Το Μάη – Ιούνη και Ιούλη 1937 άρχισαν να μεταφέρονται με καραβιές από τα νησιά εξορίας της Ανάφης, Φολεγάνδρου, Αη-Στράτη οι «πιο επικίνδυνοι» εξόριστοι αγωνιστές στην Ακροναυπλία: Εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, διανοούμενοι. Ανάμεσά τους και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, γραμματείς και μέλη περιφερειακών, αχτιδικών κ.λπ. Οργανώσεών του, βoυλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, εργατικά και συνδικαλιστικά στελέχη, στελέχη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και άλλων δημοκρατικών οργανώσεων, στελέχη της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) κ.λπ., κ.λπ.
Τι ήταν η Ακροναυλία; Ενα παλιό ενετικό φρούριο (Ιτς Καλέ) στο άκρο του Ναυπλίου – εξ ου και το όνομα Ακροναυπλία – χτισμένο σε απότομο βράχο, που, για να το προσεγγίσεις, έπρεπε να ανέβεις τριακόσια περίπου σκαλιά. Οι τοίχοι χοντροί και τα κρατητήρια φρικτά κι αβάσταχτα κάτω από τη γη. Στο παλιό αυτό φρούριο – φυλακή υπήρχαν τέσσερις μεγάλοι θάλαμοι και τρεις μικρότεροι. Αυτό το χώρο επέλεξε η δικτατορία του Μεταξά, με σκοπό να τσακίσει το ΚΚΕ τσακίζοντας τα στελέχη του που έκλεισε στο κάτεργο. Η Ακροναυπλιά όμως έγινε σύμβολο ανδρείας, αξιοπρέπειας, λεβεντιάς, περηφάνιας και απεριόριστης αφοσίωσης στο δίκιο του λαού.
Η Ακροναυπλία δεν προσφέρεται για αξιολόγηση απλά ως μια λαμπρή σελίδα στην Ιστορία του ΚΚΕ. Ούτε εξαντλείται η ιστορική της σημασία και προσφορά με την αναγνώρισή της ως φρούριου λευτεριάς, πηγή φωτός και μήτρα που γέννησε δοξασμένους λαϊκούς ηγέτες, σαν τον Μπελογιάννη, τον Σουκατζίδη, τον Γληνό, τον Ζεύγο και τόσους άλλους. Η Ακροναυπλία υψώθηκε πάνω από το χρόνο και το χώρο. Αναδείχθηκε ως κριτής, ως λυδία λίθος, όπου δοκιμάζεται και κρίνεται διαχρονικά ο χαρακτήρας, η φυσιογνωμία, η ηθική, ο σκοπός και ο ιστορικός ρόλος των σύγχρονων κοινωνικών τάξεων και πολιτικών δυνάμεων. Η αλήθεια και το ψέμα. Το γνήσιο και το κίβδηλο. Η Ακροναυπλιά είναι σύμβολο της σύγκρουσης δύο κόσμων ριζικά διαφορετικών.
H φυλακή της Ακροναυπλιάς για τους πολιτικούς κρατούμενους άνοιξε το Φλεβάρη του 1937, έξι μήνες μετά από την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά και διαλύθηκε το Φλεβάρη του 1943. Κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια.
Εδώ συγκέντρωσαν τον κύριο όγκο των φυλακισμένων κομμουνιστών. Εξακόσιοι είκοσι πέντε κρατούμενοι πέρασαν από το κάτεργο αυτό και στην πλειοψηφία τους ήταν ηγετικά στελέχη του Κόμματος και του εργατικού κινήματος.
Ο σκοπός των ταξικών αντιπάλων ήταν ένας. Να εξοντώσουν, να συντρίψουν σωματικά και ψυχικά, να κουρελιάσουν ηθικά, να ρεζιλέψουν και να αχρηστεύσουν τον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ απέναντι στην εργατική τάξη, στο λαό. Και δε δίστασαν μπροστά σε κανένα μέσο, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Δεν υπήρχε έλεος για όποιον δεν έκανε «δήλωση μετάνοιας», για όποιον δεν αποκήρυσσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι.
Υπολόγιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τσάκιζαν την αντίσταση του λαού και θα τον υποχρέωναν να αποδεχτεί τα αγαθά της «νέας τάξης πραγμάτων», του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Δηλαδή, την ιδέα ότι οι καπιταλιστές δεν είναι εκμεταλλευτές, αλλά προστάτες τους, που τους δίνουν ψωμί και δουλειά για να συντηρούν τις οικογένειές τους, πως το ξένο κεφάλαιο είναι ωφέλιμο και ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη του τόπου.
Στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης» και της «εσωτερικής ενότητας», κάθε ιδέα αντίστασης σ’ αυτήν την πολιτική θεωρείται εθνικά επικίνδυνη και κοινωνικά επιζήμια. Για την άρχουσα τάξη υπήρχε μόνο μια επιλογή: Υποταγή ή τσάκισμα κάθε αντίστασης.
Χρήσιμη εδώ μια σύντομη αναδρομή για να δούμε ποια ήταν τότε η κατάσταση και οι συνθήκες μέσα στις οποίες δρούσε το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ.
Οι φυλακές της Ακροναυπλίας.
Οι εργαζόμενοι της πόλης και του χωριού εξουθενωμένοι από τη στυγνή αντιλαϊκή πολιτική όλων των κυβερνήσεων της 10ετίας του ’20, από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και την οικονομική κρίση του ’29-’33, οργανώνονται και ξεσηκώνονται. Το ΚΚΕ είναι ο πρωταγωνιστής αυτού του αγώνα. Ολα τα άλλα κόμματα στήριζαν και κάλυπταν την ασύδοτη δράση του κεφαλαίου και την υποταγή της χώρας στους ιμπεριαλιστές. Παρά την ωμή βία και τρομοκρατία, το κίνημα αυτό δεν οπισθοχωρεί.
Χαρακτηριστικά τα παρακάτω στοιχεία: Την περίοδο 1929 – 1933 επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου: Δολοφονούνται 27 εργάτες και αγρότες στις διάφορες κινητοποιήσεις. 13.000 συλλαμβάνονται. 2.400 καταδικάζονται σε πολύχρονες φυλακίσεις και εξορίες. 120 φαντάροι στέλνονται στο Καλπάκι. Την περίοδο 1933-1935, επί Τσαλδάρη, νέο λουτρό αίματος και τρομοκρατίας: Δολοφονούνται 10 εργάτες και αγρότες και 350 τραυματίζονται. Χιλιάδες συλλαμβάνονται και 785 καταδικάζονται σε πολύχρονες φυλακίσεις και εξορίες. Απαγορεύτηκαν 160 συγκεντρώσεις και 128 διαλύθηκαν με τη βία. Εγιναν πάνω από 138 επιδρομές σε γραφεία σωματείων και σε τυπογραφεία. Αποκορύφωμα αυτού του πογκρόμ είναι τα αιματηρά γεγονότα στις 9 του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη, με τη δολοφονία 12 εργατών και τον τραυματισμό 300.
Το λαϊκό, όμως, κίνημα δεν κάμπτεται, ανασυντάσσεται και δυναμώνει την επίθεσή του. Πάνω από 150.000 λαού ξεσηκώνεται στη Θεσσαλονίκη και καταγγέλλει τη στυγνή τρομοκρατία και τις δολοφονίες των καπνεργατών. Λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Μάη του ’36, 500.000 λαού, σε πανελλαδική απεργία, απαντούν στην τρομοκρατία του Μεταξά. Στις 2 Ιούνη του ’36 νέος ξεσηκωμός στο Βόλο με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Στις 5 Αυγούστου ’36 προετοιμάζεται νέα πανελλαδική απεργία κατά της υποχρεωτικής διαιτησίας, της διάλυσης των εργατικών σωματείων και τη διεκδίκηση κοινωνικών ασφαλίσεων. Αυτό ακριβώς το ογκούμενο λαϊκό κίνημα ήθελαν να αποκεφαλίσουν, να τρομοκρατήσουν και να γονατίσουν, τσακίζοντας την πρωτοπορία του. Η ελληνική πλουτοκρατία και οι ξένοι προστάτες της, με όργανο κρούσης τη μεταξική δικτατορία, έπεσαν με λυσσασμένο τρόπο πάνω στους κομμουνιστές για να τους εξοντώσουν με κάθε μέσο και μαζί τους κάθε τίμιο, πατριωτικό στοιχείο που αντιστεκόταν. Περίπου 100.000 συλλαμβάνονται, όπου η μεγάλη πλειοψηφία απ’ αυτούς ήταν κομμουνιστές.
Οι πρώτοι Ακροναυπλιώτες μεταφέρθηκαν από τα κρατητήρια Αθήνας – Πειραιά – Πατρών κ.λπ. Το Μάη – Ιούνη και Ιούλη 1937, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, άρχισαν να μεταφέρονται με καραβιές από τα ξερονήσια της Ανάφης, Φολεγάνδρου, Αη – Στράτη οι «πιο επικίνδυνοι» εξόριστοι αγωνιστές στην Ακροναυπλία.
Αρχίζει αμέσως η οργάνωση των αγωνιστών της Ακροναυπλίας… Ολοι οι κρατούμενοι (μέλη και οπαδοί του ΚΚΕ, εξωκομματικοί, αγροτιστές) έφτιαξαν την Οργάνωσή τους, την Ομάδα Συμβίωσης των αγωνιστών της Ακροναυπλίας. Σε καθέναν από τους τέσσερις θαλάμους επικεφαλής είναι ο θαλαμάρχης, αναγνωρισμένος από τη διοίκηση του στρατοπέδου και εκλεγόταν κάθε χρόνο.
Επικεφαλής της Ομάδας Συμβίωσης είναι το 7μελές και άλλοτε 9μελές Γραφείο της Ομάδας που εκλέγεται δημοκρατικά από όλους τους αγωνιστές της Ακροναυπλίας και που «ντε φάκτο» υποχρεώθηκε να το αναγνωρίσει και η διοίκηση του στρατοπέδου.
Το Γραφείο της Ομάδας είχε μεγάλο κύρος ανάμεσα στα μέλη της Ομάδας γιατί αποτελούνταν από ικανούς αγωνιστές που εκλέγονταν από τους συντρόφους και με τη βοήθεια πάντα της Κομματικής Επιτροπής καθοδηγούσε την ομάδα.
Με βάση απόφαση της ΚΕ οργανώθηκαν στην Ακροναυπλία οι κομματικές ομάδες με τους υπεύθυνούς τους και στους τέσσερις θαλάμους. Στον κάθε θάλαμο υπήρχε ο κομματικός υπεύθυνος, που διοχέτευε τη γραμμή της Κομματικής Επιτροπής στα μέλη του Κόμματος και έλυνε τα κομματικά ζητήματα του θαλάμου.
Επικεφαλής όλης της κομματικής δουλειάς ήταν η Κομματική Επιτροπή Ακροναυπλίας.
Η Κομματική Επιτροπή καθοδηγούσε όλη την κομματική δουλειά και πολιτικά τη δράση του Γραφείου της Ομάδας χωρίς να ανακατεύεται στην άλλη δουλειά του. Η Κομματική Επιτροπή επεξεργαζόταν όλα τα ζητήματα της τακτικής απέναντι στη Διοίκηση του στρατοπέδου. Οργάνωσε διά μέσου της Μορφωτικής Επιτροπής τα μαρξιστικά μαθήματα, διαλέξεις κ.λπ., καθώς και τα εγκυκλοπαιδικά μαθήματα. Η Κομματική Επιτροπή Ακροναυπλίας ασχολούνταν, ιδιαίτερα, με την κομματική διαπαιδαγώγηση των συντρόφων, τη σφυρηλάτηση της κομματικότητάς τους κ.λπ. Κάθε φορά που δημιουργούνταν σοβαρά ζητήματα συνεδρίαζε (εκτός από τις τακτικές της συνεδριάσεις) η Κομματική Επιτροπή και αμέσως οι αποφάσεις της έμπαιναν στις κομματικές ομάδες και διά μέσου του Γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης σε όλη την Ακροναυπλία.
Η οργάνωση, η ενότητα, η πειθαρχία, οι συντροφικές σχέσεις, η αλληλεγγύη και η αδελφική αγάπη ανάμεσα στους συντρόφους, να τα όπλα με τα οποία πάλεψε η Ακροναυπλία και αντιμετώπισε όλες τις επιθέσεις της δικτατορίας.
Η είσοδος στο κτήριο των φυλακών της Ακροναυπλίας.
Η Κομματική Επιτροπή αποτελούνταν από γνωστά ανώτατα και ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ (κατά καιρούς από έξι μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, από τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής της ΟΚΝΕ στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, γραμματείς μεγάλων περιφερειακών οργανώσεων του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ κλπ. κλπ.), στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από εργάτες – μάλιστα η τρίτη Κομματική Επιτροπή αποτελούνταν αποκλειστικά από εργάτες. Και για περίπτωση χτυπήματος (μεταφορά της και άλλα) υπήρχε εφεδρική Κομματική Επιτροπή, επίσης από γνωστά στελέχη. Τα μέλη της Κομματικής Επιτροπής είχαν κομματική ηλικία κατά μέσο όρο 15-20 χρόνια (πολύ μεγάλη για τα χρόνια 1937-1943).
Η Κομματική Επιτροπή καθοδηγούσε όλη την κομματική και την πολιτική δουλειά στην Ακροναυπλία. Χρησιμοποιούσε γι’ αυτό ένα πολύ μεγάλο αχτίφ γύρω από τους 150 συντρόφους στην κομματική δουλειά και στις υπηρεσίες της Ομάδας.
Στα 1937 συνεχίζεται η πάλη του ελληνικού λαού κατά της δικτατορίας. Οι απεργίες της εργατικής τάξης πολλαπλασιάζονται (…), η ζωή των φυλακισμένων στην Κέρκυρα, στην Αίγινα, στην Ακροναυπλιά χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Στην Ακροναυπλιά από την πρώτη μέρα και σ’ όλη τη διάρκεια του 1937 η δικτατορία έκανε τρεις επιθέσεις ενάντια στους κρατούμενους. Η πρώτη επίθεση όταν ήρθαν από τα νησιά οι εξόριστοι. Ο στρατοπεδάρχης και τα όργανά του θέλησαν να χωρίσουν τους διανοούμενους από τους υπόλοιπους κρατούμενους. Οι λόγοι είναι ευνόητοι. (…) η δεύτερη επίθεση έγινε στις 30 Αυγούστου του 1937. Επεσαν πάνω από 400 πυροβολισμοί. Ενας κρατούμενος κομμουνιστής, ο δάσκαλος Παύλος Σταυρίδης πέφτει νεκρός με πολτοποιημένο το κρανίο από τη δολοφονική σφαίρα. Μόνο χάρη στον ηρωισμό και την ψυχραιμία των αγωνιστών δε θρηνήθηκαν δεκάδες θύματα εκείνη τη βραδιά.
Η δικτατορία έκανε και τρίτη οργανωμένη επίθεση, όταν θέλησε να τους πάρει τα καμινέτα με το πρόσχημα (προβοκάτσια) ότι σκόπευαν να βάλουν φωτιά στο στρατόπεδο. Τα καμινέτα και οι καφέδες είναι ζωτικό ζήτημα για τους κρατούμενους (…) με εντολή του Γραφείου της Ομάδας και της Κομματικής Επιτροπής μίλησε ο Δ. Γληνός και είπε πως το μέτρο αυτό της δικτατορίας θυμίζει ό,τι ήθελε να κάνει ο Γκέριγκ με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (…) η δικτατορία ετοίμαζε μια μεγάλη προβοκάτσια, τον εμπρησμό του κτιρίου για να κάψει ζωντανούς τους αγωνιστές. Θα παρουσίαζε τα πράγματα έτσι απλά: «Τυχαία» έπιασε φωτιά το κτίριο από τα καμινέτα και τα σπίρτα που έχουν οι αγωνιστές (…) και η διοίκηση παρά τις «απεγνωσμένες προσπάθειές» της δεν μπόρεσε να σώσει τους δεσμώτες. Οι αγωνιστές κατάγγειλαν έγκαιρα την προβοκάτσια και με την κινητοποίηση της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης σταμάτησαν το προετοιμαζόμενο έγκλημα.
1938. Ενα χρόνο τώρα η Ακροναυπλιά αντέχει. Οι δεσμώτες παλεύουν στήθος με στήθος με τη δικτατορία, οργανώνουν τη ζωή τους (…) προς τρεις κατευθύνσεις στρέφουν τις κύριες προσπάθειές τους. Οργανώνουν το συσσίτιό τους. Οργανώνουν τη μορφωτική δουλειά. Οργανώνουν την ψυχαγωγική – εκπολιτιστική δουλειά.
Ηταν πλούσια η εσωτερική ζωή της Ακροναυπλιάς. Η δικτατορία την σχεδίασε για μεσαιωνικό κάτεργο. Μα η ασάλευτη και αλύγιστη ψυχή των αγωνιστών της μετέτρεψε την Ακροναυπλιά σε πύργο λεβεντιάς και σε πανεπιστήμιο που σκορπούσε ολούθε φως. Κι άστραψε φως η Ακροναυπλιά!
Οταν κάποτε θα συγκεντρωθεί ό,τι γράφτηκε στην Ακροναυπλιά – υπομνήματα στην κυβέρνηση και στον διοικητή του στρατοπέδου, μαθήματα, διαλέξεις, μονογραφίες, στίχοι, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, μεταφράσεις, αναμνήσεις, απομνημονεύματα κλπ. κλπ. στα χρόνια 1937 – 1943 – θα γεμίσουν κάμποσοι τόμοι.
Το βασικό μέτωπο, το κύριο ζήτημα στα 1938 – 1939, είναι η πάλη ενάντια στις «δηλώσεις μετανοίας» (…) μάταια περίμενε η δικτατορία να σπάσει το ηθικό των κρατουμένων και να πετύχει μαζικά «δηλώσεις μετανοίας». Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Πώς να καταλάβει ότι και τα πιο φοβερά μέτρα σπάζουν σαν σαπουνόφουσκες μπροστά στην αδάμαστη θέληση και απόφαση των αγωνιστών. Το άδικο ποτέ δεν μπορεί να νικήσει. Κάθε μέτρο της δικτατορίας ατσαλώνει τους δεσμώτες, τους κάνει πιο δυνατούς στα χέρια και στο νου.
Στις 6 του Απρίλη 1941 εισβάλλουν στην Ελλάδα οι χιτλερικές ορδές… Οι κρατούμενοι της «Ακροναυπλίας περιμέναμε αυτήν την επίθεση και δε μας ξάφνιασε. Γίνονταν στην Ακροναυπλία συζητήσεις, αν ο λαός και ο στρατός μας θα μπορούσαν να αντέξουν στη φοβερή επίθεση των χιτλερικών με τα άρματα μάχης, τα μηχανοκίνητα στρατεύματα και τις εκατοντάδες αεροπλάνα. Σ’ αυτές τις τραγικές στιγμές, οι ξενόδουλοι στρατηγοί του δικτάτορα Μεταξά και του βασιλιά Γλίξμπουργκ, ενώ ο στρατός με συγκρατημένη την ανάσα και ματωμένος πολεμούσε, προδίνουν στρατό και λαό και διευκολύνουν την υποδούλωση της χώρας στους Χίτλερ και Μουσολίνι. Οι προδότες στρατηγοί Τσολάκογλου, Μπάκος, Δεμέστιχας, Πολύζος και άλλοι, που διηύθυναν τις ελληνικές μεραρχίες στην Ηπειρο, συνθηκολόγησαν. Ανοιξαν τα σύνορα στις στρατιές του Χίτλερ και Μουσολίνι. Τα χιτλερικά τανκς προχωρούν χωρίς αντίσταση για να καταλάβουν την Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Οι αγγλικές μεραρχίες του στρατηγού Ουίνστον υποχωρούν χωρίς να δώσουν καμιά μάχη. Το μόνο που ενδιαφέρονται είναι πώς να σώσουν τον εαυτό τους, αδιαφορώντας για την Ελλάδα και το λαό της…
Προμαχώνας Μιλτιάδη, οι φυλακές βαρυποινιτών στο Παλαμήδι.
Η χιτλερική αεροπορία βομβαρδίζει το κάτεργο της Ακροναυπλίας. Απ’ τις 21 – 25 του Απρίλη 1941 οι δεσμώτες της Ακροναυπλίας περνούν εφιαλτικές μέρες. Επί πέντε μέρες από τις 6 η ώρα το πρωί, μέχρι τις 6 η ώρα το βράδυ χιτλερικά αεροπλάνα τύπου Στούκας βομβαρδίζουν κατά κύματα την Ακροναυπλία και τα αγγλικά καράβια στον Αργολικό Κόλπο.
…Σφυρίζουν τα Στούκας και πέφτουν σαν το χαλάζι οι χιτλερικές βόμβες. Και το βράδυ σαν βασίλευε ο ήλιος, κουρασμένοι και ανάστατοι, πέφταμε να κοιμηθούμε. Πόσο βαρύς ήταν αυτός ο ύπνος! Στα όνειρά μας βλέπαμε, πως μας βομβαρδίζουν τα Στούκας…
Οι χιτλερικοί αεροπόροι βομβάρδιζαν τα αγγλικά καράβια, αλλά είχαν, επίσης για στόχο τους και την Ακροναυπλία, όπως μας είπαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, όταν κατέλαβαν τα Ναύπλιο:
— Ακόμη ζείτε! Ηταν οι πρώτες λέξεις των χιτλερικών αξιωματικών, όταν μπήκαν στην Ακροναυπλία. Εμείς σας ρίξαμε εκατοντάδες βόμβες…
Σωθήκαμε μόνο στην τύχη. Μα και γιατί, όπως ήταν κωνικός ο βράχος της Ακροναυπλίας, οι βόμβες έπεφταν ξυστά και παρασύρονταν στη θάλασσα. Μια δέσμη από βόμβες, που έπεσαν δίπλα στο κτίριο της Ακροναυπλίας, δεν έσκασαν. Ισως κάποιο σαμποτάζ πατριώτη της Γερμανίας να έσωσε τη ζωή εκατοντάδων κρατουμένων.
Τις μέρες αυτές η Ακροναυπλία έμοιαζε με κόλαση. Τη νύχτα φεύγουν από το Ναύπλιο οι Αγγλοι και Ελληνες επίσημοι για την Κρήτη και την Αίγυπτο. Ενα αγγλικό καταδρομικό έχει μισοβυθισθεί στο λιμάνι του Ναυπλίου. Κάποια χιτλερική βόμβα το ‘χει χτυπήσει στην μπουρού του και σφυρίζει δαιμονισμένα, μέρα – νύχτα, σαν να ‘χει στοιχειώσει… Παρακολουθάμε απ’ τα παράθυρα τη μάχη ανάμεσα στο αγγλικό καταδρομικό και τα Στούκας. Ενας Νεοζηλανδός ώρες ολόκληρες πολεμούσε ηρωικά, με το αντιαεροπορικό του, έριξε μάλιστα ένα Στούκας που κάηκε στον αέρα. Στο τέλος το αντιαεροπορικό σίγησε και ο Νεοζηλανδός ήρωας έπεσε νεκρός!
…Ενα άλλο εμπορικό καράβι, γεμάτο νιτρογλυκερίνη έχει πάρει φωτιά. Από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμο να εκραγεί. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το βράχο της Ακροναυπλίας. Αν ανατιναχτεί δε θα μείνει τίποτε από το κάτεργό μας και από μας. Η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Η επιτροπή μας πήγε, όταν το ‘μαθε την τελευταία στιγμή, στο διοικητή και ζήτησε να μας αφήσει ελεύθερους, για να σωθούμε! Σ’ απάντηση αυτός δυναμώνει τη φρουρά και καλεί σε ενίσχυση κι άλλους χωροφύλακες απ’ το Ναύπλιο οπλισμένους με βαριά πολυβόλα. Μας επιτρέπει να βγούμε στο προαύλιο, που ήταν πριν μπεις στο κύριο κτίριο της Ακροναυπλίας για να ‘μαστε κάπως αραιωμένοι. Ομως το προαύλιο αυτό μόλις χωράει καμιά 200ριά ανθρώπους. Ετσι, οι άλλοι έμειναν στο αντιαεροπορικό καταφύγιο και στα παράθυρα με τους χοντρούς τοίχους.
Ευτυχώς που φυσάει απ’ τη στεριά αεράκι και το καράβι μέσα στις φλόγες απομακρύνεται 600 – 800 μέτρα μακριά απ’ το βράχο της Ακροναυπλίας. Ξαφνικά ακούστηκε μια τρομαχτική έκρηξη, θα ‘ταν η ώρα 14.00. Η Ακροναυπλία σείστηκε σαν να ‘τανε αχυροκαλύβα. Δημιουργήθηκαν μεγάλες ρωγμές στους τοίχους, τα παράθυρα ξηλώθηκαν και ένα μέρος της στέγης χάλασε… Σ’ ολόκληρο το Ναύπλιο δεν έμεινε τζάμι γερό!
Εσωτερικά ο θάλαμος των φυλακών.
…Μεγάλα κομμάτια από πυρακτωμένες λαμαρίνες του καραβιού έφτασαν μέχρι το προαύλιο του στρατοπέδου και έπεσαν μερικά μέτρα μακριά μας. Είμαστε φαίνεται …τυχεροί. Σάν κατάπεσε η λάβα της φωτιάς και γαλήνεψε η θάλασσα, μετρηθήκαμε. Δεν λείπει κανένας! Δεν μας βρήκαν ούτε οι χιτλερικές βόμβες, ούτε η πυρακτωμένη λάβα απ’ το ανατιναγμένο καράβι. Μείναμε στη ζωή, φυλακισμένοι σ’ ένα μισογκρεμισμένο κτίριο. Και μ’ ένα κέρδος: Οι χιτλερικές βόμβες και η ανατίναξη του καραβιού …κατάργησαν την απομόνωση της Ακροναυπλίας. Δεν είχε πια κανένα νόημα. Ο διοικητής του στρατοπέδου αναγκάστηκε να φέρει αυτούς που ήταν στην απομόνωση μαζί μας.
Στο αναμεταξύ, οι χιτλερικοί κατακτητές έφταναν στην Αθήνα. Οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες είχαν διαλυθεί και οι φαντάροι γυρνούσαν σαν τα κοπάδια, από χωριό σε χωριό, για να εξασφαλίσουν λίγο ψωμί και μεταφορικό μέσο, για να πάνε στα μέρη τους. Οι τελευταίες μας πληροφορίες ήταν πως οι Γερμανοί πλησίαζαν στον Ισθμό της Κορίνθου.
Η Ομάδα μας με επιτροπή της απαιτεί απ’ τη Διοίκηση του στρατοπέδου να μας αφήσει αμέσως ελεύθερους. Συγκεντρωθήκαμε μπροστά στις κιγκλίδες και φωνάζαμε να ανοίξουν οι πόρτες της φυλακής μας. Οταν άκουσε τις φωνές και είδε τόσο πολύ κόσμο στις κιγκλίδες ο διοικητής – ήταν τότε ο μοίραρχος Γιαννίκος, που τον αποκαλούσαμε «Κυριακή» απ’ το όνομα του εκφωνητή της ελληνικής εκπομπής του ραδιοσταθμού του Βερολίνου – γίνηκε κατάχλομος και άρχισε να φωνάζει από την πόρτα του γραφείου του: «Εχετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, ότι αν οι Γερμανοί περάσουν τον Ισθμό, που είναι η τελευταία γραμμή αμύνης, διαθέτω εβδομήντα χωροφύλακες, κάμποσα οπλοπολυβόλα και βαριά πολυβόλα, θα πάρω κι εσάς και θα πολεμήσουμε μαζί».
Οπως έδειξαν τα πράγματα, ο κύριος διοικητής μάς έλεγε ψέματα για να μας καθησυχάσει… Κανένα λόγο στρατιωτικής τιμής δεν έχουν οι χαφιέδες. Ζητούσε απλώς να κερδίσει χρόνο. Για να εκπληρώσει την αποστολή που πήρε απ’ τον Μανιαδάκη, να μας παραδώσει αιχμάλωτους στους καταχτητές για να μας εξοντώσουν!
Την άλλη μέρα επιτροπή μας (…) ζήτησε να παρουσιαστεί στον Εγγλέζο στρατηγό (αυτός ήταν τώρα ανώτατος διοικητής Πελοποννήσου) για να βάλει το ζήτημα της απόλυσής μας. Ο Εγγλέζος στρατηγός δεν τους δέχτηκε. Επιτροπή μας έκανε διάβημα και στον αντισυνταγματάρχη Πατέρη (…) υποσχέθηκε να μας αφήσει (…) μας παρέδωσε. Οπως είναι γνωστό, ο Πατέρης έγινε αργότερα αντιστράτηγος και αρχηγός της χωροφυλακής (…) οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ακροναυπλιά τις τελευταίες μέρες του Απρίλη του 1941. Η διχτατορία, ο Μανιαδάκης, η πλουτοκρατική ολιγαρχία που στήριζε τη διχτατορία μάς παρέδωσαν «διά πρωτοκόλλου» στους χιτλερικούς φασίστες σαν αιχμαλώτους πολέμου….
Τώρα, το κύριο πρόβλημα δεν είναι η πάλη με τις «δηλώσεις μετανοίας». Το καθήκον αυτό ξεπεράστηκε, ανήκε πια στην ιστορία των ηρωικών αγώνων της Ακροναυπλιάς. Αρχίζει το μαρτύριο της πείνας… Δεν προφτάσαμε να ξεπεράσουμε τη μεγάλη δοκιμασία, το μαρτύριο της πείνας, προβάλλει ένας άλλος, πιο μεγάλος κίνδυνος, οι εκτελέσεις για αντίποινα. Η Ακροναυπλιά φτάνει στο ζενίθ των θυσιών της.
Το προαύλιο διαβάσματος ονομαζόμενο «Γληνού».
Η Ακροναυπλία βαδίζει πια προς το… τέλος της. Σε λίγο θα ανήκει στην ιστορία, θα γίνει θρύλος, θα γίνει τραγούδι. Και μ’ αυτό, όπως και με όλους τους ένδοξους αγώνες του λαού της Ελλάδας, θα διαπαιδαγωγούνται οι ερχόμενες γενιές, θα παίρνουν παράδειγμα για καθοδήγηση οι νέοι, οι αγωνιστές.
Την ίδια στιγμή, που μεταφέρονταν οι σύντροφοί μας στα Ιταλικά και χιτλερικά κάτεργα, συνεδρίαζε η Κομματική Επιτροπή της Ακροναυπλίας, με όσα μέλη της δεν είχαν μεταφερθεί ακόμα αλλού. Προετοίμαζε, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματός μας, έναν κατάλογο από 57 συντρόφους, για να μεταφερθούν σαν άρρωστοι φυματικοί στο σανατόριο, απ’ όπου θα μπορούσε να οργανωθεί η απελευθέρωσή τους.
Η Κομματική Επιτροπή της Ακροναυπλίας επωφελήθηκε από την πάλη που έκανε ο λαός της Ελλάδας για τη σωτηρία των αγωνιστών της Ακροναυπλίας και από την πρώτη υποχώρηση των Ιταλών φασιστών, που δέχτηκαν να μεταφέρουν τους αρρώστους Ακροναυπλιώτες σε σανατόριο της Αθήνας για να θεραπευθούν. (…) Η Ακροναυπλία σχεδόν είχε αδειάσει. Πάνω από 500 αγωνιστές είχαν κιόλας μεταφερθεί σε άλλα στρατόπεδα και ορισμένοι, ατομικά, σε νοσοκομεία. Μέναν μόνο οι 57 άρρωστοι – φυματικοί στο Β’ θάλαμο και από κει μεταφέρθηκαν σ’ ένα μικρό θάλαμο που κοιμόνταν άλλοτε οι χωροφύλακες της φρουράς.
Στο νέο τους θάλαμο, οι 57, μοιάζουν σαν να ‘ναι χτισμένοι στο μνήμα τους… Περνούν όμως οι βδομάδες, κλείνει και ο δεύτερος μήνας και κανένα φως στον ορίζοντα… Αντί για σανατόριο οι άρρωστοι – φυματικοί μένουν ακόμα στην Ακροναυπλία. Ψιθυρίζεται ότι θα τους μεταφέρουν κι αυτούς σε άλλο γερμανοϊταλικό στρατόπεδο. Στο αναμεταξύ, συνεχίζεται, έξω, η πάλη για τη μεταφορά μας στο Σανατόριο «Σωτηρία» της Αθήνας. Ο λαός δεν μπορεί να μας ξεχάσει. Το Κόμμα μας, στα 1943, έχει πια δυναμώσει και οργανώνει την απόδρασή μας. Παλεύουμε και μεις, φωνάζουμε το διοικητή, τους γιατρούς και απαιτούμε να μεταφερθούμε.
Τέλος, έρχεται η έγκριση να μεταφερθούμε στην Αθήνα, στο Σανατόριο «Σωτηρία». Το πρωί της 27 Φλεβάρη 1943, ύστερα από 6 χρόνια μαρτυρική ζωή και ηρωική πάλη, κλείνει το κάτεργο της Ακροναυπλίας. Οι 57 αγωνιστές, που φύγαμε τελευταίοι, πήραμε τα κλειδιά της.
Οταν ροβολούσαμε απ’ το πίσω μέρος του βράχου, κάτω απ’ τη σκιά των μεσαιωνικών φυλακών του Παλαμηδιού, δεμένοι και φορτωμένοι στην πλάτη τα ρούχα μας, πόσες και πόσες σκηνές, ευχάριστες και θλιβερές περνούσανε, ολοζώντανες, μπρος απ’ τα μάτια μας… Οι θύμησες δεν μας άφηναν ούτε για μια στιγμή…
Χρόνια παρακολουθούσαμε, πίσω απ’ τα μαύρα σίδερα της φυλακής μας, τον Αργολικό Κόλπο και τα γύρω βουναλάκια με τους πευκώνες, τα λεμονοδάση, τα πορτοκαλοδάση και άλλα οπωροφόρα δέντρα… Το αντιφέγγισμα του ολόγεμου φεγγαριού, όταν είχε πανσέληνο, στα νερά του Αργολικού Κόλπου… Και από μακριά (έξω απ’ τον Αργολικό Κόλπο) ακούγαμε τους αέρηδες, που σφυριχτοί φυσούσαν και κύματα σήκωναν. Σαν το αντιβούισμα του λαού που παλεύει… Τι ωραία που είναι τα μέρη αυτά! Γλυκιά και όμορφη φύση, ηρωικές παραδόσεις λεβεντιάς και αγωνιστικό πνεύμα.
(….) Η Ακροναυπλία έκλεισε! Επαψε να χτυπά η καρδιά ενός αντιφασιστικού φρουρίου! Οι 625 αγωνιστές της Ακροναυπλίας σκορπίστηκαν σ’ όλη την Ελλάδα, απ’ τη Θεσσαλία μέχρι την Ηπειρο. Εκεί θα πυργώσουν καινούργια φρούρια, θα μεταδώσουν την πείρα τους σε χιλιάδες καινούργιους αγωνιστές και θα τους εμψυχώσουν με το δικό τους αγωνιστικό παράδειγμα.
Το κτήριο στο Παλαμήδι που λεγόταν «το μαγαζάκι».
Η δύναμη του λαού είναι ακατανίκητη και στο τέλος θα επιβάλει τη θέλησή της. Αυτό θα γίνει. Είναι βέβαιο. Με μία, όμως, προϋπόθεση:
Φτάνει οι κομμουνιστές να μην κάνουν “δηλώσεις μετάνοιας” μπροστά στις δυσκολίες και στις κάθε είδους πιέσεις. Φτάνει οι κομμουνιστές να μη χάσουν την πίστη τους στη δύναμη της εργατικής τάξης, του λαού και στις ιδέες τους.
Φτάνει οι κομμουνιστές να αισθάνονται ότι στον αγώνα τους αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων και, επόμενα, δουλεύουν ακούραστα με σχέδιο για τη συσπείρωσή τους.
Φτάνει οι κομμουνιστές να μην υπολογίζουν τις θυσίες και να γνωρίζουν ότι ταξικός αγώνας χωρίς θύματα δε γίνεται.
Οσοι σήμερα προβάλλουν και επικαλούνται τις σημερινές δυσκολίες του αγώνα, για να δικαιολογήσουν την αδράνεια, το συμβιβασμό τους ή να προφυλάξουν τον εαυτό τους από τις “κακουχίες” του αγώνα, ας μελετήσουν καλύτερα την Ιστορία του ΚΚΕ. Οι δυσκολίες του παρελθόντος δε συγκρίνονται με τις σημερινές.
Η Ακροναυπλία μάς διδάσκει, μας δείχνει το δρόμο, το δρόμο του αγώνα και το δρόμο της νίκης. Οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές δεν ήταν υπεράνθρωποι. Είχαν σάρκα και οστά. Ολοι τους είχαν αγαπημένα πρόσωπα, γυναίκες, παιδιά, γονείς, που υπέφεραν μαζί τους αφάνταστες κακουχίες.
Ολοι τους αγαπούσαν τη ζωή και πονούσαν αφάνταστα για τις δυστυχίες των αγαπημένων τους, που ήταν απερίγραπτες.
Ηταν, όμως, αγωνιστές και πάνω από τον εαυτό τους έβαλαν τη δυστυχία των πολλών και το χρέος να τους αφυπνίσουν ταξικά και πολιτικά.
Πάνω από το προσωπικό συμφέρον, έβαλαν τα συμφέροντα των πολλών και τον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας.
Ξεχώριζαν από τους πολλούς, όχι για τη σωματική τους αντοχή, αλλά για τη δύναμη των ιδεών τους, για τη γνώση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης και δεν εγκατέλειπαν ούτε στιγμή, ακόμα και στις πιο κορυφαίες στιγμές του οργίου της τρομοκρατίας και της πείνας, τη μελέτη της θεωρίας μας, τη ζωή του λαού.
Αντεξαν στα αναρίθμητα βασανιστήρια και στις δυσκολίες της φυλακής, γιατί ήταν βέβαιοι ότι η εξέλιξη δεν καθορίζεται από τη θέληση των ισχυρών, αλλά από τη δύναμη της πάλης των τάξεων και ότι αυτή καμιά δύναμη δεν μπορεί να την ακινητοποιήσει, να την καταργήσει, όπως δεν μπορεί κανένας να σταματήσει την κίνηση της Γης.
Αντεξαν, γιατί ήξεραν ότι κρατούσαν στα χέρια τους τις τύχες ενός ολόκληρου λαού, που πίστευε σ’ αυτούς.
Προτιμούσαν γι’ αυτό να δώσουν τη ζωή τους, παρά να προδώσουν την εμπιστοσύνη του, την αγάπη και το σεβασμό του λαού στο ΚΚΕ.
Πηγή: «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλιά», του Βασίλη Γ. Μπαρτζιώτα, έκδοση «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
Η Ακροναυπλία έγινε και πάλι τόπος εκτόπισης πολιτικών κρατουμένων μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, όταν ο Αντιβασιλέας Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός επανέφερε σε ισχύ τα διαρκή στρατοδικεία.
Αντιλαλούν δυο σήμαντρα (= σειρήνες φυλακών)
Συγγρού και Παραπήγματα (= στρατιωτικές φυλακές Αθήνας)
Αντιλαλούν δυο φυλακές,
τ΄ Ανάπλι και ο Γεντί Κουλές (=Επταπυργίου)
Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα στ΄ Ανάπλι να με δεις
Έλα στ΄ Ανάπλι δυο σκαλιά
να σου φιλήσω την ελιά.
1946. Επαναλειτουργία των φυλακών της Ακροναυπλίας. Η Ακροναυπλία έχει 700 άνδρες και 20 γυναίκες. Οργάνωση της φυλακής με συνεργεία από τσαγκάρηδες, ξυλουργείο ραφείο, καθαριότητα και μαθήματα. Πολιτισμός: ανέβηκαν τρία θεατρικά έργα μέσα στην φυλακή. Μάλιστα το θεατρικό έργο, «ο κατά φαντασία ασθενής», παρακολούθησαν και προσωπικότητες της πόλης του Ναυπλίου. Στη φυλακή υπήρχε απαγόρευση εφημερίδων.
Στο τέλος του 1947 οι κρατούμενοι έφτασαν τους 900 και δόθηκε εντολή να αποσυμφορηθούν οι φυλακές. Έγιναν πολλές μεταγωγές πολιτικών κρατουμένων στην Γυάρο. Οι θανατοποινίτες στις φυλακές ξεπέρασαν τους 100. Η Οργάνωση της φυλακής στηριζόταν στην Επιτροπή Ομάδας συμβίωσης και στους θαλαμάρχες. Ήταν μεγάλη στο τέλος 1947 αρχές 1948 η κίνηση σε κρατούμενους. Δεν προλάβαιναν οι φυλακισμένοι να γνωριστούν μεταξύ τους.
1947-Φεβρουάριο. Λειτουργεί ένας Θάλαμος με ποινικούς και οι υπόλοιποι τρεις με πολιτικούς κρατούμενους.
1947-1948-1949. Τριακόσιες υπολογίζονται οι γυναίκες κρατούμενες που πέρασαν από την Ακροναυπλία. Στεγάζονται σε κτήριο ανατολικά του κεντρικού κτηρίου των φυλακών της Ακροναυπλίας.
1948-19 Φεβρουαρίου. Εκτέλεση έντεκα κρατουμένων στην μάνδρα της ανατολικής πλευράς του νεκροταφείου Ναυπλίου. Με πρόσχημα τη μεταγωγή, τους οδήγησαν σε εκτέλεση. Επειδή ήταν διάχυτος ο φόβος για εκτέλεση οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας έβαλαν σκοπούς. Περιγραφή κρατούμενου:Άκουσα το χάραμα ένα μαζικό τραγούδι από πολύ μακριά . Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τα λόγια Δεν θυμάμαι ακριβώς πιο ήταν. Ήταν το τραγούδι αυτών που πήγαιναν για εκτέλεση.
1948-22 Ιουνίου. Εκτέλεση άλλων τεσσάρων κρατουμένων της Ακροναυπλίας στο Νεκροταφείο Ναυπλίου. Στάση των φυλακισμένων για την παύση εκτελέσεων. Στην διάρκεια της διαμαρτυρίας των κρατουμένων εκτελέστηκαν δύο κρατούμενοι με πυροβόλα όπλα μέσα στους θαλάμους.
1948-22 Ιουνίου. Απεργία πείνας για δέκα μέρες από τους κρατούμενους για να μην γίνονται εκτελέσεις, σε συνεργασία και συντονισμό με τις φυλακές Αβέρωφ.
1948-30 Οκτωβρίου. Μεταγωγή εκατό θανατοποινιτών με πλοίο από την Ακροναυπλία στην Κρήτη. Αποβίβαση στη Σούδα και μετάβαση στις φυλακές Χανίων.
1950. Μετά τις εκλογές επιτρέπεται να μπει στην φυλακή φωτογράφος για φωτογραφίες. Μεταφορά 50 κρατουμένων στις γυναικείες φυλακές που υπήρχαν μόνο δέκα γυναίκες σε ένα θάλαμο.
1950-Αρχές. Προσπαθούν να βάλουν αντάρτες από τον Δημοκρατικό στρατό και ποινικούς στο ίδιο χώρο, οι αντάρτες του ΔΣΕ αρνήθηκαν την συστέγαση για ιδεολογικούς χώρους. Δεν έμπαιναν οι αντάρτες του ΔΣΕ στα καταλύματα. Δεν δέχονταν την εξομοίωση. Σύνολο 600 άτομα.
1960- 10 Ιουνίου. Χαρακτηρισμός της Ακροναυπλίας με ΦΕΚ σε Τουριστικό δημόσιο κτήμα.
1963- Χριστούγεννα. Άρχισαν να φεύγουν από τις φυλακές οι πολιτικοί κρατούμενοι.
1966-Φεβρουάριος. Έκλεισαν οι Φυλακές της Ακροναυπλίας. Η πόλη του Ναυπλίου διαμαρτύρεται γιατί χάνεται άλλη μια Δημόσια υπηρεσία από την πόλη.
1968-28 Οκτωβρίου. Πρόταση Δεϊλάκη (Αρχαιολόγος στο Μουσείο Ναυπλίου) για Μουσείο Χριστιανικών και Ενετικών Αρχαιοτήτων στο κτήριο των πρώην φυλακών της Ακροναυπλίας.
1970- 16 Μαρτίου. Αρχίζει η κατεδάφιση φυλακών. Η τοπική κοινωνία ζητά την δημιουργία ξενοδοχείου.
Δημήτρης Γληνός
Η μορφωτική δραστηριότητα στην Ακροναυπλία
Μια σειρά Αναγκαστικών Νόμων και Διατάξεων κατόρθωσαν να «νομιμοποιήσουν» τις εξορίες, από μέτρο σχετικού περιορισμού της ελευθερίας στα νησιά ή στα απομονωμένα χωριά σε μέτρο καθολικής στέρησης της ελευθερίας, σε μέρη «πειθαρχημένης διαβιώσεως» ή, καλύτερα, σε «στρατόπεδα συγκεντρώσεως», με ή χωρίς υποχρεωτική εργασία.1 Τέτοια περίπτωση καθολικής στέρησης της ελευθερίας ήταν η συγκέντρωση των εκτοπιζομένων στα κτίρια των πρώην φυλακών Ακροναυπλίας.
Τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση των κρατούμενων της Ακροναυπλίας, ιδιαίτερα στα θέματα που αφορούν την εργασία αυτή, μας τις δίνουν με τα βιβλία τους οι: Β. Μπαρτζιώτας2, Αντ. Φλούντζης και Γ. Μανούσακας.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ακροναυπλίας «άνοιξε τις πύλες» του το Φλεβάρη του 1937. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ήταν παλιό ενετικό φρούριο, το Ιτς Καλέ, που ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας I. Καποδίστριας το μετέτρεψε σε στρατώνα.3 Οταν έφτασαν οι πρώτοι εξόριστοι, η ταμπέλα του έγραφε «Φυλακές Ακροναυπλίας». Οι εξόριστοι έκαναν την προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας ότι ήταν εκτοπιζόμενοι και όχι έγκλειστοι, επομένως θα έπρεπε να έχουν δυνατότητες εργασίας. Λίγες μέρες πριν βγει η απόφαση, η ταμπέλα άλλαξε και μπήκε η επιγραφή «Στρατόπεδον Ακροναυπλίας». Η αλλαγή του ονόματος δε σήμαινε ουσιαστικά τίποτα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ζούσαν τα επόμενα έξι χρόνια, μέχρι το 1943, οι έγκλειστοι.4
Οι πληροφορίες για την οργάνωση της ζωής των κρατουμένων είναι πολλές και αφορούν όλες εκείνες τις συνιστώσες που ολοκληρώνουν κάποια στιγμή το περίπλοκο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων. Οι τελευταίες καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο μέγιστο βαθμό και σε άλλα στρατόπεδα και φυλακές. Η μοναδικότητα της Ακροναυπλίας έγκειται στο ότι προηγήθηκε, στο ότι δεν υπήρξε παρόμοια πείρα έγκλειστης οργανωμένης κοινότητας, όπου κάτω από δυσχερέστατες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να συμβιώσουν αρμονικά και δημιουργικά περί τα 1.000 άτομα.5
Αξιολογώντας τις πληροφορίες του Α. Φλούντζη για την κοινωνική καταγωγή των κρατουμένων, βάσει των στοιχείων που μπόρεσε να συλλέξει, όσο και αν αυτά είναι ελλιπή, βλέπουμε πως και πάλι, όπως και στην «προμεταξική» περίοδο, την «πρωτοκαθεδρία» στους συλλαμβανόμενους την είχαν οι εργάτες και οι αγρότες, σε ποσοστό περίπου 67%.6 Σημαντικό αυτή τη φορά, όμως, είναι το ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων και της διανόησης, που άγγιζε περίπου το 1/3 του συνόλου.7
Από τις πρώτες κιόλας μέρες συστάθηκε παράνομα η Ομάδα Συμβίωσης των Κρατούμενων Ακροναυπλίας (ΟΣΚΑ), επικεφαλής της οποίας ήταν άλλοτε 7μελές και άλλοτε 9μελές Γραφείο, που ήταν όργανο καθοδηγητικό και επωμιζόταν όλο το βάρος της οικονομικής, μορφωτικής και πολιτιστικής ζωής των κρατουμένων. Η διοίκηση του στρατοπέδου αναγνώριζε αρχικά και δεχόταν ως εκπροσώπους των κρατουμένων μόνο τους επικεφαλής των θαλάμων. Οι θάλαμοι ήταν τέσσερις και οι θαλαμάρχες εκλέγονταν κάθε χρόνο. Για το ρόλο τους είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Γ. Μανούσακα:8
«…Στον καθένα από τους τέσσερις μεγάλους θαλάμους και στην απομόνωση, που εκεί είχανε καμιά τριανταριά γραμματιζούμενους, είχε οριστεί ένα θαλαμικό γραφείο, με υπεύθυνο για τη μόρφωση, υπεύθυνο της ψυχαγωγίας και θαλαμάρχη. Ο θαλαμάρχης ήταν η ψυχή του θαλάμου: Φρόντιζε για την τάξη και την ησυχία του θαλάμου τις ώρες του μαθήματος και της μελέτης κι εκανόνιζε πλήθος από μικροζητήματα στις σχέσεις των ανθρώπων εκεί μέσα…, φρόντιζε να μη γίνεται κάτι που θα μας έφερνε σε σύγκρουση με τη διεύθυνση…».
Αρχικά, όλη η διαχείριση του επιδόματος των 10 δραχμών την ημέρα, που έπαιρναν μόνο οι «άποροι» έγκλειστοι, και του συσσιτίου γινόταν από τη διοίκηση. Αργότερα, μετά από δυναμικούς αγώνες, διαμαρτυρίες και καταγγελίες για υποσιτισμό, κατασπατάληση και αισχροκέρδεια, οι κρατούμενοι πέτυχαν τον άμεσο έλεγχο της παρεχόμενης διατροφής, οργάνωσαν δικά τους μαγειρεία και διαχειρίζονταν όλα τα κονδύλια που τους αφορούσαν. Αγραφος νόμος της ΟΣΚΑ ήταν η προσφορά του 50% των εμβασμάτων και τροφίμων από τα δέματα που στέλνονταν από συγγενείς των κρατούμενων στο κοινό ταμείο. Κάθε μήνα γινόταν οικονομικός απολογισμός από τους υπεύθυνους λογιστές και ταμίες ενώπιον όλων. Εκτός από τα μαγειρεία οργανώθηκαν και άλλα συνεργεία, όπως των τσαγκαράδων, κουρέων, ραφτάδων, ξυλουργών, υδραυλικών κ.ά. Για τους Ακροναυπλιώτες, η καθαριότητα και η καλή φυσική κατάσταση ήταν ένας απαράβατος κανόνας, «ήταν ζήτημα τιμής να μη δίνεις στον αντίπαλο το δικαίωμα της αίσθησης υπεροχής, ήταν ζήτημα αντοχής και αισιοδοξίας για το αποτέλεσμα του αγώνα».9
Το μυστικό καθοδηγητικό όργανο των κρατουμένων το αποτελούσαν έμπειρα κομματικά στελέχη, που είχαν αγωνιστική και κομματική πείρα κατά μέσο όρο τουλάχιστον 15-20 χρόνια.10 Η οργάνωση επομένως των επιμορφωτικών μαθημάτων ήταν «στην ημερήσια διάταξη» κάθε οργανωτικής παρέμβασης στη ζωή των εγκλείστων – ήταν αυτονόητη διαδικασία. Οι δυο άλλες εξίσου σημαντικές προτεραιότητες ήταν η εξασφάλιση του συσσιτίου και η ψυχαγωγία.11
Η συγκυρία να μεταφερθεί, στις 7 του Μάη του ’36, από την Ανάφη, ο Δημήτρης Γληνός είναι ιστορικής σημασίας. Η άφιξη ενός μαχόμενου διανοητή και παιδαγωγού, σε συνδυασμό με την ήδη αποκτηθείσα πείρα και το υψηλότερο ποσοτικά και ποιοτικά υπόβαθρο των κρατουμένων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να διευρυνθούν και να εμπλουτιστούν τα μαθήματα, και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μεθοδολογία. Η Ακροναυπλία θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και πρότυπο από δω και στο εξής και για την οργάνωση της φυσικής και πνευματικής ζωής των κρατουμένων και για την καθαρότητα, επικαιρότητα και εγκυρότητα των επιστημονικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αναλύσεων.12
Στην ειδική έκδοση του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» «Αφιέρωμα στον Δ. Γληνό» διαβάζουμε:13
«Από τις πρώτες μέρες, ο δάσκαλος βγήκε μέλος του γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης και ανέλαβε τον μορφωτικό – εκπολιτιστικό τομέα. Αρχισε ενέργειες και παραστάσεις στο διοικητή του στρατοπέδου ταγματάρχη Βρεττέα, ζητώντας να μας αποδοθούν τα βιβλία μας, που είχαν κρατήσει, τετράδια, σκάκια κλπ., να παραχωρηθεί ένα μικρό προαύλιο, δίπλα στο μεγάλο, για να χρησιμοποιείται για μελέτη, και να δοθεί άδεια για μορφωτικά μαθήματα και διαλέξεις. Πραγματικά, μας απόδωσαν τα βιβλία, μας παραχώρησαν το προαύλιο – που από τότε ονομάστηκε “προαύλιο Γληνού” – και δόθηκε άδεια για μαθήματα και διαλέξεις – αδιάφορο αν αργότερα ο Μανιαδάκης ξαναπήρε τα βιβλία, απαγόρεψε τις διαλέξεις και έκλεισε το προαύλιο μελέτης. Μόλις δόθηκε η άδεια, ο Γληνός οργάνωσε κανονικές τάξεις από το Δημοτικό ως το Γυμνάσιο, όπου δίδασκαν κρατούμενοι εκπαιδευτικοί της δημοτικής και μέσης παιδείας και φοιτητές. Τις πρώτες διαλέξεις τις έκανε ο ίδιος ο Γληνός: “Πώς πρέπει να μιλάμε, πώς πρέπει να γράφουμε, πώς πρέπει να διαβάζουμε”.14 Αυτές τις διαλέξεις τις παρακολούθησε και ο ίδιος ο Βρεττέας με τη γυναίκα του και έδωσαν τα συγχαρητήριά τους στον Γληνό. Στο τέλος κάθε διάλεξης υποβάλλανε διάφορες ερωτήσεις…
Στην Ακροναυπλία, ο δάσκαλος συγκρότησε καλλιτεχνικές επιτροπές κατά θαλάμους, που οργάνωναν την ψυχαγωγία των κρατούμενων στις ατέλειωτες βραδινές ώρες, όταν οι θάλαμοι ήταν κλειστοί. Οργάνωσε επίσης και την πρωινή γυμναστική, που την προπαγάνδιζε με φανατισμό. Αμέσως μόλις άνοιγαν το πρωί οι θάλαμοι, ο Γληνός χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε στερεότυπα:
– Ολα τα παλικάρια στη γυμναστική!…
Οταν αργότερα απαγορεύτηκαν οι διαλέξεις, ο δάσκαλος έκανε παράνομα διάφορες μορφωτικές ομιλίες. Τα βράδια, όταν έκλεινε ο θάλαμος και δεν είχε καλλιτεχνική βραδιά, οι κρατούμενοι μαζεύονταν γύρω στο κρεβάτι του και αυτός τους έλεγε διάφορες ιστορίες από τους παλιούς αγώνες για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση… Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Γληνός έπαιρνε με ενθουσιασμό μέρος στις καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις! Χόρευε… πόλκα και βαλς υπό τους ήχους αυτοσχέδιας ορχήστρας, τραγουδούσε και γενικά ήταν πρώτος σε όλα… Ενας τρόπος ψυχαγωγίας ήταν και τα έμμετρα “πορτρέτα” που έκαναν πολλοί κρατούμενοι, σατιρίζοντας τους συντρόφους τους. Αυτά τα πορτρέτα δεν ήταν επώνυμα: Τα απάγγελνε ο κονφερανσιέ και οι κρατούμενοι ανταποκρίνονταν. Μια βραδιά, ο κονφερανσιέ απάγγειλε ένα πορτρέτο που είχε κάνει ο αθυρόστομος Χριστοδουλάκης:
“Ευθυτενής και αλύγιστος
ακούραστος μελετητής,
ευρύστερνος σαν αθλητής.
Παλαμοκρούστης πρωινός
και πάτρων της Γυμναστικής…”
– Ποιος είναι; ρώτησε ο Ν. Σουκατζίδης.
– Ο Γληνός! Ο Γληνός! απάντησε με χειροκροτήματα ο θάλαμος…».
Ο διαγωνισμός «πορτρέτων» περιλάμβανε και μιμητικές αναπαραστάσεις. Τα πρώτα του βήματα ως μίμος τα έκανε στην Ακροναυπλία ο μετέπειτα λαϊκός καλλιτέχνης Γιώργος Κουτούγκος.15 Ο ίδιος ο Γληνός ενθάρρυνε και συνέβαλε στο να αξιοποιηθεί το πηγαίο μεν, άναρχο δε, χιούμορ του και να βρει διόδους γνήσιας καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα από τα κοπιαστικά «μαθήματα πολιτιστικής δραστηριοποίησης». Οπως σημειώνει ο Γ. Κουτούγκος στη συνέντευξή του, αν και επιθυμούσε πολύ να παρακολουθήσει σχεδόν τους περισσότερους κύκλους ιστορικής και φιλολογικής κατεύθυνσης, ήταν τόσο δεσμευμένος και επιφορτισμένος με την ψυχαγωγική, σχεδόν καθημερινή, δραστηριότητα, που δεν προλάβαινε. Ο σαρκασμός δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού θα έπρεπε να περιλαμβάνει στοιχεία κριτικής, αυτοκριτικής και επικαιρότητας μηνυμάτων πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα. Τα νούμερα «Πώς τρώμε», «Πώς καπνίζουμε», «Πώς κάνουμε γυμναστική» κ.ά., σατιρικές παραλλαγές των περίφημων μαθημάτων του Γληνού, ήταν μια καυστική κριτική για τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων και ταυτόχρονα πολιτική απάντηση και θέση απέναντι στις κακουχίες και στερήσεις. Τα λιγόλεπτα σκετς παντομίμας βρήκαν τη συνέχειά τους σε θεατρικά αυτοσχέδια μονόπρακτα, όπως του «Ντούτσε»16 και του «Φερούτζιο» και αργότερα σε πλήρως οργανωμένες παραστάσεις με θέματα από την επανάσταση του ’21, όπως οι διασκευές πάνω στο «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου. Γέλια «μέχρι δακρύων» προκάλεσε και στον ίδιο τον Γληνό η αναπαράσταση μιας …«ταυρομαχίας» και ενός αγώνα πάλης.17 Κάποια στιγμή συγκρότησαν και μια μόνιμη ομάδα παλαιστών και μποξέρ. Την τόσο απαραίτητη και αναγκαία ψυχαγωγική δραστηριότητα συμπλήρωναν τα αυτοσχέδια τελετουργικά νούμερα της οργάνωσης «Το ιερό Μπαϊράκι», με σήμα την τσοπάνικη κάπα, και τα πρωταθλήματα στο τάβλι, το σκάκι και το ντόμινο.
Την ιδιαίτερη αξία και προτεραιότητα που είχαν τα θέματα του πολιτισμού, με προφανή αρχικό στόχο την ηθική και συναισθηματική τόνωση των εγκλείστων, μπορεί να την αντιληφθεί κανείς καλύτερα μελετώντας το σχεδιάγραμμα της διάλεξης του Γληνού για το Θέατρο, που έγινε στις 28.5.37.18 Το θέατρο εξεταζόταν μέσα από την ιστορική αναδρομή ως ένα σύνθετο καλλιτεχνικό φαινόμενο και κοινωνικός θεσμός με απώτερους, όχι μόνο ψυχαγωγικούς, αλλά μορφωτικούς κυρίως στόχους. Οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν και να παρακολουθήσουν μαθήματα ανάλυσης των αριστοτελικών ορισμών της αρχαίας δραματικής τέχνης, της τραγωδίας και της κωμωδίας.
Η γνωριμία με τα σύγχρονα είδη θεάτρου παρακίνησε τους εξόριστους στη δημιουργία καλλιτεχνικών ψυχαγωγικών κύκλων, επικεφαλής των οποίων ήταν κάθε φορά έμπειροι καλλιτέχνες. Ετσι δημιουργήθηκε ο θίασος υπό την εποπτεία του ηθοποιού Κώστα Καλλίδη, η μαντολινάτα με μαέστρο τον καπνεργάτη από την Ξάνθη Γιάννη Ζαχαρόπουλο και η χορωδία. Οι παραστάσεις του θεάτρου άλλοτε ήταν «νόμιμες» και είχαν όλα τα μέσα (σκηνικά, κοστούμια κλπ.) και άλλοτε όχι. Τα έργα που αναφέρει ο Α. Φλούντζης ήταν αριστουργήματα του κλασικού ρεπερτορίου και έργα νεότερων Ελλήνων συγγραφέων: «Ο κατά φαντασίαν ασθενής», «Ο γιατρός Κνοκ», «Υπηρέτης δυο αφεντάδων», «Ο Ρήγας Φεραίος», «Οι φοιτητές», «Στάλινγκραντ» κ.ά. Τα δυο τελευταία τα είχε γράψει και διασκευάσει ο κρατούμενος Νίκος Ακριτίδης.19
Από τη συνέντευξη του Γ. Κουτούγκου και τα λόγια του ίδιου στο βιβλίο του Αντ. Φλούντζη20 προκύπτει ότι η προεργασία και η προετοιμασία της μικρής ορχήστρας ήταν μια πολύ κουραστική δουλειά. Τα κλασικά κομμάτια διασκευάζονταν χωριστά για κάθε όργανο, γίνονταν και νέες συνθέσεις, όπως το «Μαρς της Ακροναυπλίας» από τον Ακη Σμυρναίο και τα δυο ταγκό του Φ. Σαντομοίρη:
«Τελειοποίησα τις γνώσεις μου στην κιθάρα, σημειώνει στη συνέντευξη ο Γ. Κουτούγκος. Κατάφερα και έφτιαξα μια πτυσσόμενη και γι’ αυτό τη διέσωσα μέχρι τα σήμερα. Ο Σαντομοίρης21, που ήταν από τους καλύτερους βιολιστές, μπόρεσε και προμηθεύτηκε από τον Γαϊτάνο έργα για κιθάρα. Ο ίδιος έγραψε δυο ωραιότατα ταγκό. Εχω διασώσει μόνο το ένα. Κάποια στιγμή κατορθώσαμε και φτιάξαμε τη μαντολινάτα μας. Από τα αγαπημένα θέματα των συνεξόριστων ήταν το “Παράπονο της αγάπης” (Ρεπρόζ ντ’ αμούρ) και η “Ισπανική υποχώρηση”, που ήταν και ο ύμνος μας. Ο Βαγ. Πάσσαρης ήταν ο υπεύθυνος της Καλλιτεχνικής επιτροπής. Μέλη της ομάδας μας ήταν ο Πορφυρής Κονίδης, που ήταν το δεύτερο βιολί μας, ο Γαληνός Κέσογλου, ο Ακης Σμυρναίος και ο Γιώργος Βρεττάκος (δημοσιογράφος του “Ριζοσπάστη”). Κοντά τους έμαθα για τους κλασικούς συνθέτες και τα έργα τους. Εκεί πρωτάκουσα για τον Μπερλιόζ, τον Βέρντι. Εχω φυλάξει τις χειρόγραφες παρτιτούρες του Σαντομοίρη πάνω στα έργα των μεγάλων κλασικών. Οι διασκευές των έργων “Ο Κουρέας της Σεβίλλης” του Ροσίνι – 6 σελίδων, “Νόρμα” του Μπελίνι – 8 σελίδων, “Κάρμεν” του Μπιζέ, “Καβαλιερία Λετζέρα” και “Ποιητής και χωρικός” του Σοπέν, “Μάρθα”, “Ο Χαλίφης της Βαγδάτης”, “Χορ-χορ Αγάς”, “Ουγγρική Ραψωδία” κ.ά. είναι ανεπανάληπτα μουσικά κομμάτια, που δυστυχώς φυλάγονται στα συρτάρια μου. Από τότε αγάπησα την όπερα και αργότερα, στην εποχή μας δηλαδή, όποτε μπορούσα πήγαινα στη Λυρική. Μόνο εκεί μπορώ και ευχαριστιέμαι τη μουσική. Ο Ακης Σμυρναίος, ένα πολύ φτωχό παιδί, που τον μύησα εγώ στον αγώνα, συνέθεσε το περίφημο “Μαρς της Ακροναυπλίας”…».
Η μαντολινάτα έπαιζε επίσης και πολλά δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, καθώς και κομμάτια για χορούς, ταγκό, βαλς, καλαματιανό, συρτό κ.ά. Ενα «τυπικό» καλλιτεχνικό πρόγραμμα, που οργανωνόταν τις Κυριακές και στις γιορτές στο προαύλιο ή στους θαλάμους, περιλάμβανε: Σκετς, απαγγελίες, μουσικά κομμάτια κλασικής και νεότερης μουσικής, καντάδες, λαϊκά και δημοτικά τραγούδια, ανάμεσά τους πολλά κλέφτικα, που τα δίδασκαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι, ενθυμούμενοι τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια γιορτάζονταν οι εθνικές επέτειοι. Ιστορικός έμεινε ο πανηγυρικός της 25 Μαρτίου 1942 που εκφωνήθηκε από το δάσκαλο – διανοητή Γιάννη Ζεύγο (Ταλαγάνη).22 Το κείμενο σύντομα διαδόθηκε έξω από τα τείχη της Ακροναυπλίας, αναπαραγόταν χέρι με χέρι και κυκλοφορούσε σε παράνομες μπροσούρες στην κατακτημένη χώρα.23 Με την Ακροναυπλία συνδέονται και άλλα έργα του ιδεολόγου δασκάλου όπως τα φιλοσοφικά μαθήματα και το πρώτο μέρος της ανολοκλήρωτης τελικά μελέτης «Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας».24
Οι λογοτεχνικές βραδιές γίνονταν σχεδόν καθημερινά, με πρωτοβουλία των ανθρώπων των Γραμμάτων και όσων αναδείχτηκαν και αξιοποίησαν το συγγραφικό ταλέντο τους. Τέτοιοι ήταν οι ποιητές και συγγραφείς Νίκος Παπαπερικλής,25 Νίκος Ακριτίδης και Χριστόδουλος Χριστοδουλάκης (Εμβούζιος).
Τα μαθήματα που οργανώθηκαν ήταν πολιτικά – ιδεολογικά, που γίνονταν παράνομα τα βράδια, με πολλές προφυλάξεις, και στοιχειώδους, γενικής και ευρύτερης μόρφωσης, που μέχρι το ’39 ήταν κάτω από το καθεστώς της ανοχής του στρατοπεδάρχη. Ηταν οργανωμένα σε επάλληλους κύκλους και σε ομοιογενείς ομάδες των 10-12 ατόμων. Τα πρώτα γίνονταν βάσει της γνωστής διαβάθμισης της σχολής μαρξιστικής κατάρτισης, ενώ τα δεύτερα ακολουθούσαν τη διαβάθμιση του τυπικού σχολικού συστήματος. Καθορίστηκαν οι ώρες και οι μέρες του κάθε κύκλου και καταρτίστηκε το ειδικό πρόγραμμα των ομάδων. Τα μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Τα περισσότερα κείμενα αντιγράφονταν με το χέρι. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος διδασκαλίας ήταν η διάλεξη. Οι μαθητές κρατούσαν σημειώσεις, έθεταν ερωτήσεις και έπαιρναν τις απαντήσεις, από την ομάδα ή από το δάσκαλο, την επομένη. Δάσκαλοι των μαθημάτων φιλοσοφίας και της μαρξιστικής διαλεκτικής ήταν οι Γ. Ζεύγος και Π. Μαυρομμάτης. Οι διαλέξεις ήταν γενικότερου περιεχομένου πάνω σε επίκαιρα θέματα. Εκτός από τον Δ. Γληνό, διαλέξεις έκαναν γιατροί,26 δικηγόροι και γεωπόνοι.
Υπό μορφή διαλέξεων έκανε μια σειρά μαθημάτων για την εξέλιξη των πολιτευμάτων ο δικηγόρος Πορφυρής Κονίδης, ενώ ο εργάτης Νίκος Μπονιάκος παρέδιδε μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Γ. Μανούσακας, που χαρακτηριστικά σημειώνει:
«Ολοι οι κρατούμενοι έκαναν μαθητές και όλοι όσοι είχαν βγάλει λίγες τάξεις γυμνασίου ή και διαβασμένοι στη φυλακή εργάτες, μπορούσαν να διδάξουν, γιατί υπήρχε αυτός ο ζήλος και η ακούραστη δουλειά…».
Ο Χ. Φραγκουδάκης παρακολούθησε μια διάλεξη του Θ. Κορνάρου, που έγινε το 1939 και ήταν ίσως από τις τελευταίες που έγιναν φανερά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, πληροφορούμαστε ότι οι κρατούμενοι διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα συστηματοποιημένα, μέσα από τα ειδικά μαθήματα γραμματικής της δημοτικής και έκφρασης – έκθεσης.27
«Ο Κορνάρος οργάνωσε μια πρώτη διάλεξη που αποσκοπούσε στην εκμάθηση ανώτερων εκθέσεων. Στη διάλεξη πήραν μέρος περί τα σαράντα άτομα. Μα δυστυχώς, παρενέβηκε η διεύθυνση και απαγόρευσε γενικώς τα μαθήματα, που είχαν οργανωθεί και λειτουργούσαν κατά σχολές, Γραμματική της Δημοτικής Γλώσσας, Πραχτική αριθμητική κλπ. Μας ξεσήκωσε τη βιβλιοθήκη η διεύθυνση και μας άφησε μονάχα τα γαλλικά λεξικά και ένα όλο-όλο Ατλαντα γεωγραφίας».
Παρά τις απαγορεύσεις, το μάθημα της Εκθεσης συνεχίστηκε. Ο Β. Γιαννόγκωνας αναφέρει σχετικά:28
«Μια φορά την εβδομάδα κάναμε εκθέσεις, με θέματα, τις περισσότερες φορές, κατ’ αρέσκειαν. Σε μια έκθεσή μου έγραψα μια περιπέτεια που είχα στο στρατό, στη Μικρασία το 1922. Οταν διάβαζα την έκθεσή μου, πίσω από ένα κρεβάτι ήταν κρυμμένος κι άκουγε ο Θέμος Κορνάρος. Οταν τελειώσαμε το διάβασμα των εκθέσεων και κατεβήκαμε στο προαύλιο… μου λέει: “Φίλε Γιαννόγκωνα, να φέρεις την έκθεσή σου να σε βοηθήσω να την κάνεις λογοτέχνημα”. Αυτό και έγινε. Και συνεχίσαμε τη συνεργασία…».
Η απαγόρευση του ’39 αφορούσε την αγορά και ανάγνωση οποιασδήποτε πολιτικής (ακόμα και φιλοκυβερνητικής) εφημερίδας και οιουδήποτε βιβλίου, ούτε καν λογοτεχνικού ή εγκυκλοπαιδικού. Λίγους μήνες πριν, στις 28.12.1938, μεταφέρανε τον Γληνό στον Πύργο της Σαντορίνης, όπως επίσης από τις 8.3.1938 έκλεισαν στην απομόνωση 34 κρατούμενους, που θεωρούσαν ότι είναι πιο «επικίνδυνα στοιχεία», για την καθοδηγητική δράση και επιρροή τους. Τα μέτρα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τους ρυθμούς της ζωής των κρατουμένων. Τα «εντελώς απαραίτητα βιβλία» έγιναν φύλλο και φτερό και κρύφτηκαν στα πιο απίθανα μέρη. Οσο για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, απλώς στοίχιζαν στους κρατούμενους κάπως περισσότερο, διότι δεν ήταν όλοι οι δεσμοφύλακες φανατισμένοι, άλλωστε υπήρχε γι’ αυτούς και το οικονομικό όφελος. Ετσι, οι κρατούμενοι κατάφερναν και προμηθεύονταν τακτικότατα τον παράνομο και το νόμιμο Τύπο. Από την αποδελτίωση των ειδήσεων συντασσόταν και κυκλοφορούσε το εσωτερικό δελτίο Τύπου για την ντόπια και διεθνή κατάσταση.29
Την άτυπη βαθμίδα των αναλφάβητων την είχαν αναλάβει κυρίως οι δάσκαλοι. Ενας από τους πιο αγαπητούς των «αγράμματων» ήταν ο 22χρονος Παύλος Σταυρίδης,30 από τη Λάγενη της Φλώρινας, που στις 30.8.1937 δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, κατά την επίθεση που έκαναν οι χωροφύλακες. Είναι χαρακτηριστικοί οι αποχαιρετιστήριοι στίχοι του συνεξόριστου Νίκου Παπαπερικλή:
«Τέλειωσε η μάχη. Στη γωνιά σου
απόμειναν λίγα βιβλία.
Δυο στίχοι, μια γραμματική
– πέρα μια αιμάτινη γραμμή
κι άστραψε φως η Ακροναυπλία».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γ. Κουτούγκου, υπήρχε πολύ μεγάλο ποσοστό αναλφάβητων ή στοιχειωδώς εγγράμματων κρατούμενων, ιδιαίτερα από τα αγροτικά στρώματα. Χωρίς να υπάρχουν κάπου λεπτομερέστερες αναφορές, η βαθμίδα αυτή θα έπρεπε να τύγχανε προτεραιότητας, λόγω της αντικειμενικής της αξίας, ως προϋπόθεση κατανόησης και περαιτέρω εμβάθυνσης στα ζητήματα της ζωής και του αγώνα και λόγω της μεγαλύτερης δυνατότητας και προσφοράς διδασκόντων που θα υπήρχε για το επίπεδο γνώσεων που απαιτούνταν. Ο Α. Φλούντζης αναφέρει ένα συγκινητικό γράμμα που έγραψε ο αγρότης Σπύρος Σαντοριναίος, όταν έμαθε να γράφει και ανακοίνωσε το γεγονός στην ανιψούλα του:
«Να μάθεις γραμματάκια να μου γράφεις με τα χεράκια σου, όπως σου γράφω εγώ τώρα με τα δικά μου».
Η μέση βαθμίδα περιλάμβανε κύκλους ειδικών μαθημάτων και γενικότερα εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, Φυσικής, Γεωγραφίας και Αριθμητικής γίνονταν από καθηγητές και φοιτητές. Στο ποίημα του Β. Ρώτα «Οι δάσκαλοι», βρίσκουμε ορισμένα ονόματα δασκάλων της Ακροναυπλίας, όπως τον καθηγητή των ελληνικών Τάσο Τσαλίκη, το φυσικό Βαγγέλη Πόλκο και το δάσκαλο Μπάμπη Κοσκινά:
«Απ’ τη Ραχούλα δάσκαλος ο Πόλκος ο Βαγγέλης:
καλόβολος, τριαντάφυλλο με τη μοσκοβολιά του
κι απ’ την Αθήνα δάσκαλος κι ο Κοσκινάς ο Μπάμπης:
τραγουδιστής, χωρατατζής και πάντα πεινασμένος,
κι από το Βόλο δάσκαλος κι ο Τάσος ο Τσαλίκης
πάντα γλυκός και πρόσχαρος με λόγια και με γέλια,
δάσκαλοι και δίδαξαν και κράτησαν το νόμο,
γιατί καθώς μαθήματα δώσαν και τις ζωές τους.
Ας χαραχθούν οι μνήμες τους μες στο κατάστιχό μας
που ‘χει για πάρε-δώσε του τη δόξα και το χρέος:
στης δόξας τη μερίδα αυτοί, στου χρέους εμείς που ζούμε».
Στους ίδιους δασκάλους αναφέρθηκε και ο μαθητής τους Β. Γιαννόγκωνας:31
«Εγώ παρακολουθούσα την ελληνική και την παγκόσμια Γεωγραφία, Μαθηματικά τις τέσσερις πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό, διαίρεση), κλάσματα, δεκαδικούς, συμμιγείς, προβλήματα τόκου και λίγη Αλγεβρα. Μαθηματικά μας έκανε ο Μύρων Παπαδόπουλος. Γεωγραφία και Γεωμετρία ο Γιώργης Φουρκιώτης από τη Μακεδονία. Φυσική Πειραματική ο Βαγγέλης ο Πόλκος από τη Ραχούλα Καρδίτσης. Ελληνικά μας έκανε ο δάσκαλος Τάσος Τσαλίκης από το Βόλο. Ολοι αυτοί έχουν εκτελεστεί.»
Ο Γ. Μανούσακας γράφει για τον Βασίλη Γιωργούλη, που από τα Μαθηματικά του Δημοτικού μπόρεσε, όχι μόνο να παρακολουθήσει τον ανώτερο κύκλο, μα και να ξεπεράσει και τους δασκάλους του ακόμα!32 Για τα εγκύκλια μαθήματα τον πρώτο καιρό είχαν επιτραπεί ορισμένα σχολικά βιβλία. Ο Μπαρτζιώτας αναφέρει το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Νεοελληνικού Εθνους», ως το βασικό εγχειρίδιο που διαβαζόταν με μεγάλη προσοχή και που συμπληρώθηκε αργότερα με το βιβλίο του Λαμπρινού «Μορφές του Εικοσιένα». Γενικά, τα θέματα που είχαν να κάνουν με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’21 συγκινούσαν ιδιαίτερα τους κρατούμενους.
Την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία οι κρατούμενοι τη γνώριζαν μέσα από τις αναλύσεις των μεταφρασμένων κειμένων στη νεοελληνική, όπως τα ομηρικά έπη, σε μετάφραση Πάλλη και Εφταλιώτη. Ζητήματα όπως: ποιος είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του Ελληνα – ο Οδυσσέας ή ο Αχιλλέας; Ποιος χαρακτηριστικός τύπος Ελληνίδας βρίσκει έκφραση στον τύπο της Πηνελόπης; Πού φαίνεται πως το «λιτοδίαιτο του Ελληνα» είναι ένα παραπλανητικό ιδεολόγημα; κ.ά., προκαλούσαν ζωηρά σχόλια και συζητήσεις. Πολλές φορές, η συλλογική απόφαση αμφισβητούσε ακόμα και τις απόψεις των «αυθεντιών», όπως στην περίπτωση της παρομοίωσης της πορείας της Ελλάδας με το μαρτύριο του Σίσυφου από τον Γ. Ζεύγο, και τη διαφωνία του ακροατηρίου.33
Στη λογοτεχνία και την ποίηση, οι Ακροναυπλιώτες, συνεχίζοντας την παράδοση, έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση στον ποιητή Κωστή Παλαμά. Τα πιο δημοφιλή έργα του ήταν «Ο δωδεκάλογος του Γύφτου» και «Οι πατέρες», κομμάτια των οποίων έμαθαν απέξω οι περισσότεροι. Μελετούσαν και τους νεότερους ποιητές, όπως τον Α. Σικελιανό, τον Κ. Βάρναλη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Γ. Ρίτσο. Κριτήριο επιλογής για τους κρατούμενους, εκτός από το ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο του έργου του συγγραφέα ή ποιητή, ήταν και η δημοτική γλώσσα. Ο Δ. Μουρατίδης34, σε συνέντευξή του ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούσαν οι κρατούμενοι τα αφιερώματα του Τύπου και των λογοτεχνικών περιοδικών. Ο ίδιος διηγείται:
«Οσοι πήγαιναν για ψώνια, τύλιγαν τα τρόφιμα σε παλιές εφημερίδες, που πουλιόνταν με την οκά. Ανάμεσα σ’ άλλες προμηθευόμασταν την εφημερίδα “Χρόνος”, “Το Βήμα”, το περιοδικό του Δ. Φωτιάδη “Νεοελληνικά Γράμματα”, με πλούσια λογοτεχνική ύλη, χρονογραφήματα και ιστορικά θέματα. Μου είχαν αναθέσει να αποδελτιώνω τα θέματα, να κόβω τις επιφυλλίδες και να τα κολλάω σε ειδικά τετράδια με ζυμαρόκολλα, κατά ενότητες. Θυμάμαι είχαμε συγκεντρώσει αφιερώματα για τον Οθωνα και την εκθρόνισή του, για τους Ρώσους λογοτέχνες Τσέχοφ, Τολστόι κλπ. Πολλές φορές επεξεργαζόμαστε σε κύκλους τα θέματα και τα παρουσιάζαμε με ομιλίες και διαλέξεις».
Η γεωγραφία και η ιστορία διδάσκονταν με έναν πρωτότυπο, βιωματικό και αποτελεσματικό τρόπο. Ο Γ. Μανούσακας περιγράφει σχετικά:35
«Η Ιστορία λογαριάζονταν το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα μαθήματά μας. Την αγαπούσαν όλοι οι μαθητές, αν και μας κούραζε, γιατί έπρεπε να αντιγράφουμε από τριάντα ως σαράντα σελίδες μεγάλου τετραδίου για το καθένα από τα μαθήματά της. Αλλά και το γράψιμο ήταν ένα πολύ χρήσιμο μάθημα… Υστερα, η Γεωγραφία ήταν από τα πιο σπουδαία μαθήματα… και την παρακολουθούσαν όλα τα μέλη της ομάδας. Ο χάρτης του κάθε νομού (όταν επρόκειτο για τη γεωγραφία της πατρίδας μας) ή του κάθε κράτους (όταν επρόκειτο για την παγκόσμια γεωγραφία) ζωγραφιζόταν με ακουαρέλες, δίνοντας τη μορφολογία του εδάφους και την υδατογραφία, όπως και τις τοποθεσίες με τις αρχαιότητες. Το μάθημα άρχιζε με την ιστορία της περιοχής που διδασκόμαστε. Από ποιους κατακτήθηκε στην αρχαιότητα, κι από ποιους στη μέση και σύγχρονη εποχή. Στεκόμαστε πάρα πολύ στην οικονομία της περιοχής. Οχι μόνο για το τι παράγει μα και στις δυνατότητες που υπάρχουν για την άνοδο της παραγωγής, ύστερα στις υδατοπτώσεις και στον υπόγειο πλούτο… Το μάθημα αυτό ήταν σαν εισαγωγή στο μάθημα για την οικονομία του τόπου μας και την αγροτική οικονομία…».
Πάνω στα προηγούμενα, ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει πως με αφορμή τα θέματα που αφορούσαν τον ισπανικό Εμφύλιο και που συγκινούσαν ιδιαίτερα τους κρατούμενους, οι τελευταίοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις μάχες που διεξάγονταν στα διάφορα μέτωπά του, μελετώντας με αγωνία και πάθος, βήμα προς βήμα, την πορεία του, πάνω στους χάρτες που αντέγραφαν από τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων.
Το ίδιο βιωματικά γινόταν η γνωριμία με τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, μέσω των «παροικιών», τοπικών δηλαδή ομάδων, που πλούτισαν τη ζωή των κρατούμενων, αφού τους έφεραν σε επαφή με τα ζωντανά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού. Οι «παροικίες» μαζεύονταν τακτικά, αντάλλασσαν νέα από την περιφέρειά τους και σκέψεις, έκαναν μνημόσυνα ή μικρά γλέντια με τα τοπικά έθιμα, προσκαλούσαν σε άμιλλα άλλες «παροικίες», αναλάμβαναν μαζικά κάποια χρέωση κλπ. Ο Β. Μπαρτζιώτας36 ως πιο «ζωντανή» από τις «παροικίες» αναφέρει τη «Θεσσαλική παροικία» με το τραγούδι-έμβλημα – την «Καραγκούνα» και τον ομώνυμο χορό. Η μεγαλύτερη ήταν η «Πελοποννησιακή παροικία», με τραγούδι-έμβλημα τον «Αϊτό» και τον περήφανο τσάμικο χορό.
Υπήρχε και η Τρίτη βαθμίδα, της παραπέρα εμβάθυνσης και των στοχασμών, καθώς και της μελέτης πάνω στα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας και της συγγραφής μαθημάτων. Αυτήν την παρακολουθούσαν οι φοιτητές και οι απόφοιτοι του Γυμνασίου. Από τη θεματολογία μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς το υψηλό επίπεδο γνώσεων που απαιτούσαν θέματα όπως: η εξάρτηση της χώρας από το ξένο κεφάλαιο37, η πορεία και η εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας, το αγροτικό πρόβλημα, το εθνικό ζήτημα, το γλωσσικό κ.ά.
Στις μεγαλύτερες βαθμίδες δίδασκαν και επαγγελματίες, όπως π.χ. οι δικηγόροι και οι γιατροί. Γίνονταν και μαθήματα με επαγγελματική κατεύθυνση, όπως τα λογιστικά που παρέδιδαν ο Ν. Σουκατζίδης38 και ο Αντ. Μακρυποδάρας. Τα μαθήματα φωνητικής τα παρέδιδε ο μαέστρος Γ. Ζαχαρόπουλος. Πολλοί μάθαιναν διάφορα όργανα, ιδίως βιολί, κιθάρα και μαντολίνο. Τα μουσικά όργανα τα έφτιαχναν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Ο Γ. Κουτούγκος φυλάει μέχρι σήμερα την «πτυσσόμενη κιθάρα του», που κατασκευάστηκε στην Ακροναυπλία.39 Εμπνευστής και αρχιτεχνίτης των οργάνων ήταν, κατά τον Β. Γιαννόγκωνα,40 ο Κώστας Σταθόπουλος. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε και για άλλα μαθήματα επαγγελματικής φύσης, όπως ήταν των κουρέων, ραφτάδων, μαραγκών-ξυλουργών, βιβλιοδετών κλπ. Ο Χ. Φραγκουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του,41 πως στήθηκε σε ειδικό χώρο η «”Επαγγελματική Σχολή Κουρέων” αφού οι κουρείς ήταν λιγοστοί και δεν επαρκούσαν. Ετσι έμαθαν την τέχνη ένα – δυο φουρνιές, και είχαμε και περίσσευμα από κουρείς…». Σύμφωνα με τον ίδιο, άμεση ανταπόκριση και ευνοϊκά σχόλια από τον Γληνό βρήκε η πρόταση του Κρητικόπουλου Ρουκουνάκη για μαθήματα χορού και «…σε λίγες μέρες, ένας σαραντάχρονος εργάτης από τον Πειραιά, ο Χαρίτος, έστησε το χοροδιδασκαλείο του».
Οι γιατροί εκπαίδευαν νοσοκόμους για τις ανάγκες του αναρρωτηρίου του στρατοπέδου, όπου υπήρχε οδοντιατρικό τμήμα και φαρμακείο.42 Τα μαθήματα είχαν και εργαστηριακή μορφή, παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις. Ο Β. Γιαννόγκωνας αναφέρει δυο μαθητές της Σχολής:43
«…Εκαμαν Σχολή Νοσοκόμων, που τους έμαθαν να ρίχνουν ενδοφλέβιες ενέσεις. Από το θάλαμό μου είχαν παρακολουθήσει ο Γιάννης Πλακούδας… κι ο Νίκος Ανδρικίτης. Είχαν γίνει άσοι. Στους μαθητές έμπαινε και βαθμολογία…».
Ανεξάρτητα από τις βαθμίδες, διδάσκονταν οι ξένες γλώσσες. Από μεθοδολογικής πλευράς αξίζει να αναφερθεί ο τρόπος εκμάθησης των ρωσικών, που αναφέρει ο Β. Μπαρτζιώτας. Τα ρωσικά ήταν πολύ δημοφιλή στους Ακροναυπλιώτες, για ευνόητους λόγους. Εκτός από τη συναισθηματική πλευρά, υπήρχε και μια άλλη – αντικειμενική. Πολλοί (γύρω στους 50-60) κρατούμενοι είχαν έστω και κάποια επαφή με τα ρωσικά, επειδή είτε ήταν ποντιακής καταγωγής είτε υπήρξαν ναυτικοί είτε σπούδασαν σε κομματικές σχολές της Σοβιετικής Ενωσης – την Κουτβ κ.ά. Τα μαθήματα γίνονταν με μοναδικό εφόδιο μια ρωσική γραμματική, μια γεωγραφία, διηγήματα του Λ. Τολστόι, έναν τόμο ποιημάτων του Πούσκιν και μια μελέτη του Ε. Ταρλέ για τον Ναπολέοντα. Κάθε κρατούμενος που ενδιαφερόταν για μια γλώσσα συγκέντρωνε τις απαραίτητες λέξεις σε δικό του αυτοσχέδιο λεξικό, ακολουθούσε η πρακτική εξάσκηση – μια προσπάθεια απόδοσης των ειδήσεων ή πληροφοριών στην ξένη γλώσσα. Οσοι κρατούμενοι ενδιαφέρονταν για τα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά αποκαλούνταν στα αστεία ως «φίλοι της Δύσης». Στην Ακροναυπλία έγιναν μεταφράσεις για πρώτη φορά πολλών θεωρητικών κειμένων από τα ρωσικά, αγγλικά κ.ά., που αντιγράφονταν και κυκλοφορούσαν χέρι – χέρι.
Με τους φοιτητές ασχολιόταν ιδιαιτέρως ο Γληνός. Ο Γ. Κουτούγκος, στη συνέντευξή του, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων αυτών φρόντιζαν όλοι να περιφρουρούν το χώρο, έτσι ώστε κανείς να μη διακόψει τον ειρμό των σοβαρών συζητήσεων.44
Με την κήρυξη του πολέμου, στην Ακροναυπλία γίνονται έντονες ζυμώσεις για το χαρακτήρα του πολέμου και τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι κομμουνιστές. Το μεταξικό καθεστώς, διά στόματος του Μανιαδάκη, αρνήθηκε στους κρατούμενους την εκπλήρωση του πατριωτικού τους καθήκοντος για την υπεράσπιση της πατρίδας και τους παρέδωσε ως όμηρους στους κατακτητές, προδικάζοντας ουσιαστικά το τέλος τους. Για τους κρατούμενους, η οργανωμένη ζωή συνεχίστηκε πεισματικά, με τη διαφορά πως σχεδόν όλη η επιμορφωτική προσπάθεια στράφηκε γύρω από τα εθνικά και διεθνή γεγονότα. Ο Γ. Μανούσακας σημειώνει:
«Οσο περνούσε ο καιρός, οι σύντροφοι, με την παρακολούθηση της κατάστασης στον κόσμο και του πολέμου μας στην Αλβανία, κουράζονταν. Σιγά – σιγά τα μαθήματα σταμάτησαν ολότελα. Καμιά διάλεξη, κανένα διάβασμα ομαδικό εφημερίδας, μόνο κάνα άρθρο παράνομο, που η καθοδήγηση κατάφερνε να μπάσει από τη φοβερή εκείνη παρακολούθηση της Ασφάλειας. Το στρατόπεδο, που δεν έμοιαζε με τον εαυτό του, μα με ανώτερη σχολή, ξαναβρήκε τη μουντή όψη της φυλακής. Πάει και το δικό μου πρόγραμμα μόρφωσης που ήταν: να κατακτήσω σε δυο χρόνια τις γνώσεις του Γυμνασίου και ν’ αρχίσω μια ξένη γλώσσα, τη γαλλική… Χαμήλωνε και αδυνάτιζε το καζάνι. Πεινούσαμε, κι η ομάδα δε θεωρούσε πρέπον να πιέσουμε την κατάσταση πολύ για αύξηση του επιδόματος σε καιρό πολέμου…».
Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε πως το δύσκολο χειμώνα του ’42-’43, με πρωτοβουλία του Γιάννη Ζεύγου (Ταλαγάνη) και του Παναγιώτη Μαυρομμάτη, μπόρεσαν και έγιναν μια σειρά διαλέξεων πάνω στη Φιλοσοφία, που μέχρι τότε ελάχιστα είχε διδαχτεί. Παρά τη φιλόδοξη προσπάθεια, η αναμέτρηση με την πείνα ήταν άνιση, πολύ λίγοι μπόρεσαν να συνεχίσουν να διαβάζουν αυτομορφωνόμενοι. Οι περισσότεροι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλες φυλακές, όπως της Πύλου, του Χαϊδαρίου, της Κατούνας, του Λαζαρέτου κλπ. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ακροναυπλιωτών πολιτικών κρατούμενων οδηγήθηκε στα εκτελεστικά αποσπάσματα των κατακτητών (Κούρναβο, Καισαριανή κλπ.).
Το κείμενο είναι από το βιβλίο της Κυριακής Καμαρινού «Τα πέτρινα πανεπιστήμια», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ————————————————————————-
Σημειώσεις:
1. Αναγκαστικοί Νόμοι: 117/36, 1075/38, 1841/39, από το βιβλίο του Ρ. Κούνδουρου, σελ. 122.
2. «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1976. «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες 1937-1943», εκδ. «Θεμέλιο», 1986. Και «Ακροναυπλία – θρύλος και πραγματικότητα», εκδ. «Δωρικός», 1978, αντίστοιχα.
3. Ο Βασίλης Γιαννόγκωνας, στο βιβλίο του «Ακροναυπλία», εκδ. «Δίφρος», αναφέρει πως εκεί στρατοπέδευε το 8ο Σύνταγμα Πεζικού της 4ης Μεραρχίας.
4. Β. Μπαρτζιώτας.
5. Για την ακρίβεια, ο Α. Φλούντζης αναφέρει 989, απ’ όσα ονόματα μπόρεσε να συγκεντρώσει. Ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει 650, με πολλές επιφυλάξεις για ό,τι μπόρεσε να συγκεντρώσει. (Καταθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία, θα ήθελα να σημειώσω ότι δυο πρώην Ακροναυπλιώτες που μου έδωσαν συνέντευξη, δεν υπήρχαν στους καταλόγους του Β. Μπαρτζιώτα.)
6. Ο Γ. Μανούσακας, ό.π., στη σελ. 119 παρατηρεί πως πάνω από το 60% των κρατούμενων του στρατοπέδου ήταν εργάτες που κατάγονταν από τη φτωχή αγροτιά, αλλά και το ποσοστό των αγροτών ήταν από τα φτωχότερα αγροτικά στρώματα – μικροϊδιοκτήτες και μεροκαματιάρηδες.
7. Υπάρχει και ένα ποσοστό εγκλείστων, γύρω στα 22%, για τους οποίους δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το επάγγελμά τους. Το ποσοστό αυτό θα πρέπει να αφορά περισσότερο τα εργατικά και αγροτικά στρώματα και λιγότερο τους επιστήμονες ή υπαλλήλους, από την άποψη ότι τα επαγγέλματα των τελευταίων ήταν (και είναι) δημοφιλή για τη νεοελληνική κοινωνία και επομένως δύσκολα δε θα ήταν γνωστά στους περισσότερους (π.χ., αξιωματικοί του στρατού, δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, δημοσιογράφοι…). Αλλωστε, όπως θα δούμε πιο κάτω, οι επιστήμονες ήταν απαραίτητοι για την οργάνωση των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων, γι’ αυτό θα ήταν γνωστοί ένας προς έναν.
8. Γ. Μανούσακας, ό.π., σελ. 115.
9. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π.
10. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 27.
11. Χριστόδ. Φραγκουδάκης, «Ακροναυπλία – Ακροναυπλιώτες, η ζωή και το έργο τους», Αθήνα, 1998.
12. «Το είπε η Ακροναυπλία! – Τι λέει επ’ αυτού η Ακροναυπλία;», Μπαρτζιώτας, ό.π.
13. Περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχ. 119-120, 1964, σελ. 544-547, άρθρο του Μ. Ε.
14. Η πραγματική σειρά των διαλέξεων ήταν η εξής: α) στις 21.5.1937 – Πώς πρέπει να διαβάζουμε. β) στις 4.6.1937 – Πώς πρέπει να μιλάμε και γ) στις 11.6.1937 – Πώς πρέπει να γράφουμε. Τα διαγράμματα των διαλέξεων βρέθηκαν στις σημειώσεις του με το γενικό τίτλο «Οδηγός στη μόρφωση» και κυκλοφόρησαν ακόμα και σε μπροσούρες από το 1944.
15. Γ. Κουτούγκου, «Το λαϊκό θέατρο του βουνού», Αθήνα, 1987. Από τις αναφορές καταξιωμένων προσωπικοτήτων και συγγραφέων του προλόγου του βιβλίου, φαίνεται η «άτυπη» καλλιτεχνική σταδιοδρομία του, που παρακολούθησε τα ιστορικά γεγονότα του τόπου μας για μισό αιώνα μέσα από τις φυλακές και εξορίες – Συγγρού, Ακροναυπλία, Πύλος, Αΐ-Στράτης, Γιούρα. Την περίοδο της Αντίστασης δίνει το «παρών» στην ψυχαγωγία και πολιτιστική δραστηριότητα στο βουνό, ενσαρκώνοντας το σύνθημα: «Πολεμάμε και τραγουδάμε».
16. «…Βίβα Ντούτσε αεροκοπανάτο, που τα ‘κανες άνω κάτω και σου μαύρισαν τον πάτο…», Γ. Κουτούγκου, ό.π., πρόλ. Χ. Σακελλαρίου, σελ. 7.
17. Γ. Κουτούγκου, ό.π., πρόλ. Χ. Σακελλαρίου, σελ. 13.
18. Συλλογικό έργο, Στη μνήμη του Δ. Α. Γληνού, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», 1946, σελ. 165.
19. Ο Β. Μπαρτζιώτας αναφέρει μια τραγική ειρωνεία σχετικά με το έργο «Οι φοιτητές». Ο κρατούμενος φοιτητής Βαγγέλης Καββαδίας, που ενσάρκωνε τον κύριο ρόλο, τον έπαιξε δέκα χρόνια αργότερα (1948) και στη ζωή, όταν αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», παρά τις εκκλήσεις του πατέρα του, εκτελέστηκε (ό.π., σελ. 62).
20. Α. Φλούντζης, ό.π. σελ. 119.
21. Αν και υπήρξε προσωπικός φίλος του Μανιαδάκη, δεν του έγραψε ποτέ να μεσολαβήσει για λογαριασμό του. Τον εκτέλεσαν αργότερα με τους 200 της Καισαριανής (σημ. Γ. Κουτούγκος).
22. Α. Φλούντζης, ό.π., σελ. 119.
23. Τα χειρόγραφα αντίτυπα υπάρχουν στο Τμήμα Ιστορίας του ΚΚΕ. Το 1945 κυκλοφόρησε μπροσούρα με τίτλο «Ακροναυπλία – Διαλέξεις», όπου υπάρχει αυτή η διάλεξη.
24. Μια σύντομη ματιά στη βιογραφία του Γιάννη Ζεύγου αποτελεί μια πρώτης τάξης απόδειξη της ύπαρξης και της επίδρασης της μορφωτικής δουλειάς στις φυλακές και εξορίες. Ο γιος φτωχού αγρότη και απόφοιτος του Διδασκαλείου Τρίπολης το 1917, εξορίζεται στη Φολέγανδρο το 1925. Το 1926 αναλαμβάνει τη Διεύθυνση του Λαϊκού Βιβλιοπωλείου του ΚΚΕ και από το 1933 αρθρογραφεί και γίνεται αρχισυντάκτης των κομματικών εντύπων «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και «Ριζοσπάστης». Η ιδεολογική του εξέλιξη βρίσκεται σε αντιστοιχία με την κομματική. Μετά το ’38 κρατείται στις φυλακές της Αίγινας και της Κέρκυρας. Χειρίζεται με άνεση και επιστημονική εγκυρότητα δύσκολα θέματα οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής υφής. Το ’41 μεταφέρεται στην Ακροναυπλία. Δολοφονήθηκε στις 20.3.47, δυο ώρες μετά από τη στιγμή που, ως αρχηγός της αντιπροσωπίας του ΕΑΜ, επέδωσε στην Επιτροπή Ερεύνης του ΟΗΕ μια βαρυσήμαντη επιστολή.
25. Εγινε αργότερα πολύ γνωστός χρονογράφος λαϊκών εφημερίδων. Εγραψε το έπος «Η μπαλάντα της Ακροναυπλίας».
26. Ο Μ. Σιγανός για τη «Φυματίωση», ο Α. Φλούντζης για τα «Αφροδίσια νοσήματα» και ο Β. Μπαρτζιώτας για τα «Λοιμώδη νοσήματα» και το «Ρόλο του ενστίκτου στη διαιώνιση του είδους, βάσει απόψεων του Σ. Φρόιντ». Γ. Μανούσακας, ό.π., σελ. 126-127.
27. Χ. Φραγκουδάκης, ό.π., σελ. 32-33. Θα άξιζε ιδιαίτερης αναφοράς ή ακόμα και μελέτης το θέμα της προσφοράς των μορφωτικών δραστηριοτήτων στις φυλακές και εξορίες στην υπόθεση της καλλιέργειας και του αγώνα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είχε μείνει ίχνος από τις μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου του ’20 και ’29 και μια σειρά νομοσχέδια συμπλήρωσαν την εικόνα της εκπαιδευτικής άπνοιας και παλινδρόμησης. Ο Γ. Μανούσακας (ό.π., σελ. 127) αναφέρει πως το μάθημα της ορθογραφίας το θεωρούσαν όλοι τους «αναγκαίο κακό», που θα έπρεπε να ανεχθούν. Στο θέμα της δημοτικής, όμως, ήταν αδιάλλακτοι. Μεταφράζανε για εξάσκηση κείμενα της καθαρεύουσας στη δημοτική.
28. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
29. Ο Δημήτρης Μουρατίδης, σε προφορική – διευκρινιστική συνέντευξή του (βλ. υποσημ. παρακάτω), περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η Ομάδα συνέχισε να προμηθεύεται και να αποδελτιώνει τον Τύπο, σχεδόν καθημερινά.
30. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 33.
31. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
32. Γ. Μανούσακας, ό.π., σελ. 128.
33. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 54.
34. Η συνέντευξη έγινε πάνω σε διευκρινιστικές ερωτήσεις και γι’ αυτό δεν αποτελεί ενιαίο κείμενο, ώστε να αναφερθεί στο Παράρτημα.
35. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 127.
36. Β. Μπαρτζιώτας, ό.π., σελ. 40.
37. Τη μελέτη για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα την επεξεργάστηκε και ο Νίκος Μπελογιάννης, που ήταν στην Ακροναυπλία από το 1940.
38. Για τα μαθήματα που παρέδιδε, αλλά και παρακολουθούσε ο Ναπολέοντας Σουκατζίδης στην Ακροναυπλία, έγραψε το 1945, στο περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχ. Απριλίου – Μαΐου, ο Ζήσης Ζωγράφος, που ήταν στο ίδιο κελί φυλακισμένος στο Χαϊδάρι, τα χρόνια της Κατοχής. Η ηρωική πράξη που συνδέεται με το όνομα του Ν. Σουκατζίδη αφορά το γεγονός πως, όντας διερμηνέας, αρχικά των Ιταλών και αργότερα των Γερμανών, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να απαλύνει τον πόνο των συμπατριωτών του και να τους γεμίζει με αισιοδοξία στις δύσκολες στιγμές. Οταν ο Γερμανός διοικητής τού πρότεινε να τουφεκιστεί άλλος στη θέση του, το αρνήθηκε πεισματικά. Εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944, μαζί με τους 200 της Καισαριανής: «Ο Ναπολέων έζησε εντατικά την πνευματική ζωή της Ακροναυπλίας. Οσο υπήρχαν βιβλία, μελετούσε ιστορία, λογοτεχνία, λαογραφία, ξένες γλώσσες. Εμαθε τέλεια τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ρωσικά, τα τουρκικά. Δίδασκε την ημέρα στους συντρόφους του -εργάτες και αγρότες- ελληνικά, ιστορία, ξένες γλώσσες και το βράδυ στο μισοσκόταδο, σε μια γωνιά του μεγάλου θαλάμου, τσίτωνε το αυτί του να μη χάσει λέξη από το μάθημα του μεγάλου δασκάλου του, του Δημήτρη Γληνού. Ο Ν. ούτε στις πιο δύσκολες ώρες του Χαϊδαρίου δεν αδιαφόρησε για τη μόρφωση… Μια βραδιά γύρισε πετώντας από τη χαρά του στο δωμάτιο με το βιβλίο του Ν. Ζαχαριάδη “Ο αληθινός Παλαμάς” (που είχε σώσει από τις φλόγες). Επέμενε. Ξενυχτήσαμε. Διαβάσαμε με το καρδιοχτύπι ν’ ανοίξει ξάφνου ο σκοπός την πόρτα και να μας πιάσει με το βιβλίο στα χέρια!»
39. Βλ. συνέντευξη με τον Γ. Κουτούγκο.
40. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 38-39. Για τα μαθήματα μουσικής γράφει: «Είχα δικό μου μαντολίνο, διάβαζα νότες και έπαιζα κομμάτια, είχα πέσει με τη μούρη και είχα γίνει στο θάλαμό μου βάσανο… τέτοια μανία είχα να μάθω, που μια φορά μια χορδή του σολ μου έλειπε και επειδή ήτανε δύσκολο να βρούμε, την έκλεψα από το μπουζούκι ενός χωροφύλακα, που το είχε φέρει στο συνεργείο του ξυλουργείου μας για επισκευή…» Σχετικά με το ξυλουργείο σημειώνει: «…κάναμε βαλίτσες, κασετίνες, σκάκια, ημερολόγια, χαρτοφύλακες. Οι χωροφύλακες αγοράζανε (στο κόστος) πολλά τέτοια. Φτιάχναμε και αναλόγια. Εβαζες μπροστά το βιβλίο σου και μπορούσες να γράψεις πολύ αναπαυτικά…».
41. Χ. Φραγκουδάκης, ό.π., σελ. 35.
42. Α. Φλούντζης, ό.π., σελ. 107.
43. Β. Γιαννόγκωνας, ό.π., σελ. 36.
44. Η σχέση του Γληνού με τους φοιτητές και η αγάπη του για τη σπουδάζουσα γενιά αποτελούν ένα γνώριμο, συνεπές και συνεχές γνώρισμα της ιστορίας του. Η προτροπή για δημιουργική μελέτη είναι μια μόνιμη επωδός που αναδεικνύει την αγωνία και το ιδανικό που προσπαθεί να εμφυσήσει στους μελλοντικούς επιστήμονες για την αναγέννηση των πανεπιστημιακών και ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών σπουδών. Η αλληλογραφία με τους μαθητές του είναι αποκαλυπτική. Σ’ ένα από τα γράμματα με ημερομηνία 19.9.1937 διαβάζουμε: «εκείνο που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι ο πόθος σου για πνευματική μόρφωση, για αληθινή πνευματική καλλιέργεια… Αυτό είναι μια δουλειά σοβαρή, πολύ σημαντική, μακριάς πνοής. Θέλει υπομονή, καρτερία, πίστη. Είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στον εαυτό του…».
πηγή: ethniki-antistasi-dse.gr
e-prologos.gr