Ο Κοντσταντίν Στανισλάφκι, ο σκηνοθέτης του “Βυθού”, θυμάται το πρώτο ανέβασμα του έργου του Γκόρκι από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το 1902.
«Έφτασε στα χέρια μας το δεύτερο έργο του Γκόρκι με τον αρχικό τίτλο “Ο βυθός της ζωής”, προτού μετατραπεί στο γνώριμο τίτλο του “Στο βυθό” κατόπιν πρότασης του διευθυντή του θεάτρου Νεμίροβιτς – Ντασένκο.Ολόκληρο το ύφος του Γκόρκι μάς ήταν ξένο. Τόσο οι αποκαλυπτικές σκέψεις του, οι πλατιές χειρονομίες και οι καυστικοί αφορισμοί του, όσο και η ανατρεπτική ορμή του κι ο ιδιόρρυθμος συναισθηματισμός του. Έπρεπε να κάνουμε κάτι για να καταφέρουμε να διεισδύσουμε στην ψυχή αυτού του νέου δραματουργού και στο έργο του.
Οργανώσαμε λοιπόν μια “εκδρομή” που πήραν μέρος οι ηθοποιοί του έργου, ο Νεμίροβιτς – Ντασένκο κι εγώ. Με οδηγό μας το συγγραφέα Γκιλιαρέβσκι, έναν γνώστη της ζωής του υποκόσμου, που ο ίδιος πάντα βοηθούσε με χρήματα και συμβουλές, πήγαμε μια νύχτα στην Κίτροβ Αγορά.
Αυτή κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της πόλης και στέγαζε αποκλειστικά όλα τα είδη των απόκληρων της κοινωνίας.
Για θρησκεία τους είχαν την ελευθερία και για στοιχειό τους τον κίνδυνο, την περιπέτεια, τις διαρρήξεις, την κλοπή και το φόνο.
Όλα αυτά καλλιεργούσαν γύρω τους μια ατμόσφαιρα έντονου ρομαντισμού και μια περίεργη άγρια ομορφιά που εκείνη την εποχή εμείς αποζητούσαμε με πάθος. Περάσαμε τη νύχτα βαδίζοντας ανάμεσα σε ατελείωτες σειρές από καταλύματα, που δεν ήταν άλλο από σανίδια όπου ήταν ξαπλωμένοι ένα πλήθος από κουρασμένους ανθρώπους που έμοιαζαν με πτώματα.
Άνδρες και γυναίκες, όλοι τους μας δεχτήκανε με τέτοια φιλικότητα σαν μας ήξεραν χρόνια. ακόμα δεν είχαμε καλοσυστηθεί και η βότκα είχε αρχίσει να κυλά. Όταν τους είπαμε πως σχεδιάζαμε να ανεβάσουμε ένα έργο για ανθρώπους σαν κι αυτούς, ένιωσαν τόσο συγκινημένοι που άρχισαν να κλαίνε. “Τι τιμή μας κάνετε!” έλεγε μέσα από τα δάκρυά του ένας. “Τι είναι το τόσο ενδιαφέρον στη ζωή μας που τους κάνει να μας δείξουν στο θέατρο;” απόρησε με αφέλεια ο άλλος. Το μόνιμο ρεφραίν τους ήταν ότι μια μέρα θα παρατήσουν το πιοτό και θα γίνουν σοβαροί άνθρωποι και θα φύγουν από αυτή τη φρικτή τρύπα…Η επίσκεψη στην Κίτροβ Αγορά ξύπνησε τη φαντασία και τη δημιουργική διάθεση όσο καμιά συζήτηση ή ανάλυση του έργου.
Το ανέβασμα του “Βυθού” σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η αυλαία δεν έλεγε να κλείσει από τα χειροκροτήματα για τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες και για τον ίδιο τον Γκόρκι.Ήταν πολύ αστείο να τον βλέπει κανείς να παρουσιάζεται για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή και να στέκεται εκεί με το τσιγάρο στο στόμα, χαμογελαστός και χαμένος, χωρίς να έχει ιδέα ότι έπρεπε να κάνει υπόκλιση στο κοινό και να πάρει το τσιγάρο από το στόμα του. Αυτό που έμοιαζε αυτή τη στιγμή να λέει από μέσα του ήταν: “Για δείτε, φιλαράκια μου, επιτυχία! Θε μου, χειροκροτάνε στ’ αλήθεια. Και τσιρίζουν. Κι ύστερα να μην πιστεύει κανείς σε εκπλήξεις!”
Ο Γκόρκι έγινε μέσα σε μια νύχτα διάσημος. Ο κόσμος τον ακολουθούσε στο δρόμο. Πλήθος θαυμαστών, ιδιαίτερα γυναίκες, άρχισαν να τον περικυκλώνουν. Στην αρχή τάχε χαμένα. Τους αντιμετώπιζε τσιμπώντας το πλούσιο μουστάκι του με αμηχανία και περνώντας κάθε τόσο τα δάχτυλά του μέσα από τα μακριά μαλλιά του ή ρίχνοντας το κεφάκι προς τα πίσω για να καθαρίσει το μέτωπο από τις τούφες μαλλιών που το σκέπαζαν, τρέμοντας κι ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του με μαζεμένους τους ώμους του. “Αδέλφια” μας έλεγε με ένοχο χαμόγελο, “δεν είναι καθόλου άνετο… Γιατί με κοιτάζουν συνέχεια έτσι; Δεν είμαι τραγουδιστής ούτε χορευτής. Ποιος θα τόλεγε!… Θε μου! Πράγματι…”»
Οι φωτογραφίες από το πρώτο ανέβασμα του “Βυθού”
από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου
e-prologos.gr