γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
Στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 (1980, μην πάει ο νους σας στο κακό), λειτούργησε στα Λύκεια η 5η Δέσμη, για παιδιά που «δεν επιθυμούσαν» να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και «να υποστούν τη βάσανο» των Πανελληνίων.
Ο νομοθέτης πάντα βρίσκει μια ανθρωπιστική επένδυση για να καμουφλάρει «τη βάσανο» των ταξικών διαχωρισμών.
Η ταξική και φυλετική βέβαια αποτύπωση των μαθητών έβγαζε μάτι, απ’ την πρώτη στιγμή. Κυρίως κορίτσια, προορισμένα για μικροπαντρέματα και λίγα αγόρια που είχαν ήδη το μυστρί στην κωλότσεπη.
Για τα μικροπαντρέματα των κοριτσιών, η δήλωση μιας μάνας αποτύπωνε τον κοινωνικό προορισμό. «Οι σπουδαγμένες μπορούν να παντρευτούν κι όταν σιτέψουν. Τα δικά μας κορίτσια, μόνο τα νιάτα τους έχουν για προίκα».
Ο Νώντας πάλι εκπροσωπούσε τον προορισμό των φτωχών αγοριών. Ξυπνούσε στις 4 αχάραγα, για να σαλαγήσει το μαντρί στην πρωινή βοσκή και ονειρευόταν να περάσει την υπόλοιπη ζωή του, ξυπνώντας στις 6 για να πάει στην οικοδομή. Το απολυτήριο Λυκείου του έδινε θεωρητικά τη δυνατότητα, να γίνει κάποτε, από κτίστης, εργολάβος. Και καθώς τα όνειρα του καθενός πατάνε στην κοινωνική του αφετηρία, ο Νωντας δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί ποτέ πως θα γίνει golden boy.
Ας είναι όμως. M’ αυτά τα κοινωνιολογικά, δε βρίσκεις άκρη.
Έτυχε μια χρονιά «να συμπληρώσω ωράριο» στην 5η Δέσμη, διδάσκοντας –εκτός από το what is your name, my name is – ένα μάθημα που λεγόταν ‘Γνωρίζω το σώμα μου’ ή κάπως έτσι. Και πάλι καλά που δε χρειάστηκε η συμπλήρωση ωραρίου να γίνει με διδασκαλία θρησκευτικών, καθώς στα απομονωμένα σχολεία της επαρχίας, όλα είναι πιθανά, εκτός από το αυτονόητο.
Μαθαίναμε λοιπόν, σ’ εκείνο το μονόωρο κάθε βδομάδα μάθημα, πως ακούμε γιατί στα αυτιά μας έχουμε τύμπανα αλλά όχι ταμπούρλα, πως η καρδιά μας, εκτός από το να ερωτεύεται, χρησιμεύει για να στέλνει το αίμα σε όλο το σώμα, πώς κάποιος άνθρωπος γίνεται «φυτό» και όχι μόνο «φύτουκλας» στο σχολείο και άλλα τέτοια εκπληκτικά.
Η έμμηνος ρύση ήταν απ’ τα κεφάλαια που ξεσήκωσαν θύελλα φιλομάθειας και στις μελλοντικές πρώιμες νύφες και στους φερέλπιδες εργολάβους, και το μέγα πλήθος των 400 περίπου ωαρίων στη διάρκεια της γόνιμης ζωής μιας γυναίκας, καθήλωσε τους φιλομαθείς.
Οι διευκρινιστικές ερωτήσεις είχαν αναπάντεχο πλήθος και περιεχόμενο και βέβαια η επιστημονική ορολογία εγκαταστάθηκε και στη δικαιολογία για αποχή απ’ τη γυμναστική, ως «κύριε, δεν μπορώ, έχω έμμηνο ρύση».
Στις ενδοσχολικές λοιπόν απολυτήριες εξετάσεις , η έμμηνος ρύση προκρίθηκε ως ένα από τα θέματα που θα έδιναν βάσιμη πιθανότητα αριστείας.
Οι απαντήσεις δικαιολόγησαν την προσδοκία και ας ανακάτεψαν λίγο την τράπουλα των γλωσσολογικών και επιστημονικών δεδομένων.
Η έμμηνος ρύση έγινε σε ένα ελάχιστο ποσοστό «βρύση» και στο συντριπτικότερο μέρος των εξεταζομένων, «ρήση», αποτυπώνοντας πρωτότυπα μια αιματηρή μηνιαία βαρύγδουπη δήλωση.
Απ’ όλες όμως τις απαντήσεις ξεχώρισε εκείνη που αφορούσε στο εντυπωσιακό πλήθος των ωαρίων.
«Έμμηνος ρήση είναι που σπάνε ξαφνικά τα 400 αυγά της γυναίκας και, όσο να ‘ναι πληγώνεται και τρέχει πολύ αίμα».
Τα 400 φρέσκα σπασμένα αυγά αναβίωσαν, με αφορμή την επιχειρούμενη ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εξωνημένοι πολιτικάντηδες έχουν πάντα στην κωλότσεπη μια βαρύγδουπη ημερήσια, όχι μόνο έμμηνο ρήση, οι εξωνημένοι νομοθέτες πάντα θα βρίσκουν την κατάλληλη παπαρολογία για να συγκαλύψουν τη βαθιά ταξικότητα στην εκπαίδευση και η α(χ)ριστεία τους δεν εκπορεύεται από καμιά εξεταστική «βάσανο». Μόνο απ’ την καταγωγή.
Ας είναι όμως. M’ αυτά τα κοινωνιολογικά, δεν βρίσκεις άκρη.
*Η φωτογραφία είναι από έργο του ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη
e-prologos.gr