της Μαρίας Δανιήλ

Μετά την άλωση της Τροίας, έξω από τα ερείπια της πόλης, μπροστά από τις σκηνές των αιχμαλώτων Τρωαδιτισσών, παρουσιάζεται ο Ποσειδώνας και διεκτραγωδεί τα πάθη της κουρσεμένης πόλης.

Τώρα η πόλη
μες στις φωτιές καπνίζοντας εχάθη,
τ’ αργίτικο την κούρσεψε κοντάρι.
[…]Έρημα τ’ άλση, στους ναούς πλημμύρα
τρέχει το αίμα· ο Πρίαμος σφαγμένος
μπρος στο βωμό του σπιτικού του Δία.
Πλήθος χρυσάφι φρυγικό και κούρσος
οι Έλληνες στα πλοία τους κουβαλάνε.
[…]Ο Σκάμανδρος 1* βουίζει από τους θρήνους
των σκλαβωμένων γυναικών που βάζουν
κλήρο γι’ αυτές οι αφέντες. Άλλες πέφτουν
στους Θεσσαλούς ή στους Αρκάδες κι άλλες
στα τέκνα του Θησέα, των Αθηναίων
τους αρχηγούς.
(στ. 8 – 31)

Οι αρχόντισσες της πόλης, λέει, βρίσκονται τώρα στις σκηνές και θα τις πάρουν σκλάβες οι αρχηγοί των Αχαιών. Την καταστροφή της πόλης επιδίωξε και πέτυχε η Αθηνά. Ο ίδιος αγαπούσε τους Τρώες. Δε βρίσκει, όμως, πλέον κανένα νόημα να παραμείνει προστάτης της πόλης,

γιατί μια πολιτεία αν ερημώσει
σβήνει η λατρεία των θεών, δεν τους τιμάνε
(!) (στ. 26 – 7)

Πριν καλά-καλά αρχίσει το έργο, το θέατρο μουδιάζει. Ο κυνισμός με τον οποίο ο «προστάτης» θεός εγκαταλείπει τους ανθρώπους της αλωμένης πολιτείας αφήνει τους θεατές ενεούς. Το δράμα, ωστόσο, των Τρώων -που τόσο παραστατικά παρουσίασε ο θεός- ζωντανεύει μπρος στα μάτια τους εικόνες από μια άλλη καταστροφή και τους κάνει να νιώθουν άβολα. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που τώρα παρακολουθούν την παράσταση, μόλις μερικούς μήνες πριν, κατέστρεψαν ολοσχερώς τη Μήλο, επειδή δε θέλησε να γίνει σύμμαχός τους. Σκότωσαν όλους τους άντρες και εξανδραπόδισαν όλες τις γυναίκες και τα παιδιά 2*. Να θέλει, άραγε, ο Ευριπίδης να τους ψέξει γι’ αυτή τους τη στάση; Δεν ξέρουν ακόμη ποιες είναι οι προθέσεις του ποιητή. Η παρουσία, όμως, της Αθηνάς, την ώρα που ο Ποσειδώνας ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, περιπλέκει την κατάσταση.

Η θεά είναι πολύ οργισμένη με τους Έλληνες, γιατί άφησαν ατιμώρητο τον Αίαντα που βίασε την Κασσάνδρα μέσα στο ναό της. Απαιτεί, λοιπόν, να αφανιστούν στη θάλασσα, καθώς θα επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Ο Ποσειδώνας -άλλο που δεν ήθελε- συμφωνεί. Συναγωνίζονται, μάλιστα, μεταξύ τους για το ποιος θα προκαλέσει μεγαλύτερο κακό. Το Αιγαίο, από τη Μύκονο και τη Δήλο ως τη Λήμνο, τη Σκύρο και τις ακτές της Εύβοιας θα γεμίσει κεραυνοχτυπημένα, τσακισμένα πλοία και κουφάρια πνιγμένων.

Οι θεατές, βέβαια, γνωρίζουν ότι πολλοί από τους Έλληνες που πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία αφανίστηκαν στο ταξίδι του γυρισμού. Η εικόνα, όμως, της απόλυτης καταστροφής των νικητών Αχαιών τούς κάνει να σαστίζουν. Τι θα παρακολουθήσουν τελικά σ’ αυτό το έργο; Θρήνο για την άλωση της Τροίας ή την καταστροφή των νικητών-Αχαιών; Οι θεατές είχαν συνηθίσει να καθορίζει ο ποιητής στον πρόλογο τα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινηθεί, να τους δείχνει τα νήματα της υπόθεσης, να τους δίνει μια πορεία «πλεύσης». Σ’ αυτόν τον πρόλογο, όμως, νιώθουν μπερδεμένοι· δεν καταλαβαίνουν προς τα πού θα κυλήσει η υπόθεση. Μένουν μετέωροι, μέχρι που ακούν τον Ποσειδώνα να φωνάζει:

Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις·
ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων
ρημάζει· θα χαθεί κι αυτός κατόπι.
(στ. 95 – 7)

Το ράπισμα είναι ηχηρότατο. Είναι πλέον προφανές ότι ο Ευριπίδης επιτίθεται στους συμπολίτες του που κατέστρεψαν τη Μήλο. Γιατί, όμως, προλέγει το χαμό τους; Αυτοί μόλις έχουν αποφασίσει να εκστρατεύσουν στη Σικελία. Η χαρά και η περηφάνια τους για την άνευ προηγουμένου στρατιωτική προετοιμασία είναι πολύ μεγάλη. Γιατί τους στέλνει ένα τόσο βαρύ μήνυμα; Όταν άρχιζε η σικελική εκστρατεία ελάχιστοι μπορούσαν να συμμεριστούν την αγωνία του ποιητή για την έκβασή της και -ακόμη λιγότεροι- να αποδεχθούν την καταγγελία του για τα εγκλήματα στα οποία οδηγούσε η επεκτατική πολιτική της πόλης τους. Όταν η εκστρατεία απέβη σε ολοκληρωτική καταστροφή, αρκετοί θα τον θυμήθηκαν.

Όταν οι δυο θεοί αποχωρούν, η Εκάβη -πεσμένη έξω από τις σκηνές- ξεσπά σε θρήνο πικρό για τη χαμένη πατρίδα και προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον εαυτό της.

Το κεφάλι σου, δύστυχη, σήκωσε,
Το λαιμό σου αναστύλωσε· η Τροία
δεν υπάρχει· δεν είμαι της Τροίας βασίλισσα.
Βάστα κι υπόμεινε της τύχης το γύρισμα.
Όπως πάνε τα πράγματα αρμένιζε
Με τη φόρα της τύχης, μη βάζεις
τη ζωή σου στης μοίρας το κύμα κατάπλωρα.
(στ. 98 – 104)

Πώς να αντέξει, όμως, τη συμφορά που της πήρε την πατρίδα, τα παιδιά, τον άντρα και την πέταξε «πανάθλιο κουβάρι» στο χώμα; Πώς να εκτονώσει αυτόν τον αφόρητο πόνο που της έχει διαλύσει «το κεφάλι, τα μελίγγια, τα πλευρά»; Μόνη της δεν μπορεί. Καλεί, λοιπόν, τις γυναίκες που βρίσκονται στις σκηνές να μοιρολογήσουν μαζί,

σαν το πουλί που τα μικρά του
με λάλημα πικρό φωνάζει.
(στ. 147 – 9)

Ο ποιητής -όπως έκανε στη «Μήδεια» και στην «Εκάβη»- ανοίγει πάλι την αγκαλιά των πολλών για να αποφορτίσει τον πόνο του ενός.

Οι γυναίκες βγαίνουν από τις σκηνές και ρωτούν την Εκάβη τι συμβαίνει. Τις πληροφορεί ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν κι αυτές καταλαβαίνουν ότι άλλη μια συμφορά πλησιάζει. Γυναίκες του χορού και βασίλισσα θρηνούν μαζί για την πατρίδα που χάνουν και τη σκλαβιά που έρχεται. Πού θα βρεθούν; Ποιος θα τις πάρει; Η σκλαβιά είναι ίδια για όλους. Ισοπεδώνει τις κοινωνικές διαστρωματώσεις. Αλλά η συμφορά είναι για τη βασίλισσα μεγαλύτερη. Γιατί δε χάνει μόνο την ελευθερία και την πατρίδα της. Χάνει και τις τιμές που είχε κάποτε.

Άαχ! άαχ!
η μαύρη, σε ποιον, σε ποια χώρα
δούλα θα γίνω, η γερόντισσα,
σαν κηφήνας αχρείαστη, σαν άθλια
μορφή πεθαμένου, ένας ίσκιος,
άαχ!
στο κατώφλι να στέκω πορτιέρισσα
ή παιδιά να ταΐζω
εγώ, που τιμές είχα κάποτε
στην Τροία βασίλισσας.
(στ. 194 – 202)

Ο χορός συνεχίζει το θρήνο της Εκάβης. Ο ατομικός θρήνος μετατρέπεται σε συλλογικό. Οι γυναίκες ψάχνουν κάτι που θα απαλύνει το βάρος της σκλαβιάς κι εύχονται να μην βρεθούν στην Κόρινθο ή στη Σπάρτη. Προτιμούν την Αθήνα. Οι θεατές χαμογελούν, καθώς αντιλαμβάνονται αμέσως τον υπαινιγμό του ποιητή, ότι η Αθήνα είναι καλύτερη από τις δυνάμεις που την ανταγωνίζονται. Οι γυναίκες του χορού, όμως, αναφέρονται και σε μια πόλη της Σικελίας

που τήνε ξέρουν όλοι για τη δόξα της
απ’ τα στεφάνια νίκης στους αγώνες
(στ. 228 – 9)

και που θρέφει άξια παλικάρια. Ο δεύτερος αυτός υπαινιγμός για το πόσο δύσκολη είναι η εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών στη Σικελία είναι προφανής… Το χαμόγελο εξανεμίζεται από τα πρόσωπα των θεατών.

Ο ερχομός του Ταλθύβιου διακόπτει το θρήνο του χορού. Ο κήρυκας των Αχαιών έρχεται για να ανακοινώσει πώς μοίρασαν οι Έλληνες αρχηγοί τις δούλες Τρωαδίτισσες. Την Κασσάνδρα την παίρνει ο Αγαμέμνονας. Την Πολυξένη την τάξανε δούλα στον τάφο του Αχιλλέα. Την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα, την παίρνει ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, και την ίδια την Εκάβη ο Οδυσσέας.

Κάθε καινούρια αναγγελία προκαλεί ξεχωριστό κλονισμό στην Εκάβη. Για την Κασσάνδρα, μένει έκπληκτη που ο Αγαμέμνονας παίρνει ως παλλακίδα του μια κόρη που ο Απόλλωνας έχει ορίσει να μείνει παρθένα. Για την Πολυξένη τα χάνει. Τι είναι αυτό; Νόμος ή συνήθεια των Ελλήνων να ορίζουν δούλους σε τάφους; Για την Ανδρομάχη δεν έχει να πει λέξη. Τι να πει που δίνουν τη γυναίκα του Έκτορα στο γιο του φονιά του; Τεράστιο χάος χωρίζει την ηθική των νικητών από την ηθική των νικημένων. Το δικό της τον αφέντη, όμως, δεν τον αντέχει με τίποτα.

Χτύπα το κουρεμένο σου κεφάλι,
τα μάγουλά σου σκίσε με τα νύχια.
Άαχ, αχ, αλίμονό μου.
Μ’ έχουν κληρώσει σκλάβα
σε μισητό, πανούργο άντρα
που εχθρεύεται το δίκιο, άνομο τέρας,
που με τη δίβουλή του γλώσσα όλα
τα φέρνει πάνω κάτω και τ’ αλλάζει.
(στ. 285 – 91)

 

Ο Ταλθύβιος δίνει εντολή να βγάλουν από τη σκηνή την Κασσάνδρα, για να την πάει στον Αγαμέμνονα. Αυτή, όμως, βγαίνει μόνη της κρατώντας αναμμένους πυρσούς κι αρχίζει τραγούδι και χορό ξέφρενο.

Ω! Υμέναιε 3* αφέντη· καλότυχος
ο γαμπρός και καλότυχη εγώ
που θα πάω στο Άργος νυφούλα
σ’ ενός βασιλιά το κρεβάτι.
[…]Εγώ για το γάμο μου
τις λαμπάδες ανάβω, το φως
να φωτίσει, να λάμψει
[…]Καθώς είναι
στις παρθένες συνήθεια
που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.
Έλα, ανάλαφρο σέρνε χορό,
πήδα, πήδα, ψηλά.
(στ. 315 – 32)

Ο θεατής παρακολουθεί αμήχανος. Τι συμβαίνει με την Κασσάνδρα; Έχει καταληφθεί από ιερή μανία; Μήπως την τρέλανε η συμφορά; Ή χαίρεται στ’ αλήθεια που θα πάψει να είναι αφιερωμένη στον Απόλλωνα και θα γίνει παλλακίδα του Αγαμέμνονα; Μόνο όταν καλεί τον Απόλλωνα να σύρει πρώτος το χορό, συγκλονισμένος ο θεατής συνειδητοποιεί ότι αυτό το ξεφρένιασμα της Κασσάνδρας είναι ένας ευτελιστικός σαρκασμός για το θεό που την άφησε απροστάτευτη. Κι όταν η Εκάβη προσπαθεί να τη συνεφέρει, ο σαρκασμός μετατρέπεται σε ευθεία αμφισβήτηση της ύπαρξης του θεού!

Αν ο Λοξίας 4* υπάρχει. (στ. 365)

Ζητά μετά από τη μάνα της να χαίρεται(!) για το βασιλικό της γάμο. Γιατί αυτός ο γάμος θα ξεθεμελιώσει το παλάτι του Αγαμέμνονα. Πρώτα θα σκοτωθεί αυτός και η ίδια. Μετά θα ξεσπάσει αγώνας μητροκτόνος. Έτσι θα εκδικηθεί το θάνατο των αδελφών και του πατέρα της. Προφανώς αναφέρεται στη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο, καθώς και στη δολοφονία αυτών των δύο από τον Ορέστη και την Ηλέκτρα. Η παρέμβαση, όμως, που κάνει ο ποιητής στο μύθο είναι πολύ σημαντική, καθώς προβάλλει την αιχμάλωτη να αποδέχεται συνειδητά το γάμο της με τον αρχηγό του Ελληνικού στρατού, για να αφανίσει την εξουσία και το σπιτικό του. Ο αδύναμος δούλος εμφανίζεται αποτελεσματικότερος και ισχυρότερος από τον παντοδύναμο κατακτητή!

Το ήθος της Κασσάνδρας εξαίρεται ακόμη περισσότερο, όταν προσπαθεί να στηρίξει τη μάνα της ώστε να μη λυπάται για την Τροία. Τι κέρδισαν οι Έλληνες; Χιλιάδες απ’ αυτούς σκοτώθηκαν. Όχι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, αλλά για το χατίρι μιας γυναίκας που με τη θέλησή της παράτησε το σπίτι της. Τώρα είναι θαμμένοι σε ξένη γη, χωρίς να δουν τα παιδιά τους, χωρίς να τους νεκροστολίσουν οι γυναίκες τους. Και στην πατρίδα τους οι γυναίκες τους έμειναν χήρες κι οι γέροντες γονείς τους χωρίς παιδιά. Ενώ οι Τρώες χάνονταν για την πατρίδα, μια δόξα τρανή κι ωραία. Κι όσοι σκοτώνονταν μεταφέρονταν στα σπίτια τους και τους έθαβαν στην πατρική τους γη. Όσοι γυρνούσαν απ’ τη μάχη ζούσαν με τα παιδιά και τη γυναίκα τους, χαρές που λείπαν απ’ τους Αχαιούς. Οι Έλληνες έχασαν τη ζωή και τις χαρές της για ένα τίποτα. Οι Τρώες για να υπερασπιστούν κάτι πολύτιμο. Και καταλήγει.

Ο μυαλωμένος πρέπει ν’ αποφεύγει
τον πόλεμο· αν βρεθεί όμως στην ανάγκη
να πολεμήσει, ωραίο στεφάνι δόξας
για την πατρίδα με τιμή να πέσει
(στ.409 – 411)

Ο Ευριπίδης, για πολλοστή φορά μέσα στο έργο, αντιτίθεται στην επιθετική πολιτική της Αθήνας και στην εκστρατεία που ετοιμάζουν οι συμπολίτες του. Οι Αθηναίοι μουδιάζουν. Όπως ακριβώς και ο Ταλθύβιος, που επί ώρα έμενε βουβός. Όταν καταφέρνει να μιλήσει, αποκαλεί την Κασσάνδρα τρελή. Ο ίδιος δε θα παντρευόταν ποτέ μια τέτοια γυναίκα! Τη διατάζει, ωστόσο, να τον ακολουθήσει στο πλοίο του Αγαμέμνονα.

Ο ποιητής, όμως, κρατά τον τελευταίο λόγο για την Κασσάνδρα. Ειρωνεύεται τον κήρυκα, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας υπηρέτης, και περνά στην αντεπίθεση. Σειρά να δεχθεί τα βέλη της έχει ο Οδυσσέας, ο οποίος τολμά να θέλει δούλα τη μάνα της. Δέκα χρόνια θα κάνει να φτάσει στην πατρίδα του. Κι από τη Χάρυβδη θα περάσει κι απ’ τον ανθρωποφάγο Κύκλωπα κι από την Κίρκη που θα κάνει τους ανθρώπους του γουρούνια και ναυάγια θα τον βρούνε, μέχρι στον Άδη θα κατέβει. Κι όταν θα φτάσει στην πατρίδα του, εκεί τον περιμένουν άλλες ντροπές. Μέσα σε δώδεκα στίχους και σχεδόν απνευστί, προφητεύει τις περιπέτειες που θα περάσει ο Ιθακήσιος βασιλιάς. Η χαρά της για όσα θα πάθει αυτός που θα πάρει δούλα τη μάνα της είναι φανερή. Η ίδια βιάζεται να την πάνε στο πλοίο του Αγαμέμνονα. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα έρθει ο χαμός του. Αποχαιρετά τη μάνα της και φεύγει.

Πριν ολοκληρωθεί το πρώτο επεισόδιο, ο ποιητής έχει ανατρέψει απόλυτα την αίσθηση της άνεσης και της αυτάρκειας που είχαν οι συμπολίτες του. Προφανώς το έργο αναφέρεται στο δράμα και το θρήνο των ηττημένων. Πίσω, όμως, από το δράμα των ηττημένων, σε δεύτερο επίπεδο, παρουσιάζονται τα υποτιθέμενα κέρδη αλλά και οι συμφορές των νικητών. Με την εκρηκτική παρουσία της Κασσάνδρας, οι ηττημένοι κατισχύουν των νικητών, καθώς προβάλλονται να έχουν πολύ μεγαλύτερο ηθικό σθένος από αυτούς!

Η Εκάβη δε σχολιάζει καθόλου τις προφητείες της Κασσάνδρας. Τι την ενδιαφέρουν οι συμφορές των εχθρών της; Αυτή τη στιγμή ένα πράγμα τη νοιάζει. Ότι χάνει την κόρη της. Μόλις η Κασσάνδρα φεύγει, η μάνα σωριάζεται καταγής. Οι γυναίκες του χορού ταράζονται και ζητούν από τις ακόλουθες της βασίλισσάς τους να τη σηκώσουν. Αυτή όμως αρνείται. Η ψυχή της έχει υποστεί τέτοια βία, που το κορμί της δεν μπορεί να δεχθεί καμιά παρηγοριά. Προτιμά να μείνει πεσμένη στο χώμα. Κι αφού δεν μπορεί να δεχθεί παρηγοριά από κανέναν άνθρωπο μέσα στον απόλυτό της πόνο, επικαλείται τους θεούς. Για να συνειδητοποιήσει αμέσως μετά ότι επικαλείται άσπλαχνους βοηθούς!

Παρότι οι γυναίκες του χορού συμπάσχουν με τη συμφορά της, η Εκάβη δεν μπορεί τώρα πλέον να τη μοιραστεί μαζί τους. Θέλει να προκαλέσει στον εαυτό της ακόμη μεγαλύτερο πόνο και ανακαλεί μία προς μία τις συμφορές της. Το θάνατο των γιων της, τη σφαγή του άντρα της, την αρπαγή των θυγατέρων της. Προηγουμένως, όμως, έχει θυμηθεί τα χρόνια της ευτυχίας της. Έτσι, η δυστυχία της γίνεται ακόμη πιο βαριά. Σε τι μπορεί να ελπίζει τώρα; Ας την πάρουν κι αυτήν σκλάβα, να πλαγιάζει στο χώμα με προσκεφάλι πέτρινο. Μετά την αρπαγή της Κασσάνδρας, η μάνα παραδίδεται στη μοίρα της και βυθίζεται σ’ έναν πόνο που την εξουθενώνει. Οι γυναίκες του χορού θρηνούν για την άλωση της Τροίας, για την παγίδα που τους έστησαν με το ξυλάλογο, για τα παιδιά που ψάχναν τις μανάδες τους, για τις ανείπωτες σφαγές. Προβάλλουν τον πόνο το συλλογικό, μήπως αυτό βοηθήσει την Εκάβη να βγει απ’ το βαθύ πηγάδι του πόνου του ατομικού.

Έρχεται, όμως, η Ανδρομάχη που μεταφέρεται με άρμα μαζί με το παιδί της προς το πλοίο του Νεοπτόλεμου. Οι δυο γυναίκες συναντιούνται. Σπασμένες κουβέντες, θρήνοι ανολοκλήρωτοι, στίχοι κομμένοι συνθέτουν τη συνάντησή τους. Η ψυχική τους επαφή, όμως, είναι τόσο άμεση και η μεταξύ τους επικοινωνία τόσο βαθιά, που η μια συμπληρώνει τα λόγια της άλλης. Ένα εκπληκτικό σπάραγμα λεκτικής επικοινωνίας!

ΕΚΑΒΗ: Άαχ!
ΑΝΔΡΟΜ.: Γιατί στενάζεις;
ΕΚΑΒΗ: Άαχ!
ΑΝΔΡΟΜ.: για τα βάσανά μου
ΕΚΑΒΗ: Ω! Δία.
ΑΝΔΡΟΜ.: και για τη συμφορά. […]ΕΚΑΒΗ: Αχ, που μας βρήκαν
ΑΝΔΡΟΜ.: οι συμφορές.
ΕΚΑΒΗ: Τύχη φριχτή
ΑΝΔΡΟΜ.: της πόλης μας
ΕΚΑΒΗ: που μέσα στις φωτιές καπνίζει.
ΑΝΔΡΟΜ.: Αχ! Άμποτε να ’ρχόσουνα καλέ μου
ΕΚΑΒΗ: Τον άντρα σου απ’ τον Άδη κράζεις δόλια. (στ. 584 – 602)

Ο ποιητής χρησιμοποιεί με αριστουργηματικό τρόπο την τεχνική της αντιλαβής 5* για να αποδώσει την απόγνωση των δύο γυναικών.

Μετά από τον πρώτο πνιγμένο θρήνο, οι δυο γυναίκες καταφέρνουν να μιλήσουν αναλυτικά μεταξύ τους. Η Εκάβη για να καταγγείλει τους θεούς,

βλέπω τις πράξεις των θεών να υψώνουν
ψηλά σαν πύργους όσα δεν αξίζουν
κι όσα είναι άξια να τ’ αφανίζουν
(στ. 633 – 4)

κι η Ανδρομάχη για ν’ αναφέρει ότι είδε την Πολυξένη σφαγμένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Άλλη μια βαριά απώλεια για την Εκάβη. Η Ανδρομάχη, όμως, θεωρεί τον εαυτό της πιο δύστυχο από την Πολυξένη. Η Εκάβη διαφωνεί, γιατί στο θάνατο δεν υπάρχει τίποτα, ενώ στη ζωή υπάρχει η ελπίδα. Η Ανδρομάχη επιμένει. Τι μπορεί να ελπίζει; Ο Έκτορας ήταν ο αγαπημένος της και τώρα τη δίνουν γυναίκα στο γιο του φονιά του. Αν αφήσει την καρδιά της στον καινούριο της αφέντη, θα προδώσει το νεκρό. Αν τον μισήσει, θα την μισήσει κι αυτός. Ό,τι και να γίνει πάντως, χαρά στη ζωή της δεν πρόκειται να ξανανιώσει. Η Εκάβη της δίνει τότε μια συμβουλή απίστευτη από πεθερά προς νύφη. Να μη σκέφτεται τον Έκτορα! Αυτό που πρέπει να έχει στο μυαλό της είναι να ξανακατοικηθεί η Τροία από τους απογόνους του! Κι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να καλοπιάσει το νέο της αφέντη, ώστε να μπορέσει να αναθρέψει το γιο της για να ξανακατοικήσουν οι απόγονοί του τη χαμένη τους πατρίδα!

Η μάνα κατάφερε να αρθεί πάνω από την αγάπη της για το γιο της κι από τον πόνο για το χαμό του, γιατί σε ένα πράγμα μόνο ελπίζει: να ξανάρθει η ζωή στην πατρίδα της. Πού να ’ξερε ότι οι κατακτητές γνωρίζουν σε τι ελπίζουν οι ηττημένοι και ότι έχουν αποφασίσει να τους στερήσουν και την παραμικρή ελπίδα!

Και είναι τόσο σκληρή η απόφασή τους, που ο Ταλθύβιος δεν μπορεί να την ανακοινώσει και ζητά από την Ανδρομάχη να μην τον μισήσει για όσα χωρίς τη θέλησή του θα πει. Σαν κεραυνός πέφτει στη δύστυχη μάνα η είδηση ότι οι Αχαιοί, μετά από πρόταση του Οδυσσέα, αποφάσισαν να σκοτώσουν το γιο της γκρεμίζοντάς τον από τα τείχη της Τροίας. Μόνη αιτιολογία για το έγκλημα η επιθυμία τους να μη ζήσει ο γιος ενός ανδρείου πατέρα!

Οι θεατές γνωρίζουν, βέβαια, από τη μυθολογία αυτό το φρικτό έγκλημα. Ο ποιητής, όμως, τους ωθεί στα όρια ενός ακρότατου αποτροπιασμού. Οι κατακτητές, όχι μόνο σκοτώνουν αιχμάλωτο και μάλιστα παιδί, αλλά απαιτούν από τη μάνα του να μην πει κακό λόγο γι’ αυτούς, γιατί αλλιώς θ’ αφήσουν το παιδί άταφο!

Ποια μάνα όμως ακούγοντας μια τέτοια είδηση μπορεί να σκιαχτεί από την οποιαδήποτε απειλή; Οι Έλληνες είναι εχθροί και το παιδί της σφαχτάρι στα χέρια τους. Τους χτυπάει, λοιπόν, κατά πρόσωπο τη συγκλονιστική της αλήθεια. «Ε, εσείς, Έλληνες, που βρήκατε πράξεις βάρβαρες κι αισχρές»! Κι οι θεατές παγώνουν. Γιατί με το «ἐξευρόντες» που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη φράση

ὦ βάρβαρ’ ἐξευρόντες Ἕλληνες κακά (στ. 786)

διατυπώνει μια από τις σοβαρότερες καταγγελίες που έχουν γίνει ποτέ από ομοεθνή προς τους ομοεθνείς του. Οι Έλληνες δεν έκαναν απλώς πράξεις βάρβαρες. Τις επινόησαν!

Οργή και μίσος για τους φονιάδες, θρήνος πικρός για το παιδί. Αυτά τα δύο στοιχεία εναλλάσσει ο ποιητής στα λόγια της Ανδρομάχης για να συνθέσει έναν από τους πιο εκρηκτικούς μονολόγους του έργου του.

Μονάκριβέ μου γιε, θα σ’ αφανίσουν
οι εχθροί μας και τη μάνα σου θ’ αφήσεις
μέσα στη δυστυχία.
[…]Κλαις παιδί μου; Νιώθεις
τις συμφορές σου που θα ’ρθουν; Τι απλώνεις
στα ρούχα μου τα χέρια και με σφίγγεις,
σαν το μικρό πουλί που αποζητάει
στης μάνας τις φτερούγες προστασία;
[…]Μικρό μου εσύ, χαρά της αγκαλιάς μου,
κορμάκι μοσχομύριστο, του κάκου
σε βύζαξε το στήθος μου όταν ήσουν
στα σπάργανα, του κάκου τόσους μόχθους
ετράβηξα κι υπόφερα απ’ τις έγνοιες.
Τώρα, στερνή φορά, φίλα τη μάνα,
πέσε στον κόρφο μου, έλα, αγκάλιασέ με,
στο στόμα φίλησέ με. Εσείς, Αργίτες
που βάρβαρες, φριχτές, βρήκατε πράξεις,
γιατί σκοτώνετε χωρίς να φταίει
το παιδί τούτο; Εσύ ω! Τυνδαρίδα,
[…]να χαθείς· με τα ωραία
τα μάτια σου φριχτά έχεις αφανίσει
τους ξακουσμένους κάμπους της Φρυγίας.
Μπρος, πάρτε το, γκρεμίστε το, αφού έτσι
σας φαίνεται σωστό· εμπρός, σπαράξτε
τις σάρκες του παιδιού.
[…]Το άθλιο κορμί μου
ρίξτε σ’ ένα καράβι να μη βλέπω·
ωραίο, στ’ αλήθεια, πάω να κάμω γάμο,
αφού έχω χάσει η δόλια το παιδί μου.
(στ. 762 – 801)

Ο Ταλθύβιος παίρνει το παιδί και φεύγει. Ας έστελναν, λέει, κάποιον άλλον, άσπλαχνο, σ’ αυτή την αποστολή. Δεν αντέχει τέτοιες καταστάσεις η δική του καρδιά. Ο αποχωρισμός της Ανδρομάχης απ’ το παιδί της τον έχει συγκλονίσει.

Παίρνουν την Ανδρομάχη για το πλοίο του Νεοπτόλεμου κι η Εκάβη, χτυπώντας το κεφάλι και τα στήθη της καταφέρνει μόλις και μετά βίας να αρθρώσει δυο θρηνητικές κουβέντες για το φοβερό πλήγμα.

Παιδί μου, βλαστάρι του γιου μου του δόλιου,
τη ζωή σου τη χάνουμε άδικα
κι εγώ κι η μητέρα σου. Αχ! τι να γίνω;
Τι να κάνω για σένα κακόμοιρο;
Τούτο μόνο για χάρη σου:
Το κεφάλι, τα στήθη χτυπάμε∙
μόνο αυτά σου προσφέρουμε.
(στ. 812 – 7)

Είναι ανάγκη, πλέον, να μιλήσει ο χορός. Οι γυναίκες θρηνούν παλιές και νέες συμφορές της Τροίας. Για τον Αστυάνακτα, όμως, δε λένε τίποτα. Τόσο απόπληκτες τις άφησε αυτή η συμφορά.

Όταν, λοιπόν, έρχεται ο Μενέλαος λέγοντας

σήμερα πόσο ωραία λάμπεις, ω! ήλιε,
που τη γυναίκα μου θα κάνω σκλάβα,
την Ελένη
(στ. 869 – 71)

οι θεατές εξανίστανται. Ε, όχι κι έτσι! Μόλις πριν από λίγο έχει γίνει ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα της ανθρωπότητας, κι αυτός ξέγνοιαστος χαίρεται τη λάμψη του ήλιου, επειδή θα κάνει σκλάβα του την Ελένη;! Το γεγονός ότι η χαρά του Μενέλαου παρουσιάζεται αμέσως μετά την αρπαγή του Αστυάνακτα -και μάλιστα μπροστά στην Εκάβη- συνιστά σοβαρότατη καταγγελία για την παντελή απουσία ήθους και την αναλγησία των κατακτητών, που ούτε νοιάζονται ούτε σέβονται τα συναισθήματα και τον πόνο των ηττημένων. Ο νικητής Μενέλαος δεν είναι παρά ένας αχρείος. Κι ο ποιητής αποφασίζει να τον παρουσιάσει σαν ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Μη νομίσει κανείς ότι αυτός ήρθε στην Τροία για τη γυναίκα του. Όχι! Γι’ αυτόν που του την άρπαξε ήρθε. Και τώρα, που αυτός κι η χώρα του τιμωρήθηκαν, οι σύντροφοί του τού έδωσαν τη γυναίκα του να τη σκοτώσει ή να την πάρει μαζί του στην Ελλάδα. Ο ίδιος αποφάσισε να την πάρει στην Ελλάδα και να την παραδώσει στους συγγενείς αυτών που χάθηκαν στην Τροία για να τη σκοτώσουν. Μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε κάποιον νεαρό από το κοίλον να φωνάζει “να το δω κι ας πεθάνω!” ή κάποιους μεγαλύτερους να αναρωτιούνται “το εννοεί;”. Η απάντηση έρχεται πολύ σύντομα, όταν τον ακούνε να λέει

Ήρθα τη Σπαρτιάτισσα να πάρω
-δε στέργω να τη λέω με τ’ όνομά της- .
(στ. 878 – 9)

Δηλώνει ότι δεν αντέχει ούτε καν να αναφέρει το όνομα τής πρώην γυναίκας του. “Το ’χεις πει, γελοίε. Το ξέχασες;” φωνάζει ο νεαρός από το κοίλον. Και όντως το έχει πει μόλις πριν από οχτώ στίχους!

θα κάνω σκλάβα την Ελένη (στ. 870 – 1)

Είναι πολύ πιθανό το θέατρο να ξέσπασε σε καγχασμούς…

Η Εκάβη, βουτηγμένη μέσα στο πένθος της, δεν μπορεί να συλλάβει τέτοιες λεπτές αποχρώσεις του λόγου του. Θεωρεί ότι η γυναίκα που τόσες συμφορές έφερε στην Τροία, επιτέλους, θα τιμωρηθεί. Νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει την ανώτατη δύναμη. Ποια δύναμη, όμως, είναι αυτή που κυβερνά τη γη; Ο Δίας, οι νόμοι της φύσης ή ο νους των ανθρώπων;

Ζεύς, εἲτ’ ἀνάγκη φύσεος εἲτε νοῦς θνητῶν (στ. 895)

Όποια κι αν είναι η δύναμη αυτή, η Εκάβη την προσκυνά! Ο Δίας, η φυσική ανάγκη και ο νους των ανθρώπων βρίσκονται στην ίδια αξιολογική βαθμίδα! Πιο καθαρή αμφισβήτηση της κατίσχυσης του δωδεκάθεου οι θεατές δεν είχαν παρακολουθήσει ποτέ σε μια τραγωδία.

Η ρημαγμένη βασίλισσα θέλει να βεβαιωθεί για τη θανάτωση της Ελένης. Γνωρίζει πόσο πλανεύτρα είναι η ομορφιά της και προτείνει στο Μενέλαο να μην τη δει, να φύγει από μπροστά της για να μην τον κυριεύσει ο πόθος της. Αλλά οι στρατιώτες του Μενέλαου ήδη βγάζουν την Ελένη από τη σκηνή της κι αυτή τον παρακαλεί να μην τη σκοτώσει πριν ακούσει τι έχει να του πει. Η Εκάβη του ζητά να της δώσει το δικαίωμα να της απαντήσει. Κι ο Μενέλαος συμφωνεί.

Η Ελένη αρχίζει κατηγορώντας την Εκάβη που γέννησε τον Πάρη και τον Πρίαμο που τον άφησε ζωντανό. “Έλεος!” φωνάζει ο νεαρός από το κοίλον. Η Ελένη, ωστόσο, συνεχίζει. Αναφέρει τη δική της εκδοχή σχετικά με την προσφορά που του έκανε η καθεμιά από τις τρεις θεές -Αθηνά, Ήρα και Αφροδίτη- για να πάρει από τον Πάρη το βραβείο της ομορφιάς. Η Αθηνά τού υποσχέθηκε ότι θα υποτάξει την Ελλάδα σ’ αυτόν, η Ήρα ότι θα τον κάνει βασιλιά σ’ Ασία και Ευρώπη κι η Αφροδίτη ότι θα του δώσει την ομορφότερη γυναίκα, δηλαδή την Ελένη. Νίκησε η Αφροδίτη κι αυτό είναι καλό για τους Έλληνες γιατί δεν υποδουλώθηκαν στους βαρβάρους. Κι αν την κατηγορούν πως ξεπόρτισε, ο Μενέλαος φταίει που την άφησε μόνη στο σπίτι με τον Πάρη και πήγε στην Κρήτη. Η Αφροδίτη τότε υλοποίησε την υπόσχεσή της. Θα τιμωρήσει ο Μενέλαος ακόμη και τη θεά γι’ αυτό που έκανε; Όταν πέθανε ο Πάρης και με τη βία ήθελε να την έχει δική του ο αδελφός του ο Διήφοβος, αυτή πολλές φορές προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά οι φρουροί δεν την άφησαν. Για ποιο λόγο, λοιπόν, θα τη σκοτώσει; Ο ένας άντρας την κρατούσε κοντά του επειδή έτσι το θέλησε η θεά κι ο άλλος με τη βία.

Ο χορός τα χάνει με τα λόγια της Ελένης. Σαν πολύ λογικά ακούστηκαν. Θα καταφέρει η Εκάβη να τα αντικρούσει;

Όμως το πάθος της Εκάβης να εκδικηθεί τη γυναίκα που θεωρεί πηγή των συμφορών της την οδηγεί όχι απλώς να αντικρούσει, αλλά να διαλύσει τα «επιχειρήματά» της. Ποιος θεωρεί τόσο ανόητες την Αθηνά και την Ήρα, ώστε ενώ υποστηρίζουν τους Έλληνες να θέλουν να τους υποτάξουν σ’ ένα Τρώα; Κι αν πήραν μέρος σ’ αγώνα ομορφιάς, για παιχνίδι το ’καναν. Ψάχνει η Ήρα για καλύτερο άντρα από το Δία ή μήπως η Αθηνά δε θέλει να ’ναι πια παρθένα; Κι αλήθεια ο Πάρης την πήρε με τη βία επειδή έλειπε ο Μενέλαος; Και πώς τ’ αδέλφια της, ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης, δεν την άκουσαν να καλεί σε βοήθεια; Πότε την έπιασαν να προσπαθεί να δραπετεύσει; Η ίδια η Εκάβη τη συμβούλευε να φύγει για να τελειώσει ο πόλεμος. Αυτή, όμως, έμενε γιατί της άρεσαν τα μεγαλεία του παλατιού του Πάρη. Και τώρα, για να πλανέψει τον άντρα της, βγήκε η ξεδιάντροπη φορώντας όλα τα στολίδια της. Ενώ θα ’πρεπε να βγει ταπεινή κι απ’ το φόβο της να τρέμει.

Αληθινός καταπέλτης ο λόγος της Εκάβης, πείθει το Μενέλαο για την ενοχή της Ελένης. Αυτή πέφτει στα πόδια του και του ζητά συγγνώμη, ενώ η Εκάβη, για να διασφαλίσει τη θανάτωσή της, του προτείνει να μην μπει στο ίδιο πλοίο μαζί της. Ο Μενέλαος συμφωνεί, παίρνει τη γυναίκα του και φεύγει.

Ποιος πιστεύει ότι ο Μενέλαος θα καταφέρει να αντισταθεί στα θέλγητρα της Ελένης κι ότι θα την οδηγήσει στο θάνατο; Κανείς. “Δηλαδή, θα τη γλιτώσει το γύναιο;” αναρωτιέται ο νεαρός στο κοίλον. “Ναι. Αυτή είναι η ηθική και ο νόμος των νικητών” του απαντά ο σοφιστής δίπλα του.

Οι γυναίκες του χορού αντιλαμβάνονται ότι η αιτία των συμφορών τους όχι μόνο δεν τιμωρείται, αλλά επιστρέφει στην πατρίδα της βασίλισσα, κι οργίζονται μ’ αυτή την αδικία. Κατευθύνουν αρχικά την οργή τους στο Δία.

Κι έτσι, ω! Δία, στους Αργίτες
το ναό της Τροίας έχεις δώσει,
το βωμό για τις θυσίες
και των προσφορών τη φλόγα.
[…]Χάθηκαν για σένανε οι θυσίες
κι οι γλυκόλαλοι ψαλμοί μες στο σκοτάδι
κι οι γιορτές οι ολονύχτιες των θεών.
[…]Θα ’θελα να ξέρω, ω! Δία,
αν τα σκέφτεσαι όλα τούτα
στον ουράνιο καθισμένος
θρόνο σου ψηλά στα αιθέρια
τώρα που αφανίζεται η πατρίδα
και τήνε ρημάζουν οι φωτιές.
(στ. 1071 – 90)

Μόλις, όμως, φέρουν στο νου τους τούς σκοτωμένους άντρες τους, που τα κορμιά τους μένουν άταφα, και τα παιδιά που κλαίνε για τη σκλαβιά που έρχεται, η αίσθηση της αδικίας γίνεται εντονότερη και καταριούνται το Μενέλαο και την Ελένη να μη φτάσουν ποτέ στη Σπάρτη. Κεραυνός να πέσει και να βουλιάξει το πλοίο τους!

Στη σκηνή μπαίνει ο Ταλθύβιος με στρατιώτες που μεταφέρουν το σώμα του Αστυάνακτα πάνω σε μια ασπίδα. Είναι η ασπίδα του Έκτορα, που η Ανδρομάχη παρακάλεσε το Νεοπτόλεμο να μην την πάρει μαζί του, αλλά πάνω σ’ αυτήν να θάψουν το γιο της. Κι αφού δεν έχει άλλη επιλογή, μιας και ο Νεοπτόλεμος βιάζεται να φύγει και η ίδια δεν μπορεί να φροντίσει το παιδί της, ζητά, μέσω του κήρυκα, από την Εκάβη να το νεκροστολίσει με τα καλύτερα στολίδια που της έχουν απομείνει. Ο ίδιος ο Ταλθύβιος έχει ήδη πλύνει τις πληγές του παιδιού. Τώρα φεύγει για να σκάψει τον τάφο. Το γεγονός ότι ο Ταλθύβιος έβαλε τα κλάματα καθώς έφευγε η Ανδρομάχη και φρόντισε να μη δει η Εκάβη ματωμένο το σώμα του παιδιού, για να μειώσει την οδύνη της, σώζει κάπως την κατάσταση από πλευράς Αχαιών. Υπάρχουν κι Έλληνες που συμπάσχουν με τον πόνο των συνανθρώπων τους, έστω κι αν είναι απλοί υπηρέτες. Αυτοί διαφυλάσσουν κάπως την υπόληψη του έθνους τους!

Τι να πρωτοθρηνήσει η Εκάβη από μια ζωή που τη ρήμαξε ο πόλεμος; Από πού ν’ αρχίσει το μοιρολόι όταν βλέπει το νεκρό κορμάκι πάνω στην ασπίδα του Έκτορά της; Πρώτα να καταγγείλει τους φονιάδες θέλει, που κινούμενοι από φόβο παράλογο έκαναν έγκλημα φριχτό. Και τώρα αυτή έχει μπροστά της νεκρό το παιδί, το παιδάκι της, που δεν πρόφτασε να γευτεί τις χαρές της νιότης του. Και το κεφαλάκι του, πώς του το κάναν έτσι τα τείχη τα πατρογονικά; Αυτό που του το χτένιζε και το φιλούσε η μανούλα του! Τώρα

γελάει ο φόνος μες απ’ τα σπασμένα
κόκκαλα.
(στ. 1184 – 5)

Και τα χεράκια του, που μοιάζαν με του Έκτορα, συντρίμμια. Και το μυριάκριβο το στόμα χάθηκε. Αυτό που τόσο τρυφερά της έλεγε πως θα προσφέρει την πιο όμορφη μπούκλα απ’ τα μαλλιά του στον τάφο της. Κι όλα τα νανουρίσματα που του ’πε και τα φιλιά που του ’δωσε χαμένα. Στον τάφο του, τώρα, σαν τι τάχα θα του γράψουν;

«Εδώ είναι
θαμμένο ένα παιδί, που κάποια μέρα
το σκότωσαν οι Αργίτες από φόβο;»
Επίγραμμα ντροπής για την Ελλάδα.
(στ. 1998 – 9)

Κι απ’ το γονιό του δεν πήρε τίποτα, πάρεξ την ασπίδα του. Αυτή που έχει στο λουρί της το χνάρι του χεριού του. Αυτή που στο στεφάνι της στάλαζε, καθώς ακουμπούσε κουρασμένος απ’ τη μάχη, ο ιδρώτας του Έκτορά της!

Τι θρήνος κι αυτός! Πόσο βαθιά και τρυφερά έχει εντρυφήσει ο ποιητής στον ανθρώπινο πόνο για να μπορέσει να συμπυκνώσει μέσα σ’ ένα μοιρολόι την οδύνη της μάνας που χάνει το παιδί της που γλυκά το φρόντιζε· του πατέρα που ’βλεπε ότι ο γιος του τού μοιάζει και θα πάρει τη θέση του· της γιαγιάς που χαιρόταν τον εγγονό κι έχει ακόμη ζωντανά τα σημάδια του χαμένου της γιου!

Οι γυναίκες φέρνουν τα στολίδια για το νεκρό παιδί κι η Εκάβη το στολίζει θρηνώντας. Μαζί της θρηνεί κι ο χορός. Ξαφνικά η Εκάβη διακόπτει το θρήνο. Μια οργή τη συνεπαίρνει για τους θεούς, που άλλη δεν είχαν έννοια απ’ το να διαλύσουν την Τροία. Μα τι κι αν τα ’φεραν οι θεοί ανάποδα; Οι Τρώες θα γίνουν τραγούδι στο στόμα των ανθρώπων. Οι κατακτητές θέλησαν, με το φόνο του Αστυάνακτα, να σβήσουν κάθε ελπίδα από τους ηττημένους. Οι ηττημένοι, όμως, κόντρα στη θέληση των θεών και των κατακτητών τους, θα ζήσουν στη μνήμη των ανθρώπων!

Κι εφόσον ο θρήνος για τον Αστυάνακτα έχει ολοκληρωθεί, η Εκάβη τον παραδίδει για ταφή με τα λίγα του στολίδια. Του είναι, όμως, αρκετά, γιατί

τους πεθαμένους δεν τους νοιάζει
αν πλούσιες θα ’χουν προσφορές· ετούτο
κούφια των ζωντανών είναι περφάνια.
(στ. 1258 – 60)

Πικρό σχόλιο του Ευριπίδη για τους νικητές που με την έπαρσή τους έσφαξαν την Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα, τάχα για να τον τιμήσουν.

Σ’ αυτό το έργο μόνο πικρά ή καταγγελτικά σχόλια για τους νικητές κάνει ο ποιητής. Θέλει να πει τραγούδι για τους ηττημένους. Κι όταν οι Έλληνες βάζουν φωτιά στη ρημαγμένη πόλη, το τραγούδι των ηττημένων προβάλλει.

ΕΚΑΒΗ: Η δύσμοιρη, αχ· το τέλος λοιπόν νάτο,
να η κορφή σ’ όλες τις συμφορές μου·
απ’ την πατρίδα φεύγω, καιν την πόλη.
Εμπρός, γέρικα πόδια μου βιαστείτε
να πω το έχε γεια στη δόλια χώρα.
Ω! Τροία, που μεγάλη κάποτε ήσουν.
[…]Σε καίνε
και μένα μακριά σκλάβα με παίρνουν.
Άχου! θεοί· γιατί να τους φωνάζω;
Τους φώναζα και πριν, μα δε μ’ ακούγαν.
[…]Τρεμάμενά μου πόδια προχωράτε·
προχώρα, δύσμοιρη, προχώρα·
μέρες σκλαβιάς σε καρτερούν.

ΧΟΡΟΣ: Αχ! πόλη μου δυστυχισμένη·
σύρε τα πόδια σου και τράβα
για τα καράβια των Ελλήνων.
(στ. 1284 – 1347)

Το έργο τελειώνει κι οι θεατές είναι μουδιασμένοι. Οι θρήνοι της Εκάβης, το παραλήρημα της Κασσάνδρας, ο μονόλογος της Ανδρομάχης, η απάντηση στην Ελένη, το μοιρολόι για τον Αστυάνακτα, ο θρήνος για τη χαμένη, καμμένη πατρίδα, κάθε μια σκηνή -σαν βέλος αυτόνομο από ελεύθερο σκοπευτή- τους έβρισκε κατευθείαν στην καρδιά. Σε καμιά περίπτωση ο Ευριπίδης δεν τους προϊδέασε με το τέλος μιας σκηνής για το τι θα ακολουθήσει. Δεν έδωσε σ’ αυτό το έργο τη «δεμένη» πλοκή που έχουν τα άλλα του έργα. Σ’ αυτό είπε το τραγούδι της Εκάβης, της Κασσάνδρας, της Ανδρομάχης, της μάνας, της γιαγιάς, των Τρωάδων. Το τραγούδι των ηττημένων. Οι νικητές μπορούν να μένουν με τις μέχρι τώρα δάφνες τους και με την επιθυμία να αποκτήσουν νέες. Τον ποιητή, αυτές οι δάφνες τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Ούτε καν τώρα -και πολύ περισσότερο τώρα- που οι συμπολίτες του ετοιμάζονται για την εκστρατεία στη Σικελία. Προκαλεί, συνεπώς, έκπληξη ότι οι Αθηναίοι του έδωσαν βραβείο, έστω κι αν ήταν το δεύτερο. Το πρώτο το πήρε κάποιος Ξενοκλής.

——————————

Σημειώσεις

1. Ποταμός της Τροίας.

2. Το έργο διδάχθηκε την άνοιξη του 415 πΧ. Οι Αθηναίοι θέλησαν να αναγκάσουν τους Μηλίους να μπουν στη συμμαχία τους το καλοκαίρι του 416 και τους κατέστρεψαν λίγους μήνες μετά.

3. Ο θεός του γάμου.

4. Επίθετο του Απόλλωνα.

5. Αντιλαβή είναι ο διάλογος ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που διεξάγεται στίχο προς στίχο, αλλά με στίχους λειψούς-κομμένους. Ένας τρόπος να δηλωθεί η έντονη συναισθηματική φόρτιση των προσώπων.

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης τ. 133

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το