Σε λίγες μέρες κλείνουν τέσσερα χρόνια από την έναρξη του πρώτου γενικού lockdown στη διάρκεια της πανδημίας.

Από τα “αντιτετράδια της εκπαίδευσης” τ. 134 παρουσιάζουμε το διήγημα της Βασιλικής Χρυσοστομίδου “Deliver me”

που μας θυμίζει τις μέρες εκείνες και μας συγκινεί

αντιτετράδια της εκπαίδευσης
Το διήγημα στα «α»

Βασιλική Χρυσοστομίδου

“Deliver me

Μερικές φορές σκέφτομαι πως, αν ποτέ κάνουμε παιδιά και με ρωτήσουνε πώς ένιωθα κλεισμένος στο σπίτι μου την εποχή της καραντίνας, δεν θα έχω τι να τους απαντήσω. Θα τους πω μονάχα ότι εγώ στην καραντίνα δεν κλείστηκα γιατί δούλευα ντελιβεράς και γύριζα όλο το Πέραμα, από το πρωί που ξημερώνει ο θεός τη μέρα ως το βράδυ που όλη η φύσις ησυχάζει. Ότι το πρωί μοίραζα τους καφέδες και το βράδυ τις πίτσες, σε ανθρώπους που βρεθήκανε ξαφνικά μαντρωμένοι στο σπίτι τους και τους άνοιξε η όρεξη πολύ.
Αν με ρωτήσουνε και για σένα, λέω να τους φτιάξω ένα παραμύθι και να τους πω ότι εκείνη την εποχή η μαμά τους ήταν κλεισμένη σε ένα ψηλό σπίτι κι έβγαινε στο μπαλκόνι της για να με χαιρετίσει, φορώντας ένα βυσσινί μπουφανάκι με ανεβασμένη την κουκούλα όσο περίμενε να ξαναμακρύνουν τα μαλλιά της. Μια κακιά μάγισσα, θα τους πω, θέλησε να μας κλέψει τη μαμά, εμείς όμως τη νικήσαμε και το μόνο που κατάφερε να μας πάρει ήταν τα μαλλιά της, που είχαν το χρώμα του σταριού και ήταν μακριά ως τη μέση της.
Όταν τα παιδιά μεγαλώσουν, θα καταλάβουν ότι οι κακές μάγισσες της εποχής μας είναι οι αρρώστιες. Θα μάθουν ότι ταλαιπωρήθηκες πέντε μήνες μέχρι να ολοκληρώσεις τις χημειοθεραπείες σου κλεισμένη σε ειδική μονάδα στο ΑΤΤΙΚΟΝ και ότι περνούσες τις περισσότερες ώρες ολομόναχη σε έναν περίκλειστο θάλαμο που μοιάζει με κελί φυλακής υψίστης ασφαλείας. Κι ενώ περίμενες ανυπόμονα να λευτερωθείς, ήρθε η πανδημία και κλείστηκες ξανά, αυτή τη φορά στο σπίτι σου. Μόνο που τώρα δεν επιτρέπεται ούτε το επισκεπτήριο και δεν βλεπόμαστε από κοντά, καθόλου. Όταν μιλάμε στο messenger, με ρωτάς με αγωνία να σου πω πώς είναι τώρα ο έξω κόσμος.
«Κάτι σαν την κλειστή μονάδα», σου απαντώ.
Είναι κάπως περίεργο να αφηγείσαι σε έναν έγκλειστο ιστορίες από τον εγκλεισμό των άλλων. Παρατηρώ τους ανθρώπους να αλλάζουν μέρα με τη μέρα την όψη και το βλέμμα τους, να μετράνε τα λόγια και τις ανάσες τους. Ε λοιπόν, το μόνο που δεν αλλάζουν είναι οι συνήθειές τους στον καφέ και στο φαΐ. Χτες το μυαλό μου έπαιζε με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε ζώα και πουλιά που τεντώνουν με περιέργεια τούς λαιμούς τους πάνω από τα κάγκελα των μπαλκονιών κι ότι εμείς οι ντελιβεράδες γίναμε οι υπεύθυνοι τροφοδοσίας σε αυτόν τον αλλόκοτο ζωολογικό κήπο και ταΐζουμε τα ζώα στα κλουβιά τους, γνωρίζοντας τις προτιμήσεις τους και τις παραξενιές τους.
Είναι σκέτη τρέλα να σκέφτεσαι ότι οιάνθρωποι έπρεπε να κλειστούν για να αποκτήσουν ελεύθερο χρόνο. Και τώρα που τον απέκτησαν, δεν ξέρουν πώς να τον σκοτώσουν. Μερικοί αποφάσισαν «να ασχοληθούν με τον χώρο τους». Οι αποθήκες, τα ντουλάπια και τα συρτάρια βγάλανε στη φόρα τα παλιά και τα καταχωνιασμένα. Τα ανεπιθύμητα μιας ζωής κλείστηκαν σε σακούλες και σωριάστηκαν στους κάδους των σκουπιδιών, δίπλα σε βουλιαγμένα στρώματα και σε ξεχαρβαλωμένα έπιπλα. Προχτές τα ξημερώματα συναπαντήθηκα με έναν πελώριο, μαδημένο αρκούδο, καθισμένο, θαρρείς, στην άκρη του πεζοδρομίου, να με κοιτάει παραπονιάρικα με το μοναδικό γυάλινο ματάκι του, ενώ περίμενε το σκουπιδιάρικο του δήμου.
Μέσα στην καραντίνα μαθαίνω τους ανθρώπους και τα βάσανά τους σκαλί το σκαλί και ποτήρι το ποτήρι. Κατάλαβα ότι, εκτός, από τα κρεμασμένα γούρια και τα ξύλινα welcome, όλες οι πόρτες έχουν τα καρφιά τους, άλλες μικρά σαν βελόνες κι άλλες μεγάλα, σαν κι αυτά που καρφώσανε τον Χριστό στον Σταυρό. Θα σου εξηγήσω τι εννοώ.
Κάθε πρωί στις έντεκα ανηφορίζω στην Καποδιστρίου και βιάζομαι γιατί ξέρω ότι αν αργήσω, ο Bαλάντης μπορεί να χτυπήσει το κεφάλι του στα κάγκελα του μπαλκονιού. Από τότε που έκλεισε το σχολείο του, ο Βαλάντης με περιμένει, με ζέστη και με κρύο, στο περιφραγμένο μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο. Κάθεται σε ένα χαμηλό πλαστικό σκαμνί και κινείται μπρος πίσω απορροφημένος, λες και είναι ανεβασμένος σε ένα αόρατο κουνιστό αλογάκι, ενώ μουρμουρίζει μονότονα. Τίποτα δεν τον ξυπνάει από τη μακαριότητά του εκτός από το κορνάρισμά μου. Με μιας σηκώνεται φωνάζοντας: «Πέτρος» και φτεροκοπάει με διπλωμένα τα χέρια του σαν γλάρος με κουτσουρεμένα φτερά, που δεν μπορεί να πετάξει. Περιμένει τη σοκολάτα του, πάντα παγωμένη, πάντα ένα κόκκινο καλαμάκι που βγάζω με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού από το τσαντάκι μου μπροστά του. Στην αρχή όλης αυτής της τελετουργίας, η μάνα του ήταν γελαστή και ευγνώμων που ο Βαλάντης ήταν χαρούμενος και είχε κάτι να περιμένει μέσα σε ολόκληρη τη μέρα. Όσο περνάει όμως ο καιρός και ο Βαλάντης δεν πάει σχολείο και η μάνα του αναγκάστηκε να μην δουλεύει και να μένει μαζί του όλο το εικοσιτετράωρο μόνη αφού ο άντρας της τους έχει παρατήσει εδώ και χρόνια, η συμπεριφορά της έχει αλλάξει. Μου ανοίγει την πόρτα αχτένιστη, με μελανούς κύκλους γύρω από τα πρησμένα της μάτια κι αφού αφήσει τον Βαλάντη να πάρει το καλαμάκι του, πληρώνει και κλείνει αμέσως. Από την τηλεόραση στο σαλόνι αντηχεί κάθε μέρα η τσιριχτή φωνή του Μπομπ του Σφουγγαράκη. Στο μπαλκόνι ο Βαλάντης βγάζει χαρούμενες κραυγούλες με τα ρυάκια σοκολάτας να κυλάνε από τα χείλια ως το σαγόνι, λίγο πριν ξανακαβαλήσει το ανύπαρκτο αλογάκι του και ξεκινήσει το ατέλειωτο κούνια μπέλα.
Κατηφορίζω, κάνω τον κύκλο της Πρόνοιας και κατευθύνομαι στο μαγαζί για να παραλάβω παραγγελίες. Όσοι άνθρωποι συναντώ, κυκλοφορούν φιμωμένοι, κοιτάζονται με καχυποψία και συνήθως προσπερνούν βιαστικά ο ένας τον άλλον. Στις ουρές στα φαρμακεία και στα σούπερ μάρκετ στέκονται σκυμμένοι πάνω από τα κινητά τους. Τι να σου κάνουνε οι άνθρωποι, φοβούνται. Πάντως, πιστεύω ότι στη δοκιμασία της καραντίνας οι καλοί γίνανε καλύτεροι και οι κακοί χειρότεροι. Οι καλοί κατεβαίνουν μέχρι την είσοδο για να παραλάβουν τις παραγγελίες γιατί δεν θέλουν να μας κουράσουν, οι κακοί μας φορτώνουν αγγαρείες, όπως έκαναν πάντα, αλλά τώρα ακόμη πιο επιτακτικά. Το αφεντικό μας, ο Ζόμπης, μου λέει να μην χαλάω χατίρια. Να τους πηγαίνω τσιγάρα και σερβιέτες, ακόμη και να κατεβάζω τα σκουπίδια τους στον κάδο.
«Κλεισμένοι άνθρωποι, είναι, τι να κάνουμε; Να μην τους εξυπηρετήσουμε, δηλαδή; Δε φτάνει που μας προτιμάνε, κι έχουμε δουλίτσα…».
«Ναι, τους ξέρουμε κι από χτες που δεν ήτανε κλεισμένοι», του είπα, αλλά δεν έδωσα συνέχεια γιατί με έχει τσαντίσει που μου βάζει χέρι στα τιπς, «αλλιώς δε βγαίνει το μαγαζί, ο ένας για τον άλλον, καταλαβαίνεις εσύ, έτσι δεν είναι Πετράν;» Που πάει να πει ότι είναι Ζόμπης όνομα και πράγμα, αφού το αίμα που έδωσε για σένα όταν χρειάστηκες μετάγγιση, θα μου το πάρει πίσω σταγόνα σταγόνα. Χαλάλι του. Δίνω τόπο στην οργή και κρατιέμαι, γιατί με κάτι τέτοιους τύπους, ξαφνικά φτάνεις στο αμήν. Αυτό έγινε και με τον Γιάννη και παραλίγο να καρυδώσει τον Τζόκεϊ. Στην κυριολεξία. Δεν τον ξέρεις εσύ τον Τζόκεϊ, είναι καινούργιος πελάτης, ένας ταξιτζής, ντούκι. Μένει στο Ικόνιο, ψηλά στη Λανίτου. Τον βγάλαμε Τζόκεϊ γιατί φοράει συνέχεια ένα μαύρο τζόκεϊ καπέλο. Αυτός ο τύπος, που λές, ήταν τακτικός πελάτης, αλλά όλο γκρίνιαζε ότι αργεί το φαγητό του και απειλούσε ότι δε θα ξαναπαραγγείλει από εμάς. Ζήτησε δύο πενιρλί μπέικον με τη γνωστή απειλή «αν τα αργήσετε πάλι, θα φάω τον ντελιβερά!». Την παραγγελία για Ικόνιο τη δώσανε, ως συνήθως, στον Γιάννη. Στο μεταξύ, είχαν ανοίξει οι ουρανοί και να σου ο Γιάννης να στέκεται στάζοντας νερά και λάσπες μπροστά στον Τζόκεϊ, που τον κοίταξε χολωμένος και του έφτυσε την πείνα του στα μούτρα.
«Τι έγινες ρε συ, περιμένω τόση ώρα και έχω λυσσάξει, κοντεύω να φάω άνθρωπο».
«Βρέχει πολύ και γλίστρησα πριν από λίγο».
«Κι εμένα τι με νοιάζει που γλίστρησες; Ας πρόσεχες. Εγώ ξέρω πως πληρώνω».
Ο Γιάννης έμεινε κολόνα. Τον ξέρεις, τώρα, το Γιάννη. Λιγόλογος, ήρεμος, με τα μάτια τα γαλάζια, Χριστούλης. Όμως, εκείνη τη στιγμή του γύρισε το μάτι το γαλάζιο. Με αστραπιαίες κινήσεις άρπαξε το πενιρλί και του το ’χωσε στο στόμα:
«Φάε ρε πούστη, εγώ δεν είμαι για τα δόντια σου, φάε να σκάσεις, με γάμησες πια».
Ο Τζόκεϊ σπαρτάραγε σφηνωμένος στη μέγγενη των χεριών του Γιάννη, με τα μάτια γουρλωμένα, με τα τυριά και τις σάλτσες πασαλειμμένα στο στόμα του, μέχρι να σωριαστεί ξέπνοος στο πατάκι της πόρτας.
«Παραλίγο να τον πνίξω», μονολόγησε ο Γιάννης κοιτάζοντας ανέκφραστος τη θάλασσα, ενώ εγώ του έστριβα τσιγάρο, στα σκαλάκια στο Τέρμα, όταν καθίσαμε εκεί, αργά το βράδυ. Του έδωσα το τσιγάρο και τράβηξε δυο ρουφηξιές.
«Μαλάκα, πάει, του κόπηκε η όρεξη για πάντα», είπε χαμογελώντας αχνά, κι εγώ έσκασα στα γέλια.
«Ξέρεις, ρε Πέτρο, δεν θα τον άρπαζα, αλλά τη στιγμή που το μάτι μου έπεσε πάνω στο χείλι του και το είδα έτσι, φουσκωμένο και γυαλιστερό από το σάλιο, έχασα την ψυχραιμία μου. Αν δεν τον κοίταζα στο πρόσωπο, δεν θα είχε γίνει τίποτα».
Ο Ζόμπης δεν έμαθε ποτέ τι έγινε, γιατί ο Τζόκεϊ δεν είπε λέξη σε κανέναν. Δεν μας ξαναπήρε τηλέφωνο για παραγγελία. Όταν συναντηθήκανε με τον Ζόμπη στο φαρμακείο του είπε ότι δεν παραγγέλνει πια γιατί ξεκίνησε δίαιτα.
Τον τελευταίο καιρό αράζουμε τα βράδια με το Γιάννη στο Πανόραμα, γιατί στο Τέρμα σκάνε για περιπολία οι Διάδες και μπορεί να φάμε κανένα πρόστιμο. Ανεβαίνουμε με το φακό του κινητού στην ταράτσα της εφταώροφης παρατημένης οικοδομής και βλέπουμε μαύρο πιάτο τη θάλασσα και τη Σαλαμίνα αχνή, με τα φωτάκια της αναμμένα. Ο Γιάννης μου στρίβει τσιγάρο και για λίγα λεπτά καπνίζουμε δίχως να λέμε τίποτα και ακούμε το τριζόνι, ενώ έρχεται ένα πευκίσιο αεράκι νυχτερινό, από τα Ικαριώτικα, και τότε γίνεται η ζωή του ντελιβερά ζωάρα, που πάει να πει ζωή που αξίζει να τη ζεις.
Από εκεί ψηλά φαίνονται φωτισμένα τα παράθυρα των πολυκατοικιών. Σχεδόν κανείς δεν κοιμάται. Ολόκληρη η πόλη μοιάζει με ανθρώπινο σώμα που κουκουλώνεται με βαρύ πάπλωμα για να κοιμηθεί, αλλά δεν ησυχάζει. Η νύχτα έγινε μεγάλη τυραννίστρια. Δεν μιλάει, σωπαίνει κι αφήνει να ακουστούν όλοι οι ήχοι που πνίγονται και χάνονται τη μέρα. Η πόλη ξερνάει τα μυστικά της. Κλάματα από μωρά, αγκομαχητά και αναστεναγμοί, βογγητά από γυναίκες, καυγάδες, συνομιλίες και μουσική, όλα ταξιδεύουν, όλα ακούγονται. Η νύχτα τυλίγει τις μοναξιές των ανθρώπων που φυλακίστηκαν στο ίδιο τους το σπίτι, διπλώνοντάς τες περίτεχνα στις πτυχές από ένα σκοτεινό σεντόνι. Γύρω στις τέσσερις το πρωί τα περισσότερα φωτάκια κλείνουν, και λίγο αργότερα ξεκινά μια νέα μέρα που όλοι περιμένουν ότι κάτι καινούργιο θα φέρει. Όλοι ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να ξυπνήσουν νωρίτερα, ότι θα φάνε λιγότερο, ό,τι τα παιδιά θα είναι πιο ήσυχα, ότι το σούπερ μάρκετ θα φέρει ντετόλ, ότι αυτό το βράδυ θα κοιμηθούν πιο εύκολα. Η νύχτα, όμως, χαμογελάει με μια ήρεμη σκληράδα και όταν σουρουπώνει αρχίζει να ξεδιπλώνει πάλι το σεντόνι της. Εκεί θα τους τυλίξει πάλι όλους, έναν έναν, άυπνους, μέχρι να χάσουν την αίσθηση του χρόνου και να αναρωτηθούν αν αυτό που ζουν είναι αλήθεια, πάντα την ίδια ώρα, λίγο πριν το ξημέρωμα.
Αυτή η σύγχυση του μυαλού με τον χρόνο πρέπει να φταίει και όλοι ψάχνουνε τη χαμένη τους αθωότητα στο παλιό τους φωτογραφικό άλμπουμ, και μόλις τη βρούνε, τη μοστράρουνε στο φέισμπουκ. Τώρα, το γιατί την αφήσανε την αθωότητά τους να χαθεί, αυτό είναι άλλη ιστορία. Δεν ξέρω αν είδες, αλλά ακόμη και ο Ζόμπης ποστάρει τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες του με την εργατική φόρμα, από τότε που χτύπαγε μεροκάματα στη Ζώνη και γύριζε το Πέραμα με κομμένη σαγιονάρα και παπί γιαμαχάκι, δίχως καθρέφτες.
«Αχ που ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος» λέει η γιαγιά μου για κάτι τέτοιους Ζόμπηδες. Τη γιαγιά τη βλέπω κάθε πρωί, πριν πάω στο μαγαζί, όταν της αφήνω το ψωμί και το γάλα. Κορνάρω και βγαίνει χαμογελαστή στη μικροσκοπική βεράντα της, που όλο λέω ότι πρέπει να τη βάψω, γιατί το πράσινο χρώμα έχει ξεφτίσει πια και ο χειμώνας που πέρασε άπλωσε τα γκρίζα μπαλώματα της υγρασίας σαν τεράστιες στρογγυλές λαδιές. Η γιαγιά τον περασμένο μήνα έκλεισε τα ενενήντα και, παρόλο που ζει ολομόναχη, δεν τη σκιάζει ούτε κορονοϊός, ούτε φοβέρα καμιά, αφού πέρασε τα νιάτα της στις φυλακές και στις εξορίες. Σου στέλνει κι ένα βιβλίο με ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ και αφιέρωση «Μαργαρίτα μου, αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου και διάβαζε πολύ, για να αντέξεις. Κουράγιο, λίγο ακόμα».
Ξέρεις, τον τελευταίο καιρό, πριν την καραντίνα, της έφτιαχνα τη βρύση του μπάνιου και την άκουσα να μιλάει μόνη της, απευθυνόμενη στον παππού. Αγριεύτηκα. Βγήκα από την τουαλέτα με τα χέρια μου να στάζουν ακόμα και την είδα να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη από σουηδικό ξύλο με τα άπαντα του Λένιν και του Λουντέμη. Τακτοποιούσε την κορνίζα με τη φωτογραφία του παππού, αυτή που τον δείχνει χαμογελαστό με κόκκινο γαρίφαλο στο τσεπάκι του πουκάμισου στην επιστροφή του από τη Γυάρο, τον Ιούλιο του ’74.
«Σε ποιόν μιλάς, γιαγιά;» τη ρώτησα ανήσυχος.
Γύρισε προς το μέρος μου ήρεμη.
«Μην φοβάσαι, δεν τα έχω χάσει, ακόμα. Στον παππού σου μιλάω κι ας ξέρω ότι δεν με ακούει πια. Τόσα χρόνια μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, σε διαφορετικές φυλακές, είχαμε τόσα να πούμε και δεν τα ’παμε ποτέ».
«Γιατί δεν τα είπατε, γιαγιά;»
«Γιατί όταν σμίξαμε στην μεταπολίτευση είχαμε αλλάξει και οι δυο μας πολύ. Ο πατέρας σου είχε γίνει οχτώ χρονών και μας κοίταγε καχύποπτα κρυμμένος πίσω από τα φουστάνια της αδερφής μου. Αυτή τον είχε αναστήσει. Έπρεπε να γνωριστούμε όλοι από την αρχή. Φοβόμασταν κι όλας».
«Τι φοβόσασταν;»
«Φοβόμασταν μήπως μιλώντας λυγίσουμε και μετανιώσουμε για όλα εκείνα τα χρόνια που χάσαμε. Και αυτό θα ήταν άδικο για εσάς που τα κερδίσατε».
«Και γιατί του τα λες τώρα;»
«Γιατί είναι κρίμα τόσο ωραία λόγια να μην ειπωθούν ποτέ».
Αυτά τα ωραία λόγια που σκέφτομαι εγώ για σένα και είναι κρίμα να μην ειπωθούν ποτέ, υφαίνονται μες στο νου μου και προσπαθώ να τα στρώνω σε χαρτί για να τα διαβάσεις, μην τυχόν και όταν σε δω δεν μπορέσω να στα πω. Γιατί κάτι μου λέει, ότι θα τα χάσω τα λόγια μου, όπως τότε που σε γνώρισα, όταν ήρθες να δουλέψεις στο μαγαζί. Ούτε η σφιχτή κοτσίδα, ούτε το μαύρο φούτερ μπόρεσαν να κρύψουν την ομορφιά σου, κορίτσι μου. Μόλις πήρες τη θέση σου πίσω από το μπουφέ, πήγαινα σαν υπνοβάτης, μπέρδευα τα λόγια μου, μπέρδευα τις παραγγελίες, αλλού η ζάχαρη κι αλλού η κανέλα, δράμα η κατάσταση.
«Γιατί δεν της μιλάς, ρε Πέτρο, τι περιμένεις;» με τσίγκλαγε ο Γιάννης, όταν με έβλεπε να ξεσπάω στο σάκο της πυγμαχίας στο υπόγειο του σπιτιού του. Αλλά πού να τολμήσω εγώ να σε ζυγώσω, και να ξέρεις, έτσι θα έμενα, να γυρίζω το Πέραμα με το βλέμμα χαμένο και τα ακουστικά στα αυτιά μου, αν δεν σου μίλαγε ο Γιάννης για μένα.
Ποτέ δε θα ξεχάσω τη βραδιά που κάθισες δίπλα μου στα σκαλάκια μπροστά από το μαγαζί, ξεθεωμένη μετά το σχόλασμα της βάρδιας, μου έβγαλες το ένα ακουστικό από το αυτί και μου ζήτησες να σε πάω σπίτι σου.
“Delivery boy, deliver me”, μου είχες πει χαμογελώντας ντροπαλά και έτσι πιάσαμε την κουβέντα, κι έτσι άκουσα κι εγώ το τραγούδι της Tracy Chapman, το Devotion, και μου έμαθες ότι deliver me δε σημαίνει μόνο παράδωσέ με, αλλά και απελευθέρωσέ με, σώσε με.
Τις προάλλες μου έγραψες: «Ξέρω πως κι αν κοιμάσαι, με σκέφτεσαι. Αδύνατο, θα έλεγε κανείς. Αδύνατο για όσους δε σε ξέρουν, αδύνατο για όσους δεν ξέρουν τη δύναμή σου την αληθινή».
Δεν ξέρω αν είναι δύναμη ή αδυναμία, αλλά από τότε που αρρώστησες εγώ δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου. Έχω πάντα το κινητό στο κομοδίνο. Το κρεβάτι μου το νιώθω πάντα κρύο, λες και είναι στρωμένο με ένα σεντόνι από πάγο. Ξαπλώνω με το ένα αυτί στο μαξιλάρι, ενώ στο άλλο έχω το ακουστικό κι ακούω μουσική μπας και χαλαρώσει το κορμί μου, μπας και ξεχαστεί το μυαλό μου, γιατί μόλις κλείνω τα μάτια μου βλέπω σειρές από ποτήρια με καφέδες. Ακούω μουσική και λαγοκοιμάμαι, αλλά με την πρώτη δόνηση της κλήσης σου πετάγομαι κι αρπάω το τηλέφωνο. Παρών. Και τώρα και πάντα.
Ξέρεις, όσο πάλευες με την αρρώστια, δεν ήθελα τίποτα να θυμάμαι, δεν ήθελα τίποτα να περιμένω. Θαρρείς κι όλος μου ο κόσμος ήταν από πάντα αυτοί οι ατέλειωτοι γυαλιστεροί διάδρομοι του νοσοκομείου. Από τότε που θεραπεύτηκες και οι γιατροί σου μου είπανε ότι κέρδισες τη ζωή σου πίσω, η πρώτη ανάμνηση που διαπέρασε τη λογοκρισία της μνήμης μου ήταν τα αναψοκοκκινισμένα σου μάγουλα στο περσινό πανηγύρι στον Αρμό και εμείς οι δυο να τραγουδάμε αγκαλιασμένοι «δωσ’ του φουστανιού σου αέρα» μέσα στο σύννεφο της σκόνης από το χοροπηδητό του ικαριώτικου.
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος άνθρωπος που περιμένει τη λήξη της καραντίνας τόσο ανυπόμονα, όσο εγώ. Τους ακούω όλους να γκρινιάζουν για την κλεισούρα, να θέλουν να βγουν έξω για να χαρούν τη ζωή και τη φύση. Τους καταλαβαίνω. Κάτι, όμως, μου λέει πως αφού τους επιτραπεί η έξοδος, θα ξαναγυρίσουν με ελαφρά πηδηματάκια στα κλουβάκια τους και θα κοιτάζουν όχι τα παράθυρα που δείχνουν στο δρόμο, αλλά τα windows του υπολογιστή τους.
Αν ανοίξουνε τα σχολεία, ο Βαλάντης θα ξεκαβαλήσει το αλογάκι της απομόνωσης του μπαλκονιού του και θα βγει στην πιλοτή να περιμένει ανυπόμονα το μεγάλο άσπρο σχολικό του. Και τότε η μάνα του θα μπορέσει να κλείσει, επιτέλους, την τηλεόραση που παίζει τον Μπομπ το Σφουγγαράκη, θα χτενιστεί και θα ξαναφορέσει το κραγιόν της.
Όσο ζυγώνει η ώρα της συνάντησής μας, νιώθω να αιωρούμαι στη σέλα και κινούμαι μηχανικά, χαρτογραφώντας την πόλη μόνο από τις μυρωδιές της. Αυτήν την εποχή οι δεντροστοιχίες με τις νεραντζιές στην Ηπείρου μοσχοβολάνε ανθισμένες και στο Τέρμα φυσάει ανοιξιάτικο θαλασσινό αεράκι. Τα καρνάγια μυρίζουνε πάντα μουράβια, κατράμι και σίδερο και στον Φούρνο στην Καραολή το πρωί που πάω κι αφήνω τους φραπέδες, μου χαϊδεύει τη μύτη η μυρωδιά από το ψημένο τσουρέκι.
Λαχταρώ μόνο την ώρα που, ενώ όλοι θα βγαίνουν από τα σπίτια τους, εγώ θα διαβώ το κατώφλι σου για να έρθω σαν ικέτης να αγκαλιάσω τα λιγνά σου ποδαράκια, να ακουμπήσω το κεφάλι μου στο γόνατά σου, και να μείνω εκεί για να κοιμηθώ βαθιά, αφού νιώσω τα δάχτυλά σου να ψηλαφίζουν τις ρίζες των μαλλιών μου. Να με γλιτώσεις από τον ύπνο του λαγού κι από το σεντόνι του πάγου, να σιγουρευτώ ότι όταν ξυπνήσω θα είσαι εκεί, στην ίδια θέση και αντί για καληνύχτα, να σου ψιθυρίσω “deliver me”.

αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τεύχος 134

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το