Σκέφτηκα, αφού έτσι κι αλλιώς έχω ριζωμένα μέσα μου δυο νησιά και τα ποτίζω με νοσταλγία και τα κουβαλώ όπου πάω γιατί να μη φυτέψω κι εδώ μια μικρή καταβολάδα;
Είναι από τις σκέψεις που κάνουμε με κλειστά ακόμη μάτια.
Είναι οι μη σκέψεις. Κάτι υπναλέα παιχνιδίσματα του μυαλού που βουλιάζει στο μαξιλάρι και το μισοϋπνι αλλά υποψιάζεται την καινούργια μέρα. Και κάνει τότε μια νωχελική προσπάθεια να συγκροτήσει τα σκόρπια, ανάμεσα στα όνειρα που είδε κι αυτά που θα ‘θελε να δει, κύτταρά του σε μια, αξιοπρεπώς λειτουργική, ενότητα.
Αυτές οι μη σκέψεις του πρώτου κοιμισμένου ξυπνήματος, έχουν καμιά φορά ένα αλλόκοτο πείσμα. Σα να σε τραβάνε από το χέρι. Πάμε.
Πάμε Μπόμπο. Πήγαμε, σχεδόν αξημέρωτα, την πρωινή βόλτα, μπας και ξελαμπικάρει το μυαλό και δε γυρεύει να φυτέψει νησιά με καταβολάδες.
Πήγαμε στο πάρκο και όλα ήταν ακόμα μισοσκότεινα στα χρώματα αλλά πεντακάθαρα στα περιγράμματα.
Ο τόπος μοσχοβολούσε χόρτα.
Χαμομήλια, δεν έχω δει πουθενά, όμως και οι αγριομολόχες και τα ξινόχορτα βγάζουν έντονη τη μυρωδιά της άνοιξης.
Αυτό το πράσινο άρωμα έδωσε μια στους συνειρμούς μου, που είχαν πια ξυπνήσει για τα καλά, και τους έστειλε ξανά στα μέσα μου φυτεμένα νησιά.
Γυρίσαμε, έφτιαξα καφέ με παχύ καϊμάκι, το κόλπο είναι να κατεβάζεις το μπρίκι απ’ τη φωτιά και να το χτυπάς λίγο να κάτσει το πρώτο φούσκωμα για να πηχτώσει το δεύτερο, πήρα δυο χρώματα, ένα πινέλο, τον καϊμακλίδικο καφέ και μια καταβολάδα.
Η καταβολάδα είχε πάνω της μια πόρτα απ’ αυτές που τρίζουν γιατί γέρασαν πολύ κι έχουν στο περίγραμμά τους παλιά μαντώματα.
Δυο τρίπατα απ’ το Μαράσι του Άη Νικόλα.
Μια τσιμεντένια σκάλα με ασβεστωμένα ριχτά και στα πατήματα ένα ημικύκλιο, σα μισοφέγγαρο από ασβέστη, ίσα που να φαίνεται η σωστή πατημασιά στα σκοτεινά της νύχτας.
Λίγες καμινάδες από παραστιές, λίγους ακίνητους γλάρους και τον εκτυφλωτικό σε ασπράδα τρούλο του Άη Γιώργη του Κάστρου.
Έτσι κάπως φύτεψα μια καταβολάδα νησιού που το είπα Εύθραυστο, καθώς είναι πάνω σε τζάμι.
Ας είναι κι έτσι, εμένα με βοηθά να μυρίζω πιο εύκολα τα αλισφάκια και τα χαμομήλια των βουνών, την καυτερή μυρωδιά της θάλασσας και το άοσμο άρωμα των ανοιχτών ουρανών.
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά όταν τέλειωσα. Το φως δεν χρειαζόταν, όμως έδινε μια γλύκα ζεστού ήλιου στην εικόνα του εύθραυστου νησιού.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το