ΨΗΦΙΣΜΑ
ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΠΘ
Τα μέλη της ΓΣ του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ δηλώνουμε την αντίθεσή μας με τον πρόσφατο νόμο για την Ανώτατη Παιδεία, ο οποίος καταργεί την τεχνολογική εκπαίδευση και συγχωνεύει τα ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν εντάσσεται σε έναν γενικότερο και μακροπρόθεσμο εκπαιδευτικό και αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας και των περιφερειών της σε συνάρτηση με την παραγόμενη επιστημονική γνώση από τα Α.Ε.Ι. της χώρας και δεν βασίζεται σε έγκυρες, κατά τη διεθνή πρακτική, μελέτες σκοπιμότητας για τις ακαδημαϊκές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους, που συνδέονται με την ίδρυση των νέων Πανεπιστημίων. Οι σχετικές αποφάσεις πάρθηκαν με διαβούλευση μόνο με τους άμεσα ενδιαφερόμενους και με πελατειακές παραχωρήσεις προς τους τοπικούς πανεπιστημιακούς, αυτοδιοικητικούς και κοινοβουλευτικούς παράγοντες.
Οι συνέπειες του νόμου αυτού θα είναι πολύ σοβαρές για το σύνολο της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας:
• Η ένταξη υφιστάμενων προγραμμάτων σπουδών των Τ.Ε.Ι. σε Α.Ε.Ι. με τον πρόχειρο τρόπο που γίνεται δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την επιστημονική και επαγγελματική αξία των πτυχίων.
• Το συνονθύλευμα πτυχίων και αποφοίτων, με διετή – τριετή – τετραετή και πενταετή Προγράμματα Σπουδών για ψευδεπίγραφα ίδια ή παρόμοια γνωστικά αντικείμενα αναπόδραστα οδηγεί, αφενός, σε ανατροπή του πλαισίου των επαγγελματικών προσόντων και στη συμπίεση των δικαιωμάτων στην εργασία και στις αμοιβές όλων, προς «τα κάτω» σε ένα θολό τοπίο επαγγελματικών δικαιωμάτων.
• Το εκπαιδευτικό προσωπικό (Ε.Π.) των Τ.Ε.Ι. εντάσσεται σε βαθμίδες καθηγητών Πανεπιστημίου χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των προσόντων του, με καινοφανείς διαδικασίες που δεν έχουν καμιά σχέση με την καθιερωμένη διαδικασία εκλογής μελών ΔΕΠ. Η ένταξη σε θέσεις καθηγητών Πανεπιστημίου θα πρέπει να γίνει για όλες τις βαθμίδες μετά από διαδικασία αξιολόγησης από επιτροπές κρίσης με τη διαδικασία αλλά και με τα κριτήρια που κρίνονται οι Καθηγητές Πανεπιστημίου.
• Για τα πολυάριθμα νέα τμήματα εξαγγέλλεται ότι θα ενισχυθούν με ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, ενώ από την άλλη δεν διατίθενται αναγκαίοι πόροι για να καλύψουν τεράστια και επείγοντα υπάρχοντα κενά που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω των συνθηκών υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, με συνέπεια να χάνονται γνωστικά αντικείμενα και να απειλείται το επίπεδο των σπουδών σε υφιστάμενες ακαδημαϊκές μονάδες.
Στο πεδίο των Επιστημών της Αγωγής ο νέος νόμος προκαλεί σοβαρότατα προβλήματα:
• Η δημιουργία του Τμήματος Επιστημών της Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Εργασίας είναι αποτέλεσμα της παράταιρης συγχώνευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών με το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΤΕΙ, πλήττει την επιστημονική ταυτότητα των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης της χώρας και καθιστά ακαθόριστη τη σταδιοδρομία των πτυχιούχων του. Επειδή το νεοσυσταθέν Τμήμα δεν θεραπεύει πλέον το διακριτό επιστημονικό πεδίο των Επιστημών της Αγωγής, η επαγγελματική υπόσταση των αποφοίτων του είναι απροσδιόριστη, καθώς δεν αντιστοιχεί πλέον σε καθορισμένη θέση εργασίας στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό, παράλληλα, θέτει υπό αμφισβήτηση τα επαγγελματικά δικαιώματα όλων ανεξαιρέτως των δασκάλων, εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ακόμη, λόγω του προσανατολισμού του προγράμματος σπουδών του συγκεκριμένου Τμήματος ορθώνονται εμπόδια σε ενδεχόμενες μετεγγραφές φοιτητών του σε άλλα Παιδαγωγικά τμήματα της χώρας.
• Η μεταφορά της Επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στο ΕΑΠ, η μετατροπή της σε εξ αποστάσεως και η συνακόλουθη επιβολή διδάκτρων, υποβαθμίζουν τη σημασία, ουσιαστική και συμβολική, μιας ζωτικής διαδικασίας για το σχολείο, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Η ανάθεση της επιμορφωτικής διαδικασίας στο ΕΑΠ, με την αιτιολογία ότι έχει τεχνογνωσία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αναγορεύει την κατοχή μιας αυτονόητης δεξιότητας επιπέδου τεχνικού εγχειριδίου, καθώς και την αυτονόητη επίσης, γραμματειακή υποστήριξη ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος σε μείζονα κριτήρια επιλογής για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Παραβλέπεται όμως, το βέβαιο και αληθινό, δηλαδή το γεγονός ότι το ΕΑΠ δεν έχει ποτέ μελετήσει και ερευνήσει τον σχολικό θεσμό, ούτε έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν επιμόρφωση εκπαιδευτικών. Απαξιώνεται επομένως, η μακροχρόνια συνεισφορά των Παιδαγωγικών Τμημάτων σ’ αυτήν την κρίσιμης σημασίας διαδικασία για το μέλλον της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό των Παιδαγωγικών Τμημάτων, με συνεχή έρευνα και μελέτη σε βάθος των ζητημάτων της εκπαίδευσης, του σχολικού θεσμού και των υποκειμένων της μαθησιακής διαδικασίας παράγει διαρκώς νέα γνώση και κατάρτιση, η οποία συγκροτεί και διαμορφώνει τις μορφωτικές του εμπειρίες που προσφέρει αδιάλειπτα εδώ και δεκαετίες σε ποικίλες μορφές και δομές επιμόρφωσης σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
• Η σαρωτική λογική της υπαγωγής των Πειραματικών σχολείων στις αρμόδιες διευθύνσεις εκπαίδευσης και όχι στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης, αποστερεί από τα Τμήματα ένα πεδίο κρίσιμης σημασίας για τη γέννηση, ολοκλήρωση και δοκιμασία της γνώσης των Επιστημών της Αγωγής. Και από τους φοιτητές τους επίσης, αποστερεί ένα πεδίο κρίσιμης σημασίας για τη συστηματική εφαρμογή της θεωρητικής τους εκπαίδευσης, για την απόκτηση κατάρτισης και εμπειρίας που συνεισφέρουν στην ανάπτυξή τους ως επιστημόνων και επαγγελματιών. Ακόμη, επειδή τα Πειραματικά σχολεία είναι το πεδίο που μπορεί να αναπτυχθεί η γόνιμη επικοινωνία του Πανεπιστημίου με την κοινωνία και να αναδειχθεί η κοινωνική χρησιμότητα της Επιστημών της Αγωγής, τόσο ο σχεδιασμός και η οργάνωση του έργου τους μαζί με την επιστημονική εποπτεία και τον έλεγχό τους, όσο και η επιλογή του διδακτικού προσωπικού που θα τα στελεχώσει, είναι απαραίτητο να ανατεθεί στα Παιδαγωγικά Τμήματα της χώρας.
———Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr