Γράφει ο Βασίλης Μπάκος

Είναι Δεκαπενταύγουστος του 1940. Το καταδρομικό Έλλη, που βρίσκεται αγκυροβολημένο έξω απ’ το λιμάνι της Τήνου, σημαιοστολισμένο συμμετέχει στον εορτασμό της μεγάλης θρησκευτικής εορτής. Μία από τις τρεις τορπίλες που εκτοξεύτηκαν στις 8.25 πλήττουν καίρια το πλοίο. Μια ώρα αργότερα, βυθίζεται.
Η ιταλική επιθετική, προκλητική ενέργεια εκδηλώθηκε στο έδαφος του εν εξελίξει Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τον Μάρτιο του 1936, ο υπουργός του Γ’ Ράιχ Φρανκ δίνει τον λόγο του στους Ιταλούς συμμάχους, ότι η ναζιστική Γερμανία θεωρεί τη Μεσόγειο ιταλική θάλασσα αναγνωρίζοντάς της το δικαίωμα να ελέγχει τις μεσογειακές χώρες. Η υπόσχεση/μοιρασιά, όμως, δεν τηρήθηκε από τη μεριά της Γερμανίας, η οποία με το ρουμανογερμανικό σύμφωνο, που υπογράφτηκε στις 23/3/1939, μετέτρεψε τη Ρουμανία σε εξάρτημά της, εκκινώντας τη γερμανική κάθοδο προς το Αιγαίο.
Στην κατεύθυνση αυτή, η Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, δηλώνοντας εμφατικά τις επιθετικές/επεκτατικές της βλέψεις προς την Ελλάδα και αποφασισμένη να μετατρέψει δια της ισχύος των όπλων τη Μεσόγειο σε ιταλική θάλασσα. Στις 12 Ιουλίου 1940 τρία βομβαρδιστικά  χτύπησαν έξω από τη Κρήτη το «Ωρίων» και βομβάρδισαν το αντιτορπιλικό «Ύδρα». Στις 30 Ιουλίου στον κόλπο της Κορίνθου χτύπησαν τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» καθώς και δύο υποβρύχια στον κόλπο της Ναυπάκτου. Οι παραπάνω ενέργειες, αποδόθηκαν από την επίσημη ελληνική διπλωματία και τον συστημικό Τύπο της εποχής σε «αγνώστου ταυτότητας» δράστη.
Αυτή η γραμμή, που δήλωνε εμφατικά την πρόθεση του δικτατορικού καθεστώτος να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη,  τηρήθηκε και σχετικά με τα γεγονότα του τορπιλισμού της Έλλης: «αγνώστου ταυτότητας» ο θύτης.
Ήδη από τις 10 του Ιουνίου η Ιταλία έχει κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία. Η Ιταλία, μέσω του διοικητή των Δωδεκανήσων Τζέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, κάνει λόγο για ελληνοβρετανική ναυτική συνεργασία στο Αιγαίο υπό τη σκέπη της ουδετερότητας. Ο Υπουργός Εξωτερικών της φασιστικής Ιταλίας Γκαλεάτσο Τσάνο σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 3/7/1940: «Απευθύνθηκα έντονα στον πρέσβη της Ελλάδος. Ο De Vecchi μου τηλεγραφεί πως αγγλικά πλοία και ίσως και αεροπλάνα βρίσκουν προστασία και ανεφοδιασμό στην Ελλάδα. Ο Μουσολίνι είναι έξω φρενών. Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί θα αναλάβουμε δράση. Ο Έλληνας πρέσβης προσπάθησε να αρνηθεί αδύναμα αλλά έφυγε με την ουρά στα σκέλια». Δύο μέρες μετά, στις 5 Ιούλη σημειώνει: «Η Ελλάδα, μέσω του πρέσβη της, παρέχει την διαβεβαίωση τήρησης πλήρους ουδετερότητας, την οποία ο Ντούτσε δέχεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι ο De Vecchi επιμένει στους ισχυρισμούς του». 
Δύο μήνες πριν, τον Μάιο του 1940, ο ανταποκριτής της αγγλικής εφημερίδας Daily Telegraph, ο Άρθουρ Μάρτον, συναντιέται με τον Μεταξά και στην αναφορά του προς τις βρετανικές διπλωματικές υπηρεσίες, δίνει το στίγμα της ιδιότυπης ελληνικής ουδετερότητας: «Ο Μεταξάς άρχισε λέγων: Είμεθα ουδέτεροι αφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικόν τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Κατόπιν συνεννοήσεων μεταξύ βρετανικών, ιταλικών και ελληνικών δυνάμεων,  ο τορπιλισμός της Έλλης αποδόθηκε επίσημα σε «αγνώστου ταυτότητας» δράστη, γιατί αυτό βόλευε τις δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και -κατ’ επέκταση- και την εξαρτημένη Ελλάδα.
Πέντε χρόνια μετά τον τορπιλισμό της Έλλης ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι έγραψε στην εφημερίδα «Τζιορνάλε ντι Ματίνο» (19 Αυγούστου 1945):
«Το υποβρύχιο ήταν Ιταλικό και απέπλευσε από την βάση της Λέρου με διαταγή του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου Ντε Βέκι, μέλους της φασιστικής τετρανδρίας, να τορπιλίσει τον ελληνικό πολεμικό στο λιμάνι της Τήνου. Σε τηλεγράφημά μου της 13ης Αυγούστου προς το υπουργείο των Εξωτερικών στη Ρώμη ανέφερα τις απόψεις του Μεταξά, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ταχθεί εναντίον της Αγγλίας εφ’ όσον κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενημέρωσα το Παλάτσο Βενέτσια το ίδιο βράδυ ή το πρωί της επόμενης και προκλήθηκε έκρηξη παραφοράς από τον Μουσολίνι. Δόθηκε διαταγή στο Ντε Βέκι να αποδείξει το ποιος έχει πραγματικά τη κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο»
Αυτή η διαταγή προς τον Ντε Βέκι, στην οποία αναφερόταν ο Γκράτσι το 1945, αποκαλύφθηκε στα ίδια τα απομνημονεύματα του Ντε Βέκι που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1959 και 1960:
«Την 11ην Αυγούστου 1940,περιήλθεν εις χείρας μου, μέσω προσώπου άκρως εμπίστου, ένας φάκελλος κατάστικτος από διαφόρους ερυθράς σφραγίδας. Εν μέσω αυτών υπήρχε και η κυανή σφραγίς του Πολεμικού Ναυτικού. 
Εντός του φακέλου υπήρχε μια κυβερνητική διαταγή συνταχθείσα εις Ρώμην και της οποίας το κείμενον είχεν ως εξής: 
«Κατόπιν διαπιστώσεως, ότι η κίνησις του εμπορικού ναυτικού, που γίνεται μέχρι των Δαρδανελλίων, συντελείται κατά μέγιστον μέρος, επ’ ωφελεία των Άγγλων και ότι τα σκάφη των ουδετέρων χωρών, τα οποία πλέουν εις τας συναφείς γραμμάς, διευκολύνουν τον ανεφοδιασμόν του εχθρού, εντελλόμεθα, τα κατωτέρω εις εκτέλεσιν διαταγών του Ντούτσε: 
Να επιλέξητε μεταξύ των υποβρυχίων, που υπάγονται εις υμάς το πλέον ενδεδειγμένον, από απόψεως κατασκευής οπλισμού και πληρώματος. Εις τον κυβερνήτην του υποβρυχίου να δώσετε προσωπικώς οδηγίας, υπό το εξής πνεύμα: 
Α. Να διεξαγάγη επί δεκαήμερον εντόνους πολεμικάς επιχειρήσεις κατά των θαλασσίων συγκοινωνιών εις τα ύδατα του Αιγαίου, τα περιλαμβανόμενα μεταξύ Δαρδανελλίων και Καφηρέως (Καβοντόρο). 
Β. Κατά την εν λόγω περίοδον, το υποβρύχιον δέον να βυθίση δια τορπιλλών, άνευ προειδοποιήσεως, όλα τα σκάφη, δια τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι εξυπηρετούν τον εχθρόν, έστω και αν πλέουν υπό σημαίας ουδετέρων χωρών. 
Γ. Τα εγχειρήματα αυτά πρέπει να γίνουν κατά τρόπον ώστε να παραμείνη άγνωστον το όνομα και η εθνικότης του υποβρυχίου. 
Δ. Αφού επιτελέση την αποστολήν του, το υποβρύχιον θα επιστρέψη εις την βάσιν του, λαμβανομένης μερίμνης ώστε η επάνοδός του να μείνη απαρατήρητος. 
Ε. Πλήρης ραδιοτηλεγραφική σιγή εκ του υποβρυχίου προς την ξηράν και αντιστρόφως, κατά την διάρκειαν της περιόδου αυτής. 
ΣΤ. Τα εγχειρήματα δέον να καλυφθούν δι’ απολύτου μυστικότητος. Βάσει των αντιδράσεων που θα προκληθούν εξ αυτών, θα ληφθούν παρ’ ημών περαιτέρω αποφάσεις. Θεωρούμεν σκόπιμον να μη αναφέρετε εις την Κυβέρνησιν τα αποτελέσματα. Τούτο δέον να γίνη ευθύς ως καταστή δυνατόν, δι’ εγγράφου αναφοράς, αποσταλησομένης δι’ ασφαλεστάτου μέσου». 

Από την ουδετερότητα των παραμονών του πολέμου στη συμβιβαστική στάση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας κατά τις πρώτες μέρες της ιταλικής επίθεσης 

Ο ελληνικός στρατός περιέκλειε στις τάξεις του τα στρατευμένα παιδιά του λαού και τους κατώτερους αξιωματικούς που υπερασπιζόμενοι τα σπίτια, τις οικογένειες και την πατρίδα τους έγραψαν το έπος του ελληνοαλβανικού μετώπου. Από την άλλη, το καθεστώς της ξένης εξάρτησης καθόρισε τελικά τον αντιφατικό χαρακτήρα του τακτικού στρατού της Ελλάδας, η αποστολή του οποίου δεν περιορίζονταν στην διαφύλαξη του εγχώριου αντιδραστικού καθεστώτος, αλλά και στην περιφρούρηση των σχέσεων εθνικής υποτέλειας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις –κυρίως την Αγγλία.
Τον χαρακτήρα αυτόν επιβεβαιώνει ο ίδιος ο δικτάτορας Μεταξάς με δηλώσεις που έκανε σε δημοσιογράφους μόλις δύο μέρες μετά την έναρξη του πολέμου: «δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.» ( «Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940»)
Ο αντιφατικός χαρακτήρας του τακτικού στρατού αποτυπώθηκε με ακρίβεια από έναν Έλληνα ανώτερο αξιωματικό που το  1946 έδινε την παρακάτω συμπερασματική διατύπωση:
«Η Ανώτατη Διοίκηση δεν επίστευσε ποτέ σοβαρώς ότι διεξήγαγε πόλεμον νικηφόρον της Ελλάδος κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας∙ διότι αν το πίστευε κι αν ήθελε θα μπορούσε. Δεν τον ήθελε όμως τον πόλεμο με τους φασίστες επιδρομείς και γι’ αυτό δεν επίστευε στη νίκη. Και δεν τον ήθελε γιατί ήξερε πώς θαταν ο θάνατος του καθεστώτος, είτε νικηφόρος είτε όχι ήταν ο πόλεμος… Το ότι είχαμε το θαύμα της Αλβανίας και τους ηρωικούς αγώνες των μετώπων των οχυρών, αυτό δεν οφείλεται στην Ανωτέρα ηγεσία αλλά στον Ελληνικό Λαό που στρατεύτηκε, πήρε τα όπλα και αντετάχθη με όλη του την ψυχή και την πίστη ότι πολεμάει για τη Λευτεριά του και την Ανεξαρτησία του κατά των δυνάμεων της βίας και του φασισμού. Η ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, δεν ηγήθη παρά ακολούθησε έκπληκτη το θαύμα αυτό. Ορθότερο, ακριβέστερο θα ήτο να πει κανείς ότι το ακολούθησε τρομαγμένη!» (Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. τευχ. 8/1946, σ.469)
Η συμπερασματική αυτή διατύπωση επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα γεγονότα, τις μαρτυρίες και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Για του λόγου το αληθές, ο αρχηγός του ΓΕΣ Α. Παπάγος λίγες μέρες πριν την ιταλική επίθεση είχε δηλώσει στον επιτελάρχη του ΤΣΔΜ συνταγματάρχη Γεωργούλη ότι αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων». Σχετικά με αυτό ο υποστράτηγος Π. Πετρόπουλος , Διευθυντής τότε του ΙΙΙ Γραφείου επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας που αντιμετώπισε το κύριο βάρος της εχθρικής επίθεσης στην Ήπειρο, γράφει : «Η Ανώτατη ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην , αλλά ήθελεν να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς δια την τιμήν των όπλων μας».  
Ο ελληνικός λαός, βλέποντας ότι η επιδρομή της φασιστικής, ιμπεριαλιστικής Ιταλίας απειλούσε άμεσα το μέλλον του, απέκρουσε με αποφασιστικότητα την επίθεση. Το πληγωμένο από τις διώξεις της δικτατορίας ΚΚΕ, κάνοντας σωστή ανάλυση της κατάστασης και πιάνοντας τον παλμό της λαϊκής θέλησης και έκφρασης δεν είδε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο σαν καθαρή υπόθεση εσωτερικής φαγωμάρας των ιμπεριαλιστών. Η παλλαϊκή αντίσταση στην ξένη εισβολή δημιούργησε τις προϋποθέσεις για παραπέρα άνοδο του εργατικού και λαϊκού κινήματος με πρόταγμα τη δημιουργία μιας ελεύθερης, πραγματικά λαϊκής και δημοκρατικής Ελλάδας.
Απέναντι στις διαθέσεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας που κυμάνθηκαν μεταξύ της στάσης τήρησης επιτήδειας ουδετερότητας κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1940 μέχρι την ηττοπαθή και συμβιβαστική στάση, όπως εκφράστηκε κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο λαός αντέταξε την ανάγκη του να ζει ελεύθερος, χωρίς ξένους και ντόπιους φασίστες. Έτσι γράφτηκαν οι πιο ηρωικές σελίδες στην ιστορία του λαϊκού μας κινήματος μέσα από τα προτάγματα και την ηρωική δράση του ΕΑΜ και του ΔΣΕ.

Πηγές:
1940-45 Ιστορία της Αντίστασης τόμος Α'(επιμέλεια Β.Γεωργίου), εκδ. «Αυλός», Αθήνα 1979
Λιναρδάτος, Σπ., Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις (1936-1940), εκδ.Προσκήνιο (β’έκδοση), Αθήνα 1993
Τσαλαχούρης Κ., Το χρονικό του τορπιλισμού τις Έλλης, όπως δημοσιεύτηκε σε 3 συνέχειες στην εφημερίδα Ροδιακή (rodiaki.gr, 3/11/2022, rodiaki.gr, 4/11/2022, rodiaki.gr, 5/11/2022)
Ψυρρούκης, Ν., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), τόμος πρώτος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1976

 

Πηγή: Εργατικός Αγώνας

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το