(Παλαιστίνη, χτες)
Σε φύτεψα, σε λάγγεψα, σε πότιζα ιδρώτα
κι όταν τα φύλλα αρχίνησαν να σκάνε ένα-ένα
και τα κλαδάκια τα λιανά πήρανε να μεστώνουν
και κάτω από τα χώματα τα ριζικά σου ‘τρεχαν
να βρουν τη στάλα το νερό που ξέφυγε απ’ την κάψα
και τ’ άκουγα να σέρνονται, να σε παρηγορούνε,
“μη σκας, ελίτσα, και θα ‘ρθουν βροχές και καταιγίδες
και θα ‘χεις μπόλικο νερό, τη δίψα να ποτίσεις,
να δέσεις τ’ άνθη τα μικρά σε κόμπους καρπισμένους,
που θα φουσκώνουν μέσα τους λάδι, νερό και μνήμες”.
Και σου ‘λεγα κι εγώ, η τρελή, η κακοπαθημένη,
“Ρούφηξες τόσα αίματα σ’ αυτή τη γη τη μαύρη
κι άλεσες τόσα κόκαλα, χωμένα μες στις πέτρες
κι ακόμα είσαι πράσινη, χρυσομαλαματένια;
Πώς το μπορούν οι ρίζες σου να πίνουν τόσο πόνο;”
Και πάλι, όταν φούντωσες κι έγερνα στη σκιά σου,
να ξαποστάσω το κορμί, τη λαύρα της ψυχής μου,
σε συγχωρούσα που μπορείς κι αντέχεις και καρπίζεις
και κάνεις κύκλους τη ζωή, χώμα, νερό και λάδι.
Και τώρα που σου κόψανε τα χέρια, το κεφάλι
κι όλα τα φύλλα πέσανε κι έγειραν να πεθάνουν
κι απ’ τις πληγές που σου ‘καμαν, με ατσάλινα πριόνια
τρέχει το αίμα ποταμός και δεν το προλαβαίνω
κι ούτε το σφιχταγκάλιασμα μπορεί να τ’ αποσώσει.
τι θα γενώ, ελίτσα μου, που έκλεισεν ο κύκλος;
Η ελιά τότε προσπάθησε να φέρει το κλαδί της,
να τ’ ακουμπήσει απαλά, ν΄αγγίξει το κεφάλι
κι ας ήταν δίχως δάχτυλα, δίχως βλαστούς και φύλλα.
“Σταμάτα τώρα να θρηνείς γιατί τα δάκρυα σου
έχουνε μέσα τους φωτιά και καιν’ τα σωθικά μου.
Η ρίζα μου είναι ανέγγιχτη απ’ του πριονιού τη λύσσα,
είναι βαθιά και πιο παλιά απ’ την παλιανθρωπιά τους.
Θα δώσει ριζοκλώναρα και θα ματακαρπίσει
και θα ρθει γρήγορα ο καιρός να κάτσεις στη σκιά μου.
Και θα γεράσουμε μαζί και όταν εσύ θα φύγεις,
θα είμαι εδώ και θα νοιαστώ για λάδι τα παιδιά σου”.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr