλώσσα και την ευφάνταστη πλοκή, η βασική θεματική του Έλληνα σκηνοθέτη (η σκοτεινή ανθρώπινη φύση και το αδιέξοδο της ύπαρξης, που αλλάζει χρόνο και τόπο από ταινία σε ταινία), εξαντλείται στη συμπτωματολογία. Καμία ουσιαστική διερεύνηση του “γιατί” δεν επιχειρείται• τα προσχήματα σώζονται από την εξαντλητική παρουσίαση του “πώς”. Κι ίσως αυτό να εξηγεί και την ταχύτατη συμπερίληψη του Λάνθιμου μεταξύ των “ευνοούμενων” των ευρωπαϊκών κινηματογραφικών φεστιβάλ, αλλά και του Χόλυγουντ: ερεθίζει, χωρίς να ενοχλεί.
Αργυρό λιοντάρι και βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Ολίβια Κόλμαν) στη Βενετία, Χρυσή Σφαίρα Α’ γυναικείου ρόλου (Ολίβια Κόλμαν) στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ.
Θέμις Άμαλλου
e-prologos.gr