Με το ρίσκο να φανώ γελοίος , επιτρέψτε μου να πω, πως ο πραγματικός επαναστάτης καθοδηγείται από τρομερά συναισθήματα αγάπης . Μου είναι αδύνατον να σκεφτώ έναν αληθινό επαναστάτη να υστερεί αυτής της ποιότητας.
Ερνέστο Γκεβάρα
Αυτά τα λόγια του Τσε θα περιέγραφαν χωρίς καμιά άλλη λέξη «το δένδρο του σκαντζόχοιρου» του Αντόνιο Γκράμσι. Τα γράμματα που έγραψε μέσα από τη φυλακή απευθυνόμενος στους δυο γιους του Ντέλιο και Τζουλιάνο.
Ο Αντόνιο Γκράμσι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αποκαλύπτεται ως ένας πατέρας που ενώ ήταν κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους ενός κελιού κατάφερε όχι μόνο να αναπληρώσει την απουσία ,όχι μόνο να ξεπεράσει και να μικρύνει την φυσική απόσταση ,όχι μόνο να δώσει δεκάδες σημαντικά ερεθίσματα στα παιδιά του ,όχι μόνο να τους περάσει τη μεθοδολογία της σκέψης του, αλλά κυριολεκτικά να εξαφανίσει τα κάγκελα της φυλακής και να προσπαθήσει να τους περάσει τις αξίες του μέχρι κεραίας. Ήταν ένας τόσο τρυφερός και στοργικός πατέρας ακριβώς όπως φανταζόμαστε την ποιότητα ενός σπουδαίου επαναστάτη. Εάν σκεφτεί κανείς τη μικρή ηλικία των γιων του θα εντυπωσιαστεί από τις ιστορίες που τους διηγείται από την δική του παιδική ηλικία, από την αγάπη που προσπαθεί να τους εμφυσήσει για τη φύση και την παρατήρηση της, από τα παραμύθια των Τολστόι ,Πούσκιν, Κίπλινγκ, Ντίκενς που τους στέλνει, από τα βιβλία που τους προτείνει να διαβάσουν και να κουβεντιάσουν μέσω αλληλογραφίας όπως του Όμηρου ,από τις εξαιρετικές παραινέσεις του που αποτελούν και τους τίτλους του κάθε γράμματος του.
Αν σκεφτεί κανείς ότι δεν ξαναείδε ποτέ τους γιούς του γιατί πέθανε μέσα στη φυλακή ,τότε αντιλαμβάνεται ότι τα γράμματα αυτά αποκτούν μια πρόσθετη αξία, είναι οι παρακαταθήκες που άφησε στα παιδιά του απλουστευμένες και ειπωμένες με απέραντη Αγάπη. Σε αυτά τα γράμματα δεν αναφέρει ποτέ το λόγο που ήταν στη φυλακή, δηλαδή για τις ιδέες και τη δράση του σαν κομμουνιστής, αλλά αφήνει την καρδιά του να εξηγήσει σε εκείνα το τι τον έκανε να φτάσει ως εκεί.
Γράμμα I
Μια χριστουγεννιάτικη περιπέτεια
Αγαπητή Τάνια,
Σήμερα θα ήθελα να διηγηθώ για σένα, τον Ντέλιο και τον Τζουλιάνο, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία της παιδικής μου ηλικίας, πιστεύοντας ότι θα σας διασκεδάσει και θα σας δώσει μια χαρακτηριστική εικόνα της ζωής στα μέρη μου.Ημουν δεκατεσσάρων χρονών και πήγαινα στην Τρίτη Γυμνασίου στο Σάντου Λουσούρτζου, ένα χωριό που απέχει από το δικό μου δεκαοκτώ χιλιόμετρα.Με ένα άλλο αγόρι, για να κερδίσουμε ένα εικοσιτετράωρο περισσότερο κοντά στις οικογένειες μας, ξεκινήσαμε με τα πόδια για το χωριό, στις 23 του Δεκέμβρη μετά το δείπνο, αντί να περιμένουμε το λεωφορείο που θα έφευγε την επομένη το πρωί.
Περπατώντας αδιάκοπα, είχαμε κάνει περίπου το μισό της απόστασης, βρεθήκαμε σ’ ένα τελείως ερημικό και μοναχικό μέρος. Στ’ αριστερά, εκατό μέτρα μακριά από το δρόμο, υπήρχε μια σειρά από λεύκες και συστάδες από σκίνα. Σε μια στιγμή ακούστηκε ένας πυροβολισμός και η σφαίρα πέρασε σφυρίζοντας καμιά δεκαριά μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας. Υποθέσαμε ότι ήταν κάτι τυχαίο και συνεχίσαμε ήσυχοι το δρόμο μας. Ενας δεύτερος και στη συνέχεια ένας τρίτος πυροβολισμός, αυτή τη φορά πιο χαμηλά, μας έκαναν να καταλάβουμε ότι ο στόχος ήμασταν εμείς, και τότε πέσαμε στο μικρό χαντάκι του δρόμου περιμένοντας ακίνητοι για λίγο.
Κάθε φορά που επιχειρούσαμε να σηκωθούμε και να επιστρέψουμε στο δρόμο, ένας άλλος πυροβολισμός μας ανάγκαζε να ξανασυρθούμε. Συνολικά δώδεκα πυροβολισμοί, για δύο ώρες περίπου. Σίγουρα ήταν κάποια παρέα χασομέρηδων που ήθελε να διασκεδάσει, φοβίζοντας μας. Τι ωραίο χριστουγεννιάτικο αστείο, ε;
Φτάσαμε στο σπίτι αργά, μέσ’ στην κατασκότεινη νύχτα, κουρασμένοι και λασπωμένοι, αλλά δεν είπαμε σε κανέναν τίποτα, για να μην τους τρομάξουμε αλλά κι εμείς δεν τρομάξαμε και πολύ, γιατί στις επόμενες διακοπές, του καρναβαλιού, κάναμε το ίδιο ταξίδι, χωρίς, αυτή τη φορά, κανένα επεισόδιο.
Σε αγκαλιάζω σφιχτά
Αντόνιο
Υ.Γ. Η ιστορία είναι αληθινή και δεν είναι καθόλου ιστορία με ληστές.
Γράμμα II
Τι θα κάνω όταν μεγαλώσω;
Αγαπητή Τάνια,
Αρχίζει και πάλι ένας καινούργιος χρόνος. Όπως συνηθίζεται, θα έπρεπε να κάνω σχέδια για μια καινούργια ζωή. Αλλά, όσο και αν προσπάθησα, δεν κατόρθωσα ποτέ να κάνω τέτοια σχέδια. Αυτή υπήρξε μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου, ακόμα και από τα πρώτα χρόνια της λογικής δραστηριότητας μου. Στα δημοτικά σχολεία, κάθε χρόνο, έδιναν τότε σαν θέμα έκθεσης το εξής:
«Τι θα κάνετε στη ζωή;»
Δύσκολο ερώτημα, στο οποίο εγώ έδωσα απάντηση για πρώτη φορά στα οκτώ χρόνια μου, επιλέγοντας για επάγγελμα αυτό του καροτσιέρη. Έβρισκα ότι το επάγγελμα του καροτσιέρη συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του χρήσιμου και του ευχάριστου: Κροταλίζει το καμτσίκι και οδηγεί τ’ άλογα, αλλά ταυτόχρονα εκτελεί ένα έργο που εξευγενίζει τον άνθρωπο και του παρέχει τον επιούσιο.
Έμεινα πιστός σ’ αυτή την κατεύθυνση και τον επόμενο χρόνο, αλλά, θα έλεγα, μόνο για λόγους εξωτερικούς. Αν ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου θα είχα εκδηλώσει την πιο ζωντανή επιθυμία μου, που ήταν να γίνω δικαστικός κλητήρας. Γιατί; Διότι τον ίδιο χρόνο είχε έρθει στο χωριό μου, σαν δικαστικός κλητήρας, ένας ηλικιωμένος κύριος που είχε ένα πολύ συμπαθητικό μαύρο σκυλάκι, όλο στολίδια: κόκκινο φιογκάκι στην ουρά, ζακετούλα στην πλάτη, γυαλισμένο κολάρο και στολίδια στο κεφάλι.
Εγώ στ’ αλήθεια δεν μπορούσα να ξεχωρίσω από τη συνολική εικόνα το σκύλο, το αφεντικό του ή το επάγγελμα του αφεντικού του. Κι όμως, αρνήθηκα με μεγάλη δυσαρέσκεια να λικνίζομαι σ’ αυτή την προοπτική, που τόσο με γοήτευε. Σαν αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής λογικής και μιας ηθικής ακεραιότητας που θα έκανε και τους πιο μεγάλους ήρωες του καθήκοντος να κοκκινίσουν, θεωρούσα τον εαυτό μου ανάξιο να γίνει δικαστικός κλητήρας, και κατά συνέπεια να έχει σκυλάκια τόσο όμορφα. Ο λόγος; Δεν ήξερα απ’ έξω τα ογδόντα τέσσερα άρθρα του Συντάγματος του βασιλείου. Αυτό ήταν όλο.
Είχα τελειώσει τη δευτέρα δημοτικού (πρώτη αποκάλυψη των αρετών ενός μελλοντικού καροτσιέρη) και σκέφτηκα να δώσω τις εξετάσεις προβιβασμού το Νοέμβρη για να περάσω στην τετάρτη τάξη, πηδώντας την τρίτη: ήμουν πεισμένος ότι μπορούσα να το καταφέρω, αλλά, όταν παροσιάστηκα στο διευθυντή για να του καταθέσω τη σχετική αίτηση, άκουσα να με ρωτούν: «Μα γνωρίζεις τα ογδοντατέσσερα άρθρα του Συντάγματος;»
Ούτε καν είχα σκεφτεί τα άρθρα αυτά: είχα αρκεσθεί να μελετήσω γενικά τα «καθήκοντα και υποχρεώσεις του πολίτη . που υπήρχαν στο βιβλίο.
Αυτό ήταν για μένα μια τρομερή παραίνεση, που με είχε εντυπωσιάσει περισσότερο γιατί στις 20 του Σεπτέμβρη του προηγούμενου έτους είχα λάβει μέρος για πρώτη φορά στη συνοδεία απόδοσης τιμών με μια βενετική λάμπα στα χέρια, είχα φωνάξει μαζί με τους άλλους «Ζήτω το λιοντάρι της Καπρέρα! Ζήτω ο νεκρός του Σταλιένο» (δεν θυμάμαι να φώναζα ο «νεκρός» ή ο «προφήτης», ίσως και τα δύο, για ποικιλία) με μια βεβαιότητα ότι θα πέρναγα τις εξετάζεις και ότι θα αποκτούσα τους δικαστικούς τίτλους, και θα γινόμουν ένας δραστήριος και τέλειος πολίτης.
Αντίθετα, δεν ήξερα τα ογδόντα τέσσερα άρθρα του Συντάγματος. Τι είδους πολίτης ήμουν λοιπόν; Πώς θα μπορούσα να εκδηλώσω τη φιλοδοξία μου, να γίνω δικαστικός κλητήρας και να έχω σκυλάκι με φιογκάκι και ζακετούλα; Ο χαοτικός κλητήρας είναι ένα κρατικό γρανάζι (εγώ θα έλεγα ένας μεγάλος οδοντωτός τροχός), είναι ένας φύλακας του νόμου, που μπαίνει εμπόδιο στους πιθανούς τυράννους που θέλουν να τον καταπατήσουν. Και εγώ δεν γνώριζα τα ογδόντα τέσσερα άρθρα!
Έτσι λοιπόν κατέληξα να περιορίσω τους ορίζοντες μου, εκθειάζοντας για μια ακόμα φορά τις κοινωνικές αρετές του καροτσιέρη, που παρ’ όλα αυτά μπορεί να έχει και αυτός σκυλάκι, έστω και χωρίς φιόγκο. Βλέπεις πώς τα σχέδια, όταν είναι πολύ αυστηρά και σχηματικά, συγκρούονται κατά τρόπο σκληρό με την ωμή πραγματικότητα, όταν υπάρχει αυστηρή συναίσθηση του καθήκοντος.
Σε φιλώ Αντόνιο
*Εδώ, ο υπαινιγμός είναι εύκολος: για τους Ιταλούς το «λιοντάρι της Καπρέρα» είναι ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο «νεκρός Σταλιένο» είναι ο Τζουζέπε Ματσίνι. Σταλιένο, είναι το νεκροταφείο της 33ας, όπου υπάρχει ο τάφος και το μνημείο του Ματσίνι.
Γράμμα III
Τα δυο σπουργίτια
Αγαπητή Τάνια,
Θα σου διηγηθώ την ιστορία των σπουργιτιών μου.
Πρέπει λοιπόν να ξέρεις ότι έχω ένα σπουργίτι. Είχα και ένα άλλο, που τώρα έχει πεθάνει, πιστεύω ότι δηλητηριάστηκε από κάποιο έντομο, (κατσαρίδα ή σαρανταποδαρούσα). Το πρώτο σπουργιτάκι ήταν πολύ πιο συμπαθητικό από το τωρινό. Ήταν υπερήφανο και εξαιρετικά ζωηρό. Το τωρινό είναι συνηθισμένο, το διακρίνει μια δουλοπρέπεια και δεν παίρνει καθόλου πρωτοβουλίες.
Το πρώτο έγινε αμέσως αφεντικό του κελιού. Έπιανε όλες τις κορυφές και σταματούσε εκεί για κανένα λεπτό, ώστε να γευθεί την υπέροχη ηρεμία. Το να ανεβαίνει στο καπάκι ενός μικρού μπουκαλιού από σιρόπι ήταν το αιώνιο του άσυλο: γι’ αυτό κιόλας μια φορά έπεσε σ’ ένα δοχείο γεμάτο από κατακάθια του καφέ και παρά λίγο να πνιγεί.
Αυτό που μου άρεσε περισσότερο σ’ αυτό το σπουργίτι είναι ότι δεν ήθελε να το ακουμπούν. Γύριζε άγρια με τις φτερούγες ανοιχτές και ράμφιζε το χέρι με μεγάλη δύναμη. Αν και είχε εξημερωθεί, δεν επέτρεπε πολλές οικειότητες. Το περίεργο ήταν ότι η σχετική οικειότητα δεν ήρθε βαθμιαία, αλλά απότομα. Κινιόταν μέσ’ στο κελί, αλλά πάντοτε στην αντίθετη πλευρά από μένα. Για να το παρασύρω, του προσέφερα μια μύγα μέσα σ’ ένα κουτί σπίρτων δεν την πήρε παρά μόνο όταν εγώ ήμουν μακριά. Μια φορά, αντί για μία, στο κουτάκι ήταν πέντε ή έξι μύγες. Πριν να τις φάει, χόρεψε τρελά γύρω για μερικά δευτερόλεπτα1 ο ίδιος χορός ξαναγινόταν πάντα όταν οι μύγες ήταν πολλές.
Ένα πρωινό, επιστρέφοντας από τον περίπατο, βρήκα το σπουργίτι πολύ φιλικό’ δεν ξεκόλλησε από τότε, θέλω να πω ότι από τότε βρισκόταν πάντα κοντά μου, κοιτάζοντας με προσεκτικά και δίνοντας τσιμπήματα στα παπούτσια μου, για να με κάνει να του δώσω κάτι. Ποτέ όμως δεν άφησε κανέναν να το κρατήσει στο χέρι, χωρίς να παλέψει και να προσπαθήσει να ξεφύγει απότομα.
Πέθανε σιγά-σιγά, δηλαδή κάτι ξαφνικό έγινε ένα βράδυ, ενώ είχε τρυπώσει κάτω από το τραπεζάκι. Στρίγγλισε όπως ένα μωρό, αλλά πέθανε μόνο μια μέρα μετά: έμεινε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά και σερνόταν κοπιαστικά για να φάει και να πιει, ύστερα πέθανε απότομα.
Το τωρινό σπουργίτι, αντίθετα, είναι τόσο ήρεμο που γίνεται κουραστικό. Θέλει να το ταΐζεις, και καλά, όταν εσύ τρως. Έρχεται και κάθεται στο πόδι σου, στη μύτη του παπουτσιού σου, καταλαβαίνεις ότι θέλει να ανέβει πιο ψηλά. στο γόνατο, αλλά δεν έχει δυνατά φτερά για να το κάνει και κατρακυλά πάλι πάνω στο παπούτσι σου.
Έχω την εντύπωση ότι και αυτό θα πεθάνει σύντομα, γιατί έχει τη συνήθεια να τρώει τις καμένες κεφαλές από τα σπίρτα. Κι ακόμα τρώει συνέχεια ψίχουλα από μαλακό ψωμί. που προκαλούν ενοχλήσεις και τελικά οδηγούν στο θάνατο αυτά τα μικρά πουλάκια. Μέχρι στιγμής είναι υγιέστατο, αλλά δεν είναι καθόλου ζωηρό, δεν τρέχει, μπερδεύεται πάντα στα πόδια, και έτσι κατά λάθος έχει φάει αρκετές κλοτσιές.
Αυτή είναι η ιστορία των μικρών σπουργιτιών μου.
Σε αγκαλιάζω τρυφερά
Αντόνιο
Γράμμα VII
Το δέντρο του σκαντζόχοιρου
Αγαπητέ Ντέλιο,
Μου άρεσε πολύ η ζωντανή γωνιά με τους σπίνους και τα ψαράκια. Αν οι σπίνοι ξεφύγουν από το κλουβί, δεν πρέπει να τους κρατήσεις από τα φτερά ή τα πόδια, γιατί είναι πολύ ευαίσθητοι και μπορούν να σπάσουν ή να εξαρθρωθούν πρέπει να τους πιάσεις με ολόκληρο το χέρι σου, χωρίς να σφίγγεις. Από παιδί έχω ασχοληθεί και μεγαλώσει πολλά πουλιά, καθώς και άλλα ζώα: γεράκια, κουκουβάγιες, κούκους, καρακάξες, κουρούνες, καρδερίνες, καναρίνια, σπίνους και άλλα- μεγάλωσα μια νυφίτσα, σκαντζόχοιρους και χελώνες.
Να, λοιπόν, πώς είδα τους σκαντζόχοιρους να συλλέγουν τα μήλα. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, όταν ήδη είχε πέσει το σκοτάδι αλλά έλαμπε το φωτεινό φεγγάρι, πήγα μαζί με ένα άλλο αγόρι, φίλο μου, σε ένα χωράφι γεμάτο από οπωροφόρα, ειδικά μηλιές. Κρυφτήκαμε σε ένα θάμνο ενάντια στον άνεμο. Σε μια στιγμή, ξεπρόβαλαν οι σκαντζόχοιροι, ήταν πέντε: δύο μεγάλοι και τρεις μικρότεροι. Ο ένας πίσω από τον άλλο κατευθύνθηκαν προς τα μήλα, σεργιάνισαν μέσ’ στο χορτάρι και έπειτα βάλθηκαν στη δουλειά: με τις μουσούδες και τα μικρά πόδια τους έκαναν τα μήλα που ο άνεμος είχε ρίξει κάτω να κυλήσουν, μαζεύοντας τα σε έναν μικρό χώρο το ένα κοντά στο άλλο. Μα φαίνεται τα μήλα που υπήρχαν κατά γης δεν τους έφταναν ο πιο μεγάλος σκαντζόχοιρος, με το μουσούδι του στον αέρα, κοίταξε γύρω του, διάλεξε ένα δένδρο αρκετά γερμένο και ανέβηκε ακολουθούμενος από τη σύζυγο. Σκαρφάλωσαν σε ένα κλαδί φορτωμένο και άρχισαν να λικνίζονται ρυθμικά: οι κινήσεις τους πέρασαν στο κλαδί που κυματίζοντας όλο και πιο πολύ από τα βίαια χτυπήματα έκανε τα μήλα να πέσουν κατά γης. Μαζεύοντας και αυτά τα μήλα κοντά στα υπόλοιπα, όλοι οι σκαντζόχοιροι, μικροί-μεγάλοι, κυλίστηκαν με τα αγκάθια τους όρθια ξαπλώνοντας πάνω στα φρούτα τα οποία καρφώνονταν και παρέμεναν πάνω σ’ αυτά: μερικοί από τους σκαντζόχοιρους (τα σκαντζοχοιράκια) είχαν λίγα μήλα καρφωμένα, αλλά ο πατέρας και η μητέρα είχαν κατορθώσει τελικά να κρατήσουν επτά ή οκτώ ο καθένας.
Ενώ γύριζαν για τη φωλιά τους, εμείς βγήκαμε από την κρυψώνα μας, βάλαμε τους σκαντζόχοιρους σ’ ένα σακί και τους πήραμε στο σπίτι.
Εγώ πήρα τον πατέρα και δύο μικρά και τα κράτησα για αρκετούς μήνες, ελεύθερα, στην αυλή αυτά κυνηγούσαν άλλα ζωάκια και έτρωγαν φρούτα και φύλλα μαρουλιού. Τα φρέσκα φύλλα τους άρεσαν πολύ και έτσι μπόρεσα να τα εξημερώσω λιγάκι δεν γινόντουσαν πια μπάλες όταν έβλεπαν κόσμο, αλλά φοβόντουσαν πολύ τα σκυλιά. Διασκέδαζα με το να φέρνω στην αυλή μικρά φίδια και να βλέπω τους σκαντζόχοιρους να τα κυνηγούν. Μόλις ο σκαντζόχοιρος έπαιρνε είδηση το φιδάκι, ανασηκωνόταν αργά-αργά στα τέσσερα πόδια του και ορμούσε με πολύ κουράγιο. Το φιδάκι ανασήκωνε το κεφάλι, έβγαζε τη γλώσσα έξω και άρχιζε να σφυρίζει• ο σκαντζόχοιρος έβγαζε ένα μικρό σκούξιμο, έπιανε το φιδάκι με τα μπροστινά του πόδια, του δάγκωνε το σβέρκο και έπειτα το έτρωγε κομμάτι-κομμάτι. Αυτοί οι σκαντζόχοιροι μια μέρα εξαφανίστηκαν: κάποιος θα τους πήρε για να τους φάει.
Θα σου γράψω μιαν άλλη φορά για τον χορό των λαγών, του πουλιού υφαντή και της αρκούδας, όπως και για άλλα ζώα και πράγματα που έζησα όταν ήμουν παιδί: την ιστορία της αλεπούς και του αλόγου που είχε την ουρά του μόνο κατά τις γιορτινές ημέρες κλπ. κλπ. Μου φαίνεται ότι γνωρίζεις την ιστορία του Κιμ, τα παραμύθια της ζούγκλας και ειδικά το παραμύθι της άσπρης φώκιας και της Ρίκι-Τίκι-Τά-ουι.
Σε φιλώ Αντόνιο
Γράμμα XVI
Με τη μελέτη θα ξεπεράσεις τις δυσκολίες
Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου για την καινούργια σχολική χρονιά σου.
Θα με ευχαριστούσε πάρα πολύ αν μου εξηγούσες σε τι συνίστανται οι δυσκολίες που βρίσκεις στη μελέτη. Νομίζω ότι αν εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις ότι συναντάς δυσκολίες, αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλες και θα μπορέσεις να τις ξεπεράσεις με τη μελέτη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακατάστατος, ίσως αφαιρείσαι, η μνήμη δεν λειτουργεί κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λειτουργεί; Κοιμάσαι καλά; Όταν παίζεις σκέφτεσαι αυτό που έχεις μελετήσει ή όταν μελετάς σκέπτεσαι το παιχνίδι; Είσαι τώρα πια ένα ανεπτυγμένο παιδί και μπορείς να απαντήσεις στα ερωτήματα μου με ακρίβεια.
Στην ηλικία σου εγώ ήμουν πολύ ακατάστατος, πήγαινα για πολλές ώρες περίπατο στην εξοχή, όμως ταυτόχρονα μελετούσα και καλά, γιατί είχα πολύ καλό μνημονικό και δεν μου ξέφευγε τίποτα από αυτά που μου χρειάζονταν για το σχολείο: για να σου πω όλη την αλήθεια πρέπει να προσθέσω ότι ήμουν πονηρός και ήξερα να βγαίνω λάδι από τις δυσκολίες, έστω κι αν δεν είχα διαβάσει αρκετά. Αλλά το σχολικό σύστημα που ακολούθησα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.
Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών μου δεν ήξεραν καλά τα ιταλικά και αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να παίρνει υπόψη του το μέσο επίπεδο των μαθητών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιταλικά ήταν κάτι που διευκόλυνε πολλά πράγματα (το σχολείο ήταν σε αγροτική περιοχή και η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών ήταν παιδιά αγροτών).
Αγαπημένε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γράφεις χωρίς διακοπές και θα με κρατάς ενήμερο για τη ζωή σου.
Σε φιλώ Αντόνιο
Γράμμα XXI
Ο «Μπαρμπαμπούκο»
Αγαπητέ Τζουλιάνο,
Με πολύ ενθουσιασμό έλαβα τα καινούργια σου σχέδια: φαίνεται ότι είσαι εύθυμος και έτσι πιστεύω ότι είσαι και υγιέστατος.
Αλήθεια, πες μου: ξέρεις να φτιάχνεις άλλα σχέδια εκτός από αυτά που φτιάχνεις γι’ αστείο; Δεν μου έγραψες αν στο σχολείο διδάσκουν το σχέδιο και αν σου αρέσει να σχεδιάζεις «στα σοβαρά».
Εγώ, από παιδί, ζωγράφιζα πολύ, αλλά οι ζωγραφιές μου ήταν φτιαγμένες με υπομονή: κανείς δεν μου είχε μάθει. Ξαναέφτιαχνα σε μεγέθυνση τις φιγούρες και τις εικόνες ενός περιοδικού. Έψαχνα να βρω τα βασικά χρώματα με έναν δικό μου τρόπο, που δεν ήταν δύσκολος, αλλά που απαιτούσε πολλή υπομονή.
Θυμάμαι μια εικόνα που μου είχε κοστίσει τουλάχιστον τρεις μήνες εργασίας: ένας μικρός χωρικός είχε πέσει ντυμένος μέσα σ’ έναν κάδο γεμάτο σταφύλι, έτοιμο για το πατητήρι, και μια χωριατοπούλα στρουμπουλή και παχουλή τον κοίταζε μισοτρομαγμένη αλλά και διασκεδάζοντας το. Η εικόνα ήταν μέρος μιας σειράς σκίτσων, των οποίων πρωταγωνιστής ήταν ένας φοβερός τράγος, ο Μπαρμπαμπούκο, που, χτυπώντας με τα κέρατα ξαφνικά και ύπουλα, έκανε τους εχθρούς του και τα παιδιά που τον κορόιδευαν να πετάγονται μακριά.
Οι καταλήξεις ήταν πάντα χαριτωμένες, όπως στον μικρό πίνακα μου. Πώς ευχαριστιόμουνα όταν μεγάλωνα το σχεδιάκι! Μετρήσεις με το χάρακα και το διαβήτη, δοκιμές, ξανά δοκιμές με το μολύβι κλπ. Οι αδελφοί και οι αδελφές μου κρυφοκοίταζαν, γέλαγαν, αλλά προτιμούσαν να τρέχουν και να φωνάζουν αφήνοντας με στις ασκήσεις μου.
Αγαπητέ Τζουλιάνο, σε φιλώ
Αντόνιο
Γράμμα XXVII
Το κάθε τι είναι σοβαρό
Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Θέλεις να σου γράφω για σοβαρά πράγματα. Πολύ καλά. Αλλά ποια είναι τα «σοβαρά πράγματα» που θέλεις να διαβάζεις στα γράμματα μου; Εσύ είσαι ένα παιδί, και για τα παιδιά ακόμα και τα παιδικά πράγματα είναι πολύ σοβαρά, γιατί έχουν σχέση με την ηλικία τους, με τις εμπειρίες τους, με τις ικανότητες που απόκτησαν από την πείρα και τις σκέψεις τους. Κατά τα άλλα θέλω να μου δώσεις την υπόσχεση πως θα μου γράφεις κάτι κάθε πέντε μέρες. Θα είμαι πολύ ευχαριστημένος αν το κάνεις. Θα μου δείξεις έτσι ότι έχεις μεγάλη δύναμη θέλησης. Εγώ θα σου απαντώ πάντα (αν μπορώ) και πολύ σοβαρά.
Αγαπημένε μου, εγώ σε ξέρω μόνο από τα γράμματα σου και από όσα μου γράφουν για σένα οι μεγάλοι. Ξέρω ότι είσαι ένα καλό παιδί, αλλά γιατί δεν μου έγραψες κάτι για το ταξίδι σου στη θάλασσα; Πιστεύεις πως αυτό δεν ήταν κάτι σοβαρό; Το κάθε τι που σε αφορά είναι για μένα πολύ σοβαρό και με ενδιαφέρει πολύ. Ακόμα και τα παιχνίδια σου.
Σε φιλώ Αντόνιο
Γράμμα XXXVI
Μελέτησε την ιστορία
Αγαπητέ Ντέλιο,
Αισθάνομαι λίγο κουρασμένος και δεν μπορώ να σου γράψω πολύ.
Εσύ γράφε μου πάντα για όλα και επιπλέον για ότι σ’ ενδιαφέρει στο σχολείο. Νομίζω ότι η ιστορία σ’ αρέσει, όπως άρεσε και σε μένα όταν ήμουν στην ηλικία σου, γιατί αφορά τους ζωντανούς ανθρώπους, και όλα όσα αφορούν τους ανθρώπους, όσους περισσότερους γίνεται, όλους τους ανθρώπους του κόσμου και, εφόσον όλοι ενώνονται σε μια κοινωνία και εργάζονται και αγωνίζονται και καλυτερεύουν τους εαυτούς τους, δεν μπορεί παρά να σου αρέσουν περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα. Δεν είναι έτσι;
Σε αγκαλιάζω Αντόνιο
Γράμμα XLIII
Ο άφοβος σκαπανέας
Αγαπητή Τζούλια,
Μπορείς να πεις στον Ντέλιο ότι η είδηση που μου διαβίβασε με ενδιέφερε πολύ, γιατί ήταν σπουδαία και εξαιρετικά σοβαρή. Και όμως ελπίζω ότι κάποιος με λίγη κόλλα θα μπορέσει να επισκευάσει την απροσεξία του Τζουλιάνο, και ότι το καπέλο δεν θα γίνει για πέταμα.
Θυμάσαι στη Ρώμη πώς ο Ντέλιο πίστευε ότι μπορούσα να επισκευάσω όλα τα χαλασμένα πράγματα; Φυσικά, τώρα θα το έχει ξεχάσει. Έχει και αυτός την τάση να επιδιορθώνει; Αυτό κατά τη γνώμη μου θα ήταν θετική ένδειξη ότι έχει κλίση στις κατασκευές, μεγαλύτερη από το παιχνίδι παιδικών κατασκευών.
Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογοτεχνικές και φιλοσοφικές τάσεις, όπως μου έγραψες. Αντίθετα, ήμουν ένας άφοβος σκαπανέας και δεν έβγαινα από το σπίτι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στάρι και σπίρτα τυλιγμένα σε αδιάβροχο περίβλημα, για την περίπτωση που θα ‘βγαινα σε ένα ερημικό νησί όπου θα έπρεπε να αφεθώ στα δικά μου μέσα.
Έπειτα, ήμουν ένας ακούραστος κατασκευαστής πλεούμενων και καροτσιών και γνώριζα απ’ έξω όλη τη ναυτική ορολογία: η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν όταν ένας ντόπιος κατασκευαστής μου ζήτησε το σχέδιο μιας έξοχης γολέτας με δύο καταστρώματα, γιατί ήθελε να την ξαναφτιάξει από λευκοσίδηρο. Ήμουν παθιασμένος μ’ αυτά τα αντικείμενα, γιατί στα επτά μου χρόνια είχα διαβάσει τον Ροβινσώνα και το Μυστηριώδες νησί .
Επίσης, πιστεύω ότι μια ζωή παιδική όπως πριν τριάντα χρόνια είναι κάτι το αδύνατο: σήμερα τα παιδιά όταν γεννιούνται είναι ήδη ογδόντα χρονών, όπως ο κινέζος Λάο-Τσε . Το ράδιο και το αεροπλάνο έχουν καταστρέψει για πάντα τον ροβινσωνισμό που γέμιζε τη φαντασία πολλών γενεών. Η ίδια η ανακάλυψη των παιδικών κατασκευών είναι ένδειξη του ότι το παιδί μεγαλώνει πνευματικά πολύ γρήγορα. Ο ήρωας του δεν μπορεί πλέον να είναι ο Ροβινσώνας, αλλά ο αστυνόμος ή ο επιστήμων κλέφτης, όπως τουλάχιστον συμβαίνει στη Δύση.
Αγαπημένη μου σε αγκαλιάζω με τα παιδιά
Αντόνιο
*Ο Λάο-Τσε έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., ήταν φιλόσοφος και δημιούργησε ένα είδος θρησκείας που ονομάστηκε ταοϊσμός. Γι’ αυτόν, η σοφία και η τέλεια ευεξία συνίστανται στην πλήρη απραξία. Με λίγα λόγια είναι η φιλοσοφία της γλυκιάς τεμπελιάς.
Γράμμα XLIV
Οι τρεις γίγαντες
Αγαπητή μου Τζούλια,
Στην αλληλογραφία μας μερικές φορές λείπει μια «ανταπόκριση» πραγματική και συγκεκριμένη. Αν σ’ αυτό προστεθεί το στοιχείο του χρόνου που κάνει να ξεχνάς αυτό που γράφτηκε προηγούμενα, η εντύπωση του καθαρού «μονόλογου» ενισχύεται.
Δεν νομίζεις; Θυμάμαι μια λαϊκή ιστοριούλα της Σκανδιναβίας: τρεις γίγαντες ζουν στη Σκανδιναβία, μακριά ο ένας από τον άλλο όπως τα ψηλά βουνά. Ύστερα από χιλιάδες χρόνια σιωπής, ο πρώτος απ’ αυτούς φωνάζει στους άλλους δύο: «Ακούω να μουγκρίζει μια αγέλη αγελάδων!» Ύστερα από τριακόσια χρόνια, ο δεύτερος γίγαντας επεμβαίνει: «Και εγώ άκουσα το μουγκρητό», και ύστερα από άλλα τριακόσια χρόνια ο τρίτος απ’ αυτούς τους εκμυστηρεύεται: «Αν συνεχίσετε να κάνετε τόση φασαρία εγώ θα φύγω.»
Έτσι που λες: Φυσάει ένας σορόκος που σε κάνει να νομίζεις πως είσαι μεθυσμένος.
Αγαπημένη μου, σε αγκαλιάζω τρυφερά μαζί με τα παιδιά μας.
Αντόνιο
Πηγή: redflecteur.wordpress.com
e-prologos.gr