Γράφει ο Γιώργος Αλεξάτος
Το ΕΕΑΜ και η εργατική τάξη στην Αντίσταση (1941-1944)
Μέρος β
Οι μεγάλοι αγώνες του 1943-44 και η κυριαρχία του ΕΕΑΜ στο συνδικαλιστικό κίνημα
Καθώς η ναζιστική Γερμανία έχει υποστεί, τον Φεβρουάριο 1943, συντριπτική ήττα στο Στάλινγκραντ από τον Κόκκινο Στρατό, η επιστράτευση και μεταφορά μεγάλου μέρους του γερμανικού εργατικού δυναμικού στο Ανατολικό Μέτωπο δημιουργεί τεράστια κενά στη βιομηχανία του Γ΄ Ράιχ. Τα κενά αποφασίστηκε να καλυφθούν με την πολιτική επιστράτευση εργαζομένων από τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες.
Στις 23 Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε και στην Ελλάδα διάταγμα πολιτικής επιστράτευσης. Σύμφωνα μ’ αυτό, υπό καθεστώς πολιτικής επιστράτευσης μπορούσε να τεθεί οποιοσδήποτε «κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας 16 μέχρις 45 ετών» και οι επιστρατευόμενοι θα εργάζονταν «συγκροτημένοι εις συμβατικάς ομάδας στρατοπέδου». Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, προβλεπόταν ακόμη και ο εγκλεισμός σε «στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων»1.
Η πολιτική επιστράτευση στην Ελλάδα προετοιμάστηκε από τον υφυπουργό Εργασίας και γραμματέα της ΓΣΕΕ Νίκο Καλύβα2, ο οποίος έβγαλε υπεράριθμο το προσωπικό πολλών επιχειρήσεων και τους υπό απόλυση τους κατέγραφε σε ειδικές καταστάσεις, ως προοριζόμενους για επιστράτευση.
Η δημοσίευση του διατάγματος επιστράτευσης αντιμετωπίζεται με γενική παναθηναϊκή απεργία και διαδήλωση περίπου 100.000 εργαζόμενων και νέων, την αμέσως επόμενη μέρα, 24 Φεβρουαρίου 1943. Η διαδήλωση καταλήγει στο υφυπουργείο Εργασίας, στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας στα Εξάρχεια. Οι διαδηλωτές, σπάζοντας τον κλοιό της Αστυνομίας, εισέβαλαν στο κτίριο, πυρπόλησαν τις καταστάσεις επιστράτευσης και πήραν από τα υπόγεια μεγάλες ποσότητες τροφίμων, που έκρυβαν εκεί οι δωσίλογοι.
Ενώ η κηδεία του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, στις 28 Φεβρουαρίου, εξελίχθηκε σε αντικατοχική διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων, η απεργία στην Τηλεφωνική Εταιρία είχε ως συνέπεια μαζικές συλλήψεις, περίπου 200 εργαζομένων. Η δραπέτευση των κρατουμένων από τη μια προκάλεσε την οργή των κατακτητών και της κυβέρνησης των δωσιλόγων και από την άλλη ενέτεινε τον ενθουσιασμό του αθηναϊκού λαού και την αποφασιστικότητά του να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση.
Νέα μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε και στις 5 Μαρτίου, με τη συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων, των εργατών και των επαγγελματιών του λεκανοπεδίου Αττικής. Η διαδήλωση 200.000 απεργών, φοιτητών και μαθητών, αντιμετωπίστηκε βίαια από τους κατακτητές, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δεκατρείς νεκροί και δεκάδες τραυματίες.
Κι αυτή τη φορά οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο υφυπουργείο και κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τα αρχεία του. Την ίδια μέρα, άλλοι διαδηλωτές πυρπόλησαν το παράρτημα του υφυπουργείου στο λιμάνι του Πειραιά.
Τις κινητοποιήσεις αυτές συντόνιζε η Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, με προσωπική ευθύνη του μέλους της Κ.Ε. του κόμματος Νίκου Πλουμπίδη, ενώ για πρώτη φορά την περιφρούρησή τους είχαν αναλάβει ένοπλοι μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας. Επίσης, επρόκειτο για τις πρώτες κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετείχε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), που είχε ιδρυθεί εκείνες ακριβώς τις μέρες και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου.
Οι αλλεπάλληλες μαχητικές κινητοποιήσεις είχαν ως συνέπεια την υποχώρηση των κατακτητών και τη δήλωση του δωσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου ότι δεν υπάρχει πρόθεση επιστράτευσης. Επιπλέον, ανακοινώθηκε η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων.
Εντούτοις, η δήλωση αυτή δεν αφορούσε στο σύνολο της χώρας. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκε να πραγματοποιηθούν συνεχόμενες κινητοποιήσεις, με αποκορύφωμα τη μεγάλη παλλαϊκή διαδήλωση της 16ης Απριλίου, που ανάγκασε και εκεί τις κατοχικές Αρχές να αποσύρουν την απόφαση για πολιτική επιστράτευση.
Ανάλογες κινητοποιήσεις έγιναν στις αρχές Μαΐου 1943 και στον Βόλο, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, τη Σπάρτη κ.α. Στον Βόλο, μάλιστα, είχε προηγηθεί τον Μάρτιο νικηφόρα απεργία και διαδήλωση 10.000 εργαζομένων, με αιτήματα τη λειτουργία συσσιτίων και την πληρωμή σε τρόφιμα.
Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις κατά της πολιτικής επιστράτευσης αποτέλεσαν μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία των εργατικών και λαϊκών αγώνων στα χρόνια της Κατοχής και έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να είναι η μοναδική κατεχόμενη χώρα στην Ευρώπη από την οποία δεν πήγαν μαζικά επιστρατευμένοι εργάτες στη Γερμανία. Από τους 200.000 που απαιτούσαν οι Γερμανοί, πήγαν στη Γερμανία μόλις 13.000 κι αυτοί κατόπιν πιέσεων3. Σύμφωνα με τον διευθυντή του κατοχικού υφυπουργείου Εργασίας Παυλάκη, στην κατάθεσή του ως μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη των δωσιλόγων, στη Γερμανία στάλθηκαν 19.500 εργάτες4. Συνολικά, όπως αποκαλύφθηκε στη δίκη, μαζί με όσους πήγαν ως όμηροι στη Γερμανία, έχοντας συλληφθεί σε Μπλόκα, ανέρχονταν σε 30.0005.
Ενώ το εργατικό κίνημα είχε υποχρεώσει την δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου να απαγορεύσει τις απολύσεις, με τον νόμο 424 του 1942, τον Δεκέμβριο 1943 ο νόμος αυτός καταργήθηκε, με τον νέο νόμο 1038, προκειμένου να υποχρεωθούν Έλληνες εργάτες να πάνε στη Γερμανία.
Οι νικηφόρες κινητοποιήσεις κατά της επιστράτευσης ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την πεποίθηση ότι οι αγώνες μπορεί να είναι αποτελεσματικοί, καθώς και το κύρος του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΕΑΜ, που τις οργάνωσαν και τις καθοδήγησαν.
Μεταξύ των θυμάτων των μεγάλων αυτών αγώνων ήταν και ο γραμματέας του ΕΕΑΜ και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ Κώστας Λαζαρίδης, που πιάστηκε από την Ειδική Ασφάλεια και παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι τον εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, στις 10 Μαΐου 1943.
Μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο και αμέσως μετά, με πιο σημαντικές την απεργία της 18ης Μαρτίου σε Αθήνα και Πειραιά κατά της φορολογίας για την Κοινωνική Πρόνοια και της αύξησης των ενοικίων, τις αιματηρές διαδηλώσεις για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου και ενάντια στην τρομοκρατία, στις 25 Ιουνίου, με αφορμή την εκτέλεση, στο Κούρνοβο της Φθιώτιδας, 106 κομμουνιστών αγωνιστών, κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας.
Χαρακτηριστική της συνολικότερης ανάπτυξης του συνδικαλιστικού και αντιστασιακού κινήματος ήταν η οχταήμερη απεργία στην Αστυνομία Πόλεων της Αθήνας, στα τέλη Ιουνίου. Η επιρροή του ΕΑΜ σε μέρος των αστυνομικών ήταν τέτοια, ώστε από τον Σεπτέμβριο του 1943 εκδιδόταν και παράνομη εφημερίδα, το «Αστυνομικόν Βήμα».
Κορυφαίες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου ήταν οι μεγάλες διαδηλώσεις του Ιουλίου, για την αποτροπή της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία. Επρόκειτο και πάλι για έναν σχεδιασμό που απέβλεπε στην απόσπαση γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων για το Ανατολικό Μέτωπο.
Ενάντια στη βουλγαρική επέκταση πραγματοποιήθηκαν απεργίες και διαδηλώσεις στις 5-10 Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη, με δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, στο Κιλκίς, τον Λαγκαδά, την Έδεσσα, τη Βέροια, τα Γιαννιτσά και την Αριδαία.
Αποκορύφωση αυτών των κινητοποιήσεων, αλλά και συνολικότερα των μαζικών διαδηλώσεων της Κατοχής, υπήρξε η διαδήλωση της 22ης Ιουλίου στην Αθήνα. Η κινητοποίηση, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 200.000, κατέληξε σε σφοδρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής και στον θάνατο δεκάδων διαδηλωτών, ενώ με τη γενική απεργία που κηρύχθηκε από το ΕΕΑΜ σταμάτησε κάθε οικονομική δραστηριότητα σ’ ολόκληρο το λεκανοπέδιο.
Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος του 1943 ήταν μήνες έντονης απεργιακής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων, απήργησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, επί 17 μέρες, οι τροχιοδρομικοί, οι εμποροϋπάλληλοι, οι κλωστοϋφαντουργοί της Νέας Ιωνίας και της Καλλιθέας, οι τσαγκαράδες, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στο Φωταέριο, στην Εταιρία Υδάτων, στην Τηλεφωνική Εταιρεία κ.λπ. Μεταξύ των αιτημάτων των απεργών ήταν να σταματήσει η αποστολή ομήρων στη Γερμανία, όπου υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία. Τον ίδιο καιρό μεγάλοι απεργιακοί αγώνες πραγματοποιήθηκαν στη Λάρισα, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Πάτρα κ.α.
Όπως έγραφε σε αναφορά του προς τον υπουργό Ρίμπεντροπ, την 1η Σεπτεμβρίου 1943, ο ειδικός πληρεξούσιος του υπουργείου Εξωτερικών στη Ν.Α. Ευρώπη, Χέρμαν Νοϊερμπάχερ, «το γενικό απεργιακό κύμα έχει πάρει τέτοια εξέλιξη που από πολιτική και οικονομική άποψη δίνει αφορμή για σοβαρές ανησυχίες»6.
Κατά την περίοδο της Κατοχής αποφεύγονταν οι απεργίες σε επιχειρήσεις που δούλευαν άμεσα για τον στρατό των κατακτητών. Αυτό, όπως είναι ευνόητο, γινόταν γιατί σε περίπτωση απεργίας η αντίδραση θα ήταν η εκτέλεση των απεργών. Έτσι, οι μορφές πάλης που επιλέχθηκαν για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής και η δολιοφθορά, το σαμποτάζ.
Τα κυριότερα σαμποτάζ γίνονταν σε εργοστάσια καίριας σημασίας για τους κατακτητές, όπως ήταν το Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω, τα εργοστάσια επισκευής στρατιωτικών αυτοκινήτων και αεροπλάνων στο Τατόι και την Ελευσίνα, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας κ.λπ.
Χαρακτηριστική ήταν η διοικητική έκθεση του στρατηγού Σπάιντελ, γραμμένη ήδη για τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο 1942:
«Η κατάσταση της στιγμής αποτελεί το προσφορότερο έδαφος για όλες τις πολιτικές ομάδες, ιδιαίτερα το “Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”. Στα εργοστάσια κερδίζει έδαφος το επικίνδυνο σύνθημα: “Εργασθείτε αργά ή μην εργασθείτε, προξενήστε όσο γίνεται περισσότερες ζημιές για να μη δώσετε στα χέρια των Γερμανών και Ιταλών όπλα κατά των αδελφών μας που πολεμάνε στην Αφρική”. Διαπιστώθηκαν ήδη περιπτώσεις άρνησης δουλειάς»7.
Το πιο σημαντικό σαμποτάζ ήταν αυτό που έγινε στο παλιό Καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη στον Υμηττό8, όπου επισκευάζονταν επί Κατοχής κινητήρες γερμανικών πολεμικών αεροπλάνων που προορίζονταν για το μέτωπο της βόρειας Αφρικής. Οι οργανωμένοι στο ΚΚΕ και το ΕΕΑΜ εργάτες -που συνεργάζονταν με τον θρυλικό Πολωνό σαμποτέρ Γεώργιο Ιβάνοφ- έριχναν μέσα στον κινητήρα μεταλλικά ρινίσματα, με συνέπεια την πτώση του αεροπλάνου, συνήθως μισή ώρα μετά την απογείωσή του. Έπεσαν, έτσι, τουλάχιστον εξήντα πέντε γερμανικά αεροπλάνα και έχασαν τη ζωή τους δεκάδες Γερμανοί πιλότοι και στρατιώτες.
Το σαμποτάζ ανακαλύφθηκε από τους Γερμανούς και στις 7 Φεβρουαρίου 1944 εκτελέστηκαν οι Ηλίας Αλεβιζάκης, 19 χρόνων, Αυρήλιος Βαρκάδος, 26, Βασίλης Ιωαννίδης, 21, Μανώλης Κουτρουλάκης, 15, Δημήτρης Οικονομίδης, 20 και Αποστόλης Ρούσσος, 19 χρόνων.
Για σαμποτάζ εκτελέστηκε, στις 3 Μαΐου 1944 στην Καισαριανή, η 26χρονη Στέλλα Ντέρη. Την ίδια μέρα απαγχονίστηκαν στο Μεγάλο Πεύκο τα αδέλφια της Μιχάλης και Θανάσης, ενώ στις 10 Μαΐου εκτελέστηκε ένα ακόμη αδελφός τους, ο Νίκος Ντέρης.
Στον βαθμό που αναπτύσσεται το μαζικό αντιστασιακό κίνημα, υποχωρούν οι εκδηλώσεις κοινωνικής και ηθικής σήψης που είχε επιφέρει η συνολικότερη κοινωνική κρίση. Αναπτύσσεται η αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που εκφράζεται έμπρακτα, όπως διαπιστώνεται και με γεγονότα όπως η παλλαϊκή συμπαράσταση στους τροχιοδρομικούς, τον Αύγουστο του 1943.
Κατά τη διάρκεια απεργίας των τροχιοδρομικών, που είχε κηρυχθεί στις 25 Αυγούστου, πήραν φωτιά κάποια τραμ στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας, ενδεχομένως μετά από σκόπιμη προβοκατόρικη ενέργεια των Γερμανών ή της Αστυνομίας. Για την κατάσβεση της πυρκαγιάς κινητοποιήθηκαν οι απεργοί και με την κινητοποίηση και άλλου κόσμου από το ΕΑΜ κατόρθωσαν να σώσουν τα περισσότερα τραμ, αν και ήδη είχαν καταστραφεί 50-70 οχήματα.
Οι Γερμανοί συνέλαβαν 50 τροχιοδρομικούς και για να μην τους εκτελέσουν ζήτησαν αποζημίωση που έφτανε στο ιλιγγιώδες ύψος των 110 δισεκατομμυρίων. «Οι τροχιοδρομικοί ξεσήκωσαν όλες τις οργανώσεις Αθήνα Πειραιά για να μαζέψουν τα λεφτά. Όλος ο λαός, οι συνοικίες, οι μανάβηδες, οι μπακάληδες, έμποροι, όλοι έδιναν τις εισπράξεις της ημέρας. Τα χρήματα μαζευτήκανε και παραπάνω. Τα παραδόσαμε στον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό», με αποτέλεσμα την αποτροπή των εκτελέσεων9.
Δεν απουσίασαν ακόμη και καταλήψεις εργοστασίων, που συνέχισαν να λειτουργούν υπό εργατικό έλεγχο, με πιο σημαντική την περίπτωση του μεταλλουργικού εργοστασίου ΒΙΟ, στο Μεταξουργείο.
Η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες της και την έθεσαν ξανά σε λειτουργία οι εργάτες, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, που αποτέλεσαν και την εκλεγμένη διοίκηση. «Εξασφαλίστηκαν οι πρώτες ύλες, δούλευε κανονικά η επιχείρηση και βρέθηκαν αγοραστές για την παραγωγή της. Οι εργάτες ονόμαζαν την επιχείρησή τους λαϊκή – σοσιαλιστική! Έπαιρναν το μεγαλύτερο μεροκάματο της Αθήνας και δια μέσου του συνεταιρισμού τους προμηθεύονταν κρέας, ψωμί, λάδι και άλλα τρόφιμα γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους»10.
Η κατάληψη της ΒΙΟ, στην οποία πρωτοστάτησε η Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, που παρότρυνε τους εργάτες και άλλων εργοστασίων σε ανάλογες πρακτικές11, προκάλεσε την παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία απευθύνθηκε στους Γερμανούς και η διοίκηση αντικαταστάθηκε. Εντούτοις, το εργοστάσιο συνέχισε να λειτουργεί, εξασφαλίζοντας απασχόληση και εισόδημα στους εργάτες του.
Οι απεργιακοί αγώνες ξεσπούν και πάλι με μαζικότητα και μαχητικότητα από τα τέλη του Ιανουαρίου 1944, με πρώτη τη γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των τραπεζοϋπαλλήλων. Στην απεργία, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου, συμμετείχαν περίπου 40.000 εργαζόμενοι, ενώ ταυτόχρονα απήργησαν οι υφαντουργοί και άλλοι κλάδοι και τον Φεβρουάριο ακολούθησαν οι αρτεργάτες της Θεσσαλονίκης.
Στις 3 Μαρτίου απήργησαν οι σιδηροδρομικοί, οι οποίοι συγκρούστηκαν με κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τη σύλληψη 250 απεργών12 και στη συνέχεια οι εργάτες Τύπου.
Οι συλλήψεις των απεργών σιδηροδρομικών αποτέλεσαν την αφορμή για την ανάληψη της προστασίας των απεργιακών κινητοποιήσεων από ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Ήδη στα τέλη του 1942 ο ΕΛΑΣ Αθήνας-Πειραιά αποτελούνταν από 1.600 μαχητές. Συγκροτώντας το φθινόπωρο του 1943 το Α΄ Σώμα Στρατού, στα τέλη της χρονιάς είχαν φτάσει τους 18.00013. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών των μαχητών, όπως και συνολικότερα του ΕΛΑΣ στις πόλεις, ήταν μέλη του ΕΕΑΜ14.
Η δράση του ΕΛΑΣ και η στήριξη που είχε εξασφαλίσει το ΕΑΜ στις εργατικές συνοικίες είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας ιδιόμορφης κατάστασης σε μεγάλο τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και του Πειραιά, από τις αρχές του 1944 και ακόμη περισσότερο με τον ερχομό της άνοιξης. Σε μια εκτεταμένη περιοχή, στα δυτικά και στα ανατολικά, από το Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα μέχρι τη Νέα Ιωνία, και από τη Δάφνη και τον Υμηττό μέχρι την Καισαριανή, οι εργατικές – προσφυγικές συνοικίες ελέγχονταν από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, με τους Γερμανούς να αποφεύγουν να εμφανίζονται σ’ αυτές και τις δημόσιες υπηρεσίες της δωσιλογικής κυβέρνησης να υπολειτουργούν ή και να έχουν καταργηθεί.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, οι κατακτητές άρχισαν να εφαρμόζουν την τακτική των Μπλόκων. Τις αιφνιδιαστικές εισβολές στις εργατικές συνοικίες, στις οποίες συμμετείχαν και ταγματασφαλίτες και αστυνομικοί, με το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας Πόλεων (τους «μπουραντάδες», από το όνομα του διοικητή τους, Νίκου Μπουραντά), να ξεχωρίζει για τη δολοφονική του δράση.
Στα Μπλόκα, μετά την περικύκλωση της συνοικίας, συγκεντρωνόταν όλος ο άρρενας πληθυσμός, ηλικίας από δεκαπέντε μέχρι εξήντα ετών, σε μια κεντρική πλατεία και εκεί ντόπιοι κουκουλοφόροι, συνεργάτες των κατακτητών, υποδείκνυαν αυτούς που σχετίζονταν με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Αυτοί που καταδίδονταν ως κομμουνιστές και αντιστασιακοί εκτελούνταν επί τόπου ή σε άλλο σημείο της συνοικίας, ενώ, συνήθως, δεκάδες ή και εκατοντάδες άλλοι συλλαμβάνονταν ως όμηροι και αποστέλλονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία.
Η πρώτη απόπειρα πραγματοποίησης Μπλόκου έγινε στις 4-7 Μαρτίου 1944 στην Κοκκινιά και απέτυχε χάρη στην απόκρουση των εισβολέων από τον τοπικό ΕΛΑΣ. Η νικηφόρα για τους ελασίτες Μάχη της Κοκκινιάς συνοδεύτηκε από γενική απεργία που παρέλυσε την οικονομική ζωή σε ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Ως αντίποινα, εκτελέστηκαν 50 κομμουνιστές, που κρατούνταν στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου15.
Ξεχωριστή σημασία είχε το Μπλόκο της Καλογρέζας, λίγες μέρες μετά, στις 15 Μαρτίου 1944, το οποίο πραγματοποιήθηκε από ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες, χωρίς τη συμμετοχή Γερμανών. Η φασιστική επίθεση στρεφόταν κατά των εργατών των λιγνιτωρυχείων της περιοχής, οι οποίοι είχαν ενταχθεί σχεδόν στο σύνολό τους στο ΕΕΑΜ, και κατέληξε στην εκτέλεση 22 απ’ αυτούς.
Ιδιαίτερα σκληρή και δολοφονική ήταν η επίθεση των Γερμανών και των συνεργατών τους κατά της μεγάλη διαδήλωσης της 25ης Μαρτίου, για την εθνική επέτειο, που ενέπνευσε στον Οδυσσέα Ελύτη την αναφορά στη «Μεγάλη Έξοδο», στο εμβληματικό έργο του «Άξιον Εστί», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ως απάντηση στα Μπλόκα και στην ένταση της τρομοκρατίας και των δολοφονιών, πραγματοποιήθηκε στις 22 Απριλίου μεγάλη παλλαϊκή απεργία στην Αθήνα, στην οποία συμμετείχαν εργαζόμενοι, μικροϊδιοκτήτες και φοιτητές.
Για την κατάσταση εκείνης της περιόδου έχει ενδιαφέρον η έκθεση του διοικητή Μέσης Ανατολής της Βέρμαχτ, στρατηγού Χανς Φέλμπερ, που συντάχθηκε στις 23 Απριλίου 1944:
«Η παραπέρα όξυνση της οικονομικής κατάστασης αυξάνει την εξαθλίωση και τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού και ευνοεί την κομμουνιστική υπονομευτική δουλειά, ιδιαίτερα ανάμεσα στον εργαζόμενο πληθυσμό των μεγάλων πόλεων. Η κομμουνιστική καθοδήγηση του απεργιακού κινήματος στην Αθήνα – Πειραιά είναι αποδειγμένη. Παρ’ ότι εδώ τα οικονομικά κίνητρα παίζουν πρωταρχικό ρόλο, σιγά-σιγά όμως κερδίζουν σε σημασία οι πολιτικοί κομμουνιστικοί στόχοι. […] Έντονη στρατιωτική παρέμβαση κατέπνιξε τα απεργιακά κινήματα το Μάρτη και τις προθέσεις διαδηλώσεων στην ελληνική Εθνική Γιορτή (25.3)»16.
Μία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις της δολοφονικής βίας των κατακτητών υπήρξε η εκτέλεση 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944. Επρόκειτο για κρατούμενους στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, που είχαν μεταφερθεί εκεί από την Ακροναυπλία, όπου τους είχε φυλακίσει η δικτατορία Μεταξά. Στη μεγάλη τους πλειονότητα ήταν μέλη του ΚΚΕ, ενώ συμπεριλαμβάνονταν και έντεκα τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές.
Νέα μεγάλη απεργία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου, ως διαμαρτυρία για τη σφαγή στο Δίστομο, ενώ στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε κύμα απεργιών και διαδηλώσεων σε εργατικές συνοικίες, κατά της τρομοκρατίας.
Στις 24 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε γενική απεργία «Εθνικής Σωτηρίας», με συμμετοχή 200.000 εργαζομένων, ως απάντηση στα Μπλόκα στην Κοκκινιά, στο Δουργούτι (τον σημερινό Νέο Κόσμο, όπου ζούσαν κυρίως Αρμένιοι πρόσφυγες εργάτες) και στην Καισαριανή. Προηγούμενες απόπειρες στην Καισαριανή και τον Βύρωνα, στις αρχές Αυγούστου, είχαν αποκρουστεί από τον ΕΛΑΣ.
Τη μέρα της μεγάλης απεργίας και για την αποφυγή νέας σφαγής από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, το ΕΑΜ απέφυγε την πραγματοποίηση διαδήλωσης, ρίχνοντας το σύνθημα «μείνετε στα σπίτια σας»17. Η επιτυχία της μεγάλης κινητοποίησης, που νέκρωσε την οικονομική ζωή σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, υπήρξε «καθαρή επίδειξη δύναμης του ΕΑΜ, παραμονές της Απελευθέρωσης»18.
Η κινητοποίηση ενάντια στην τρομοκρατία επισημάνθηκε και σε γερμανική στρατιωτική αναφορά της 25ης Αυγούστου, που έκανε λόγο για τη μεγάλη επιρροή του ΚΚΕ στους εργαζόμενους: «Κατά τρόπο χαρακτηριστικό η οικονομική ανέχεια δεν έπαιξε κανένα ρόλο σαν απεργιακό σύνθημα»19.
Ακόμη μεγαλύτερη και πιο μαχητική ήταν η παλλαϊκή απεργία της 16ης Σεπτεμβρίου, που συνοδεύτηκε και από ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με Γερμανούς και συνεργάτες τους.
Δυο βδομάδες πριν από την Απελευθέρωση της Αθήνας, στις 27 Σεπτεμβρίου, γιορτάστηκαν τα τρία χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, με τεράστιες συγκεντρώσεις στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες, ενώ για πρώτη φορά πουλήθηκαν δημοσίως αντιστασιακές εφημερίδες, που μεταφέρονταν με καροτσάκια στολισμένα με λουλούδια. Δεκάδες χιλιάδες λαού πραγματοποίησαν προσκύνημα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τοποθετήθηκε η επιγραφή «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς».
Μεγάλοι απεργιακοί αγώνες κατά της τρομοκρατίας πραγματοποιήθηκαν εκείνο το διάστημα και σε επαρχιακές πόλεις, όπως στη Νάουσα, τη Βέροια, την Έδεσσα, το Κιλκίς, τη Γουμένισσα, τον Βόλο, στη Λειβαδιά για τη σφαγή του Διστόμου, στα Τρίκαλα, όπου υπήρξε και αιματηρή σύγκρουση με τους κατακτητές, και στη Θεσσαλονίκη.
Αναφερόμενοι στις απεργιακές κινητοποιήσεις των χρόνων της Κατοχής, πρέπει να σημειώσουμε ότι συχνά επιστρατεύονταν και καλυμμένες μορφές πάλης, οι οποίες, συνήθως, ήταν εξίσου αποτελεσματικές. Χαρακτηριστική είναι μια σχετική αναφορά του τυπογράφου συνδικαλιστή Χρήστου Καραπλιά, στελέχους, τότε, του ΕΕΑΜ:
«Το καλοκαίρι πάλι του 1944 με την ακόμα μεγαλύτερη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής και την εξανέμιση της αξίας του χαρτονομίσματος, οι εργάτες Τύπου πάλι κινητοποιήθηκαν. Επειδή όμως δεν ήταν εύκολη η επανάληψη της απεργίας γιατί οι Γερμανοί είχαν εντείνει την επαγρύπνησή τους, χρησιμοποιήθηκε άλλη μέθοδος, της αρρώστειας.
Κάθε μια ή δυο μέρες, οι μισοί σχεδόν εργάτες Τύπου από μια εφημερίδα… αρρωσταίναν. Οι υπόλοιποι δούλευαν για την έκδοση της εφημερίδας όσο μπορούσαν αργότερα. Η λογοκρισία τηλεφωνούσε για να μάθει για την αργοπορία. Η απάντηση ήταν ότι με τις συνθήκες διατροφής δεν άντεχαν οι εργαζόμενοι και αρρωστούσαν.
Την άλλη μέρα επαναλαμβάνονταν το ίδιο σε άλλη εφημερίδα. Το αποτέλεσμα ήταν σε δυο εβδομάδες κυβέρνηση και εκδότες να δημιουργήσουν σύστημα εφοδιασμού των εργαζομένων στον Τύπο και με άλλα τρόφιμα και κυρίως λάδι, εκτός από εκείνα που είχαν κατακτήσει με την απεργία του Μάρτη»20.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 πραγματοποιήθηκε απεργία στο αμαξοστάσιο των τραμ στην Καλλιθέα (όπου είχε γίνει Μπλόκο στις 28 Αυγούστου), που συνοδεύτηκε από ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και Γερμανών και ταγματασφαλιτών. Ακολούθησε πανεργατική απεργία στην Αθήνα, στις 16 Σεπτεμβρίου, και μετά από δύο μέρες και στον Πειραιά, ενώ στις 29 Σεπτεμβρίου έγινε η τελευταία απεργία δημοσίων υπαλλήλων της κατοχικής περιόδου. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε το τελευταίο Μπλόκο, στη συνοικία Προύσης στο Αιγάλεω, με περίπου εκατό νεκρούς.
Ξεχωριστή σημασία είχε ο αγώνας της εργατικής τάξης και του ΕΛΑΣ για την προστασία των υποδομών της πρωτεύουσας, στα εργοστάσια ηλεκτρισμού στο Κερατσίνι και το Νέο Φάληρο, στις αποθήκες καυσίμων της ΣΕΛ κ.λπ., στις 12 και 13 Οκτωβρίου, κατά την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα. Στις μάχες που δόθηκαν εκείνες τις μέρες υπήρξαν 56 νεκροί Γερμανοί και 21 αιχμάλωτοι, καθώς και 14 νεκροί ελασίτες.
Από τα πλέον τραγικά γεγονότα στη νεότερη ελληνική ιστορία και στην ιστορία της εργατικής τάξης της Ελλάδας και του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι η εξόντωση της μεγάλης πλειονότητας του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας (περίπου 59.000 σε σύνολο 71.500) στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ανάμεσα στα θύματα του Ολοκαυτώματος ήταν και το σύνολο, σχεδόν, του εβραϊκού προλεταριάτου της Θεσσαλονίκης, που ’χε διαδραματίσει πρωτοποριακό ρόλο στη συγκρότηση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
- «Διάταγμα Επιστρατεύσεως», στο Ανδρέας Κέδρος, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1955 – Θεμέλιο, Αθήνα 1976, 1ος τ., σ. 238.
- Το υφυπουργείο Εργασίας, υπαγόμενο στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, είχε συσταθεί το 1936 από τη δικτατορία Μεταξά και ο εκάστοτε υφυπουργός διοριζόταν ταυτόχρονα και γραμματέας (δηλαδή επικεφαλής, καθώς δεν υπήρχε τότε η θέση του προέδρου) της ΓΣΕΕ. Αναβαθμίστηκε σε υπουργείο το 1944 από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου, με πρώτο υπουργό τον κομμουνιστή Μιλτιάδη Πορφυρογένη.
- Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 59.
- Εφημ. «Ελευθερία», 6 Απριλίου 1945.
- Εφημερίδες, 1 Μαρτίου 1945.
- Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 194.
- Στο ίδιο, σ. 153.
- Βασίλης Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σ. 78.
- Φώτης Γαλάνης, Οι τροχιοδρομικοί στον αγώνα – Περιοδ. «Εθνική Αντίσταση», τ. 52, 1986.
- Βασίλης Μπαρτζιώτας, ό.π., σ. 116.
- Στο ίδιο, σ. 116.
- Εφημ. «Αθηναϊκά Νέα», 10 Μαρτίου 1944.
- ΚΚΕ: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, α΄ τόμος 1918-1949 – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996, σ. 401 και 433.
- Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 155. Κώστας Θέος, ό.π., σ. 28. Βασίλης Μπαρτζιώτας, ό.π., σ. 238, 241 και 248.
- Εφημ. «Αθηναϊκά Νέα», 9 Μαρτίου 1944.
- Μάρτιν Ζέκεντορφ, ό.π., σ. 229.
- Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 152.
- Στο ίδιο, σ. 151.
- Μάρτιν Ζέκεντορφ, ό.π., σ. 240.
- Χρήστος Καραπλιάς, Οι εργάτες Τύπου και η Ιστορία τους από το 1821 ως το 1975 – Αθήνα 1975, σ. 58-59.
πηγή: https://alexatosgiorgos.webnode.gr/news/to-eeam-kai-i-ergatiki-taxi-stin-antistasi-1941-1944/
e-prologos.gr