Δελτίο τύπου
Συλλόγου Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Φοιτητών/τριών Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ΕΚΠΑ
Ο Σύλλογος μας στέκεται στο πλευρό του συναδέλφου, μέλους και πρώην προέδρου του Βασιλείου Γκόνη που συνελήφθη στις 21 Νοεμβρίου 2024, κατηγορούμενος σαν ιδρυτής και μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και για κατοχή οπλισμού και φερόμενος ως μισθωτής της αποθήκης-γιάφκας που βρέθηκε τον ίδιο μήνα στο Παγκράτι.
Το μοναδικό «στοιχείο» βάσει του οποίου βρίσκεται προφυλακισμένος είναι γιατί τον κατέγραψε η κάμερα τράπεζας, να καταθέτει το ενοίκιο της εν’ λόγω αποθήκης σε τραπεζικό λογαριασμό, κάνοντας εξυπηρέτηση σε έναν φίλο.
Ούτε η έρευνα στα σπίτια της οικογένειας του έφερε στο φως κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο, ούτε κλειδιά της αποθήκης βρίσκονταν στην κατοχή του, ούτε εντοπίστηκε γενετικό υλικό, αποτυπώματα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό με εκείνον στον περιβάλλοντα χώρο της.
Οι ιδιοκτήτες της αποθήκης δεν τον αναγνώρισαν ως τον ενοικιαστή τους, ούτε και η δημοσιοποίηση της φωτογραφίας και των στοιχείων της ταυτότητάς του στον Τύπο προσέφερε την παραμικρή πληροφορία εις βάρος του.
Ο μόνος λόγος που βρίσκεται ακόμα στη φυλακή είναι γιατί αρνιέται να καταδώσει εκείνον που του είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια, με την πρόσφατη αίτηση για αποφυλάκιση που κατέθεσε να απορρίπτεται.
Πρόκειται για εξαιρετικό συνάδελφο με συμμετοχές σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες που έχει συνεργαστεί με το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοξενηθεί με την ιδιότητα του ιστορικού σε ραδιοφωνικές εκπομπές, κάτι που αποσιωπάται από τα κυρίαρχα μέσα, καθώς δεν ταιριάζει στο προφίλ του «τρομοκράτη» που προσπαθούν να φιλοτεχνήσουν.
Βρίσκεται στη φάση ολοκλήρωσης της διδακτορικής του διατριβής, την οποία ετοιμαζόταν να υποστηρίξει στο τμήμα μας.
Ζητάμε την άμεση απελευθέρωση του συναδέλφου μας, ώστε αυτός να μπορέσει να επιστρέψει στην οικογένεια και την εργασία του και να προχωρήσει απρόσκοπτα στην έρευνά του.
Σύλλογος Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Φοιτητών/τριών Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ΕΚΠΑ.
Δημοσιεύουμε την πρόσφατη επιστολή του συναδέλφου μας Βασίλη Γκόνη
Στην Η Εφημερίδα των Συντακτών εστάλη ανοιχτή επιστολή του κρατούμενου Βασίλη Γκόνη για την υπόθεση της «γιάφκας του Παγκρατίου»:
Είναι καιρός, μετά από τρεις μήνες που βρίσκομαι προφυλακισμένος στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, να μάθουν από εμένα τον ίδιο οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου, οι συνάδελφοί μου και όποιος άλλος ενδιαφέρεται τι ακριβώς συμβαίνει με τον «49χρονο φιλόλογο» τον φερόμενο ως μισθωτή της αποθήκης-γιάφκας που βρέθηκε τον Νοέμβριο του 2024 στο Παγκράτι.
Τους το χρωστάω.
Στις 21 Νοεμβρίου 2024, αστυνομικοί με συνέλαβαν έξω από το σπίτι μου και στις 27 του ίδιου μήνα προφυλακίστηκα, κατηγορούμενος σαν ιδρυτής και μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και για κατοχή οπλισμού.
Αρχικά είχα κατηγορηθεί και για τοποθέτηση βομβών, αλλά το απέσυραν μόνοι τους.
Ο μοναδικός λόγος που είμαι κατηγορούμενος είναι γιατί με κατέγραψε η κάμερα του υποκαταστήματος της Alpha Bank της γειτονιάς μου να καταθέτω το ενοίκιο μιας αποθήκης που κρύβονταν όπλα.
Τους εξήγησα ότι έκανα την κατάθεση σίγουρος ότι πληρώνω το ενοίκιο της κατοικίας ενός φίλου από τα φοιτητικά μου χρόνια που μου το είχε ζητήσει επειδή αντιμετώπιζε χρόνια οικονομικά προβλήματα.
Τους είπα μάλιστα ότι τον είχα ξαναβοηθήσει με τον ίδιο τρόπο άλλες 2-3 φορές, γιατί πίστευα ότι έχω ηθική υποχρέωση να βοηθάω έναν παλιό γνωστό που είχε ανάγκη.
Ερεύνησαν τα πάντα, για να επιβεβαιωθεί τελικά αυτό που τους έλεγα από την αρχή:
Ότι δεν έχω καμία σχέση με το περιεχόμενο αυτής της αποθήκης, ότι αγνοούσα ακόμη και την ύπαρξή της.
Ότι δεν είναι έγκλημα να καταθέσεις 100 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του σπιτονοικοκύρη κάποιου όντας βέβαιος ότι τον βοηθάς να αποφύγει την έξωση.
Δεν έκρυψα τίποτα, η έρευνα στο σπίτι μου και στο σπίτι της μητέρας μου δεν έφερε στο φως κανένα απολύτως ενοχοποιητικό στοιχείο.
Ούτε κλειδιά της αποθήκης είχα ούτε βρέθηκε γενετικό υλικό ή αποτυπώματα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό με εμένα στον περιβάλλοντα χώρο της.
Οι ιδιοκτήτες της αποθήκης δεν με αναγνώρισαν ως τον ενοικιαστή τους, ούτε βέβαια και η δημοσιοποίηση της φωτογραφίας μου και των στοιχείων της ταυτότητάς μου στον Τύπο προσέφερε την παραμικρή πληροφορία εις βάρος μου.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να βρίσκομαι έγκλειστος, κατηγορούμενος για αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα χωρίς αποδείξεις;
Η έλλειψη ενοχοποιητικών αποδείξεων υποκαταστάθηκε από αυθαίρετους «ενοχοποιητικούς» συλλογισμούς του τύπου «άνοιξε την πόρτα της τράπεζας με τον πήχη του χεριού του και όχι με την παλάμη», «περπάταγε το βράδυ [μετά το φροντιστήριο] στη γειτονιά του και άλλαζε δρόμους αδικαιολόγητα», «άφηνε ρούχα και παπούτσια σε κάδους σκουπιδιών» κοκ.
Σαν κορυφαίο ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον μου θεωρήθηκε ότι δεν κατέδωσα αυτόν που μου είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια.
Όμως το δικό μου αξιακό σύστημα δεν επιτρέπει αυτό που από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου απαιτούσαν με κάθε εκβιαστικό τρόπο: να ανταλλάξω την ελευθερία μου με κατάδοση άλλου.
Ζητάω την απελευθέρωσή μου επειδή δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο, όχι σαν αντάλλαγμα κατάδοσης. Επιθυμώ δικαιοσύνη, όχι εκδίκηση.
Από την ημέρα της σύλληψής μου η ζωή μου σταμάτησε.
Έχασα την ελευθερία μου, στερήθηκα τους ανθρώπους μου, έχασα τη δουλειά μου.
Διέκοψα απότομα την επιστημονική και ερευνητική μου δραστηριότητα καθώς, όταν με συνέλαβαν, ολοκλήρωνα τις διορθώσεις στη διδακτορική μου διατριβή την οποία ετοιμαζόμουν να υποστηρίξω στον τομέα Ιστορίας του ΕΚΠΑ, με θέμα τις εκκαθαρίσεις του διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1911 έως το 1975.
Προβλήθηκε βέβαια από τον Τύπο η επαγγελματική μου ιδιότητα ως φιλολόγου καθηγητή σε φροντιστήριο, παράλληλα όμως ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας και ανήκω σε μια κοινότητα ερευνητών ιστορικών με δημόσιο λόγο και παρουσία.
Έχω συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες, έχω συνεργασθεί με το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχω μιλήσει με την ιδιότητα του ιστορικού στο ραδιόφωνο. Αυτή η δημόσια ακαδημαϊκή μου δραστηριότητα αποσιωπήθηκε από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, γιατί προφανώς δεν επιβεβαιώνει το προφίλ του «τρομοκράτη» που προσπάθησαν να φιλοτεχνήσουν για μένα.
Η ιδιότητα του ερευνητή ιστορικού δικαιολογεί και την ύπαρξη των «χιλιάδων εγγράφων, βιβλίων και ψηφιακών αρχείων» που, όπως ανέφερε ο Τύπος, βρέθηκαν στο σπίτι μου. Ένας ερευνητής και γράφει και διαβάζει πολύ. Με ποια λογική, όμως, τα δικαστικά έγγραφα που με παραπέμπουν σε δίκη στοιχειοθετούν την κατηγορία συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση με βάση βιβλία που κατάσχεσαν από τη βιβλιοθήκη μου, όπως των Λ. Καλλιβρετάκη «Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο», Μ. Χαραλαμπίδη «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», «Οι Δωσίλογοι», Κ. Κορνέτη «Τα παιδιά της δικτατορίας», Γ. Στεφανίδη «Ανεπιθύμητοι και αναλώσιμοι. Οι αντάρτες του συνταγματάρχη Ψαρρού και ο κατοχικός εμφύλιος 1943-44», Μ. Μπόση «Περί του ορισμού της τρομοκρατίας», Κλ. Γρίβα «Τρομοκρατία», H. Winkler «Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933», I. Zbarsky «Οι ταριχευτές του Λένιν» και το συλλογικό έργο «Universities under Dictatorship» (Pennsylvania State University Press).
Εντός του τελευταίου μάλιστα διάβασα στην έκθεση κατάσχεσης ότι βρέθηκε σημείωμα στο οποίο αναγράφονται με μπλε μελάνι τα ονόματα «Βολονάκης» και «Κόλιας». Τι ενδιαφέρον να έχουν άραγε για την Αντιτρομοκρατική δύο καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή από το 1950 και το 1973 αντίστοιχα; Μήπως, τέλος, όλα τα παραπάνω ανήκουν σε κάποια λίστα απαγορευμένων βιβλίων που θα έπρεπε όλοι να γνωρίζουν, μην τυχόν βρεθούν στη θέση που βρίσκομαι εγώ;
Η πρόσφατη αίτηση αποφυλάκισης που κατέθεσα μετά από τρεις μήνες που βρίσκομαι προφυλακισμένος απορρίφθηκε. Ο χωρισμός από τους δικούς μου, ιδίως από την υπερήλικη μητέρα μου, που με χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλον, τους φίλους και τους συναδέλφους μου, είναι επώδυνος. Όλοι τους όμως βρέθηκαν δίπλα μου από την πρώτη στιγμή, με στήριξαν και θα συνεχίσουν να με στηρίζουν. Είμαι ευγνώμων σε όλους.
Το κείμενο αυτό είναι πρώτα απ’ όλα ένα ευχαριστώ στους δικούς μου ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υποφέρει όλο αυτό το διάστημα από τη διαπόμπευσή μου από μερίδα του Τύπου που προχώρησε σε χαρακτηρισμούς (εν είδει υποθέσεως πάντα) και μου απέδωσε κατηγορίες οι περισσότερες εκ των οποίων ούτε καν περιλαμβάνονται στη δικογραφία μου.
Θέλω να ακουστούν τα γεγονότα και από τη δική μου πλευρά.
Ας μαθευτεί επιτέλους ότι κατηγορούμαι άδικα, για εγκλήματα που δεν έχω διαπράξει, με αφορμή μια ανθρωπιστική μου πράξη.
Ωστόσο, η περιπέτειά μου αυτή δεν θα με κάνει να χάσω την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους.
Yπογραφή: Ο «49χρονος φιλόλογος»
e-prologos.gr