Τα ποσοστά που κατέγραψαν, στις κάλπες της 7 Ιούλη, οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά αποτελούν την έκτη κατά σειρά αποτύπωση της εκλογικής επιρροής τους στα χρόνια των μνημονίων. Μια παρακολούθηση αυτής της πορείας, η σύγκριση, δηλαδή, της εκλογικής καταγραφής που σημείωσαν την τελευταία δεκαετία, όσο κι αν αυτή δεν είναι ούτε το κύριο ούτε το μοναδικό κριτήριο για το πολιτικό έργο και ρόλο τους, είναι ένα στοιχείο που προσφέρεται για ορισμένα συμπεράσματα.
Δεν έχουν όλα τα ρεύματα που αναφέρονται στην Αριστερά μια όμοια εκλογική διαδρομή και αυτό, ασφαλώς, συνδέεται με την πολιτική που ακολούθησαν και ακολουθούν, με τα ιδεολογικά και οργανωτικά γνωρίσματα που τα ξεχωρίζουν, αλλά και με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσουν τη δράση τους. Συνθήκες που σφραγίζονται από τη μεγάλη υποχώρηση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος και την ταυτόχρονη παρατεταμένη και οξυμμένη αντικομμουνιστική εκστρατεία των αστικών δυνάμεων, τη μεγάλη σύγχυση που επικρατεί για το ποιες είναι οι ιδέες και η πολιτική της Αριστεράς, λόγω της συκοφαντίας και της παραποίησής τους που κάνει η αστική προπαγάνδα, αλλά και γιατί παρουσιάζονται ως Αριστερά δυνάμεις που ασκούν μια πολιτική και πρακτική αντίθετη και υπονομευτική προς τις ιδέες της και τους σκοπούς της.
Το παλιό ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, που σήμερα έχει εξελιχθεί στο αστικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ-πυλώνα του νέου αστικού δικομματισμού, το ρεβιζιονιστικό ρεύμα που εκπροσωπεί το ΚΚΕ, ο λεγόμενος αντικαπιταλιστικός χώρος και το τροτσκιστικό ρεύμα και, τέλος, το μαρξιστικό-λενινιστικό ρεύμα, μέσα στη δοκιμασία της λαίλαπας των μνημονίων και της πολιτικής κρίσης που δημιουργήθηκε, βάδισαν, με έντονες μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, το καθένα ένα πολιτικό δρόμο που η αξιολόγησή του είναι χρήσιμη και αναγκαία για την παραπέρα εξέλιξη του αριστερού κινήματος.
Το αντιαριστερό ρεύμα
της «ριζοσπαστικής Αριστεράς»
του ΣΥΡΙΖΑ
Παραμονές της έναρξης της εποχής των μνημονίων, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε στα χαμηλά εκλογικά μεγέθη που κινούνταν στα χρόνια της δεκαετίας του 2000, έχοντας πάρει στις βουλευτικές εκλογές του 2009 4,6%. Αν και από τη γένεσή του ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα φιλο-ΕΕ κόμμα, συμβιβαστικό στην κυρίαρχη αστική πολιτική, όταν η ΕΕ, το ΔΝΤ και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ προώθησαν τα μνημόνια στην Ελλάδα, ενδύθηκε προσωρινά και παραπλανητικά, όπως αποδείχτηκε, τον αντιμνημονιακό μανδύα προβάλλοντας ένα «πρόγραμμα προοδευτικής διεξόδου από την κρίση», που θα υλοποιούσε -όπως διακήρυσσε- μια «προοδευτική κυβέρνηση», παραμένοντας στην ΕΕ.
Πάνω σε αυτήν την απάτη, που στη συνέχεια συμπύκνωσε στο σύνθημα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, εκμεταλλευόμενος και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική κρίση, να υφαρπάξει τη λαϊκή ψήφο, για μια πολιτική που οδηγούσε σε αυτό που, τελικά, οδήγησε. Το Μάιο του 2012 το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε στο 16,79% και αμέσως μετά, στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 στο 26,89%, που τον έκανε αξιωματική αντιπολίτευση. Τον Ιανουάριο του 2015 θα φτάσει στο μέγιστο εκλογικό ποσοστό του (35,46%), δεν θα διστάσει να φτιάξει κυβέρνηση συνεργασίας με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ, να πετάξει στον κάλαθο των σκουπιδιών το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος τον Ιούλη του 2015 και, τελικά, να αναδειχθεί σε γνήσιο μνημονιακό κόμμα, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, με την αλματώδη αύξηση των εκλογικών ποσοστών του, δεν είναι εκλογική πορεία αριστερού κόμματος αλλά ενός ψευτοαριστερού κόμματος, συμβιβασμένου από την ίδρυση του με την κυρίαρχη αστική πολιτική και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το οποίο μέσα στη πολιτική κρίση διακυβέρνησης που έφεραν τα μνημόνια και η χρεοκοπία της χώρας, χρησιμοποιήθηκε και σπρώχθηκε στην εξουσία από το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα, σαν μεγάλη εφεδρεία του και στήριγμά του, όπως έγινε και το 1989-90, όταν ο ΣΥΝ ξελάσπωνε την τότε κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Είναι η πορεία κόμματος που στήριξε την εκλογική άνοδό του στην εξαπάτηση του αριστερού και δημοκρατικού κόσμου και στην παροχή εγγυήσεων προς τα μεν επιτελεία της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης ότι θα μπει στην υπηρεσία της πολιτικής της και προς τα δε ιμπεριαλιστικά επιτελεία ότι «δεν αμφισβητεί το ανήκομεν εις την Δύσιν», όπως το δήλωσε ρητά ο Αλ. Τσίπρας, πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση. Εμφανίζει κάποιες αναλογίες με εκείνη που ακολούθησε και το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 80, με το οποίο, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συγγένεια πολιτικής και πάντα ήθελε «προγραμματική σύγκλιση» μαζί του, και με τη συγκυρία των μνημονίων άδραξε την ευκαιρία της καθίζησης του ΠΑΣΟΚ για να καταλάβει το σοσιαλδημοκρατικό κενό που αυτό άφησε.
Το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ έφερε μαζί με την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία και την πλήρη απογύμνωση της αντιαριστερής ουσίας της πολιτικής του.
Η γρήγορη φθορά της ΛΑΕ
Η ψήφιση του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον άφησε αλώβητο. Αρκετά μέλη του, οπαδοί και ψηφοφόροι του υπέστησαν ένα σοκ και απόρροια των αντιδράσεών τους ήταν η αποχώρηση στελεχών και μελών του που συγκρότησαν την πολιτική οργάνωση ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ(ΛΑΕ).
Η ΛΑΕ στις πρώτες εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 πέτυχε να συγκεντρώσει ποσοστό 2,86% (155.320 ψήφοι), ελάχιστα μικρότερο από εκείνο που θα της επέτρεπε την είσοδο στη Βουλή. Ωστόσο, η πολιτική που ακολούθησε, μπορεί να διαφωνούσε με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, όμως διατηρούσε την ουσία του προκυβερνητικού ρεφορμιστικού περιεχομένου της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και απέδιδε, με πολύ ρηχό τρόπο, σε «προδοσία της ηγεσίας του Τσίπρα» τον μνημονιακό δρόμο που πήρε το κυβερνητικό κόμμα.
Μια τέτοια πολιτική, συνδυασμένη με μια σειρά τυχοδιωκτικές και ακτιβιστικές – ψηφοθηρικές πρακτικές της ηγεσίας της ΛΑΕ, που δεν άφησαν έξω ούτε καιροσκοπισμούς με τον εθνικισμό, αφόπλισε ακόμα και τον κόσμο που την ακολούθησε σε πρώτη φάση. Το εκλογικό ποσοστό του 0,28% (15.930 ψήφοι) που πήρε στις εκλογές της 7 Ιούλη ήταν συντριβή για την ηγεσία της, η οποία οδηγήθηκε σε παραίτηση. Η πολιτική που πρόβαλλε η ΛΑΕ, μέσα σε μόλις τρία και κάτι χρόνια της ύπαρξής της, την έφερε σε αδιέξοδο, σε βαθιά κρίση και σε τροχιά άγνωστης κατάληξης.
Η μεγάλη εκλογική αποδυνάμωση του ΚΚΕ
Πριν την είσοδο στην περίοδο των μνημονίων, το ΚΚΕ ήταν το κόμμα που απευθύνονταν στην Αριστερά με το μεγαλύτερο ποσοστό εκλογικής επιρροής και, μάλιστα, με σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα (σχεδόν διπλάσιο του τότε ΣΥΡΙΖΑ). Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 είχε συγκεντρώσει ποσοστό 7,54%. Ωστόσο, μέσα στην περίοδο που από τη βάση των αστικών κομμάτων απαγκιστρώνονταν κόσμος λόγω της μνημονιακής πολιτικής τους, οι εκλογικές επιδόσεις του μειώθηκαν σοβαρά.
Με εξαίρεση τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012, που ανέβασε λίγο το ποσοστό του (8,48%), έκτοτε τα εκλογικά ποσοστά του συρρικνώνονται σημαντικά: 4,50%, (βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2012), 5,47% (Ιανουάριος 2015), 5,55% (Σεπτέμβριος 2015) και 5,30% στις φετινές εκλογές. Χάνει περίπου το 40-45% των ψήφων του, κυρίως προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν κατορθώνει να αυξήσει ψήφους ούτε και με τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ (από 338.188 ψήφους του Ιανουαρίου του 2015, πέφτει στους 301.684 τον Σεπτέμβριο του 2015 και στους 299.592 στις 7 Ιούλη του 2019). Και αυτό συμβαίνει ενώ το ΚΚΕ είχε πολύ ισχυρότερες οργανωτικές προϋποθέσεις από κάθε άλλο κόμμα που αναφέρεται στην Αριστερά.
Αυτή η τόσο μεγάλη πτωτική εκλογική πορεία του δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με την πολιτική που ακολούθησε και ακολουθεί, τα βασικά σημεία της οποίας έχουμε επικρίνει ως Μ-Λ ΚΚΕ επανειλημμένα.
Σε μια χρονική περίοδο που αποδείχτηκε στο μέγιστο βαθμό ότι το θεμελιώδες πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας έχει οδυνηρές συνέπειες για τον ελληνικό λαό, η ηγεσία του ΚΚΕ εναντιώθηκε στο αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Η στάση απέναντι στα μνημόνια, με την ανεκδιήγητη θέση ότι «το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο είναι κάλπικο», η απίστευτη τοποθέτησή της ότι «δεν είμαστε αριστερά, είμαστε κομμουνιστές», που πρόβαλε το 2012 για να διαχωριστεί, δήθεν, από τον ανερχόμενο εκλογικά ΣΥΡΙΖΑ, η διασπαστική τακτική του στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις και η αποδιοργανωτική πρακτική του στα συνδικάτα, η δεξιά αναθεώρηση της ιστορίας και των διδαγμάτων της επαναστατικής ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, αυτά το απομάκρυναν από αριστερό και δημοκρατικό κόσμο και διευκόλυναν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που λεηλάτησε και την εκλογική βάση του.
Συμπτώματα κρίσης στον χώρο
του λεγόμενου “αντικαπιταλισμού” και του τροτσκισμού
Το λεγόμενο αντικαπιταλιστικό ρεύμα, με βασική συνιστώσα το ΝΑΡ και το τροτσκιστικό ρεύμα, αν και δεν ταυτίζονται, ωστόσο αποτελούν και ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων. Αυτό δεν διαπιστώνεται μόνο από κοινές θεωρήσεις που έχουν στην πολιτική τους και για το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και από το ότι διαρκώς συμπλέκονται ή συνεργάζονται σε «πολιτικές πρωτοβουλίες» αλλά και στις εκλογές (βουλευτικές, ευρωεκλογές).
Στη δεκαετία που άνοιξε με τα μνημόνια, το βασικό πολιτικό σχήμα αυτού του χώρου, μετά τη διάλυση των προγενέστερων ΜΕΡΑ (Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς με βασικές συνιστώσες το ΝΑΡ και το τροτσκιστικό ΕΕΚ) και της ΕΝΑΝΤΙΑ (Ενωτικής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με βασικές συνιστώσες το ΝΑΡ και το τροτσκιστικό ΣΕΚ), αποτέλεσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κύριες συνιστώσες το ΝΑΡ και το τροτσκιστικό ΣΕΚ, που πήρε μέρος σε όλες τις εκλογές από το 2009 έως το 2019 (οι άλλες τροτσκιστικές οργανώσεις, το ΕΕΚ και η ΟΚΔΕ δεν έχουν συμμετοχή σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2009 και μετά).
Η διαδρομή αυτού του πολιτικού σχήματος διακρίνεται απο συγκολλήσεις (π.χ. τον Σεπτέμβριο 2015 έγινε και εκλογική συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΕΕΚ) και διασπάσεις (αποχώρηση των συνιστωσών του ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ που προσχώρησαν το 2015 στη ΛΑΕ) και, κυρίως, από την κεντρική πολιτική που αντιπαρέταξε στην επιβολή των μνημονίων και τη χρεοκοπία της χώρας: το λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα» που, στο ουσιαστικό μέρος του, το υιοθετούν και οι άλλες βασικές οργανώσεις του τροτσκισμού (ΕΕΚ, ΟΚΔΕ).
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την εμφάνισή της συγκέντρωσε ένα ποσοστό 0,36% (24.687 ψήφοι στις βουλευτικές του 2009), ανέβηκε στο 1,19% στις εκλογές του Μάη του 2015 (75.416 ψήφοι), τον Ιούνη του 2015 περιορίστηκε στο 0,33% (20.416 ψήφοι), τον Ιανουάριο του 2015 πήρε 0,64% (39.497 ψήφοι), τον Σεπτέμβριο σε συνεργασία με το ΕΕΚ 0,85% (46.183 ψήφοι) και το 2019 έπεσε στο 0,41% (23.191 ψήφοι), που την επαναφέρει στα εκλογικά επίπεδα του 2009.
Η εκλογική πτώση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι συνέπεια της πολιτικής της, του λεγόμενου «μεταβατικού προγράμματος», το οποίο όντας μια παραλλαγή ρεφορμιστικού προγράμματος αρκετά συγγενική με το «πρόγραμμα προοδευτικής διεξόδου» που πρόβαλε και ο ΣΥΡΙΖΑ στην αρχή της μνημονιακής περιόδου, μετέτρεψε τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ. Έσπρωξε και δικές της δυνάμεις, που στην αρχή την ψήφισαν, προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό αποτυπώθηκε σε πολλές πράξεις της: από τις συζητήσεις που δέχτηκε να κάνει η ηγεσία της με τον Αλ. Τσίπρα το 2012, όταν είχε λάβει διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης, μέχρι τη συμμετοχή στελεχών στις επιτροπές “λογιστικού έλεγχου του χρέους ” που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την τακτική στήριξης της «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ με τους «θεσμούς» το 2015, όταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση.
Όλη αυτή η πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχυνε νερό στον εκλογικό μύλο του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το βλέπει τώρα και στην τελευταία καθοδική εκλογική επίδοσή της. Το κρίσιμο θέμα της στάσης απέναντι στην πολιτική ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε ρόλο και στις διασπάσεις της το 2015 (που την αποδυνάμωσαν). Το ζήτημα αυτό παραμένει και σήμερα, όπως δείχνουν και οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ΝΑΡ, στην «πρώτη ανακοίνωση του για το αποτέλεσμα των εκλογών», ομολογεί πως «παραμένει (στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ακόμα ισχυρή μια λογική που βλέπει την αντικαπιταλιστική αριστερά ως συμπληρωματική δύναμη των ρεφορμιστικών και διαχειριστικών δυνάμεων, ακόμα και με τον ΣΥΡΙΖΑ».
Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί και η σαθρή βάση της συνεργασίας των δυνάμεων που απαρτίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορεί να έχει την ερμηνεία της εκλογικής -και όχι μόνο- οπισθοχώρησης της, της όξυνσης των εσωτερικών σχέσεων, ειδικά των δύο βασικών συνιστωσών της, του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, που έφτασε μέχρι το κατέβασμα ξεχωριστών συνδυασμών σε δήμους. Η πολιτική βάση συγκρότησης αυτού του χώρου και η καιροσκοπική διαχείριση των εσωτερικών αντιθέσεων του φέρνει τώρα συμπτώματα κρίσης.
Η πορεία του
μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος
Οι οργανώσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος έχουν διαχρονική ενεργητική παρουσία, πρώτα απ’ όλα, στη μαζική πάλη για τα λαϊκά προβλήματα και τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, αλλά και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Μέχρι το 2009 η συμμετοχή τους στις εκλογές γίνονταν με χωριστή κάθοδο του Μ-Λ ΚΚΕ και του ΚΚΕ(μ-λ) και αυτό είχε όχι θετικές συνέπειες στο συνολικό ποσοστό του μαρξιστικού-λενιστικού ρευματος, που εμφανιζόταν στο εκλογικό σώμα διασπασμένο.
Η είσοδος στην περίοδο των μνημονίων φέρνει και τη νέα ελπιδοφόρα εξέλιξη της πολιτικής συνεργασίας των δύο οργανώσεων του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, αρχικά στην Πρωτοβουλία για Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία το 2012 και στη συνέχεια, το 2013, στη Λαϊκή Αντίσταση-Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία. Επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας ήταν και η συνεργασία τους στις τέσσερις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη του 2012, του Ιούνη του 2012, του Ιανουαρίου του 2015 και του Σεπτεμβρίου του 2015.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 η εκλογική συνεργασία των δύο οργανώσεων θα συγκεντρώσει ποσοστό 0,25% (16.010 ψήφοι), λίγο μεγαλύτερο από εκείνο που είχαν πάρει αθροιστικά οι δύο οργανώσεις (0,23%-15.699 ψήφοι), όταν είχαν κατέβει χωριστά στις εκλογές του 2009. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και τα πιεστικά διλήμματα που τέθηκαν στις επαναληπτικές εκλογές του Ιούνη του 2012 θα επιδράσουν έντονα και στον περίγυρο του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος, που δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει λόγω και της μικρής οργανωτικής δύναμης που έχει. Η εκλογική συνεργασία θα πάρει τότε 0,12% (7.592 ψήφοι). Έκτοτε, ωστόσο, στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, παρά τις εντονότερες πιέσεις που ασκήθηκαν από τη συνθηματολογία που ζητούσε την ψήφο του αριστερού για να βγει «πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς», η εκλογική συνεργασία αύξησε το εκλογικό ποσοστό της σε 0,13% (7.999 ψήφοι) και 0,16% (8.873 ψήφοι), αντίστοιχα.
Οι εκλογές της 7 Ιούλη του 2019 βρήκαν ξανά μετά από 7 χρόνια τις οργανώσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος να κατεβαίνουν χωριστά, λόγω της απόφασης που έλαβε το ΚΚΕ(μ-λ) για αυτόνομη κάθοδο, ενώ το Μ-Λ ΚΚΕ είχε αντίθετη γνώμη και έκρινε ως λάθος αυτό που έγινε. Ωστόσο, και με το αρνητικό αυτού του χωρισμού, οι δύο οργανώσεις αθροιστικά συγκέντρωσαν μεγαλύτερο ποσοστό (0,19%) και ψήφους (10.569) απ’ ότι το 2015 (που θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο αν υπήρχε κοινή εκλογική κάθοδος), σε αντίθεση με ότι συνέβη στα ποσοστά των άλλων εκλογικών συνδυασμών που αναφέρονται στην Αριστερά. Δεν παύει, βέβαια, αυτό το ποσοστό να είναι μικρό. Να προσθέσουμε, επίσης, και την αύξηση που είχε το Μ-Λ ΚΚΕ στις ευρωεκλογές της 26ης Μάη 2019 (από 0,19% – 10.771 ψήφοι σε 0,22% – 12.270 ψήφοι), σε αντίθεση και πάλι με ό,τι συνέβη στα ευρωεκλογικά ποσοστά των άλλων εκλογικών συνδυασμών που αναφέρονται στην Αριστερά.
Η εκλογική πορεία συνολικά του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος έδειξε, από τη μια, ότι και η δική του εκλογική επιρροή συμπιέστηκε απο το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά, από την άλλη, ότι είχε και αντίσταση σε αυτές τις πιέσεις, που έφερε και μια μικρή βελτίωση των εκλογικών ποσοστών του.
Αναμφίβολα, οι μικρές οργανωτικές δυνάμεις του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος, αλλά και η διάσπαση που επανέφερε το ΚΚΕ(μ-λ), είναι σημαντικοί παράγοντες που επιδρούν ανασχετικά στα εκλογικά αποτελέσματά του.
Ορισμένες διαπιστώσεις
Η πορεία των πολιτικών εξελίξεων στα δύσκολα χρόνια της οδύσσειας των μνημονίων, από τη σκοπιά μιας πραγματικά αριστερής πολιτικής, δεν μπορεί να αξιολογηθεί παρά, πρώτα και κύρια, με το κριτήριο πώς κινήθηκαν εξωκοινοβουλευτικά οι λαϊκές μάζες και οι πολιτικές δυνάμεις ενάντια στη αντιλαϊκή μνημονιακή επέλαση και το καθεστώς νεοαποικιακής κηδεμονίας που επιβλήθηκε στη χώρα. Η εξωκοινοβουλευτική μαζική οργάνωση και πάλη της εργατικής τάξης και του λαού είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τόπου μας, του καίριου εθνικοανεξαρτησιακού ζητήματος και του ανοίγματος του δρόμου που οδηγεί στη σοσιαλιστική προοπτική. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στη Βουλή διατηρούν τη σημασία μιας σφυγμομέτρησης της πολιτικής αντίληψης και συνείδησης του εκλογικού σώματος στις κάθε φορά συγκεκριμένες συνθήκες, με δεδομένο ότι η έκφραση της εκλογικής προτίμησης υπόκειται σε χίλιους δύο περιορισμούς και πιέσεις από το αστικό σύστημα και ότι τα αριστερά κόμματα, ειδικά τα μικρά, δίνουν τις εκλογικές μάχες με πολύ άνισους όρους και η φωνή τους πνίγεται στα μέσα ενημέρωσης.
Ωστόσο, και από αυτή την περιορισμένη και παραμορφωμένη οπτική της επιρροής των πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και κατέγραψαν οι βουλευτικές εκλογές την τελευταία δεκαετία, μπορούν και πρέπει να γίνουν ορισμένες διαπιστώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες στη μεγάλη και μακρόχρονη προσπάθεια ανασυγκρότησης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Πρώτη διαπίστωση: ο ΣΥΡΙΖΑ και το δεξιό «ευρωκομμουνιστικό» ή «ανανεωτικό» ρεφορμιστικό ρεύμα που τον δημιούργησε δεν είναι Αριστερά. Αν αυτό για μια μερίδα αριστερού κόσμου και σε ευρύτερο δημοκρατικό κόσμο δεν ήταν άμεσα αντιληπτό πριν μερικά χρόνια, τώρα με τη κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό κόμμα έχει απτές και εξόφθαλμες αποδείξεις για να το κατανοήσει. Η ίδια η ζωή και τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ ήλθαν να επιβεβαιώσουν ότι η αναθεώρηση κομμουνιστικών αρχών και η δεξιά ρεβιζιονιστική πολιτική που πρέσβευε το ρεύμα που εκπροσωπεί, οδηγούν στην πλήρη ενσωμάτωση στην αστική πολιτική. Και να επαληθεύσουν, και σε συνθήκες καπιταλισμού, τη σοφή ρήση του Μάο ότι «ρεβιζιονισμός στην εξουσία σημαίνει αστική τάξη στην εξουσία».
Δεύτερη διαπίστωση: Το γεγονός ότι η ψήφος της πλειονότητας του εκλογικού σώματος επαναπαγιδεύτηκε στα αστικά κόμματα που ψήφισαν τα μνημόνια, δείχνει και τις ιδεολογικές και πολιτικές επιδράσεις που έχει ασκήσει και ασκεί η αστική προπαγάνδα, αλλά και η ρεφορμιστική πολιτική, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα κριτήρια των ανθρώπων για το τι, πώς και με ποιο σκοπό ψηφίζουν και να γίνονται ευάλωτοι στα διλήμματα περί “μικρότερου κακού” και “χαμένης ψήφου” και σε κάθε λογής εκβιασμούς που θέτει το αστικό πολιτικό σύστημα στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συμπαρασύρει τη μεγάλη μάζα του αριστερού και δημοκρατικού κόσμου πίσω από μια πολιτική που υπόσχονταν, παραπλανητικά, πως η ψήφος σε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα φέρει και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και, ταυτόχρονα, αποτραβούσε τις λαϊκές μάζες από τις εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις ενάντια στη μνημονιακή πολιτική, ξανάδειξε πόσο έχει επηρεάσει η αστική πολιτική αλλά και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, με αντιλήψεις που κάνουν δύσπιστους και διστακτικούς τους ανθρώπους για το αποτέλεσμα που έχουν οι μαζικοί, συλλογικοί αγώνες και κάμπτουν την αγωνιστική τους πεποίθηση, στρέφοντάς τους να προσβλέπουν σε “κοινοβουλευτικές λύσεις”. Ότι, δηλαδή, η επίλυση των λαϊκών προβλημάτων μπορεί να επέλθει από την αστική Βουλή με αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Η διάψευση αυτών των απατηλών αντιλήψεων, και με την περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, για μια ακόμα φορά υπογραμμίζει τη μεγάλη αναγκαιότητα της καταπολέμησής τους και την ενίσχυση της προσπάθειας να πεισθούν ο εργατικός και λαϊκός κόσμος πως μόνο με την εξωκοινοβουλευτική μαζική κινητοποίησή τους μπορούν να λυθούν τα προβλήματα και να ανατραπούν αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό σημαίνει πως για να ισχυροποιηθεί μια τέτοια κατεύθυνση θα χρειαστεί να συνεχισθεί ένας πολύπλευρος, παρατεταμένος ιδεολογικοπολιτικός και οργανωτικός αγώνας ενάντια σε αστικές, ρεφορμιστικές και λαθεμένες πολιτικές, αντιλήψεις, απόψεις και πρακτικές που εκτρέπουν από το άνοιγμα αυτού του αγωνιστικού δρόμου και, ταυτόχρονα,να συνδεθεί ο δρόμος αυτός με τον σωστό ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό, που οδηγεί στη ριζική λύση των λαϊκών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, ο κρίκος για να αλλάξει η κατάσταση εγκλωβισμού των λαϊκών δυνάμεων στα αστικά κόμματα, είναι να κερδίσει έδαφος και επιρροή μέσα στην εργατική τάξη και το λαό, μέσα στις μαζικές οργανώσεις και τις κινητοποιήσεις τους, μια πραγματικά αριστερή πολιτική.
Τρίτη διαπίστωση: Η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ και στα χρόνια των μνημονίων συνέχισε να δίνει αποδείξεις πως δεν είναι κόμμα συσπείρωσης και καθοδήγησης της εργατικής τάξης και του λαού σε μια πραγματική αριστερή κατεύθυνση. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες, να προωθήσει τα αιτήματα, να αναπτύξει τους αγώνες τους. Οι θέσεις και η πρακτική του χάνουν σε απήχηση, γιατί οδηγούν σε απομόνωση από τις λαϊκές μάζες, υποσκάπτουν την πάλη για τα θεμελιώδη ζητήματα του λαού και για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.
Τέταρτη διαπίστωση: Οι κατευθύνσεις του “αντικαπιταλιστικού” χώρου και του τροτσκιστικού ρεύματος που έσυραν, στα χρόνια των μνημονίων, κόσμο πίσω από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και τον έφτασαν ως το σημείο να ενεργεί σαν συμπληρωματική δύναμη στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, έκαναν πιο φανερό πως η πάλη για την ανασύνταξη του εργατο-λαϊκού, του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί να γίνει από θέσεις που έχουν γυρίσει την πλάτη τους και διαβάλλουν την επαναστατική γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος και δεν έχουν ένα ολοκληρωμένο και συνεπή διαχωρισμό από το ρεφορμισμό.
Πέμπτη διαπίστωση: Για το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα τα χρόνια των μνημονίων ήταν μια περίοδος, όπου επιβεβαίωσε την επικαιρότητα και την ορθότητα των μεγάλων πολιτικών ζητημάτων που θέτει, σε αντιπαράθεση με τις άλλες δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά: Τα ζητήματα της πάλης ενάντια στο καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, της πρωταρχικής σημασίας της μαζικής εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησης του λαού για την επίλυση των προβλημάτων του, της πραγματικής φύσης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ και των συνεπειών τους, των λαθεμένων απόψεων που κυκλοφορούν οι δυνάμεις του «αντικαπιταλισμού» και του τροτσκισμού κ.α.
Πάνω στη βάση αυτής της πολιτικής διατηρεί για πολλά χρόνια και έχει χτίσει και χτίζει τα ερείσματά του και την επιρροή του μέσα στο λαό. Και αυτό συνέχισε να το κάνει και την τελευταία δεκαετία, παρά τις ισχυρές πιέσεις που δέχθηκε, ειδικά από το κύμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάπτυξη της επιρροής του παραμένει, όμως, ακόμα μικρή. Αυτό σχετίζεται με τους γενικότερους παράγοντες της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος, με τη δυσφήμησή του, αλλά και τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσε ο ρεβιζιονισμός που αξιοποίησε και αξιοποιεί η αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός. Αλλά και για το λόγο ότι οι δυνάμεις του παραμένουν διασπασμένες. Και αν υπήρξε μια ενθαρρυντική εξέλιξη σε αυτό το ζήτημα από το 2012, το 2019 δεν είχε ανάλογη συνέχεια με ευθύνη του ΚΚΕ(μ-λ).
Σχετίζεται , πάνω απ’ όλα, με τη μικρή οργανωτική δύναμή του και με το ότι η σύνδεσή του με την εργατική τάξη και το λαό δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς, ώστε η φωνή και η δράση του να φτάνει παντού.
Μια κοινή προσπάθεια των μαρξιστών-λενινιστών και όλων των πραγματικών κομμουνιστών, που θα πατά σε στέρεα πραγματικά κομμουνιστική βάση και θα επιλύει σωστά διαφορές και δεν θα έχει αστάθειες, είναι ένα σημαντικό θέμα που επηρεάζει τη διεύρυνση της επιρροής του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, αλλά και το προχώρημα της συνολικότερης υπόθεσης της ανασυγκρότησης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Τα πιο ουσιώδη ζητήματα που πρέπει να συνεχίσει να αντιμετωπίζει το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, είναι το να απλώσει τις θέσεις του και την πολιτική του με ένα συστηματικό, κατανοητό και πειστικό τρόπο μέσα στον κόσμο και να δυναμώσει τους οργανωτικούς δεσμούς του με την εργατική τάξη και το λαό. Και αυτά είναι θέματα πρώτης προτεραιότητας, που μπαίνουν μπροστά στο Μ-Λ ΚΚΕ για τα επόμενα χρόνια.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr