Θέμος Κορνάρος: Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης, 1906 – Αθήνα, 23 Απρίλη 1970
«Κουμπάρε». Αυτή ήταν η προσωνυμία του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου, που υποκαθιστούσε και το «Θέμος» και το «Κορνάρος». Με την προσφώνηση «κουμπάρε» συμπύκνωνε τις έννοιες αδελφός, σύντροφος, συναγωνιστής.
Υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος και συνεχίζει: Η ζωή, η δράση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστοχες βολές» στις ρίζες της λαϊκής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης, της ξενοδουλίας και της πολύπλευρης καθυστέρησης της χώρας. Αγωνίστηκε αδιάλλαχτα να εμποδίσει τη ζούγκλα «να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς».
Άξιος μαχητής της στρατιάς της κοινωνικής αλλαγής. Για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς: Το ’36 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο και αργότερα, βαριά άρρωστος, στην Ακροναυπλία. Και έπειτα «τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό/ Απ’ το Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου/ Απ’ τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη/ Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου/ Με δύο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…» (Γ. Ρίτσος) .
Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει, σχεδόν, τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία. Όλη την ξόδεψε στις επαναστάσεις του τόπου μας. Όταν μαζεύεται από τους πολέμους, καταπιάνεται με τα αμπέλια».
Είναι ο μικρός, από τα 9 παιδιά του οπλαρχηγού. Έχει πάθος με τα γράμματα. Διψάει για μόρφωση, να πάει γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, με όνειρο να γίνει γεωπόνος. Από τα 9 του διαπραγματεύεται με τον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο. «Δεν ήθελε να με στείλει για γράμματα». Δώδεκα χρονώ το σκάει για την Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκαταλείψει το όνειρό του να πάει στο γυμνάσιο. Πουλάει τσιγάρα, κάνει θελήματα. Προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να γραφτεί στο γυμνάσιο. Δεν τα καταφέρνει και φεύγει για τη Μακεδονία, όπου περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δουλειά βρει. Σε καπνοχώραφα, μεταλλεία, τυπογραφεία. Φτάνει ως το Άγιον Όρος και δουλεύει σκαφτιάς στα κτήματα των μοναστηριών. Αυτό τα καλοκαίρια. Το χειμώνα πάει στο σχολείο. Στα διαλείμματα πουλάει στους συμμαθητές του κουλούρια, κοιμάται σε παλιά σιδηροδρομικά βαγόνια γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι και περνάει τις τάξεις. Την τελευταία τάξη, παλεύοντας με τον ίδιο τρόπο, τη βγάζει στη Θήβα. Έχει φτάσει πλέον στην πόρτα του πανεπιστημίου, μα δε θα την περάσει ποτέ. Σπούδασε, όμως, γερά στο «πανεπιστήμιο» της ζωής και του αγώνα, που τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Στη Θήβα δουλεύοντας στο τσιφλίκι των Μπαίικερ πρωτοπαίρνει μέρος σε απεργία. Από τότε ο δρόμος του χαράχτηκε οριστικά. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Έταξε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού του, έγινε ο πρακτικογράφος των αγώνων των.
Ξεκίνημα
Ξεκινά σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο. Μεγάλη απήχηση στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους ασκούν λογοτέχνες της Δυτικής Ευρώπης, που μιλάνε για τη κατάσταση των εργατών, τις άθλιες συνθήκες ζωής τους. Με τις εντυπώσεις από τη ζωή των ανθρακωρύχων και τους εργατικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη καλλιεργεί το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και επηρεάζει αρκετούς νέους πεζογράφους της εποχής. Είναι περίοδος που στο «Ριζοσπάστη», στη «Νεολαία» και σε λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύονται τακτικά ποιήματα και διηγήματα εργατών.
Το πρώτο του κείμενο του Θέμου Κορνάρου στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Δεκέμβρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει ότι «αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες». Θέλει στο έργο του να ακούγεται «το »γκουχ, γκουχ» του σιδερένιου τροχού, το »τσαφ τσαφ» του συνδετικού λουριού, το βούισμα του μοτέρ, το »χρρρρ…» του βιντς κι ανάμεσα σε αυτά όλα η σκληρή, η τραχιά, νευρώδικη κραυγή του βιομηχανικού εργάτη» (στο ίδιο).
Ίσως ο Κορνάρος είναι ο μοναδικός συγγραφέας που του ταιριάζει ο τίτλος του εργάτη – συγγραφέα. Ξεκινά με αυτόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, όπου καταγράφει τις συνθήκες που έζησε ο ίδιος. Όχι ως τουρίστας, αλλά ζώντας και δουλεύοντας ανάμεσα με τους ανθρώπους του μόχθου. Ζυμώθηκε μαζί τους.
Το έργο του
Ο Κορνάρος δεν ήταν καθεαυτό μυθιστοριογράφος. Τα περισσότερα έργα του είναι «κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και χρονικού, μαρτυρούσαν ένα ταλέντο, όπου η όσφρηση του δημοσιογράφου και η εσωτερική ματιά του λογοτέχνη παρουσίαζαν μια σύνθεση από τις πιο σπάνιες και τις πιο αποδοτικές (…) εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτά ήταν ότι η κριτική ενυπήρχε μέσα στην περιγραφή που ήταν πάντοτε αχνιστή, σπαρταριστή, ότι οι αγανακτήσεις του, χωρίς να εκφράζονται άμεσα, έβγαιναν ζωντανές μεσ’ από τα κείμενα, μας χτυπούσαν σαν άνεμος κατά πρόσωπο» («ΕΣΤΙΑ», τεύχος 1031, «Θέμος Κορνάρος», ΧΑΤΖ).
Το πρώτο του έργο «Έρωτας και αναιστησία» είναι η ιστορία ενός λούστρου (εκδόθηκε το 1929 στο Ηράκλειο). Σιωπηρά αποκηρύχθηκε από τον ίδιο. Αργότερα, στην Αθήνα, επιχείρησε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, ενώ δούλευε συγχρόνως εργάτης σε χτισίματα του Εθνικού Θεάτρου (και αργότερα ως θερμαστής). Εκεί γνώρισε τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος εντυπωσιασμένος έγραψε μια εγκωμιαστική κριτική στην εφημερίδα «Πρωία». Αφορμή για την παρουσίασή του ήταν το «Άγιον Όρος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933). Το βιβλίο περιείχε βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Άθω, το 1931. Ένα βιβλίο «μαστίγιο», όπως χαρακτηρίστηκε και που έφερε στη δημοσιότητα μια από τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ζωής, μαστιγώνοντας τη βρομιά και την υποκρισία του καλογερισμού.
Το βιβλίο σημείωσε τρομερή επιτυχία. Εκδόθηκε 3 φορές σε 2 μήνες. Προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας και των κρατικών αρχών που κατάσχεσαν τη 2η έκδοση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία του «Αγίου Όρους» συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης έως και το 1944.
Την ίδια χρονιά (1933) εξέδωσε την «Σπιναλόγκα». Λογοτεχνικά είναι ένα βήμα παραπέρα. Δίνει λογοτεχνικότερη μορφή στις σκέψεις και στη συγκίνησή του. Αυτό όμως που αξίζει εδώ δεν είναι η περίτεχνη φράση. Είναι η δυνατή περιγραφή και η αγάπη για τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Είχε επισκεφτεί ο ίδιος το νησί και έδωσε ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Με τη «Σπιναλόγκα» κουρελιάζει, ξεγυμνώνει την αστική «φιλανθρωπία» και την κρατική «μέριμνα» για την υγεία των εργαζομένων.
Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», όπου ζωντανεύει το δράμα των απόκληρων της κοινωνίας, όπως το έζησε ο ίδιος στις πολύχρονες περιπλανήσεις του. Λίγο αργότερα χάνεται στα βάθη των Ινδιών σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας. Κάποιες εντυπώσεις του θα τις γράψει στην «Ανατολή».
Το 1941 κυκλοφορεί το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια, σκίτσα μάλλον, της ναζιστικής Αθήνας. Είναι μια διακήρυξη πίστης στον άνθρωπο, στον αγώνα του, στην ανθρωπιά. Με την απελευθέρωση έδωσε ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του. Στο «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» (1945) εξιστορεί τις φρικαλεότητες των ναζί στο στρατόπεδο, όπου έκλειναν αγωνιστές της Αντίστασης και ομήρους, προκειμένου να τους εκτελέσουν ως αντίποινα σε πράξεις της Αντίστασης. Οι καλύτερες σελίδες αναφέρονται στα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν. Το άντρο αυτό αποτελούσε το διακομιστικό θάλαμο προς το στρατόπεδο. Το πραγματικό θέμα πίσω από τη συγκλονιστική αφήγηση είναι η αντίσταση που πρόβαλαν στον κατακτητή οι έγκλειστοι. «Είναι μορφές ηρωικές μέσα σε αυτή την αφήγηση που αποσπούν το θαυμασμό μας. Πιο συγκλονιστικά, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, σύμβολο και συγκεντρωτικός αγωγός αυτής της αντίστασης», (Γιάννης Χατζίνης). Ο Κ. Βάρναλης το χαρακτήρισε «… το πιο ώριμο και ενδιαφέρον έργο του και από την άποψη του γραψίματος και από την άποψη του θέματος».
Ακολουθούν «Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του 1943 και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό και τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης (καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση). «Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 εκδίδεται το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 τα «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, Ελβετία και Ρώμη. Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) – μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.
Επιμελήθηκε δύο τόμους Ανθολογίας Αντιστασιακού διηγήματος με τίτλο: α) «Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού» και β) «Αρματωμένη Ελλάδα». Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Επιθεώρηση Τέχνης» και την προδικτατορική «Αυγή».
Το τέλος του
Στη δεκαετία του ’60 έστησε εκδοτικό, προσπαθώντας να δώσει στο λαό φτηνό και καλό βιβλίο, να τον μάθει να αγαπά το καλό βιβλίο. Αυτό τον οδήγησε σε οικονομική καταστροφή. Για να ζήσει, γύριζε από γραφείο σε γραφείο και πουλούσε τσιγάρα. Αυτοαπομονώθηκε και απέφευγε συστηματικά να βλέπει παλιούς γνώριμους. Πέθανε από την πείνα τον Απρίλη του 1970, σε ένα άθλιο υπόγειο και σχεδόν κανείς δεν έμαθε για το θάνατο και την κηδεία του.
Για τη μόνωσή του στις τελευταίες μέρες της ζωής του, η Έλλη Αλεξίου γράφει: «Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν δραματικά. Παραπαίοντας μέσα στα βρόχια της εσχάτης ένδειας και ανασφάλειας, το είχε ρίξει στην απομόνωση. Αυτός ο βαθύτατα αισθηματικός, ο τόσο ευαίσθητος τύπος, που υπόφερε για κάθε ανθρώπινη δυστυχία, είχε περιέλθει σε κατάσταση απερίγραπτης στέρησης και εξαθλίωσης. Είχε γίνει ο ίδιος η συγκεντρωτική εστία της απόγνωσης και τις ερήμωσης. Αιχμάλωτοι της κατάστασης αυτής υπήρξαν πολλοί κορυφαίοι της Διανόησης, αλλά η πτώση του Κορνάρου ίσως να μη γνώρισε το ισοδύναμό της (…). Απέβαλε την έφεση στο γράψιμο. Απέβαλε την περηφάνια του… Ράκος ψυχικό, με βαθιά τη συναίσθηση του εκπεσμού του. Φυτοζωούσε εκποιώντας ό,τι είχε και δεν είχε: βιβλία και κειμήλια και δωράκια αγαπημένα, αντί πινακίου φακής, μόνο και μόνο για να μην πεθάνει από ασιτία. Απέφευγε συστηματικά τους γνωστούς και φίλους έτσι και πέθανε από όλους αγνοημένος. Ένας ένας οι παλιοί του γνώριμοι πληροφορούμασταν έκπληκτοι το χαμό του».
Την ίδια εικόνα μεταφέρει και ο Λεωνίδας Χριστάκης: «Στάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του όρθιος, με τις απόψεις του, χωρίς να τις αλλοιώσει, να τις προσαρμόσει, να τις κάνει εμπορεύσιμο (…) Κράτησε ψηλά το πιστεύω του. Δεν κατηγόρησε ποτέ κανέναν. Δεν φορτώθηκε σε κανέναν. Δεν ζήτησε βοήθεια ή έλεος, όταν ακόμα επί εβδομάδες δεν είχε πού να κοιμηθεί και να φάει. Δεν πούλησε τα έργα του για να γίνουν εμπορεύσιμο υλικό, στα χέρια μικρεμπόρων βιβλιοεκδοτών»!
Προικισμένος
Αποτιμώντας το έργο του Θέμου Κορνάρου, η Ευγενία Ζωγράφου γράφει: «Αυτός ήταν ο Θέμος Κορνάρος, ο άνθρωπος, ο ακέραιος χαρακτήρας, ο προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη. Προικισμένος με το χάρισμα μιας ρεαλιστικής, όσο ευαίσθητης και πλατιά ανθρώπινης γραφίδας δεν αφήνει τίποτε αχτύπητο. Μέσα απ’ όλα τα βιβλία του γράφεται ο ύμνος στην υπέροχη ιδέα του κομμουνισμού και γιατί πρέπει κανείς να πιστεύει σ’ αυτόν. Εδώ μέσα βρίσκονται άφθονα τα σπάνια χαρίσματα που καταυγάζουν εκείνους που μέσα τους, βαθιά, χώρεσαν τη μεγάλη αυτή ιδεολογία: αγάπη, ανιδιοτέλεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, αρετή, ειρήνη, προκοπή, λευτεριά, παλικαριά»! Αναμφισβήτητη είναι η λογοτεχνική αξία του έργου του, παρότι αμφισβητήθηκε από την αστική κριτική. Πέρα από κάθε κριτική είναι τα μηνύματα των έργων του. Σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικότητα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώνες του.
Κλείνει «Τα παιδιά της θύελλας» ως εξής: «Ξέρω πού πηγαίνω και τι θέλω. Βρήκα την πόρτα που φέρνει πέρα από τον κατάκλειστο κάμπο, και πάω να συναντήσω το Λαό που μάχεται, και να γίνω ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων του». Αυτός ο λαός που μάχεται για την κοινωνική αλλαγή «κρατάει με ευλάβεια μέσ’ στα δύο φύλλα της καρδιάς του τ’ όνομά σου» και στέκει τιμητική φρουρά σε αυτό το λησμονημένο μνημόσυνο.
(Κείμενα Ηρακλής Κακαβάνης)
***
Περιμένοντας τη ζαριά του χάρου
«Έπεσα στα χέρια των Ες – Ες, τον Ιούνη του 1944. Με φιλοξενήσανε στην οδό Μέρλιν πέντε μερόνυχτα. Η ανάκριση ήτανε χωρίς διακοπή σχεδόν, τα πέντε μερόνυχτα. Το βράδυ βάζανε μια κορόνα στο κεφάλι με πέντε βίδες. Δυο στα μηνίγγια, μια στο κούτελο, μια στην κορφή και μια πίσω. Οι βίδες είχανε ηλεκτροφόρα σύρματα. Τις ενώνανε με το ρεύμα και στρίβανε σα δαιμονισμένες. Είχες την αίσθηση πως το κεφάλι μέσα δεν είχε τίποτ’ άλλο παρά χιλιάδες βελόνες που κυκλοφορούσανε, σαν το αίμα, και καρφώνονταν στα νεύρα. Σε λιγάκι ξεχνούσες τ’ όνομά σου, και σ’ αυτά τα χάλια σε παρατούσαν στο κελί σου να… κοιμηθείς! Μια φορά με γδύσανε. Με πασαλείψανε μέλι και έτσι ολόγυμνο, μελωμένο, με βγάλανε σε μιαν αυλή, που είχανε δυο κυψέλες με πεινασμένες μέλισσες. Σ’ ένα τέταρτο μ’ είχανε κάνει σα φουσκωμένο ασκί. Ο πυρετός που ακολουθεί, δεν είναι δυνατό να μοιάζει με κανενός είδους πυρετό (…) Λιποθύμησα και δε θυμούμαι πια τίποτα παρά πως με κατεβάζανε στην αυλή του Χαϊδαρίου, πολτοποιημένο, μέσα σε μια κουβέρτα. Εκεί έμεινα τέσσερις μήνες, περιμένοντας κάθε πρωί, σαν και κάθε Χαϊδαριώτη, τη ζαριά του Χάρου».
(Μαρτυρία του Θ. Κορνάρου στα «Ελεύθερα Γράμματα» Μάης 1945)
«Ο αξέχαστος Θέμος Κορνάρος έκλαιγε. Έκλαιγε αυτό το θηρίο, γιατί δεν τον πιάσανε. Το θεωρούσε ατιμωτικό (…)
Ο Θέμος Κορνάρος το Σάββατο εκείνο, στις 22 Απριλίου 1967, δε με ρώτησε τι θα κάνουμε, αλλά μέσα στα δάκρυα κι εκείνη την κραυγή διαμαρτυρίας που βγήκε από τα σωθικά του (και θ’ ακούω σε όλη μου τη ζωή) ρώτησε γεμάτος αγωνία: «Εμένα γιατί δε με πιάσανε με τους άλλους συντρόφους μου; Πες μου, κουμπάρα, μήπως το κόμμα με χαρακτήρισε σαν προδότη και γι’ αυτό με περιφρόνησαν και οι χαφιέδες;».
Του απάντησα πως σίγουρα δεν θα ξέρανε οι χαφιέδες πού μένει και πως δεν ήταν ο μόνος που δεν πιάσανε. Ούτε άκουσα ποτέ κανέναν κομμουνιστή να τον αποκαλεί προδότη και καλά θα κάνει να πάει να κρυφτεί για να μην τον πιάσουν.
Η απάντηση ήταν: «Γυρίζω αμέσως σπίτι μήπως με αναζητήσουν και δε με βρουν. Θα βγάλω μια καρέκλα και θα καθίσω μπροστά στην πόρτα περιμένοντάς τους, κουμπάρα. Αν δεν έρθουν, θα πεθάνω μακριά απ’ τους άλλους»».
(Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ «Ημερολόγιο Οκτώ Ημερών, 21-28/4/1967», περιοδικό «η λέξη», Απρίλης – Μάης ’87, τ. 63-64).
Σεμνός και παλικάρι στη μεγάλη δοκιμασία
«Το σχέδιο με τον Θέμο Κορνάρο στο κέντρο, το ‘χω κάνει εκ του φυσικού, σε μια από τις «πονηρές» ώρες που περιμέναμε τον ερχομό των βασανιστών (…)
Τότες περιμαζεύεσαι, νιώθεις πιο πολύ να σμίγεις με τους άλλους. Είναι η ώρα για «αλφάδι», της κουβέντας, ας πούμε. Από τα πιο γερά και ευχάριστα «αλφάδια» ο «κουμπάρος», ο Θέμος. Κι η παρέα γύρω του πάντα η πιο μεγάλη. Κυλάνε τα λόγια του και ζωντανεύουνε άγνωστους, γοητευτικούς και παράξενους κόσμους. Ταξιδεύεις μαζί του στ’ Αγιον Ορος, στις Ινδίες, στην Ισπανία…
«Ο άνθρωπος, κουμπάρε», μας λέει, «είναι φτιαγμένος να ζει με τους άλλους τη χαρά και τον πόνο. Αλίμονο σ’ όποιον ξεκόψει και κλειστεί στο καβούκι του. Πριν την ώρα του θα ‘χει πεθάνει κι ας πιστεύει πως το ‘κανε για δικό του καλό. Κυλάει ο χρόνος, ξεχνιέσαι, ξενοιάζεις, προσμένοντας τις κρίσιμες ώρες για «ντου», δέκα με δώδεκα (…).
Στα επόμενα χρόνια ο κουμπάρος στάθηκε ο μεγάλος μας φίλος. Σεμνός και παλικάρι τις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας, απλός και ανθρώπινος, ακόμα και στις όποιες «αδυναμίες» του, ενσάρκωνε στα μάτια μας το ιδανικό του κομμουνιστή, όπως από παλιά το είχαν πλάσει οι προσδοκίες μας (…).
Έχουν περάσει απ’ το στρατόπεδο πολλοί αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι, αγωνιστές, στελέχη μ’ αναμφισβήτητες προσφορές. Ίσως, ελάχιστοι να ‘χουν προσφέρει όσο εκείνος, σαν «δόσιμο χωρίς μισθό», που κάνανε την «τόλμη και αρετή» πράξη μέσ’ τη ζωή τους. Και δεν υπάρχει τρόπος καλύτερος να φρονηματίσεις τους άλλους».
(Σχέδιο και κείμενο του Γ. Φαρσακίδη στο λεύκωμά του «Μακρόνησος»)
πηγή: erodotos.wordpress.com
e-prologos.gr