Στις 23 Αυγούστου του 1942, η 14η ίλη τεθωρακισμένων των ναζί, διασπά την αμυντική γραμμή του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, αποκόβει την σοβιετική, 62η Στρατιά, από τις άλλες δυνάμεις του αμυντικού μετώπου και εφορμά προς τον Βόλγα. Ταυτόχρονα, η φασιστική αεροπορία, εξαπολύει μαζικό βομβαρδισμό της πόλης, πραγματοποιώντας πάνω από 2.000 πτήσεις, με αποτέλεσμα, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να μετατρέπονται σε μπάζα, ή να ισοπεδώνονται εντελώς.
Τις επόμενες ώρες, πάνω από το 80% των κτιριακών υποδομών της πόλης απλώς δεν θα υπήρχαν πλέον.
‘Ηταν η τελική φάση της επίθεσης στην εμβληματική πόλη στις όχθες του Βόλγα, η οποία είχε ξεκινήσει στις 17 Ιουλίου και θα τέλειωνε στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, οπότε οι Σοβιετικοί εξαπολύουν την αντεπίθεσή τους, οι γερμανικές στρατιές περνούν σε κατάσταση άμυνας και τελικά ηττώνται και καταστρέφονται ή παραδίδονται στις 2 Φεβρουαρίου του 1943.
Η επιλογή των Σοβιετικών να φέρουν την μάχη για την υπεράσπιση της πόλης κυριολεκτικά στο εσωτερικό της και με μόνο μία αρτηρία ανεφοδιασμού των υπερασπιστών της από ένα μικρό σημείο του Βόλγα που ακόμη κρατούσε ο Κόκκινος Στρατός, είχε σαν αποτέλεσμα να γραφτούν σε όλο αυτό το διάστημα σελίδες άφταστου ηρωισμού, αναδεικνύοντας την Μάχη του Στάλινγκραντ ως μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού άνοιξε τον δρόμο για την συνολική αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού σε όλα τα μέτωπα.
Το γεωστρατηγικό πλαίσιο
Η γρήγορα προώθηση των ναζιστικών στρατιών στην σοβιετική ενδοχώρα μετά την φασιστική επίθεση της 22ης Ιουνίου του 1941 στην ΕΣΣΔ και την έναρξη της γνωστής «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα» σταμάτησε βίαια έξω από την Μόσχα. Η σοβιετική αντεπίθεση, κυριολεκτικά προ των πυλών της πρωτεύουσας, τον Δεκέμβριο του 1941, απομακρύνει τις φασιστικές στρατιές σε μια ζώνη 150 – 300 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη και σταθεροποιεί το μέτωπο δεδομένης και της έλευσης του ιδιαίτερα σκληρού ρωσικού Χειμώνα.
Έτσι, το φασιστικό επιτελείο επεξεργάζεται την εφαρμογή του σχεδίου για την επέλαση στον σοβιετικό νότο, αφού έλιωναν τα χιόνια, με στόχο, αφενός την διάσπαση του μετώπου των αμυνομένων, αφετέρου την πρόσβαση στο πετρέλαιο του Καυκάσου. Αυτό θα σήμαινε, ταυτόχρονα, τον έλεγχο του Βόλγα, της βασικής, δηλαδή, συνδετικής αρτηρίας του ευρωπαϊκού τμήματος της ΕΣΣΔ με τις ασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες, καθώς και την απώλεια των ενεργειακών πηγών της σοβιετικής βιομηχανίας. Ουσιαστικά, η ΕΣΣΔ θα κοβόταν στην μέση, με το «φιλέτο» να βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή.
Εξίσου σημαντική για τους ναζί θα ήταν η κατάληψη της πόλης και σε προπαγανδιστικό επίπεδο, αφού έφερε το όνομα του Στάλιν.
Οι δύο ομάδες Στρατιών, με την γενική ονομασία «Νότος», που προετοίμασε ο Χίτλερ για την επίθεση αυτή, χωρίστηκαν σε «Α» και «Β». Η ομάδα Στρατιών «Α» είχε στόχο την κατάληψη της μεγάλης βιομηχανικής πόλης του Ροστόβ επί του ποταμού Ντον και η «Β» την προέλαση στο Στάλινγκραντ.
Κορμός της «Β» ήταν η 6η Στρατιά, με διοικητή τον επιτελικό συνταγματάρχη, Φρίντριχ Πάουλους, ο οποίος, την στιγμή που αργότερα θα έπεφτε αιχμάλωτος στα χέρια των Σοβιετικών, θα αναβαθμιζόταν σε στρατάρχη από τον Χίτλερ, σε μια συμβολική κίνηση ώστε να αναγκαστεί να αυτοκτονήσει.
Κάτι το οποίο όμως δεν έκανε.
Την 6η Στρατιά συνόδευε η 4η Στρατιά τεθωρακισμένων. Με την έναρξη της επιχείρησης στις 17 Ιουλίου, η 6η Στρατιά διέθετε 270.000 στρατιώτες και αξιωματικούς, 3.000 πυροβόλα διαφόρων τύπων και 500 άρματα μάχης. Από αέρος υποστηριζόταν από 1.200 αεροπλάνα.
Ο Κόκκινος Στρατός παρέταξε 160.000 μαχητές, 2.200 πυροβόλα και 400 άρματα μάχης. Από αέρος υποστηριζόταν από 454 καταδιωκτικά και περίπου 200 βομβαρδιστικά μεγάλης εμβέλειας. Ιδιαίτερο βάρος ανέλαβαν η 62η και 64η Στρατιές που χρεώθηκαν την άμυνα στην καμπή του ποταμού Ντον, διότι από εκείνο το σημείο ήταν ο συντομότερος δρόμος προς το Στάλινγκραντ.
Από τις 23 Αυγούστου 1942
Με ανανεωμένο ηθικό από την διάσπαση της σοβιετικής 62ης Στρατιάς και από τον ανελέητο βομβαρδισμό της πόλης, οι Γερμανοί εξαπολύουν αυτό που νόμιζαν ότι θα ήταν η τελική επίθεση για την ολοκληρωτική άλωσή της.
Οι μάχες μεταφέρονται σε κάθε δρόμο και σοκάκι της πόλης και γίνονται κατά βάση σώμα με σώμα και με όποιο μέσο υπάρχει διαθέσιμο, όταν τελειώνουν οι σφαίρες και σπάνε οι ξιφολόγχες και τα μαχαίρια.
Η ιστορία τεκμηρίωσε μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες, πολυόροφα κτίρια κατέχονταν ανά όροφο από Γερμανούς και Σοβιετικούς, ταυτόχρονα.
Αναρίθμητες είναι και οι ηρωικές στιγμές, όπου τα μισογκρεμισμένα κτίρια μετατρέπονται σε πραγματικά φρούρια από τους υπερασπιστές της πόλης, αποτρέποντας απανωτές και υπεράριθμες εχθρικές επιθέσεις.
Για κάθε μέτρο, κυριολεκτικά, που προωθούνται οι ναζί, μετρούν, αναλογικά με την πρόοδο της επιχείρησης, βαρύτατες απώλειες.
Οι συνθήκες μάχης που είχαν διαμορφωθεί επέτρεψαν την εκτεταμένη χρήση και δράση των ελεύθερων σκοπευτών και από τις δύο πλευρές. Διασημότερος όλων από την Μάχη του Στάλινγκραντ είναι ο Σοβιετικός, Βασίλι Ζάιτσεφ.
Διαπιστώνοντας ότι, παρά τους προπαγανδιστικούς πανηγυρισμούς στο Βερολίνο περί του αντιθέτου και παρά το γεγονός ότι στην ουσία οι μάχες γίνονταν πάνω σε ερείπια, η πόλη δεν έπεφτε, ο Πάουλους ανασυγκροτεί τις δυνάμεις του και εξαπολύει ευρείας κλίμακας επίθεση στις 12 Σεπτεμβρίου.
‘Ηδη, οι δυνάμεις και των δύο πλευρών σε εκείνη την φάση της Μάχης έχουν ενισχυθεί εντυπωσιακά. Το σοβιετικό επιτελείο ήδη σχεδιάζει την αντεπίθεση και για τον σκοπό αυτό συγκεντρώνει στο Στάλινγκραντ δυνάμεις από όλη την γραμμή του απέραντου μετώπου.
Το αποτέλεσμα ήταν, οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού στις παραμονές της αντεπίθεσης, να έχουν φτάσει τους 1,1 εκατομμύρια στρατιώτες και αξιωματικούς, 15.000 πυροβόλα, 1.500 άρματα μάχης και πάνω από 1.300 αεροπλάνα.
Αντίστοιχα, το Βερολίνο ενίσχυσε τον Πάουλους, με την 6η Στρατιά να φτάνει τους 1,1 εκ. άνδρες, 10.200 πυροβόλα, 675 άρματα μάχης και 1.216 αεροπλάνα.
Να σημειωθεί, ότι εκτός των Γερμανών, οι φασιστικές δυνάμεις είχαν μονάδες και από άλλες χώρες του Άξονα. Έτσι, στο πλευρό των ναζί πολέμησαν στο Στάλινγκραντ δυνάμεις από την Ρουμανία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, την Κροατία, καθώς και Φινλανδοί που στρατεύτηκαν εθελοντικά.
Στις 15 Οκτωβρίου ο εχθρός καταφέρνει να φτάσει στην συνοικία του εργοστασίου τρακτέρ και στις 11 Νοεμβρίου τα γερμανικά στρατεύματα κάνουν την ύστατη προσπάθεια κατάληψης της πόλης, καταφέρνοντας να φτάσουν μέχρι τις όχθες του Βόλγα λίγο νοτιότερα του εργοστασίου «Μπαρικάντ», αλλά αυτό ήταν και το περισσότερο που κατάφεραν τελικά.
Το θρυλικό σύνθημα που διαπερνά τις γραμμές των αμυνομένων σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές κατέστη ιστορικό: «Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από τον Βόλγα».
Με συνεχής αντεπιθέσεις ο Κόκκινος Στρατός καθηλώνει στις θέσεις του τον εχθρό και στις 18 Νοεμβρίου οι Γερμανοί περνούν σε κατάσταση άμυνας σε όλο το μέτωπο του Στάλινγκραντ.
Τα όνειρα του Χίτλερ για τα πετρέλαια του Καυκάσου άρχισαν να μετασχηματίζονται σε εφιάλτη.
Με απανωτά χτυπήματα στις πλευρές του κύριου όγκου του εχθρικού στρατού, οι στρατιές του Νοτιο-δυτικού Μετώπου και του Μετώπου του Στάλινγκραντ του Κόκκινου Στρατού ολοκληρώνουν την περικύκλωση και κλείνουν το θανατηφόρο «δαχτυλίδι» γύρω από την 6η φασιστική Στρατιά στις 23 Νοεμβρίου του 1942.
Στον ασφυκτικό κλοιό πέφτουν 22 Μεραρχίες και πάνω από 160 άλλοι σχηματισμοί της 6ης Στρατιάς και μέρος της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων.
Συνολικά περικυκλώνονται 300.000 άνδρες, των οποίων η σωματική και ψυχολογική κατάσταση βαίνει ταχύτατα επιδεινούμενη.
Στις 12 Δεκεμβρίου, η γερμανική στρατιωτική διοίκηση επιχειρεί να απεγκλωβίσει τα περικυκλωμένα στρατεύματά της, χρησιμοποιώντας πυροβολικό από την περιοχή του χωριού, τότε, Κοτέλνικοβο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η επίθεση του Κόκκινου Στρατού στον κεντρικό Ντον στις 16 Δεκεμβρίου αναγκάζει την γερμανική διοίκηση να εγκαταλείψει οριστικά κάθε σκέψη για απεγκλωβισμό της 6ης Στρατιάς. Μέχρι τα τέλη εκείνου του Δεκεμβρίου, τα απομεινάρια της απωθούνται κατά 200 χιλιόμετρα από το Στάλινγκραντ.
Για την ολοκληρωτική καταστροφή της 6ης Στρατιάς υιοθετείται η επιχείρηση «Δαχτυλίδι» υπό την διοίκηση του επιφανούς Σοβιετικού αντιστράτηγου, Κονσταντίν Ρακασόβσκι.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 10 Ιανουαρίου του 1943 και στις 26 Ιανουαρίου, η 21η Στρατιά ενώνεται με την 62η στην περιοχή Μαμάγιεφ. Ο εχθρός χωρίζεται στα δύο.
Στις 31 Ιανουαρίου, το νότιο τμήμα της 6ης Στρατιάς σταματά κάθε αντίσταση και ακολουθεί το βόρειο τμήμα στις 2 Φεβρουαρίου.
Στις 30 Ιανουαρίου, μια μέρα πριν την παράδοση της 6ης Στρατιάς, ο Χίτλερ ενημερώνει τον Πάουλους με τηλεγράφημα ότι τον προβίβασε σε στρατάρχη. Συμπληρώνοντας με νόημα: «Μέχρι τώρα, κανένας Γερμανός στρατάρχης δεν αιχμαλωτίστηκε».
Στην τελική φάση της επιχείρησης, από τις 10 Ιανουαρίου μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου, η 6η Στρατιά μέτρησε 140.000 νεκρούς, ενώ, ακόμη 91.000 αιχμαλωτίζονται.
Οι συνολικές απώλειες του εχθρού από την έναρξη της Μάχης του Στάλινγκραντ ανήλθαν σε 1,5 εκ. στρατιώτες και αξιωματικούς, γεγονός που οδήγησε στην κήρυξη επίσημου εθνικού πένθους στην Γερμανία, για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου.
Σε πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς ανήλθαν και οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού.
Η ενδιαφέρουσα «μοίρα» του Πάουλους
Η παράδοση του Πάουλους, αντί της μάχης μέχρι εσχάτων και της αυτοκτονίας, ήταν ένα ισχυρότατο χτύπημα για την ναζιστική προπαγάνδα. Μάλιστα, για να αποκρύψει το ντροπιαστικό γεγονός της παράδοσης 91.000 ανδρών, η γκαιμπελική προπαγανδιστική μηχανή διέδωσε ότι η 6η Στρατιά «εξοντώθηκε ολοσχερώς». Κηρύχθηκε τριήμερο πένθος και κάθε εκδήλωση ματαιώθηκε. Ακόμη και τα εστιατόρια έκλεισαν.
Μέχρι τώρα οι ιστορικοί ερίζουν για το αν αυτό συνιστούσε ένα είδος «προδοσίας», με αποκλειστικά στρατιωτικούς όρους, ή «πραγματισμού».
Το βέβαιο είναι ότι την στιγμή που ο Πάουλους αποφασίζει να παραδοθεί, η 6η Στρατιά ουσιαστικά δεν υπήρχε. Οι άνδρες της πέθαιναν συχνότερα από την εξάντληση, την πείνα και την παγωνιά παρά από τις σοβιετικές σφαίρες. Για ηθικό, ούτε λόγος. Από αυτή την άποψη κάποιοι υποστηρίζουν, ότι ο Πάουλους ουσιαστικά δεν παρέδωσε τους εναπομείναντες άνδρες του, αλλά τους έσωσε.
Τον πρώτο καιρό, οι αιχμάλωτοι Γερμανοί αξιωματικοί θεωρούν πάντα τον Πάουλους ως διοικητή τους. Ο ίδιος δήλωνε: «Είμαι και παραμένω ναζί. Κανείς δεν μπορεί να αναμένει ότι θα αλλάξω τις απόψεις μου, ακόμη κι αν απειληθώ με ισόβια φυλάκιση».
Τον Ιούλιο του 1943, σε ένα από τα στρατόπεδα Γερμανών αιχμαλώτων δημιουργούνται οι πρώτες ενώσεις αντιφασιστών, που γρήγορα θα μετεξελιχθεί στην «Ενωση Γερμανών Αξιωματικών» με αντιναζιστικά χαρακτηριστικά.
Ο Πάουλους και οι αξιωματικοί του υπογράφουν κοινή δήλωση με την οποία «αποκηρύσσουν» την κίνηση αυτή και τους πρώην συμπολεμιστές τους.
Μέσα σε ένα μήνα όμως, ξαφνικά, ο Πάουλους αφαιρεί την υπογραφή του από την κοινή δήλωση. Αμέσως μετά τον απομακρύνουν από τους άλλους αξιωματικούς και τον φυλακίζουν σε άλλη περιοχή, σε ένα πρώην σανατόριο, σε σαφώς καλύτερες συνθήκες.
Τον πιέζουν να συνεργαστεί με τις σοβιετικές αρχές. Ο Πάουλους θα αρχίζει να ταλαντεύεται από διάφορα γεγονότα, όπως το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, την ολοκληρωτική επιστράτευση στην Γερμανία, όπου δόθηκαν όπλα ακόμη και σε ανήμπορους γερόντους και παιδιά, η καταλυτική ήττα των Γερμανών στην Μάχη του Κουρσκ, αλλά και η ένταξη στην αντιφασιστική ένωση 16 στρατηγών, ανάμεσά τους πολλών φίλων του. Ιδιαίτερα τον επηρέασε η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ και η εκτέλεση των αξιωματικών που συμμετείχαν σε αυτήν, ανάμεσά τους και του φίλου του, αντιστράτηγου, φον Βίτσλεμπεν.
΄Έτσι, μετά από 1,5 χρόνο από την παράδοσή του, ο Πάουλους υπέγραψε δήλωση προς τους Γερμανούς αιχμαλώτους, στην οποία ανέφερε πως η Γερμανία πρέπει να απομακρύνει τον Χίτλερ, να αναλάβει νέα πολιτική διοίκηση με πρώτο στόχο την λήξη του πολέμου και την ειρηνική συνύπαρξη του Γερμανικού λαού με τους άλλους λαούς.
Από εκείνη την στιγμή ο Πάουλους διέρρηξε κάθε σχέση με το ναζιστικό παρελθόν του. Προς μεγάλη δυσάρεστη έκπληξη των πρώην συναδέλφων του ναζιστών υψηλόβαθμων αξιωματικών και στελεχών, θα καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στην Δίκη της Νυρεμβέργης.
Ο Πάουλους έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπου και πέθανε την 1η Φεβρουαρίου του 1957, στην 14η επέτειο της καταστροφής της Στρατιάς του στο Στάλινγκραντ.
πηγή: tvxs.gr
e-prologos.gr