Η μεγαλειώδης ενωτική πανεργατική-παλλαϊκή κινητοποίηση της 28ης Φεβρουαρίου δεν αποτέλεσε μόνο έκφραση της οργής που έχει συσσωρευτεί στην ελληνική κοινωνία από την προκλητική πολιτική της συγκάλυψης ενός προδιαγεγραμμένου κυβερνητικού εγκλήματος, αλλά ταυτόχρονα συμπύκνωσε, ως ένας μεγάλος απεργιακός αγώνας, την έκφραση οργής ενάντια συνολικά στην κυβερνητική πολιτική, πολιτική της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της απόγνωσης στην οποία έχει καταδικάσει ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού.

Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που με αφορμή τη δημοσιοποίηση στοιχείων του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το 2024, ο Μητσοτάκης βρήκε την ευκαιρία να στήσει ένα από τα γνωστά του επικοινωνιακά κόλπα, πανηγυρίζοντας με τις αυξήσεις του μέσου μισθού σε σχέση με το 2023 και το 2019 (7,2% και 28,3% αντίστοιχα), δηλώνοντας μάλιστα σίγουρος ότι θα επιτευχθεί ο προεκλογικός στόχος της κυβέρνησης και το 2027 (τότε δηλαδή που ολοκληρώνεται η παρούσα τετραετία και που σύμφωνα με άλλη δήλωση του θα γίνει και πιο ασφαλής ο σιδηρόδρομος…), στην Ελλάδα ο μέσος μισθός να είναι στα 1.500 ευρώ και ο κατώτατος -που αφορά μεγαλύτερο ενδεχομένως αριθμό εργαζομένων- στα 950 ευρώ.

Ωστόσο, η πλασματική ευφορία που επιδιώκει να εμφανίσει ο Μητσοτάκης επικαλούμενος τις περιβόητες αυξήσεις, καταρρέει πρωτίστως από την ίδια την πραγματικότητα, αλλά όχι μόνο. Ακόμη και από τα επίσημα στοιχεία φορέων όπως το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, για τα έξι στα δέκα νοικοκυριά τα χρήματα τελειώνουν στις 19 του μήνα και στον μέσο όρο των νοικοκυριών ο μισθός δεν επαρκεί και τελειώνει στις 27 του μήνα. Παρά τις ονομαστικές αυξήσεις, η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί παρά οριακά ενώ για κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού, όπως τα πολυμελή νοικοκυριά και οι μικρομεσαίοι, υπάρχει επιδείνωση.

Άλλωστε, όπως είναι αυτονόητο και επιβεβαιώνεται από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, άλλο ο ονομαστικός καθαρός μισθός που μπαίνει στην τσέπη του κάθε μισθωτού και άλλη είναι η αγοραστική δύναμη του μισθού. Μάλιστα, με βάση τον υπολογισμό που κάνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, χρησιμοποιώντας τον μαθηματικό τύπο καθορισμού του καθαρού μισθού από τις επίσημες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, ο μικτός μισθός των 1342 ευρώ, αφαιρώντας τους φόρους και τις εισφορές, ανέρχεται στα 1044 ευρώ καθαρά. Η αγοραστική δύναμη του καθαρού ονομαστικού μέσου μισθού το 2024, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι η εξής: «ο πραγματικός καθαρός μέσος μισθός το 2024 ανέρχεται στα 885 ευρώ. Το 2020 ήταν 839 ευρώ. Άρα η πραγματική αγοραστική δύναμη του καθαρού μέσου ονομαστικού μισθού αυξήθηκε μόλις 49 ευρώ σε διάστημα τετραετίας. Με βάση δε τον δείκτη τιμών των τροφίμων, ο «αποπληθωρισμένος» καθαρός μέσος μισθός του 2024 είναι ακόμα χαμηλότερος, μόλις στα 799 ευρώ».

Το μέγεθος της εξαθλίωσης στο οποίο έχει περιέλθει μεγάλο πλήθος εργαζομένων αποτυπώνεται σε άλλη μελέτη του ινστιτούτου σύμφωνα με την οποία, τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους γυρίζουν από τη δουλειά όχι απλώς κουρασμένοι αλλά εξαντλημένοι, ενώ για τους εργαζόμενους στην εστίαση και τον τουρισμό τα ποσοστά σωματικής εξάντλησης φτάνουν το 83% του συνόλου.

Αναμφίβολα αυτή η κατάσταση μεγάλης οικονομικής φτώχειας και εκμετάλλευσης αποτέλεσε έναν ακόμη λόγο για τη μεγάλη συμμετοχή των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων στην απεργία και τα αντικυβερνητικά συλλαλητήρια στις 28 Φλεβάρη.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το