Για τα 102 χρόνια από το θάνατό του αμερικανού συγγραφέα Τζακ Λόντον (22/11/1916), παρατίθεται το κείμενό του με τίτλο «Πώς έγινα σοσιαλιστής», το οποίο γράφτηκε το 1905. Παρότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ζώσα εμπειρία σε σχέση με τη θεωρία, παρουσιάζει με παραστατικό τρόπο την αλλαγή της κοσμοθεωρίας του. Το μεγαλύτερο μέρος του μεταφρασμένου κειμένου βρίσκεται στο “Ριζοσπάστη” φ.6380, Σάββατο 4 Γενάρη 1930, σ.3 και φ.6381, Κυριακή 5 Γενάρη 1930, σ.3. Τροποποιήθηκε με βάση τη σημερινή ορθογραφία, ενώ προσθέσεις τμημάτων που έλειπαν μεταφράστηκαν με βάση το κείμενο στα αγγλικά το οποίο βρέθηκε εδώ.
***
Τζακ Λόντον: Πώς έγινα σοσιαλιστής
Μ’ όλη την ειλικρίνεια, πρέπει να πω ότι γίνηκα σοσιαλιστής σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο που οι τεύτονες παγανιστές προσχώρησαν στο Χριστιανισμό: σφυρηλατήθηκε μέσα μου.
Όταν προσηλυτίστηκα δεν αποζητούσα το σοσιαλισμό, μα τον πολεμούσα. Νέος και αδαής, δεν είχα καμμιά αντίληψη της ζωής και χωρίς καν να υποψιάζομαι την ύπαρξη της σχολής που λέγεται “Ατομικισμός”, τραγουδούσα μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου τον παιάνα του δυνατού.
Κι όλα αυτα γιατί και εγώ ο ίδιος ήμουν δυνατός. Είχα εξαίρετη υγεία και χάλκινα ποντίκια, ιδιότητες που εύκολα αναγνωρίζονταν. Είχα περάσει την παιδική μου ηλικία στις φάρμες της Καλιφόρνιας, τη προεφηβική μου ζωή πουλώντας εφημερίδες στους δρόμους μιας υγιούς πόλης της δυτικής Αμερικής και την εφηβική μου ηλικία στα νερά του κόλπου του Αγ. Φραγκίσκου στον Ειρηνικό Ωκεανό. Λάτρευα τη ζωή του καθαρού αγέρα και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έκανα τις σκληρότερες δουλιές. Μην έχοντας καμμιά ειδίκευση, περνούσα από το ένα επάγγελμα στ’ άλλο, κοιτούσα τον κόσμο και τον θαύμαζα χωρίς επιφύλαξη.
Το επαναλαμβάνω. Η αισιοδοξία αυτή οφειλόταν στην υγεία μου και τη δύναμή μου. Δεν υπόφερα ούτε από αδυναμία, ούτε από αρρώστια. Ποτέ εργοδότης δεν μ’ έδιωξε για ανικανότητα φυσική, εύρισκα πάντα δουλιά ως ναύτης ή απλός εργάτης.
Για όλες αυτές τις αιτίες, θριαμβεύοντας με τη νιότη μου κι έτοιμος να μπω στη γραμμή για τη δουλιά και τη μάχη, ήμουν σφοδρός ατομικιστής. Φαινόμενο ολωσδιόλου φυσικό, γιατί στην πάλη της ζωής δεν κέρδιζα. Από τότε θεωρούσα το παιχνίδι αυτό, όπως το έβλεπα – ή τουλάχιστον, όπως νόμιζα πως τό’βλεπαν οι άλλοι – σαν παιχνίδι για άντρες. Να γίνει κανείς άντρας, να το ρητό που είχα χαράξει στην καρδιά μου. Να τρέξω στην περιπέτεια, να μπω στο χορό, και να κάνω μια δουλιά άντρα (ακόμα και με μισθό παιδιού), να το ιδανικό που πάνω από τ’ άλλα κρατούσε την καρδιά μου.
Αντιλαμβανόμουν την προοπτική ενός κυματισμένου μα ατελείωτου μέλλοντος. Τού ‘δινα ό,τι έπαιρνα για το αρσενικό αυτό παιχνίδι και εξακολουθούσα να προχωρώ, χωρίς χτυπήματα, με γερή υγεία και γερά ποντίκια.
Όπως το είπα κιόλας, το μέλλον αυτό μου φαινόταν απέραντο. Έμπαινα, γεμάτος θράσσος, σε μιαν ατέλειωτη ζωή σαν ένα από τα χτήνη του Νίτσε, χαρούμενος βαγαπόντης που καταχτούσε τον κόσμο με μόνη ιδιότητα τη φυσική του ανωτερότητα και δύναμη.
Όσο για τους δυστυχείς, τους άρρωστους, τους γέρους και τους σακάτηδες, ομολογώ πως δεν τους σκεφτόμουνα καθόλου. Ένοιωθα συγχυσμένα πώς, εκτός αν συμβεί κάτι απρόοπτο, τους ήταν δυνατό να γίνουν τόσο καλοί όσο και γω, αν πραγματικά πάσχιζαν. Τα ατυχήματα; Ε, λοιπόν, αυτά αντιπροσώπευαν τη μοίρα γραμμένη με μεγάλα γράμματα, και δεν ξεφεύγει κανείς από την τύχη του. Το Βατερλώ ήταν για το Ναπολέοντα ένα ατύχημα της Μοίρας, μα το γεγονός αυτό δεν λιγόστευε καθόλου μέσα μου την επιθυμία να γίνω και γω καινούργιος Ναπολέοντας.
Εξάλλου, η αισιοδοξία που εμπνέεται από ένα στομάχι ικανό να χωνέψει σίδερα και από ένα σώμα που ήκμαζε παρά τις στερήσεις, δεν μ’ άφηνε να σκέφτομαι για απροσδόκητα γεγονότα, έστω και ως ελάχιστα συνδεόμενα με την ένδοξη προσωπικότητά μου.
Ελπίζω να ‘δειξα καθαρά την επιμονή μου να προσκολληθώ στην ευγενή ράτσα των καλοφτιαγμένων ανθρώπων, ευνοουμένων της φύσης. Χωρίς να ‘χω διαβάσει τον Καρλάιλ, ούτε τον Κίπλιγκ, κατασκεύασα ένα κοινωνικό ευαγγέλιο που σκίαζε το δικό τους. Για μένα η εργασία ήταν το παν στη γη, η αγίαση κι η σωτηρία του ανθρώπου… Η υπερηφάνεια που αποκόμιζα από μια μέρα καλοφτιαγμένης δουλιάς θα σας ήταν αδιανόητη. Μου είναι σχεδόν αδιανόητη όσο το σκέφτομαι τώρα. Ήμουν ο ιδεώδης μισθωτός σκλάβος, ο τύπος του σκλάβου, ευτυχής για τη δουλεία του. Το να φυγοπονώ ή να κακολογώ τον άνθρωπο που μου ‘δινε ένα μεροκάματο μου φαινόταν κατ’ αρχή λάθος προς τον εαυτό μου κι ύστερα απέναντι του εργοδότη. Εξομοίωνα σχεδόν την αμαρτία αυτή προς μια προδοσία.
Μ’ άλλα λόγια, ο χαρούμενος ατομικισμός μου κυριαρχούνταν από την ορθόδοξη αστική ηθική. Διάβαζα τις αστικές εφημερίδες, άκουγα τους αστούς ρήτορες και επευφημούσα με όλη μου τη δύναμη τους ανούσιους ήχους των αστών πολιτικών.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως, αν άλλα γεγονότα δεν είχαν αλλάξει κατεύθυνση στην καριέρα μου, θα καταντούσα ένα τομάρι απεργοσπάστη (ένας από τους αμερικάνους ήρωες του Προέδρου Έλιοτ), και το κεφάλι μου και τα επαγγελματικά μου ταλέντα θα καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα από το ρόπαλο ενός μαχόμενου συνδικαλιστή.
Την εποχή αυτή μόλις είχα κλείσει τα 18 χρόνια και γύριζα από ένα ταξίδι 7 μηνών, όταν ο διάβολος μού μπήκε να αρχίσω τις βαγαποντιές. Άφησα τη χώρα της δύσης που οι εργάτες, επειδή ήσαν σπάνιοι, δεν είχαν παρά τη στενοχώρια της εκλογής για να βρουν δουλιά και έφτασα στα βιομηχανικά κέντρα της Ανατολής. Εκεί δεν εχτιμούσαν τους ανθρώπους περισσότερο από τις πατάτες και αυτοί αλληλοφαγωνόντουσαν για να βρουν δουλιά.
Η τελευταία αυτή περιπέτεια με ανάγκασε να αντιμετωπίσω τη ζωή από εντελώς νέα πλευρά. Είχα κατρακυλήσει από το προλεταριάτο σε αυτό που στους κοινωνιολόγους αρέσει να αποκαλούν “το κατώτερο 10%” και άρχισα να ανακλύπτω τον τρόπο με τον οποίο αυτό το δέκατο προσλαμβανόταν.
Βρήκα κει μια σωρεία φτωχών διαβόλων που με εχτιμούσαν και που είχαν ενσωματώσει στον ίδιο με μένα βαθμό, το χτήνος του Νίτσε. Φαντάρους, ναύτες, εφημεριδοπώλες, με ξεσκισμένα μέλη, παραμορφωμένους από τη δουλειά, τις στερήσεις και τα δυστηχήματα.
Περπάτησα μαζί τους παρέα, χτύπησα μ’ αυτούς τις αφιλόξενες πόρτες και κουλουριάστηκα πλάι τους στα εμπορικά βαγόνια και στους πάγκους των δημοσίων κήπων, ακούοντας την πένθιμη ιστορία της ζωής τους. Είχαμε ντεμπουτάρει κατ’ από τους ίδιους ευτυχείς οιωνούς. Το σώμα και το στομάχι τους λειτουργούσαν, αν όχι καλύτερα, εξίσου με τα δικά μου, κι όλες αυτές οι υπάρξεις κατέληξαν στο σφαγείο, μπρος στα μάτια μου, στο βάθος της κοινωνικής αβύσσου.
Και καθώς τους άκουγα, το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί. Η γυναίκα του δρόμου κι ο άντρας του οχετού δεν μου ήσαν πια ξένοι. Έβλεπα τον πίνακα της κοινωνικής Αβύσσου τόσο καθαρά, σα να ‘ταν κάτι συγκεκριμένο. Ομολογώ πως μ’ έπιασε τρόμος. Τι θα γινόταν, σκεφτόμουνα, αν με εγκατέλειπεν η δύναμή μου; Όταν πια δε θα μπορούσα να μετρηθώ με τους ανθρώπους της ερχόμενης γενιάς;
Τότε φορμουλάρισα τον ιεροπρεπή τούτον όρκον.
“Όλη μου τη ζωή κοπίασα σαν αγροίκος και, μετρώντας τις μέρες της δουλιάς μου βρίσκω πως ειμαι κοντύτερα παρά ποτέ άλλοτε, στο βάθος της αβύσσου. Βέβαια, θα βγω απ’ αυτη την άβυσσο, μα όχι με τη δύναμη των ποντικιών μου. Τέλειωσαν τώρα για μένα οι αγγαρείες του δεσμώτη! Ο Θεός να με κάψει αν κάνω πια μια μέρα φυσική δουλιά, παραπάνω από όσο πρέπει απόλυτα να κάνω”.
Και είμαι πολύ απασχολημένος από τότε που ξέφυγα από την κοπιαστική δουλιά.
Συμπτωματικά, ενώ είχα κάνει μερικές δεκάδες χιλιάδες μίλια μέσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, έφτασα ως το Νιαγάρα, όπου με συνέλαβε ένας αστυφύλακας κυνηγός κεφαλών, στερήθηκα το δικαίωμα να δηλώσω αθώος ή ένοχος, καταδικάστηκα σε φυλάκιση 30 ημερών επειδή δεν είχα σταθερό τόπο διαμονής και εμφανή μέσα διαβίωσης, μου πέρασαν χειροπέδες και με έβαλαν σε μια σειρά με ανθρώπους που πέρασαν παρόμοια πράγματα, με μετέφεραν στο Μπάφαλο, στη φυλακή της κομητείας του Ήρι, μου κούρεψαν το κεφάλι και μου ξύρισαν το μουστάκι, μου φόρεσαν τη στολή με τις ρίγες, με εμβολίασε υποχρεωτικά ένας φοιτητής ιατρικής που έκανε την πρακτική του πάνω μας, μας έβαλαν να περπατάμε στρατιωτικά και να δουλεύουμε κάτω από το βλέμμα φρουρών που κρατούσαν καραμπίνες Γουίντσεστερ, κι όλα αυτά γιατί επιδίωξα μια περιπέτεια σαν αυτή των ξανθών χτηνών. Περαιτέρω λεπτομέρειες ο συγγραφέας δεν θα πει, παρότι μπορεί να υπαινιχθεί ότι ο πληθωρικός του εθνικός πατριωτισμός καταλάγιασε και ξεβράστηκε από τα βάθη της ψυχής του κάπως – τουλάχιστον, καθώς μετά από αυτή την εμπειρία βρίσκει ότι νοιάζεται περισσότερο για τους άντρες, τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά παρά για φαντασιακά γεωγραφικά σύνορα.
Για να επιστρέψω στη μετατροπή μου σε σοσιαλιστή. Πιστεύω πως είναι προφανές πως ο σφοδρός ατομικισμός μου βρήκε πράγματι από μέσα μου και κάτι άλλο σφυρηλατήθηκε στη θέση του. Όμως, όπως είχα γίνει ατομικιστής χωρίς να το γνωρίζω, έτσι έγινα και σοσιαλιστής χωρίς να το γνωρίζω, αν και όχι, επιστημονικός.
Ξαναγεννήθηκα στη ζωή, χωρίς να πάρω καινούργιο όνομα, και αναζητούσα τι πράγμα είμαι. Γυρίζοντας στην Καλιφόρνια, άνοιξα βιβλία. Δεν θυμάμαι ποια διάβασα πρώτα, μ’ αυτή είναι δευτερεύουσα λεπτομέρεια. Με τη βοήθεια των βιβλίων ανακάλυψα πως ήμουν σοσιαλιστής. Από εκείνη τη μέρα, άνοιξα πολλά βιβλία, όμως κανένα οικονομικό επιχείρημα, ή διαυγής απόδειξη της λογικής και του αναπόφευκτου του σοσιαλισμού επιδρά σε εμένα τόσο βαθιά και πειστικά όσο επέδρασε η μέρα εκείνη που για πρώτη φορά είδα τους τοίχους της κοινωνικής Αβύσσου να υψώνονται γύρω μου και ένιωσα να βυθίζομαι, να γλιστρώ στα έγκατά της.
Πηγή: parapoda.wordpress.com
e-prologos.gr