Έφυγε νωρίς από τη ζωή ο Μιχάλης Πασιάκος, 64 χρονών από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας
Η πολιτική κηδεία του έγινε στη Σαγιάδα Θεσπρωτίας, την Τετάρτη 25 Οκτώβρη.
Το ξεπροβόδισαν συγγενείς, πολλοί φίλοι και Θεσπρωτοί.
Χαιρετισμούς απηύθυναν τα παιδιά του, Σαγιαδινοί και άλλοι φίλοι του.
Μεταξύ αυτών ο φίλος και συναγωνιστής του σ. Παύλος Αλεξίου με τον παρακάτω χαιρετισμό.

 

Για το Μιχάλη μας

Υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν με μια ζωή βάρος της γης («άχθος αρούρης», όπως λέει κι ο αγαπημένος σου «τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης»), άλλοι που δεν μετακίνησαν ούτε μια ίντσα τον «ιστορικό τροχό» και τέλος αυτοί που με χιλιάδες τρόπους παρώθησαν τους υπόλοιπους, συμμετείχαν στους αγώνες, στηλίτευσαν το κακό, «ησύχασαν» ανησυχούντες, κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της ψυχής τους.

Αυτοί οι τελευταίοι, αφήνουν, με το πέρασμά τους, βαθιά αποτυπώματα στο χώρο και στο χρόνο, συμμετέχουν στην ατέλειωτη πορεία προς απελευθέρωση των ανθρώπων και γι’ αυτό το λόγο αξίζει να τους σημειώνουμε

Έναν τέτοιο άνθρωπο χάσαμε σήμερα.

Έναν από τους πιο αγαπημένους φίλους και αληθινούς συντρόφους

Χάσαμε σήμερα ένα παλικάρι, ένα πραγματικό λιοντάρι, έναν πρωτοπόρο, ένα από τα καλύτερα παιδιά της αγαπημένης σου Σαγιάδας, των Φιλιατών, της Θεσπρωτίας, ένα μεγάλο Θεσπρωτό, πολυσχιδή και πολυπράγμονα, ένα δυνατό αριστοτελικό μυαλό, έναν ποιητή, έναν δημιουργό, έναν συλλέκτη ένα αρχαιο-ιστοριοδίφη, έναν λαογράφο, ένα πνεύμα ανήσυχο, έναν άνθρωπο ασυμβίβαστο που άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του στη Θεσπρωτία και όχι μόνον, που θα καταγραφεί στην ιστορία και στη συλλογική μνήμη, σαν μια μορφή χθόνια και πνευματική, ριζοσπαστική και αιρετική, καθημερινή και οραματική, που θα τροφοδοτεί τις γενιές που έρχονται.

Ξέρουμε Μιχάλη ότι δεν σου άρεσαν τα μεγάλα λόγια, γιατί εσύ με καυστικότητα μας θύμιζες πολλές φορές τον επικήδειο του Κονδυλάκη, που ο πεθαμένος σηκώθηκε και του ’κλεισε το στόμα.

Όμως πρέπει να σε αποχαιρετήσουμε όχι με λόγια συγκινητικά και δακρύβρεχτα, αλλά, εσένα, έναν «ποιητή», με αρκετούς στίχους.

«Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά».

Έτσι έρχονται στο μυαλό μας αυθόρμητα :

Μαθητική Αντίσταση στο Φιλιάτι, πολιτική δράση, αγροτικό κίνημα και ΤΟΕΒ Σαγιάδας, Επιτροπή Αγώνα Καλαμά, ΚΙΜΕΘΕ, βιβλία και λευκώματα Μελετζή, Μπουασονά και άλλα, θέατρα και πανηγύρια στ’ αλώνια της αγαπημένης σου Παλιάς Σαγιάδας, γάμοι και κηδείες, ποτάμια, γεφύρια και φαράγγια, θύρες και βρύσες, φυτά και ζώα. Και ο Μάρκος, η αρκούδα σου, για την οποία σε πήγαν στο Αγρίνιο κατηγορούμενο, που όταν πήγες στον Αρκτούρο και μπήκες με δική σου ευθύνη στο κλουβί του, σε αγκάλιασε.

Γιατί όλοι σε αγαπούσαν και σε αγκάλιαζαν με αγάπη.

Μιχάλη μου,

«Είναι περίεργο πράγμα η καρδιά. Όσο την σπαταλάς τόσο πιο πολύ έχεις».

Κι εσύ είχες μια μεγάλη καρδιά

Γιατί εχθρούς δεν είχες. Είχες μόνο αντιπάλους.

Είχες πολλές αγάπες και πολλούς φίλους που τους βοηθούσες, ανυστερόβουλα, μαζί και τα Θεσπρωτόπουλα, για να κάνουν πρωτοποριακές εργασίες για τον τόπο μας.

Όποιος σε γνώριζε ήθελε να σε ξαναδεί, να σε ξανακούσει, να σε ξαναδιαβάσει, να απολαύσει το λόγο σου, τη γνώση σου, το χιούμορ, τον κυνικό αυτοσαρκασμό σου.

Θυμάμαι που έλεγες. «Ενεργώ ως Ρεντζέλος και υφίσταμαι ως Πασιάκος».

Ποίηση και βιβλία, λεξικά και ημερολόγια, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία, που σαν άλλος Μουσελίμης ανακάλυπτες.

Το σπίτι σου ένα απέραντο λαογραφικό μουσείο, με κλειδαριές και σύρτες, παλάντζες, καντάρια και ζυγαριές, κάρα και άλλα σιδερικά που μάζευες από τα σκουπίδια.

Ξυλόγλυπτα που έφτιαχνες με τα επιδέξια χέρια σου.

Το σπίτι σου, πάντα ανοιχτό και φιλόξενο, μια αχανής βιβλιοθήκη, με γκραβούρες, δίσκους και σπάνιες εκδόσεις, για τη Σαγιάδα, για τη Θεσπρωτία, για όλη την Ήπειρο, γιατί:

«Φανταζόσουν τον παράδεισο με τη μορφή μιας βιβλιοθήκης.

Γιατί οι βιβλιοθήκες είναι οι μνήμες της ανθρωπότητας».

Κάθε μέρα περιμέναμε να τα δούμε -εμείς οι τυχεροί δια ζώσης- και οι άλλοι, μέσα από το εκπληκτικό πλούσιο ιστολόγιό σου, που του είχες δώσει το βενετσιάνικο όνομα της Σαγιάδας, «La bastia».

Με μήτρα και τροφοδότρα τις ιδέες της Αριστεράς, την παράδοση και την ιστορία, είχες «πάντα ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής σου». Με τις ευαίσθητες κεραίες σου έβλεπες τα σημεία και τα μηνύματα των καιρών που έρχονται. Για σένα ίσχυε:

«Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», όπως λέει ο ένας ποιητής.

Επιβεβαίωνες με κάθε πράξη σου, όπως έλεγε ο άλλος, ότι

«Όχι όντα, είμαστε Ιδέες, που ζούμε πολεμώντα!»,

Μπροστά σε όλα. Στους αγώνες, και στα γλέντια, στα τσίπουρα και τα κρασιά που τόσα πολλά ήπιαμε, στις ορειβασίες και στις εκδρομές.

Πόσες φορές δεν περπάτησες και μας ξενάγησες τα τελευταία χρόνια στην αγαπημένη σου Μουργκάνα και τα Σουλιώτικα βουνά και «ανατσιριάζαμαν», όπως έλεγες, με ’κείνο το δυνατό δίστιχο του Χρήστου Μπράβου:

«Μην περπατήσεις τούτα τα βουνά

Η μάνα λέει δεν κάνει να πατάμε πεθαμένους».

Σε απασχολούσε πρόσφατη ιστορία του τόπου μας, η αντίσταση κι ο εμφύλιος.

Έψαξες να βρεις τους τελευταίους επιζώντες, να βρεις αρχεία, να τους καταγράψεις.

Στον ύπνο σου σίγουρα έβλεπες τον Σκεύη και τον Κόκκορη, τον Κιάμο και τον Σδράβο.

Δεν πρόλαβες να δεις την εργασία του Ορέστη, για τη Μουργκάνα, που τόσο βοήθησες

κι άλλο τόσο σε αγαπούσε κι εκείνος.

Μιχάλη μου, όπως λέει κι ένας φιλόσοφος

«Τίποτε τελειωτικό δεν έχει συμβεί ακόμα στον κόσμο. Ακόμα δεν έχει ειπωθεί η τελευταία λέξη του κόσμου ή η τελευταία λέξη για τον κόσμο. Ο κόσμος είναι ανοιχτός και ελεύθερος, είναι ακόμα μπροστά και θα είναι πάντα μπροστά μας». «Noch nicht sein»

«Δεν έχουμε απλώς μια θέση στην ύπαρξη.

Έχουμε και το χρόνο που μας αναλογεί

Σ’ αυτόν τον κόσμο είμαστε μόνο μια φορά»

«Στο θάνατο ενός ανθρώπου συμπυκνώνεται όλη η ζωή»

και συ σε αυτόν τον κόσμο, που βρέθηκες, έδωσες ένα δυνατό παρόν, άφησες αδρό το αποτύπωμά σου.

«Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν».

Σε όλα αυτά θα μας απαντούσες σαρκαστικά σίγουρα -σε βλέπω-

με κείνο το μειδίαμα, με τους στίχους του Μαγιακόβσκι:

«Που να καταλάβετε όλοι εσείς

γιατί εγώ

ατάραχος

αδιάφορος στων σαρκασμών τη μπόρα

μέσα στο πιάτο την ψυχή μου αποθέτω

στο γεύμα μιας επερχόμενης γενιάς»

«Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε

Τώρα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε

Τις δυσκολίες των πεδιάδων».

Θα μας λείψεις πολύ, Μιχαλάκη μου, θα μου επιτρέψεις να σου πω, όπως σε φώναζα,

καθώς κι εσύ με φώναζες Παυλάκη.

Θα λείψεις πιο πολύ στα ωραία παιδιά σου, την Ελενίτσα και τον Ωρίωνα,

που στάθηκαν δίπλα σου με θαυμαστό τρόπο.

Γιατί τα αγάπησες τόσο πολύ και τα γαλούχησες έτσι.

Θα λείψεις στη μάνα σου τη Βήτω, που σας κουνάρησε με δυσκολίες

και ήσουν το κρυφό καμάρι της, που δεν ξέρω αν θα αντέξει το χαμό σου.

Θα λείψεις στον έτσι κι αλλιώς πληγωμένο αδερφό σου, το Γιάννη και τα ανίψια σου.

Θα λείψεις σε φίλους και συναγωνιστές, στη Σαγιάδα και στο Φιλιάτι

σε όλη τη Θεσπρωτία και την Ήπειρο.

Θα μου λείψεις και μένα το «φτωχό», αγαπημένε μου φίλε και σύντροφε,

που ήσουν ο πρώτος που γνώρισα όταν γύρισα στη γενέθλια γη,

που δεθήκαμε οικογενειακά, που κάναμε τόσα μαζί και σχεδιάζαμε κι άλλα τόσα.

Θα σε αποχαιρετήσω μ’ ένα δικό ποίημα

«Πώς να σε κρατούσα;

Ποιος κράτησε τον άνεμο στα χέρια του;

Ποιος κράτησε νερό στην αγκαλιά του;»

Μιχάλη,

«Όσα είπαμε παλιά ισχύουν»

Θα συνεχίσουμε, γιατί θα σε έχουμε πάντα στο νου και στην καρδιά μας.

Ξεναγεί τους νεολαίους της “Πορείας”, τις μέρες του Κάμπινγκ το 2020, στη Μουργκάνα

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το