Τους συνάντησαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχ. Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος ως διερμηνέας.
Από το σημείο αυτό και μετά η χώρα βρισκόταν υπό φασιστική κατοχή, αν κι έμενε ακόμη να δοθεί η μάχη της Κρήτης.
Ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών δια στόματος Κώστα Σταυρόπουλου ανακοινώνει:
Η προσωρινή Γερμανική Διοίκηση εγκαθίσταται για λίγο στο ξενοδοχείο» Μεγάλη Βρετανία» ενώ γερμανικό απόσπασμα ανεβαίνει στην Ακρόπολη, και υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς, υψώνει την Γερμανική Σημαία με το αγκυλωτό σταυρό.
Στις 23 Απρίλη, τέσσερις μέρες πριν πέσει η Αθήνα στα χέρια των Γερμανών, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση έφυγαν για την Κρήτη, αφήνοντας σαν «οπισθοφυλακή» τον υφυπουργό Ασφαλείας του μεταξικού καθεστώτος, Κ. Μανιαδάκη, ο οποίος είχε και τη …φροντίδα να παραδοθούν δέσμιοι οι 2.000 περίπου φυλακισμένοι και εξόριστοι αγωνιστές, κυρίως κομμουνιστές.
Μέσα στη γερμανική πρεσβεία της Αθήνας ορκίζεται από έναν παπά – ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε – η πρώτη προδοτική κυβέρνηση υπό τον Στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, με “υπουργούς” τους στρατηγούς Π. Δεμέστιχα, Γ. Μπάκο, Χ. Χατζημήτρο, Ν. Μάρκου, Σ. Μουτούση, τον Πλοίαρχο Ι. Παπαδόπουλο, τους καθηγητές Α. Λιβιεράτο. Κ. Λογοθετόπουλο, Ν. Λούβαρη και τον μεγαλέμπορο Π. Χατζημιχάλη.
Η προπαγάνδα της υποταγής
Η κατοχή βέβαια της χώρας, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν, όσο αρνητική ψυχολογία κι αν δημιουργούσε, δεν πτόησε το φρόνημα του ελληνικού λαού, γεγονός που φαίνεται αν αναλογιστεί κανείς το κύμα αντίστασης που εκδηλώθηκε το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Εντούτοις δεν έλειψαν οι φωνές που, από την πρώτη στιγμή, συνιστούσαν υποταγή. Κι ήταν η άρχουσα τάξη που συνιστούσε στο λαό να καθίσει ήσυχος. Ηταν ο Τύπος της που πότιζε τις ψυχές με το δηλητήριο της συνθηκολόγησης.
Στο ίδιο μήκος κύματος η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» συμπλήρωνε: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος… Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
e-prologos.gr