Προς το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο Πικάσο έδωσε μια συνέντευξη για τη σχέση μεταξύ τέχνης και πολιτικής. Διέκοψε τη συνέντευξη για να βρεθεί με ένα κομμάτι χαρτί και να γράψει μια δήλωση, ένα μίνι μανιφέστο, ώστε να μην παρεξηγηθεί. «Ποιος νομίζεις ότι είναι ένας καλλιτέχνης; Ένας ανόητος που έχει μόνο μάτια αν είναι ζωγράφος, αυτιά αν είναι μουσικός ή λύρα σε κάθε αίθουσα της καρδιάς του αν είναι ποιητής – ή ακόμα κι αν είναι μπόξερ, μόνο μύες; Αντιθέτως, είναι ταυτόχρονα ένα πολιτικό όν συνεχώς επιφυλακτικό στα τρομακτικά, παθιασμένα ή ευχάριστα γεγονότα στον κόσμο, διαμορφώνοντας τον εαυτό του εντελώς στην εικόνα τους… Όχι, η ζωγραφική δεν γίνεται για τη διακόσμηση των διαμερισμάτων. Είναι ένα επιθετικό και αμυντικό όπλο ενάντια στον εχθρό»
Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν ισπανός ζωγράφος, με σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Πατέρας του ήταν ο Χοσέ Ρούιθ Μπλάσκο, καθηγητής του σχεδίου, και μητέρα του η Μαρία Πικάσο. Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί και σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης.
Οι νεκρές φύσεις του Πικάσο είναι παράξενα ζωντανές. Ζωγράφισε κρανία, πολλά κρανία. Ζωγράφισε μαδημένα κοκόρια που έμοιαζαν περισσότερο με ανθρώπους που αγωνιούν πάνω σε πάγκο βασανιστηρίων παρά με πουλερικά έτοιμα για μαγείρεμα. Όταν τον ρώτησαν γιατί ζωγράφιζε τόσο πολλές εικόνες με φαγητά, κατσαρολικά και μαχαιροπίρουνα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στο Παρίσι, είπε: «Ακόμα και μια κατσαρόλα μπορεί να φωνάξει!» Πεινούσε κι αυτός τότε, όπως όλη η Ευρώπη. Αρνιόταν όμως να πάρει επιπλέον κουπόνια για τρόφιμα και καύσιμα, αρνιόταν να «συνεργαστεί».
Ωστόσο, παρά την παρακμή του Παρισιού κατά τη δεκαετία του ’50 και την άνοδο της Νέας Υόρκης στο κέντρο του καλλιτεχνικού κόσμου, ο Πικάσο ποτέ δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα που δεν μπορούσε να πάει εκεί. Μαζί με πολλούς άλλους Γάλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και παρέμεινε μέλος σε όλη τη ζωή του. Διοχέτευε χρήματα στο κόμμα και σε κομμουνιστικές εφημερίδες. Έδωσε ένα εκατομμύριο φράγκα σε απεργούς μεταλλωρύχους. Έκανε έργα, ιδίως σχέδια, για κομμουνιστικής εμπνεύσεως συνέδρια ειρήνης και αναρίθμητες άλλες υποθέσεις. Και ήταν -σπάνιο για Ισπανούς της γενιάς του- αντιρατσιστής.
Η πολιτική διάσταση του Πικάσο ποτέ δεν αμφισβητήθηκε, αν και συχνά παραμερίστηκε από την προβεβλημένη εικόνα του καλλιτέχνη ως πρωτεϊκής ιδιοφυΐας και πριαπικού τέρατος. Ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, διαμορφωμένος από την ανατροφή του, τη φιλοδοξία και το ταλέντο του (τον κατείχε όπως κι εκείνος το κατείχε), καθώς και από τα γεγονότα που έζησε. Στα χρόνια της κατοχής ο αντιστασιακός Πικάσο είχε γίνει στόχος του Γερμανού κατακτητή. Του είχε απαγορευτεί να εκθέτει έργα του. Ζούσε με το σκελετωμένο σκυλί του, τον Κασμπέκ (είναι το όνομα του πιο ψηλού βουνού του Καυκάσου) σε ένα ατελιέ αχανές, ξεχαρβαλιασμένο, παράξενο με τα μαύρα του δοκάρια, το ασβεστωμένο ταβάνι και με τα έργα του να «βομβαρδίζουν» τις αισθήσεις. Μια μέρα, κάτι Γερμανοί πήγαν στο κρησφύγετό του, τάχα για να θαυμάσουν τα έργα του. Ένας απ’ αυτούς τον στρίμωξε «ευγενικά» μπροστά στην «Γκουέρνικα». «Εσείς το κάνατε αυτό;» τον ρώτησε. Το «τρομερό» παιδί της Μάλαγα, ο επαναστάτης – ζωγράφος του 20ου αιώνα του απάντησε «Όχι, εσείς» κι ύστερα με τη χαρακτηριστική σοφή ειρωνεία του τους μοίρασε κάρτες – αντίγραφα της «Γκουέρνικα», λέγοντάς τους «Ορίστε σουβενίρ, σουβενίρ!». Ένα σουβενίρ – σύμβολο «της αγριότητας και του σκοταδισμού», όπως τα αντιλαμβάνεται ο κομμουνιστής Πικάσο, χωρίς όπως ο ίδιος έλεγε «Να καρφώνω τα καρφιά με ξεχωριστό τρόπο για να δείξω τις πολιτικές μου τάσεις». Η «Γκερνίκα», με θέμα την καταστροφή της αρχαίας βασκικής πρωτεύουσας το 1937 από γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά, παραμένει η πιο φημισμένη δήλωση απέχθειας του Πικάσο προς τον φασισμό. Όμως, ο πόλεμος και η οδύνη είναι μόνιμα στη θεματολογία του. Τα μαύρα, τα άσπρα και τα γκρίζα της «Γκερνίκα», αδρά σαν πρωτοσέλιδες ειδήσεις, ξαναεμφανίστηκαν σε έργα όπως η «Σφαγή στην Κορέα», το 1951, ή το περίφημο «Οστεοφυλάκιο», που ανήκει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και είναι το έργο με το οποίο ανοίγει η έκθεση στο Λίβερπουλ.
Ο Πικάσο ασχολήθηκε με το «Οστεοφυλάκιο» για μεγάλο διάστημα, μεταξύ 1944 και 1945, παρά το γεγονός ότι το έργο φαίνεται αδρό και μισοτελειωμένο. Είναι ένα απατηλά περίπλοκο και πλούσιο έργο, με εκπληκτική ένταση ανάμεσα στο θέμα του και τον τρόπο απεικόνισής του – η σφαγμένη οικογένεια σωριασμένη κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Όσο το κοιτάζεις, τόσο μπλέκεσαι μέσα του. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε αρχικά το έργο από ένα ντοκιμαντέρ που έδειχνε τον φόνο μιας οικογένειας στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Το φάντασμα των «Συμφορών του πολέμου» του Γκόγια τριγυρνάει μέσα στην ακινησία των νεκρών σωμάτων. Ένα χέρι εξέχει προς τα πάνω, σε νεκρική ακαμψία, απλωμένο στο πουθενά.
Εκτός από πίνακες, η έκθεση είναι γεμάτη πόστερ, επιστολές, αντίγραφα τηλεγραφημάτων από τον Φιντέλ Κάστρο και το σοβιετικό πολίτμπιρο. Η Λίντα Μόρις, η επιμελήτρια της έκθεσης, πέρασε χρόνια στα αρχεία συγκεντρώνοντας υλικό. Υπάρχουν φωτογραφίες του Πικάσο να παρακολουθεί ένα συνέδριο ειρήνης στην Πολωνία, ο Πικάσο με Σοβιετικούς αξιωματούχους, ο Πικάσο να κοιτάζει μια φωτογραφία του Στάλιν.
Όλα αυτά είναι συναρπαστικά και τεκμηριώνουν την πολιτική στράτευση του Πικάσο και τη γενναιοδωρία του. Χάριζε βαλίτσες με χρήματα. Διαμαρτυρήθηκε για την εκτέλεση στην ηλεκτρική καρέκλα των Ρόζενμπεργκ, που είχαν κατηγορηθεί ότι έδωσαν μυστικά της αμερικανικής ατομικής βόμβας στους Σοβιετικούς. Και έκανε το μοναδικό του ταξίδι στη Βρετανία για να πάρει μέρος στο συνέδριο ειρήνης του Σέφιλντ το 1950 μόλις έφτασε στον σταθμό Βικτώρια, άνδρες της υπηρεσίας αλλοδαπών τον συνέλαβαν και τον κράτησαν για 12 ώρες.
«Είμαι κομμουνιστής, και η ζωγραφική μου είναι κομμουνιστική. Αν ήμουν παπουτσής δεν θα κάρφωνα τις σόλες με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να δείξω τις πολιτικές μου προτιμήσεις».
Εκείνο που κάνει τον κομμουνιστή Πικάσο καλλιτέχνη του λαού είναι το περιεχόμενο της τέχνης του. Η Γκουέρνικα έγινε αντιπολεμική κραυγή στα πέρατα του κόσμου. Το περιστέρι του διεθνές σύμβολο της ειρήνης. Σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του, οι κάτοικοι ενός μικρού ισπανικού χωριού, μικρά παιδιά και μεγαλύτεροι σε ηλικία, για να τον τιμήσουν, ζωγράφισαν τους τοίχους των σπιτιών τους με έργα του. Αυτά δείχνουν τι θα πει η τέχνη να γίνεται κτήμα του λαού.
Ο Πάμπλο Πικάσο θα παραμείνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 8 Απρίλη του 1973. Το έργο του θα ριζώσει βαθιά στις καρδιές του ισπανικού λαού και των λαών όλου του κόσμου.
*******
Γιατί υπάρχει τόση αγριότητα στον πίνακά σας Σφαγή στην Κορέα;
Π. Π. Για να φτιάξω το πρόσωπο του πολέμου, δε σκέφτηκα καμιά ιδιαίτερη ιδιότητα, εκτός από την κτηνωδία. Πολύ λιγότερο το κράνος ή τη στολή του Αμερικανού στρατιώτη ή όποιου άλλου. Δεν έχω τίποτα με τους Αμερικανούς. Είμαι με το μέρος των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να φανταστώ το πρόσωπο του πολέμου ξέχωρα από το πρόσωπο της ειρήνης. Κι η ειρήνη δε μου ήρθε στη σκέψη με άλλο χαρακτηριστικό, πέρα από την απόλυτη εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών και της απεριόριστης ελευθερίας των ανθρώπων πάνω στη γη. Η τέχνη πρέπει να δίνει μια εναλλακτική λύση. Ήθελα το έργο μου να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαλέξουν, αφού πρώτα τους αναγκάσει ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, σύμφωνα με την πραγματική τους κλίση, σε μια από τις εικόνες μου. Τόσο το χειρότερο για εκείνον, που, όντας αναγκασμένος ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του στο τέρας του πολέμου, θα είναι και πάλι τόσο αδύναμος που να μην μπορεί ν’ αλλάξει δρόμο.
«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»
Η στάση του Μπελογιάννη είχε συγκλονίσει τον Πικάσο με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Κυρίως γιατί στη δίκη κρατούσε το κόκκινο γαρύφαλλο που του είχε χαρίσει η σύντροφός του, Έλλη Παππα.
Η εικόνα του γελαστού, ακατάβλητου, επαναστάτη ηγέτη, συγκίνησε τον Πικάσο και ζωγράφισε ένα σκίτσο. Ένα πορτρέτο του Μπελογιάννη, στο οποίο απεικονίζεται ο ίδιος με το γαρύφαλλο στο χέρι. Ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος το δημοσίευσε, αφότου ανακοινώθηκε η απόφαση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ήταν μία πράξη αντίδρασης, ανάμεσα στις δεκάδες που ξέσπασαν διεθνώς.
Το πορτρέτο, όπως μπορείτε να δείτε, στην άκρη του μένει ανοιχτό. Όταν ρώτησαν τον Πικάσο για δεν το έκλεισε, εκείνος απάντησε: «Έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο δεν μπορείς να τον κλείσεις σε ένα πορτρέτο»…
Βρήκα τον εαυτό μου
«Η προσχώρησή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η λογική συνέπεια όλης μου της ζωής, όλου μου του έργου γιατί, είμαι υπερήφανος γι’ αυτό, δεν πήρα ποτέ τη ζωγραφική σαν διασκέδαση ή ψυχαγωγία. Θέλησα με το σχέδιο και το χρώμα, αυτά ήταν το όπλα μου, να μπω όσο μπορούσα πιο μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, πιο βαθιά στη γνώση του κόσμου που μας λυτρώνει κάθε μέρα και περισσότερο…Ναι, τώρα ξέρω πως αγωνίστηκα με τη ζωγραφική μου πάντα σαν αληθινός επαναστάτης, κατάλαβα όμως ταυτόχρονα πως αυτό μόνο δε φτάνει. Τα τελευταία τούτα χρόνια της τρομερής καταπιέσεως μού δείξανε πως είχα την υποχρέωση να πολεμήσω όχι μόνο με την τέχνη μου μα με ολόκληρο το είναι μου. Και τότε πήγα προς το Κομμουνιστικό Κόμμα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, γιατί στο βάθος ήμουνα πάντα μαζί του…. Μήπως δεν είν’ αλήθεια πως το ΚΚ είναι εκείνο που προσπάθησε περισσότερο να γνωρίσει και ν’ αναστηλώσει τον κόσμο, να κάνει τους σημερινούς και τους αυριανούς ανθρώπους πιο λεύτερους, πιο ευτυχισμένους, με καθάρια και τίμια σκέψη; Δεν είν’ αλήθεια πως οι κομμουνιστές δείχτηκαν οι πιο θαρραλέοι τόσο στη Γαλλία, όσο και στην ΕΣΣΔ και στην Ισπανία μου; Γιατί τάχα να διστάζω; Μήπως από φόβο μην αναλάβω υποχρεώσεις; Όμως αντίθετα ποτές δεν ένιωσα τον εαυτό μου τόσο λεύτερο, τόσο ολοκληρωμένο».
περιοδικό πορεία, τ. 56
e-prologos.gr