Απαξίωση, υποστελέχωση και διαδικασίες διάλυσης του ΕΣΥ
Η αποδιάρθρωση της δημόσιας υγείας και του κράτους πρόνοιας αποτελεί πολιτική στόχευση της ΕΕ και της Κυβέρνησης Μητσοτάκη που την υπηρετεί.
Σε διάλυση οδηγούνται σχεδόν όλα τα νοσοκομεία της χώρας λόγω της τραγικής υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησής τους.
3.000 παιδιά βρίσκονται σε λίστες αναμονής για χειρουργεία στα παιδιατρικά νοσοκομεία «Αγία Σοφία» και «Αγλαΐα Κυριακού». Οι εργαζόμενοι του νοσοκομείου «Αγία Σοφία» καταγγέλλουν τραγικές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, συγκεκριμένα αναφέρουν «Οι εργαζόμενοι πρακτικά δουλεύουν πια πέρα από τα όριά τους, σε συνθήκες υπερεφημέρευσης εξοντωτικές για τους ίδιους και επισφαλείς για την ομαλή λειτουργία του νοσοκομείου. Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα να μεγαλώνουν διαρκώς οι λίστες αναμονής των τακτικών χειρουργείων αλλά να καθυστερούν και τακτικά περιστατικά μεγάλης βαρύτητας (π.χ. νεογνά, παιδιά με χρόνια προβλήματα υγείας). Ταυτόχρονα υπάρχουν ελλείψεις στο νοσηλευτικό προσωπικό του χειρουργείου πράγμα που σημαίνει ότι αν ακόμη και αύριο διορίζονταν αναισθησιολόγοι, οι κλειστές αίθουσες δε θα ήταν δυνατό να ανοίξουν!». Για τους παραπάνω λόγους οι εργαζόμενοι αποφάσισαν την αναστολή των τακτικών χειρουργείων από 1/6.
Αντίστοιχες καταγγελίες έρχονται από σωματεία και εργαζομένους δεκάδων νοσοκομείων. Οι εξοντωτικές συνθήκες εργασίες και ταυτόχρονα η εξάπλωση των ελαστικών μορφών εργασίας οδηγούν τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την πανδημία σε δεκάδες παραιτήσεις.
Η συνεχής υποβάθμιση της δημόσιας υγείας δεν αποτελεί ανικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά πολιτική επιλογή και επιπλέον κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μία πολιτική επιλογή που έχει ως στόχο την παράδοση της υγείας στα ιδιωτικά κεφάλαια και την μετατροπή της σε πεδίο κερδοφορίας για μεγάλα fund και κλινικάρχες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πολιτική υποβάθμισης των δημόσιων συστημάτων υγείας εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη διαφορά ότι σε χώρες εξαρτημένες και αδύναμες όπως η Ελλάδα αυτές οι πολιτικές εφαρμόζονται με πολύ πιο βάρβαρο τρόπο. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα μείωνε τις κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία κατά 8,7% ετησίως στα πλαίσια της μνημονιακής πολιτικής, ενώ συνολικά από το 2009 έως το 2019 η κατά κεφαλήν δαπάνη μειώθηκε κατά 30%. Μόνο την τελευταία δεκαετία οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ έχουν μειωθεί κατά 23.000. Στην Ισπανία ο χρόνος αναμονής για προγραμματισμένα χειρουργεία εκτοξεύτηκε ενώ η Ιταλία την περίοδο 2012-2014 έκοψε 4 δισ. ευρώ από τις δαπάνες υγείας. Όλα αυτά με τη σφραγίδα της ΕΕ και της Κομισιόν η οποία από το 2011 έως το 2018 ζήτησε τουλάχιστον 50 φορές από κράτη μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την υγεία και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στον συγκεκριμένο κλάδο. Επιπλέον η ΕΕ προωθεί ειδικές ρήτρες σε διεθνείς συμφωνίες με βάση τις οποίες οι ιδιωτικοί πάροχοι υγείας μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από τα κράτη που επιχειρούν να επανεθνικοποιήσουν τμήματα του συστήματος υγείας.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει οδηγία ή απόφαση της ΕΕ που να μην ευνοεί την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της υγείας. Καθόλου τυχαίο δεν είναι άλλωστε το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ένωση ιδιωτικών νοσοκομείων, UEHP, ξοδεύει κάθε χρόνο 250.000 ευρώ για την άσκηση πίεσης προς τους θεσμούς, ώστε να νομοθετούν υπέρ τους, στο όνομα του υποτιθέμενου «υγιούς ανταγωνισμού». Μάλιστα κατάφερε η UEHP να συμμετάσχει σε ορισμένες από τις σημαντικότερες συμβουλευτικές επιτροπές που καθορίζουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Υγεία. Αν μπει κάποιος στην σελίδα της UEHP θα βρει το παρακάτω απόσπασμα: «Τα ιδιωτικά νοσοκομεία παρουσιάζουν μια υπηρεσία που είναι συμπληρωματική του συστήματος των δημόσιων νοσοκομείων και έτσι συμβάλλει στη διατήρηση υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, που μόνο ωφέλιμο μπορεί να είναι για τον κοινό μας ασθενή». Με αυτά ακριβώς τα λόγια προπαγανδίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περίφημες ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) οι εκάστοτε υπουργοί υγείας. Μία τέτοια «συμπληρωματική» λειτουργία διαπιστώσαμε στη χώρα μας την περίοδο της πανδημίας που τα ιδιωτικά νοσοκομεία σφράγισαν τις πόρτες τους, στους ασθενείς, αρνήθηκαν να προσφέρουν δικές τους κλίνες και ΜΕΘ, τελικά τις παραχώρησαν κατόπιν κρατικών αμοιβών και μάλιστα πολλαπλάσιων της κοστολόγησης που οι ίδιοι έκαναν προ πανδημίας, και επιπλέον πήραν «δώρο» το άκρως κερδοφόρο κομμάτι των διαγνωστικών test. Άλλη συμπληρωματική λειτουργία των ιδιωτικών νοσοκομείων διαπιστώνεται σε περιπτώσεις που ο ασθενής αναγκάζεται να προσφύγει στον ιδιωτικό τομέα, μετά από τεράστιες αναμονές, λόγω υποστελέχωσης του δημοσίου, για εξετάσεις, επεμβάσεις ή χειρουργεία κρίσιμα για την υγεία του. Μάλιστα σε τέτοιες περιπτώσεις ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί τόσο «συμπληρωματικά» που φροντίζει ακόμα και για την δανειοδότηση του ασθενή μέσω συνεργαζόμενων τραπεζών που λειτουργούν και αυτές «συμπληρωματικά». Άλλη συμπληρωματική λειτουργία μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν τύχει να βρεθεί αιμόφυρτος έξω από μία ιδιωτική κλινική, εκεί η «συμπλήρωση» προϋποθέτει λογαριασμό χρέωσης, διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει εισαγωγή στην κλινική, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος να αναλάβει την χρέωση, τότε ο «κοινός ασθενής» μεταφέρεται με ασθενοφόρο του δημοσίου σε δημόσιο νοσοκομείο που εφημερεύει.
Στην πραγματικότητα η «συμπληρωματική» λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, προϋποθέτει την υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, κανένα ιδιωτικό κεφάλαιο στην υγεία δεν θα μπορούσε να υπάρχει, καμία ιδιωτική κλινική δεν θα μπορούσε να βγάζει τέτοιο κέρδος δίπλα σε ένα ισχυρό δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας. Η ύπαρξη, ανάπτυξη και κερδοφορία των ιδιωτικών κεφαλαίων στην υγεία προϋποθέτει απαξίωση, υποστελέχωση και διάλυση του ΕΣΥ και αυτή ακριβώς την πολιτική υπηρετεί με πολύ μεγάλη θέρμη η κυβέρνηση της ΝΔ σε συνέχεια βέβαια όλων των προηγούμενων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ).
Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση ο υπουργός υγείας Άδωνις Γεωργιάδης νομοθέτησε τα απογευματινά χειρουργεία. Μέτρο το οποίο όχι απλά δεν έλυσε κανένα πρόβλημα του ΕΣΥ αλλά αντιθέτως ήρθε να υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την τακτική λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων και να εισάγει σε αυτά με επίσημο τρόπο τις πελατειακές σχέσεις και την λογική κόστους οφέλους. Σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση οι μνημονιακοί νόμοι συγχώνευσαν νοσοκομεία της περιφέρειας, σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση έκλεισαν νοσοκομεία όπως αυτό των λοιμωδών νοσημάτων. Σε αυτήν την κατεύθυνση προωθούνται οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα τομείς όπως η σίτιση, η καθαριότητα κλπ του ΕΣΥ να παραδίδεται σε ιδιώτες με πολλαπλάσιο κόστος απ’ ό,τι πριν, δηλαδή το δημόσιο επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Σε αυτήν την κατεύθυνση νομοθετήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ το σύστημα DRGs υπηρετώντας την πολιτική περιορισμού στο κόστος νοσηλειών εις βάρος της φροντίδας του ασθενή. Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση νομοθετήθηκε και ο προσωπικός γιατρός που θα έρθει να λειτουργήσει ως κόφτης στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας, η οποία ήδη έχει αποκτήσει τεράστιες δυσκολίες και περιορισμούς, αναγκάζοντας χιλιάδες κόσμο να καταφεύγουν από ανάγκη και όχι από επιλογή στον ιδιωτικό τομέα.
Η πολιτική περικοπών των δαπανών για την Υγεία που εκπορεύεται από την ΕΕ και εφαρμόζεται από τις ντόπιες κυβερνήσεις δεν υπηρετεί κανέναν άλλον πέρα από τις πολυεθνικές, τα funds και τους μεγαλοκεφαλαιούχους και μετόχους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας. Όλα τα μέτρα και οι πολιτικοί σχεδιασμοί εκεί στοχεύουν, συρρικνώνοντας ολοένα και περισσότερο το ΕΣΥ, μετατρέπουν τους ασθενείς σε πελάτες και τον πόνο και την ανάγκη τους σε πεδίο κερδοφορίας για τoυς ιδιώτες. Να μην το επιτρέψουμε, ο αγώνας για δημόσια και δωρεάν υγεία, για ένα ισχυρό ΕΣΥ που θα καλύπτει τις ανάγκες όλων και θα εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση, κόντρα στην πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πρέπει να αποτελέσει αίτημα συσπείρωσης όλων των εργαζομένων και της νεολαίας στους αγώνες που ήδη δίνουν οι υγειονομικοί και σε αυτούς που αναμφισβήτητα θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr