Νίνα Γεωργιάδου
Τα παιδιά των βράχων
γεννιούνται στις γειτονιές που συνορεύουν με τη θάλασσα.
Τα σπίτια τους είναι τόσο κοντά στα υγρά σύνορα, που οι σοβάδες πίνουν στις φουσκονεριές και θρυμματίζονται, στα θεμέλια μπλέκονται οι ρίζες απ’ τα αρμυρίκια και οι άνθρωποι που τα κατοικούν, πονάνε στις αρθρώσεις πριν γεράσουν.
Τα παιδιά των βράχων έχουν βραχώδη όψη, με πολλά βράχια στο περιπαιχτικό τους βλέμμα και μυτερές προεξοχές, στην αθυρόστομη γλώσσα τους.
Μέσα τους βέβαια, εκτείνεται μια μεγάλη αμμουδιά, από μαλακή βρεγμένη άμμο. Πάνω της, η ζωή γράφει λέξεις που τις καταπίνει το αντιμάμαλο ή χτίζει κάστρα, που γρήγορα τα παίρνει το κύμα.
Τα παιδιά των βράχων σηκώνονται πριν χαράξει, λύνουν τον κάβο στη βάρκα του πατέρα τους και πηδάνε μέσα, τουρτουρίζοντας στο πρωινό αγιάζι.
Άλλα πάλι, το ίδιο αχάραγα, παίρνουν μισό καρβέλι ψωμί και φεύγουν για την οικοδομή και τα σκαμπίλια του πρωτομάστορα.
Χτίζουν τα σπίτια των άλλων, που δεν συνορεύουν με τη θάλασσα, δίχως ποτέ να καταφέρουν, με τα επιδέξια χέρια τους, να ξεμπλέξουν τις ρίζες των αρμυρικιών απ’ τα δικά τους θεμέλια.
Τα περισσότερα συνεχίζουν να χτίζουν, σ όλη τους τη ζωή, τα σπίτια των άλλων ή να πηδάνε, αξημέρωτα, στη βάρκα του πατέρα τους, που κάποτε γίνεται δική τους μοίρα.
Κάποια παίρνουν το μυστρί και φεύγουν για το καυτό Ντάργουιν ή μπαρκάρουν νωρίς στα γκαζάδικα.
Είναι αυτά, τα παιδιά των βράχων, που ψιθύρισαν στο αυτί του ποιητή το,
– Γιε μου, πού πας;
– Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κάποτε ανοίγουν τη μέσα τους αμμουδιά, στη γυναίκα που μοιράζεται τα βράχια τους,
έχοντας γράψει μια μόνο λέξη ανορθόγραφη ή στέλνουν γράμματα απ’ τα γκαζάδικα ή τους τροπικούς, με την ίδια ορθογραφία που την κοκκίνιζε ο δάσκαλος.
Το «σ’αγαπό» στην αμμουδιά τους, στα γράμματα ή τώρα στα μηνύματα, είναι από μόνο τους κατακόκκινο και στρογγυλό και δεν το καταπίνει κανένα αντιμάμαλο.
Φωτό: Κάλυμνος, μια από τις συνοικίες, με τα παιδιά των βράχων.
e-prologos.gr