Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι / ο νόμος ο σταλινικός! / Δύσκολο να είναι κανείς κομμουνιστής. / Θα πρέπει να το μάθει. / Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές / είναι ακόμα δυσκολότερο, / και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν.
Πάμπλο Nερούδα
Ωδή στον Στάλιν
Oda a Stalin
Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Πάμπλο Νερούδα
Ωδή στον Στάλιν
V. Στον Θάνατό Του (1953)
Σύντροφε Στάλιν, στεκόμουν πλάι στη θάλασσα στην Ίσλα Νέγρα,
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού.
Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα κι από αφρούς και από πέτρες, κι από δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε την πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή υπεράνθρωπη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.
Ήταν στα 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ η αστυνομία ως το Σικάγο
έψαχνε ντοκουμέντα και προβάριζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα
έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός
σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσανε οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή
έπεφτε απ’ τη γη,
λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα
στους δρόμους της Ευρώπης
μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια.
Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα
ανάδινε η Ευρώπη
σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά
του άνθρακα
του σίδερου
του χάλυβα
του καπνού
των τραπεζών
του φυσικού αερίου
του χρυσού
του αλευριού
του νίτρου
της εφημερίδας El Mercurio
οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων
οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές
οι πειρατές,
σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα
όλου του κόσμου,
ήταν μαζί κι αφεντικά
της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν
με φράκα, πνιγμένοι στη δουλειά
μοιράζοντας παράσημα,
επιταγές χαρίζοντας στην είσοδο
για να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
προσφέροντας μετοχές απ’ το χασάπικο
και ξεκολλώντας με δαγκωματιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.
Τότε με ντύσιμο απλό
κι εργατικό κασκέτο
μπήκε ο άνεμος,
μπούκαρε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν.
Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς
σκόρπισε τα χαρτιά
τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα
που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει
ως και στην καρδιά του πιο
μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας,
του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Δίπλα στον Λένιν
προχώραγε ο Στάλιν
κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη,
ο Στάλιν,
με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά
τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε
έχτισε. Όλα
τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους
αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά
για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε
σχολεία και αλεύρι,
τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα
μέχρι τα χιόνια
του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι εκεί απάνω ένας άνθρωπος
που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε.
Οι στέπες τραγουδήσαν
πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά
αναδύθηκαν,
βγήκαν
από τα σκοτεινά τους όνειρα,
υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί,
λοκομοτίβες, σύρματα
που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.
Ο Στάλιν
έχτιζε.
Από τα χέρια του
ξεφυτρώσανε
σιτοβολώνες,
τραχτέρια,
σπουδαστήρια,
δρόμοι,
κι αυτός εκεί,
απλός όπως εσύ κι όπως εγώ,
άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να είμαστε απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του,
η φτιαξιά του
από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο
μας βοηθάει να είμαστε άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μάς βοηθάει να είμαστε άνθρωποι.
Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι
ο νόμος ο σταλινικός!
Δύσκολο να είναι κανείς κομμουνιστής.
Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές
είναι ακόμα δυσκολότερο,
και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν,
από την ήρεμή του δύναμη,
από την μπετονένια διαύγειά του,
την περιφρόνησή του
για τα φληναφήματα,
για την κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν
στο ψαχνό
την ίσια δείχνοντας
ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα
χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν
την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο ακριβώς,
που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα,
κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.
Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο,
είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Τον είδανε στον πόλεμο
οι γκρεμισμένες πόλεις οι καμένες
να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα,
και να την πλάθει απ’ την αρχή
για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της
συντρίβοντας
τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και της Σιβηρίας
τις μηλιές
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε
να μεγαλώνουν, να ψηλώνουνε,
το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια
να μεγαλώνουνε τα έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη
κι έτσι σταμάτησε
με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.
Σταλινικοί. Με περηφάνια κουβαλάμε ετούτο το όνομα.
Σταλινικοί. Αυτή είναι η ιεράρχηση της εποχής μας!
Σταλινικοί εργαζόμενοι, ψαράδες, μουσικοί!
Σταλινικοί χαλυβουργοί και του χαλκού γεννήτορες!
Σταλινικοί γιατροί, ποιητές και νιτρωρύχοι!
Σταλινικοί αγρότες, δικηγόροι, φοιτητές!
Σταλινικοί εργάτες, υπάλληλοι, Σταλινικές γυναίκες,
γεια και χαρά σας σήμερα! Το φως δεν έχει ξεθωριάσει
δεν έχει σβήσει η φωτιά,
όλο και μεγαλώνουνε
το φως και το ψωμί και η φωτιά κι η ελπίδα
της ακατανίκητης σταλινικής μας εποχής!
Στα τελευταία του χρόνια το περιστέρι,
η Ειρήνη, το περιπλανώμενο καταδιωγμένο τριαντάφυλλο,
καθίσανε στους ώμους του κι ο Στάλιν, ο γίγαντας,
το ανέβασε ψηλά ψηλά μέχρι το μέτωπό του.
Έτσι και οι λαοί οι πιο απομακρυσμένοι είδανε την ειρήνη.
Από στέπες και θάλασσες, λιβάδια και συνάξεις,
το βλέμμα των ανθρώπων στράφηκε
σ’ αυτόν τον φάρο με τα περιστέρια,
κι ούτε η έχθρα η ανήμερη ούτε των αιμοβόρων
το αλαζονικό το δηλητήριο ούτε το ύφος
του Τσόρτσιλ ή του Αϊζενχάουερ ή του Τρουχίγιο,
ούτε το ραδιενεργό αλύχτισμα των εξαχρειωμένων,
ούτε και τα βραχνά γρυλίσματα του νικημένου τσακαλιού,
μειώσανε στο ελάχιστο το επικό του ανάστημα
ούτε και που λερώσανε τη δύναμή του τη νηφάλια.
Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί,
ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήτανε η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη
ένα γινότανε με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,
και το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,
ανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,
κι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτής
και ποιητής
ο Γονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα μ’ αυτά τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα
ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλενκόφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Πώς, πώς το ξέρει;
Από πού, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα ότι το είχε διδαχτεί απ’ τη θάλασσα.
Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.
Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος, 1950-1953 (Santiago, 1954)
Ενότητα: VI. Είναι Πλατύς Ο Νέος Κόσμος – V. Στον Θάνατό Του
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Oκτωβρίου 2018.
πηγή: katiousa.gr
e-prologos.gr