Το σχεδόν άγνωστο αυτό διήγημα του Τσέχοφ με τίτλο «ο Αρχικηπουρός» προέρχεται από τον δεύτερο τόμο μιας ανατολικογερμανικής έκδοση διηγημάτων του Τσέχοφ με ημερομηνία 1947, από τις εκδόσεις «Inzel, Taschenbuecher Verlag» (Εκδόσεις Νήσος, Βιβλία Τσέπης). Η έκδοση ήταν δίτομη. Ο πρώτος τόμος είχε τίτλο «Η Κυρία με το Σκυλάκι και άλλα διηγήματα» και ο δεύτερος «Το Παραστράτημα και άλλα διηγήματα». Την ανθολόγηση και τον επίλογο έκανε ο γερμανός εκδότης, κριτικός ρωσικής λογοτεχνίας και κομμουνιστής Βέρνερ Μπέρτχελ. Την μετάφραση απ’ τα ρωσικά στα γερμανικά έκανε ο σπουδαίος σλαβολόγος Ράινχολντ Τράουτμαν, ο κορυφαίος μεταφραστής ρωσικής λογοτεχνίας. Η δίτομη έκδοση είχε εικονογραφηθεί από δύο ζωγράφους: τον Ούγγρο Αντρέ Καράκας, καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης, και αργότερα, ο γερμανός Λουτς Ζίμπερτ εικονογράφησε τον δεύτερο τόμο. Στο διήγημα αυτό είναι σαφής η επιρροή της κοσμοθεωρίας του Λ. Τολστόι.

Το διήγημα μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Γιάννης Παπαδόπουλος

Πάτμος, Ιανουάριος του 2024

Η διήγηση του αρχικηπουρού

μετάφραση Γιάννης Παπαδόπουλος

επιμέλεια Λαμπρινή Κρικώνη

Στον πορτοκαλεώνα του κόμη Ν. λάμβανε χώρα πώληση δενδρυλλίων. Μόνο μερικοί αγοραστές ήταν εκεί: εγώ, ένας γείτονάς μου κτηματίας και ένας νεαρός ξυλέμπορος. Όσο οι εργάτες μετέφεραν έξω τις μεγαλόπρεπες αγορές μας και τις φόρτωναν στις άμαξες, καθόμασταν στην είσοδο του πορτοκαλεώνα και φλυαρούσαμε για τούτο κι εκείνο. Είναι εξαιρετικά ευχάριστο να κάθεσαι ένα απριλιάτικο πρωινό στον κήπο, να αφουγκράζεσαι τα πουλιά και να βλέπεις πώς τα μεταφερμένα έξω στην ελευθερία τους δενδρύλλια αφήνονταν υγιή στον ήλιο.

Το φόρτωμα των φυτών διεύθυνε ο ίδιος ο κηπουρός, Μιχαήλ Κάρλοβιτς, ένας αξιοσέβαστος ηλικιωμένος άντρας με γεμάτο και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο, φορώντας ένα γούνινο γιλέκο χωρίς πανωφόρι. Όλη την ώρα σιωπούσε, άκουγε όμως προσεκτικά τις συζητήσεις μας και περίμενε μήπως και θα λέγαμε κάτι καινούργιο. Ήταν ένας ευφυής, καλοσυνάτος άντρας που έχαιρε απ’ όλους μεγάλης εκτίμησης. Όλοι, για κάποιο λόγο τον περνούσαν για γερμανό, παρότι ήταν απ’ την πλευρά του πατέρα του σουηδός και απ’ την πλευρά της μητέρας του ρώσος και πήγαινε στην ορθόδοξη εκκλησία. Ήξερε ρωσικά, σουηδικά και γερμανικά, διάβαζε πολύ σ’ αυτές τις γλώσσες και δεν θα μπορούσε κάποιος να του προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από το να του έδινε να διαβάσει ένα καινούργιο βιβλίο ή για παράδειγμα να κουβέντιαζε μαζί του για τον Ίψεν.

Είχε μερικές, αθώες όμως, αδυναμίες: να! Αυτοαποκαλούταν αρχικηπουρός, παρότι δεν υφίστατο υποκηπουρός, η έκφραση του προσώπου του ήταν ασυνήθιστα σπουδαία και αλαζονική. Αντίρρηση δεν επέτρεπε και το εκτιμούσε πολύ αν κάποιος τον άκουγε με σοβαρότητα και προσεκτικά.

«Αυτός εκεί ο νεαρός είναι ένας τρομερός ακαμάτης», είπε ο γείτονας και έδειξε έναν εργάτη με σκούρο τσιγγάνικο πρόσωπο, ο οποίος μόλις είχε περάσει καθισμένος πάνω στην υδροφόρα. «Την περασμένη βδομάδα κρίθηκε στο δικαστήριο της πόλης για ληστεία και αθωώθηκε. Τον θεώρησαν διαταραγμένο αλλά μόνο να, κοιτάξτε τη φάτσα του, είναι απολύτως υγιής. Τον τελευταίο καιρό στη Ρωσία αθωώνονται οι ακαμάτηδες όλο και συχνότερα, τη στιγμή που όλα εξηγούνται λόγω παθολογικής κατάστασης και ψυχικού βρασμού. Εν τω μεταξύ, αυτές οι αθωωτικές αποφάσεις, αυτή η εμφανής επιείκεια και κατανόηση δεν οδηγούν σε τίποτα καλό. Αυτά αποηθικοποιούν τη μάζα, το αίσθημα δικαιοσύνης αμβλύνεται σε όλους γιατί συνηθίζει κανείς να βλέπει ατιμώρητη την κακή πράξη, και, ξέρετε, για την εποχή μας πρέπει να ειπωθεί θαρραλέα με τα λόγια του Σαίξπηρ: “Στη μοχθηρή, ανήθικη εποχή μας, η αρετή πρέπει να παρακαλέσει την αμαρτία για συγχώρεση”».

«Αυτό είναι απολύτως σωστό» συμφώνησε ο έμπορος. «Εξ αιτίας των αθωωτικών αποφάσεων των δικαστηρίων αυξήθηκαν πάρα πολύ οι φόνοι και οι εμπρησμοί. Και αρκεί μόνο τους αγρότες να ρωτήσετε». Ο κηπουρός Μιχαήλ Κάρλοβιτς στράφηκε σε μας και είπε: «Σε ό,τι με αφορά, κύριοί μου, χαιρετίζω πάντοτε με ενθουσιασμό κάθε αθώωση. Δε φοβάμαι για τα χρηστά ήθη και τη δικαιοσύνη. Αντίθετα, όταν ανακοινώνεται το “αθώος” βρίσκω ευχαρίστηση σ’ αυτό. Ακόμη κι αν η συνείδησή μου μού λέει ότι οι ένορκοι διέπραξαν σφάλμα με την αθώωση ενός εγκληματία, εγώ θριαμβολογώ. Κρίνετε μόνοι σας, κύριοί μου: αν ο δικαστής και ο ένορκος πιστεύουν στον άνθρωπο περισσότερο απ’ ό,τι στο αποδεικτικό υλικό και στα λόγια, δε στέκει αυτή η πίστη στον άνθρωπο στην πραγματικότητα ψηλότερα απ’ τη στάθμιση των σκοπιμοτήτων; Η πίστη αυτή είναι μόνο στους λίγους προσιτή, αυτούς που νοιώθουν και κατανοούν το Χριστό».

«Ένας καλός συλλογισμός», είπα εγώ.

«Ναι αλλά ο συλλογισμός δεν είναι καινούργιος. Θυμάμαι πως πριν πολύ καιρό άκουσα για το θέμα αυτό και μάλιστα ένα θρύλο. Έναν πολύ αγαπητό θρύλο», είπε ο κηπουρός και χαμογέλασε. «Μου τον διηγήθηκε η συγχωρεμένη γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου, μια ξεχωριστή ηλικιωμένη γυναίκα. Μου τον διηγήθηκε στα σουηδικά, αλλά στα ρωσικά δε βγαίνει τόσο όμορφα, τόσο κλασικά».

Εμείς όμως τον παρακαλέσαμε να μας διηγηθεί το θρύλο και να μην τον σταματήσει η χοντροκοπιά της ρωσικής γλώσσας. Πολύ ευχαριστημένος απ’ την παράκλησή μας άρχισε να καπνίζει αργά την πίπα του, κοίταξε θυμωμένα τους εργάτες και ξεκίνησε:

«Σε μια μικρή πόλη εγκαταστάθηκε ένας ηλικιωμένος, μοναχικός, ελάχιστα ελκυστικός στην όψη κύριος με το όνομα Τόμσον ή Γουίλσον –αδιάφορο είναι το πώς λεγόταν. Tίποτε δεν εξαρτάται απ’ το όνομα. Είχε ένα ευγενές επάγγελμα: θεράπευε ανθρώπους. Ήταν πάντοτε σκυθρωπός, ελάχιστα ομιλητικός και μιλούσε μόνο όταν το απαιτούσε η δουλειά του. Δεν επισκεπτόταν κανέναν, με κανέναν δεν συνήψε γνωριμία, το πολύ- πολύ ένας σιωπηλός χαιρετισμός και ζούσε λιτά σαν μοναχός. Ήταν μορφωμένος και εκείνο τον καιρό οι μορφωμένοι δεν έμοιαζαν με συνηθισμένους ανθρώπους. Περνούσαν τις μέρες τους και τις νύχτες τους στη βαθιά μελέτη, στο διάβασμα βιβλίων και με τη θεραπεία ασθενειών. Όλα τα άλλα τα έβλεπαν ως κοινά και δεν είχαν καιρό για περιττές κουβέντες. Οι πολίτες της πόλης το αντιλαμβάνονταν πολύ καλά και πάσχιζαν να μην τον επιβαρύνουν με τις επισκέψεις τους και με ανούσιες κουβέντες. Ήταν πολύ χαρούμενοι για το γεγονός πως ο Θεός επιτέλους τους έστειλε έναν άνθρωπο που ένοιωθε να θεραπεύει ασθένειες και ήταν περήφανοι που στην πόλη τους ζούσε ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος.

«Αυτός όλα τα ξέρει», φρόντιζαν να λένε γι’ αυτόν.

Αυτό όμως δεν αρκούσε. Έπρεπε να προστεθεί και κάτι ακόμη: «Όλους τους αγαπάει». Στο στήθος αυτού του μορφωμένου άντρα κτυπούσε η καρδιά ενός αγγέλου. Όπως και θα έπρεπε να είναι, στην πραγματικότητα ήταν γι’ αυτόν φίλοι οι πολίτες της πόλης, δεν ήταν συγγενείς του, αλλά τους αγαπούσε σαν να ήταν παιδιά του και δεν φείδονταν γι’ αυτούς ούτε μια φορά τη ζωή του. Ο ίδιος είχε φυματίωση, έβηχε, αλλά όταν τον φώναζαν για έναν άρρωστο, ξέχναγε την αρρώστια του, δεν φυλαγόταν και αγκομαχώντας βαριά ανέβαινε στα βουνά, όσο ψηλά κι αν ήταν. Δεν νοιαζόταν για το κρύο και την κάψα, περιφρονούσε πείνα και δίψα. Δε δεχόταν χρήματα και -σπάνια περίπτωση- αν του πέθαινε ένας ασθενής, τότε ακολουθούσε, μαζί με τους συγγενείς, το φέρετρο και έκλαιγε.

Και αμέσως έγινε για την πόλη τόσο απαραίτητος, που οι κάτοικοι εκπλήσσονταν και οι ίδιοι, πώς μπορούσαν παλιότερα να αντεπεξέλθουν χωρίς αυτόν. Η αναγνώρισή τους απέναντί του δεν γνώριζε όρια. Ενήλικοι και παιδιά, καλοί και κακοί, έντιμοι και απατεώνες -με μια λέξη- όλοι τον τιμούσαν και γνώριζαν την αξία του. Στην πόλη και στη γύρω περιοχή δεν υπήρχε άνθρωπος που θα αποτολμούσε να του προσάψει κάτι άσχημο ή ακόμη και μόνο να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Όταν εγκατέλειπε το δωμάτιό του, δεν έκλεινε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα, πεισμένος απόλυτα για το ότι δεν υπάρχει κανένας κλέφτης, που θα έπαιρνε την ευθύνη να τον βλάψει. Στη άσκηση της ιδιότητάς του ως γιατρού, έπρεπε συχνά να πορεύεται σε επαρχιακούς δρόμους ανάμεσα σε δάση και βουνά, όπου υπήρχαν ένα σωρό πεινασμένοι αλήτες αλλά αισθανόταν απόλυτα σίγουρος. Μερικές φορές επέστρεφε νύχτα από κάποιον άρρωστο και στο δάσος του επιτίθονταν ληστές. όταν όμως τον αναγνώριζαν, έβγαζαν γεμάτοι σεβασμό μπροστά του τα καπέλα τους και ρωτούσαν μήπως θέλει κάτι να φάει. Όταν τους αντέτεινε πως είναι χορτάτος, τού δώριζαν ένα ζεστό πανωφόρι και τον συνόδευαν ως την είσοδο της πόλης, ευτυχείς, που η μοίρα τούς έδωσε την ευκαιρία να ανταποδώσουν τουλάχιστον με κάτι την ευγνωμοσύνη τους σ’ αυτόν τον μεγαλόψυχο άνθρωπο. Και συνέχισε να διηγείται, λοιπόν, η γιαγιά μου κάτι που γίνεται κατανοητό, ότι και τα άλογα ακόμη και οι αγελάδες και τα σκυλιά τον γνώριζαν και εκδήλωναν τη χαρά τους όταν τον συναντούσαν.

Και αυτός ο άγιος, λόγω του τρόπου ζωής του, άνθρωπος, που φαινόταν απρόσβλητος απ’ όλα τα κακά, που στους υποστηρικτές του αριθμούνταν ακόμη και ληστές και δαιμονισμένοι, βρέθηκε μια ωραία πρωία κτυπημένος θανάσιμα. Πλημμυρισμένος στα αίματα, με ανοιγμένο το κρανίο, κείτονταν στο φαράγγι και το χλωμό του πρόσωπο είχε μια έκφραση έκπληξης. Ναι, όχι τρόμος αλλά έκπληξη είχε παγώσει πάνω στο πρόσωπό του όταν είδε μπροστά του τον φονιά. Μπορείτε τώρα να φανταστείτε τον πόνο που κατέλαβε τους κατοίκους της πόλης και της γύρω περιοχής; Όλοι ήταν σε απελπισία, δεν πίστευαν στα μάτια τους και αναρωτιόντουσαν: Ποιος μπόρεσε να σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο; Οι ανακριτές, οι οποίοι διηύθυναν την έρευνα, στη θέα του πτώματος του γιατρού, εκφράστηκαν ως εξής: «Έχουμε εδώ όλες τις ενδείξεις ενός φόνου, επειδή όμως στον κόσμο δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος, ο οποίος θα μπορούσε να σκοτώσει τον γιατρό μας, προφανώς δεν προκύπτει φόνος και το σύνολο των ενδείξεων υποδεικνύει ένα απλό ατύχημα. Εικάζεται πως ο γιατρός γκρεμίστηκε στο φαράγγι μέσα στο σκοτάδι και κτύπησε θανάσιμα».

Με την γνώμη αυτή συμφώνησε όλη η πόλη. Ο γιατρός θάφτηκε και κανείς δεν μίλησε πια για ένα βίαιο θάνατο. Η ύπαρξη ενός ανθρώπου τόσο χαμηλών ενστίκτων και τόσο αποτρόπαιου ώστε να σκοτώσει το γιατρό, φαινόταν απίθανη. Ακόμη και οι αποτρόπαιες πράξεις έχουν ένα όριο, έτσι δεν είναι;

Ξαφνικά όμως -το φαντάζεστε;- μια σύμπτωση οδηγεί στα ίχνη του φονιά. Είδανε, πως ένας αλήτης, ο οποίος είχε ήδη δικαστεί πολλές φορές και ήταν γνωστός εξαιτίας του ξεπεσμού του, σ’ ένα καπηλειό, έδωσε για να πάρει πιοτό την ταμπακιέρα και το ρολόι, που ανήκαν στο γιατρό. Όταν ανακρίθηκε, βρέθηκε σε σύγχυση και ξεστόμισε ένα εμφανές ψέμα. Διεξήγαγαν έρευνα κατ’ οίκον και στο κρεβάτι του βρέθηκε το πουκάμισό του με ματωμένα τα μανίκια και το νυστέρι του γιατρού με την χρυσή λαβή. Χρειάζονταν περισσότερες αποδείξεις; Έβαλαν τον παλιάνθρωπο στη φυλακή. Οι κάτοικοι ήταν σε μεγάλη αναστάτωση και όμως συγχρόνως έλεγαν: «Δε μπορεί να συμβαίνει! Είναι αδύνατο! Κοιτάξτε προσεκτικά μήπως εδώ υπάρχει κάποια πλάνη. Μπορεί να συμβεί και το αποδεικτικό υλικό να μας ξεγελάει».

Στο δικαστήριο ο φονιάς αρνούταν πεισματικά την ενοχή του. Όλα ήταν εναντίον του και το να μην πείθεται κάποιος για την ενοχή του, είναι το ίδιο ανόητο, σαν να πιστεύει πως ο ήλιος βγαίνει απ’ τη δύση –αλλά οι δικαστές είχαν εμφανώς χάσει τα λογικά τους: έβαζαν κάθε αποδεικτικό στοιχείο, ας το πούμε έτσι, δέκα φορές στη ζυγαριά, κοίταζαν δύσπιστα τους μάρτυρες, κοκκίνιζαν και έπιναν νερό… Νωρίς το πρωί άρχισε η ακροαματική διαδικασία και τελείωσε μόλις το βράδυ.

«Κατηγορούμενε!», απευθύνθηκε ο πρόεδρος στον φονιά. «Το δικαστήριο σε κρίνει ένοχο για τη δολοφονία του γιατρού και σε καταδικάζει στην…»

Ο πρόεδρος ήθελε να πει «στην ποινή του θανάτου», αλλά το χαρτί, που πάνω του βρισκόταν η κρίση του δικαστηρίου, γλίστρησε απ’ τα χέρια του, σκούπισε τον κρύο ιδρώτα απ’ το μέτωπό του και φώναξε: «Όχι! Αν ανακοινώσω μια άδικη κρίση, τότε ας με τιμωρήσει ο Θεός, ορκίζομαι όμως, αυτός είναι αθώος! Δεν μπορώ να επιτρέψω τη σκέψη ότι μπορούσε να βρεθεί ένας άνθρωπος, ο οποίος θα είχε το θράσος να δολοφονήσει τον φίλο μας, τον γιατρό. Ένας άνθρωπος είναι ανίκανος να πέσει τόσο χαμηλά!

«Ναι, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρχει»- συμφώνησαν και οι υπόλοιποι με τον δικαστή.

«Όχι!» απάντησε και το πλήθος. «Αφήστε τον ελεύθερο!»

Ο φονιάς αφέθηκε εντελώς ελεύθερος και ούτε ψυχή δεν παρέσυρε τους δικαστές στη άδικη κρίση. Και ο Θεός, έτσι έλεγε η γιαγιά μου, συγχώρεσε γι’ αυτή τους την πίστη στην ανθρωπιά, όλες τις αμαρτίες των κατοίκων της πόλης. Ο Θεός χαίρεται όταν πιστεύουμε πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του και λυπάται όταν, ξεχνώντας την ανθρώπινη αξία, αποφασίζουμε για τους ανθρώπους με χειρότερο τρόπο απ’ ό,τι για τα σκυλιά. Μπορεί η αθώωση να βλάψει τους ανθρώπους της πόλης, κρίνετε όμως οι ίδιοι ποια ευεργετική επίδραση μπορούσε να έχει πάνω τους αυτή η πίστη στον άνθρωπο. Γιατί η πίστη αυτή δεν πεθαίνει ποτέ, μας ανατρέφει με μεγαλειώδη αισθήματα και μας παρωθεί στο διηνεκές να αγαπήσουμε και να εκτιμήσουμε κάθε άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο. Και τούτο είναι σημαντικό».

Ο Μιχαήλ Κάρλοβιτς είχε τελειώσει τη διήγησή του. Ο γείτονάς μου ήθελε κάτι να αντιτείνει, ο αρχικηπουρός όμως έκανε μια χειρονομία, που σήμαινε ότι δεν του αρέσουν οι αντιρρήσεις. Μετά πήγε προς την άμαξα και συνέχισε, με ακόμη σοβαρότερη έκφραση στο πρόσωπό του, να ασχολείται με τη φόρτωση των φυτών.

πηγή: αντιτετράδια, τ. 137

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το