Γιάννης Μελιόπουλος*
Στον πόλεμο που η ηγεσία του υπουργείου παιδείας και η κυβέρνηση έχουν κηρύξει εναντίον των εκπαιδευτικών κάθε φωνή και κάθε μέσο είναι ευπρόσδεκτο. Η επιχείρηση επιβολής της επιστρατεύει κάθε πένα, κάθε φωνή και κάθε «θεωρητικό» ή διανοούμενο που στέκει στο πλευρό της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Με ρόλους συγκεκριμένους αναπτύσσουν «επιχειρήματα» εναντίον των εκπαιδευτικών οι οποίοι για άλλη μια φορά οφείλουν να σταματήσουν την κυβερνητική επίθεση, όπως με επιτυχία πράττουν εδώ και δεκαετίες. Η συμπόρευση «θεωρητικών» του νεοφιλελευθερισμού και ποικίλων απολογητών δεν προξενεί εντύπωση καθώς γνωρίζουμε άριστα πως δεν υπάρχει ουδέτερη και ταξικά αμερόληπτη γνώμη, επιχείρημα και πως σε κάθε επεισόδιο της πάλης στο χώρο της εκπαίδευσης, μικρό ή μεγάλο, αυτοί καλούνται να διατυπώσουν λόγο απολογητικό, υπέρ των προτεινόμενων αλλαγών. Οι «θεωρητικοί» ταγοί, πολλές φορές πανεπιστημιακοί, αυτής της ιδεολογικής κοπής εμφανίζονται σε τέτοιες στιγμές στο προσκήνιο με σκοπό να επηρεάσουν, να «τεκμηριώσουν» και να «χρυσώσουν» επιστημονικά το χάπι των προωθούμενων αντιδραστικών αλλαγών. Στην εμφάνισή τους αυτή προσπαθούν δε να αρθρώσουν επιχειρήματα υπεράσπισης, τα οποία είναι ενδιαφέρουσα και αναγκαία η παρακολούθηση και αποδόμησή τους.
Από τις παρεμβάσεις τέτοιου είδους , που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα, μπορούμε να κωδικοποιήσουμε σειρά επιχειρημάτων:
- Το επιχείρημα του «παράδοξου αναχρονισμού»
Σύμφωνα με τους απολογητές της αξιολόγησης η χώρα και το εκπαιδευτικό της σύστημα αποτελεί παγκόσμιο παράδοξο! Σχολεία και εκπαιδευτικοί της Ελλάδας, αν δεν είναι μοναδική περίπτωση, αποτελούν ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα παγκοσμίως στα οποία δεν υπάρχει κανενός είδους αξιολόγηση, όπως Ε.Ε., ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα και ΔΝΤ επιθυμούν. Το «επιχείρημα» αυτό διατυπώνεται προκειμένου να αποδείξει τον αναχρονισμό και ανορθογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης. Συμπληρωματικά διατυπώνεται η μομφή προς κάθε ενδιαφερόμενο πως αν υπήρχε έστω και μία χώρα στην υφήλιο στην οποία δεν εφαρμόζεται κάποιο σύστημα αξιολόγησης τότε αυτή θα αποτελούσε «παντιέρα» για όσους αντιτίθενται σθεναρά και επί χρόνια στην εφαρμογή της. Ο δέκτης του «επιχειρήματος» καλείται να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της αξιολόγησης καθώς δεν υπάρχει ιστορικό, σύγχρονο, παράδειγμα και εφόσον δεν υπάρχει δεν υπάρχει και η δυνατότητα να ακολουθήσει κανείς διαφορετικό δρόμο. Είναι πασιφανές πως ως μομφή θυμίζει την κατά καιρούς ανάλογη, σχετικά με τη διεκδίκηση και τη δυνατότητα μιας άλλης κοινωνίας.
Η επένδυση με θεωρητικό μανδύα της θέσης πως η χώρα κινείται αναχρονιστικά και παράδοξα αποτελεί επανάληψη των θέσεων που επαναλαμβάνονται μονότονα από κάθε υπερασπιστή των αντιεκπαιδευτικών αλλαγών, εν προκειμένω της αξιολόγησης. Επισημαίνουμε πως υπάρχει θεωρητική επικάλυψη και «επιστημονικό» επίχρισμα , ωστόσο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αντικειμενικό ή επιστημονικό επιχείρημα και παραδοχή αλλά αντίθετα κινείται στο χώρο του αντιεπιστημονικού και αποτελεί μία χοντροκομμένη προσπάθεια να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη και στη συνείδηση των εκπαιδευτικών η επιχειρούμενη αξιολόγηση.
- Το επιχείρημα του «εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης»
Σε συνάφεια με τα παραπάνω η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών παρουσιάζεται , «υπό το φως» της κυρίαρχης ταξικής ιδεολογίας, ως πραγματικότητα για τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς διεθνώς, ως πραγματικότητα σύγχρονη και προοδευτική. Κατά συνέπεια το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και οι εκπαιδευτικοί του κινούνται, εδώ και δεκαετίες, εκτός της εκπαιδευτικής πραγματικότητας με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες στην εκπαίδευση. Η μη εφαρμογή της αξιολόγησης θεωρείται εκ προοιμίου ως έλλειψη βλαβερή για την εκπαίδευση και τη μόρφωση μαθητών και μαθητριών, ενώ αντίθετα η εφαρμογή της πρόκειται να τη βελτιώσει αποτελεσματικά , να της προσδώσει κύρος, ποιότητα και να τη βελτιώσει. Το αφήγημα του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και της άρσης των αναχρονισμών αποτελεί ατόφια επανάληψη όσων προπαγανδίζονται από τα γραφεία του υπουργείου παιδείας, όσων η ίδια η υπουργός διατύπωσε πανηγυρικά κατά την έναρξη της νέας αξιολογικής επίθεσης: «Χρειάστηκαν τέσσερις δεκαετίες για να καταφέρουμε το αυτονόητο: να αξιολογηθούν οι εκπαιδευτικοί μας, σε μία καθαρά βελτιωτική διαδικασία, που θα αποφέρει μόνο οφέλη στους ίδιους, στα παιδιά μας, στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε ολόκληρη την κοινωνία». Η διαδικασία της αξιολόγησης, η παρουσία ή η απουσία της είναι αυτή που θα εκσυγχρονίσει, θα επιφέρει τη βελτίωση της εκπαίδευσης, αποτελεί βελτίωση που θα ωφελήσει μαθητές/τριες αλλά και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς στην εργασία τους. Για το ισχνό επιστημονικό βάρος της συγκεκριμένης θέσης δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, παρά μόνο πως εξαφανίζονται, αναγκαστικά και ως διά μαγείας, όλοι οι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, προσδίδουν ή αφαιρούν ποιότητα από την εκπαίδευση, την εργασία των εκπαιδευτικών, τη μόρφωση. Με τέτοιου είδους ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα- ντυμένα επιστημοσύνη, όταν εκφέρονται από θεωρητικούς απολογητές- εξαφανίζονται από το προσκήνιο πολιτικές και πολιτικοί και επιχειρείται η ωραιοποίηση και η εμπέδωσή τους.
- Το επιχείρημα της «μειοψηφικής αντίθεσης»
Η απολογητική-υπερασπιστική προπαγάνδα δεν παραλείπει να θέσει το θέμα του ποσοστού αυτών που αρνούνται την εφαρμογή της αξιολόγησης. Διατείνεται μάλιστα πως αυτοί που διαφωνούν δεν αφουγκράζονται τον κοινωνικό παλμό και πως αποτελούν μία ελάχιστη μειοψηφία. Θυμίζουν όσα ακούστηκαν διά στόματος της υπουργού παιδείας, η οποία έκανε αναφορά σε αξιολόγηση που «…πολεμήθηκε μανιωδώς, για 40 χρόνια, από λίγους…», επιδιώκοντας προφανώς τη δημιουργία αρνητικών συνειρμών. Ο «θεωρητικός» λόγος που αρθρώνεται ωστόσο είναι πιο δηκτικός και δε διστάζει να εξειδικεύσει περισσότερο στην αναφορά του δείχνοντας με το δάχτυλο ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τα συνδικάτα και τις Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών, οι συνδικαλιστικές «εκπροσωπήσεις» ( τα εισαγωγικά απαντώνται σε αναφορά-άρθρο πανεπιστημιακού, στήριξης της κυβερνητικής επιχείρησης για την επιβολή της αξιολόγησης). Η ηγεσία του υπουργείου παιδείας υπονοεί και ο θεωρητικός απολογητής της καταδεικνύουν τον ένοχο. Τα θεσμικά όργανα των εκπαιδευτικών, συνδικάτα, Ομοσπονδίες, κατηγορούνται ως «εκπροσωπήσεις» και όχι γνήσιοι εκπρόσωποι χιλιάδων εκπαιδευτικών, κατηγορούνται ως υπεύθυνες της άρνησης. Οι εκπαιδευτικοί των δύο Ομοσπονδιών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν εκπροσωπούνται ουσιαστικά από τα συνδικαλιστικά τους όργανα, άγονται και φέρονται από τη θέληση των «εκπροσώπων» και εγκλωβίζονται έτσι στο παρωχημένο παρελθόν. Πρόκειται ασφαλώς για ευθεία βολή απέναντι στις χιλιάδες εκπαιδευτικούς και στη νοημοσύνη τους όσο και στην οργανωμένη εκπροσώπησή τους μέσω των συνδικάτων. Το χυδαίο «επιχείρημα» αφήνει να αιωρείται στον αέρα μία δυσώδης αίσθηση περί αναχρονισμού των θέσεων των εκπαιδευτικών συνδικάτων, μία υποτίμηση, ως αντιεπιστημονικών και δίχως κύρος και αξία, των διατυπωμένων θέσεων και μακροχρόνιων αγωνιστικών αιτημάτων, και μία ελιτίστική αντίληψη για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών ως εργαζόμενων. Παράλληλα φανερώνεται και με αυτή τη χυδαία συκοφαντία ο ευσεβής πόθος να εξαφανιστούν από προσώπου γης τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, και όλων των εργαζόμενων, καθώς αυτά αποτελούν παρωχημένη παραφωνία.
- Το επιχείρημα της «τρομοκράτησης των πολλών από τους λίγους»
Σε συνάφεια με τα παραπάνω όσοι αντιτίθενται στην αξιολόγηση ασκούν ούτε λίγο ούτε πολύ τρομοκρατία έναντι της μεγάλης μάζας των εκπαιδευτικών, οι οποίοι έπειτα από αυτήν την «τρομοκρατική εκστρατεία» θα στραφούν ενάντια στο εγχείρημα. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αφήγηση οι αιτιάσεις άρνησης των συνδικαλιστικών «εκπροσωπήσεων» είναι έωλες αν όχι συνειδητά παραπλανητικές και εκφοβιστικές. Για άλλη μία φορά υποστηρίζεται πως όσοι αντιδρούν αποτελούν μειοψηφία και η μειοψηφία αυτή βαφτίζεται «τρομοκράτης». Για άλλη μία φορά η βάση των εκπαιδευτικών, περίπου 180 χιλιάδες, θεωρούνται υποχείρια και αντικείμενα εκμετάλλευσης και εκβιασμών από τους «εκπροσώπους» τους. Για άλλη μία φορά θέσεις, αιτήματα και αγωνιστικές διεκδικήσεις χαρακτηρίζονται έωλα. Ωστόσο, η χυδαιότητα της επίθεσης υποκρύπτει το φόβο ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, πως η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών αντιδρά και δεν πρόκειται να αποδεχτεί όσα οι κυβερνώντες, με την αγαστή βοήθεια της προπαγανδιστικής πένας, επιχειρεί. Υποκρύπτεται ο φόβος πως οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν ποιοι αποτελούν την πραγματική μειοψηφία και ποιοι τους τρομοκρατούν στην πραγματικότητα.
- Το επιχείρημα της «καλής αξιολόγησης»
Και βέβαια εντός του πλαισίου της παραπλάνησης και τρομοκράτησης των εκπαιδευτικών κρίνεται απαραίτητο να αποδομηθούν οι φωνές περί κακής αξιολόγησης και αυτή να ωραιοποιηθεί . Οι απολογητικές φωνές υπέρ της επιχειρούν να ανάγουν στη σφαίρα της μυθολογίας, δηλαδή εκτός πραγματικότητας, εκείνες τις φωνές του εκπαιδευτικού κινήματος και τις αιτιάσεις τους, που βροντοφωνάζουν ΟΧΙ σε κάθε αξιολόγηση. Το «επιχείρημα» της «καλής αξιολόγησης» η οποία προωθείται από το υπουργείο παιδείας και την κυβέρνηση χρησιμοποιείται, και πρόκειται κατά τη γνώμη μας να χρησιμοποιηθεί ευρέως, προκειμένου να αμβλύνει τους πραγματικούς φόβους των εκπαιδευτικών. Λέγεται, ως παράδειγμα, πως η συγκεκριμένη αξιολόγηση δεν έχει σκοπό και δεν πρόκειται να οδηγήσει σε απολύσεις , όπως συγκεκριμένη πτέρυγα του εκπαιδευτικού κινήματος υποστηρίζει. Και βέβαια ως επιχείρημα επιχειρεί να εξαφανίσει ένα ολόκληρο αυταρχικό και ασφυκτικό ελεγκτικό οικοδόμημα, αναφέροντας μόνο την πιθανότητα μελλοντικών απολύσεων. Αποκρύπτει πως η συγκεκριμένη αξιολόγηση προβλέπει, αν όχι την απόλυση , το άνοιγμα του δρόμου και για αυτές. Προβλέπεται, έτσι κι αλλιώς, η μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση, προβλέπεται η έναρξή της από τους νεοδιόριστους/ες εκπαιδευτικούς για τη μονιμοποίηση των οποίων είναι απαραίτητη η θετική αξιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση τόσο τα προηγούμενα εγχειρήματα όσο και το τωρινό, συγκλονίζουν τεκτονικά και δυναμιτίζουν το εργασιακό τοπίο στην εκπαίδευση, θέτουν υπό αμφισβήτηση την εργασία και όλα αυτά συμβαίνουν σε πείσμα των «άπιστων Θωμάδων» , οι οποίοι θέλουν πρώτα να δουν και να γευτούν το αίμα από τις πληγές των εκπαιδευτικών και ύστερα να πιστέψουν…αν πιστέψουν!
Υποστηρίζεται, επίσης, πως η αξιολόγηση δε θα έχει κάποια μισθολογική συνέπεια, ούτε αρνητική ούτε θετική, «επιχείρημα» που ασφαλώς δεν ευσταθεί. Ακόμη ωστόσο κι αν κανείς αποδεχτεί πως για τους αρνητικά αξιολογούμενους δε θα υπάρξει καμία επίπτωση και πως θα υπάρξει μισθολογική επιβράβευση, ή κάποιου άλλου είδους επιβράβευση ή μοριοδότηση, για τους θετικά αξιολογημένους αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί από μόνο του να θρυμματίσει και να εξαϋλώσει κάθε έννοια αρμονικών σχέσεων μεταξύ των εκπαιδευτικών, να δυναμιτίσει τα θεμέλια του μισθολογικού πεδίου στην εκπαίδευση που είναι ήδη επιβαρυμένο από τις πολιτικές περικοπών, μείωσης και καθήλωσης των τελευταίων ετών.
Διατυμπανίζεται παράλληλα ότι η αξιολόγηση δε θα οδηγήσει σε κατηγοριοποίηση ή κλείσιμο σχολείων, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτή υφίσταται στις συνειδήσεις εκπαιδευτικών και γονέων, οι οποίοι έχουν ήδη προβεί σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις. Η κατηγοριοποίηση αποτελεί με βάση αυτή τη λογική πραγματικότητα και ως τέτοια δεν πρέπει κανείς να αντιδρά απέναντί της αλλά να την αποδέχεται βουβά και αδιαμαρτύρητα! Η ίδια απολογητική θέση αφήνει κατά μέρος την εμπειρία που μπορεί κανείς να αντλήσει από τη διεθνή εμπειρία , η οποία συνηγορεί πως οι αξιολογικές διαδικασίες οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια και σε κλείσιμο σχολικών μονάδων άρα και σε επισφαλέστατη θέση των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε αυτά. Ταυτόχρονα παραλείπονται εσκεμμένα θεμελιώδεις πτυχές της έννοιας της κατηγοριοποίησης, σε μία προσπάθεια αυτή να μείνει εντέλει στο απυρόβλητο και την αφάνεια. Για άλλη μία φορά στο συγκεκριμένο «επιχείρημα» προωθείται ως αιχμή η θέση πως έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη σχετική με το κλείσιμο σχολείων ωθώντας κάθε λογικά σκεπτόμενο άτομο να αναρωτηθεί κατά πόσον ένα νομοθέτημα, όπως η αξιολόγηση, που ευαγγελίζεται την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών θα μπορούσε ρητά να αναφέρει κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση αποκρύπτεται το γεγονός ότι σε κλείσιμο σχολικών μονάδων θα οδηγηθούμε-αν η αξιολόγηση όντως περπατήσει- λόγω αντικειμενικών αντιεκπαιδευτικών συνθηκών που το ίδιο το πλαίσιο δημιουργεί και όχι λόγω ρητής αναφοράς σε νόμους και διατάγματα, δίχως βέβαια να μπορεί να αποκλείσει κανείς και αυτό το ενδεχόμενο. Η σαθρότητα του ψευτο-επιχειρήματος γίνεται εύκολα αντιληπτή όταν συνοδεύεται από διακηρύξεις για τη θέσπιση αναγκαίων αντίβαρων και μέτρων ενίσχυσης των σχολικών μονάδων που περιέρχονται σε δυσμενή κατάσταση. Η διεθνής εμπειρία απέδειξε την τραγική εξέλιξη της κατηγοριοποίησης, της εξαφάνισης σχολείων από τον εκπαιδευτικό χάρτη, έστω και με τη χρήση αντισταθμιστικής ενίσχυσης.
Επιχειρείται η άμβλυνση των αιχμών της αξιολόγησης , όταν πραγματοποιείται προσπάθεια να διαψευστεί η αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ σχολείων , εκπαιδευτικών και μαθητών με την επίκληση παραδειγμάτων από άλλες χώρες οι οποίες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχουν επιτύχει υψηλά επίπεδα ισότητας και ποιότητας. Η προσπάθεια αυτή είναι βέβαια υποκριτική, αφού πιστώνει τα όποια επιτεύγματα άλλων εκπαιδευτικών συστημάτων στην αξιολόγηση και εξαφανίζει από το προσκήνιο άλλες ουσιαστικές παραμέτρους.
- Το επιχείρημα της «συντήρησης και προόδου»
Οι φωνές που υψώνονται ενάντια στην αξιολόγηση αποτελούν, σύμφωνα με αυτή τη θέση, τον πόλο της συντήρησης , ενώ αντίθετα όσοι από πολιτικές θέσεις ή θέσεις ευθύνης επιδιώκουν την επιβολή της στέκουν στον πόλο της προόδου. Πρόκειται πάλι για έωλη θέση, χοντροκομμένη προπαγάνδα που διαστρέφει λεκτικά την πραγματικότητα, αντιστρέφοντας την. Οι δυνάμεις που αντιστρατεύονται την αξιολόγηση χαρακτηρίζονται στο πλαίσιο αυτό δυνάμεις της «αδράνειας», «βολεμένες» και εμφανίζονται πως δρουν έχοντας αντιεκπαιδευτικούς σκοπούς αποφεύγοντας τη λογοδοσία για τις πράξεις και τα έργα τους. Είναι ασφαλώς μία ακόμα απόδειξη των χυδαίων και αντεργατικών αντιλήψεων με τις οποίες εμφορούνται αστική τάξη, πολιτικό προσωπικό και κάθε λογής απολογητές και υποστηρικτές της, αντιλήψεις που θεωρούν όποιον αντιδρά σε αυτούς τους σχεδιασμούς βαθιά συντηρητικούς, ακίνητους στο χρόνο, βολεμένους, κατά των συμφερόντων της εκπαίδευσης και ενάντια στη θέληση της κοινωνίας. Παραβλέπουν ή αποφεύγουν να αναφέρουν πως όσοι αντιτίθενται στους σχεδιασμούς τους δεν είναι απαραίτητα υποστηρικτές της υφιστάμενης εκπαιδευτικής- και κοινωνικής- πραγματικότητας και πως μέσω της αντίστασής τους φέρνουν στο φως τα οράματα και τις προοπτικές για μία άλλη εκπαιδευτική πραγματικότητα σε ένα άλλο κοινωνικό σύστημα. Αποκρύπτουν σε τελική ανάλυση πως οι αγωνιστές εκπαιδευτικοί, οι εκπαιδευτικοί στο σύνολό τους δεν είναι δημιουργοί των εκπαιδευτικών δεινών αλλά υφίστανται τις συνέπειες των βαθιά συντηρητικών και αντιδραστικών πολιτικών και των «πολιτικών», που με το λιβανιστήρι τους εξυμνούν και εξαγιάζουν.
- Το επιχείρημα της «πραγματικής κατάστασης της εκπαίδευσης»
Υπουργείο, κυβέρνηση και κάθε είδους απολογητής και προσκυνητής των αντιεκπαιδευτικών μέτρων και σχεδιασμών επιμένουν πως έπειτα από δεκαετίες η αξιολόγηση θα δώσει, επιτέλους, την πραγματική εικόνα των σχολείων και των εκπαιδευτικών της χώρας, μία εικόνα των δυσκολιών, των αδυναμιών αλλά και των δυνατοτήτων βελτίωσης. Μας θυμίζουν όλοι οι παραπάνω το γιατρό που επιλέγει να τεμαχίσει τον ασθενή του επί της χειρουργικής κλίνης προκειμένου να διαπιστώσει, εάν και εφόσον ασθενής, από ποια ασθένεια νοσεί και αν, έπειτα από το θανάσιμο τεμαχισμό του, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, την οποία με τις πράξεις του έχει αφαιρέσει!
Απέναντι στη σαθρή «επιχειρηματολογία», αυτή και άλλη τόση που κυκλοφορεί ή ενδέχεται να κυκλοφορήσει, το κίνημα των εκπαιδευτικών αξιοποιώντας την εμπειρία, την ιστορία και τους αγώνες δεκαετιών, τις ισχυρές θεωρητικές βάσεις των θέσεων και των αιτημάτων του μπορεί να αναδειχθεί νικηφόρο. Οι κυβερνητικές θέσεις και η προπαγάνδα και οι όποιες απολογητικές και υποστηρικτικές φωνές για το διαλυτικό έργο της…είναι χάρτινη τίγρης, που δεν πρέπει να φοβηθεί!
Ο Γιάννης Μελιόπουλος είναι δάσκαλος, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου Ημαθίας και του συντονιστικού οργάνου του περιοδικού Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
e-prologos.gr