Οι απολογίες των 18 κατηγορούμενων για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο, ήταν αποκαλυπτικές όχι μόνο για την κατάδειξη της κενότητας των υπερασπιστικών τους ισχυρισμών, αλλά και για τη μοίρα που επιφυλάσσει ο φασισμός σε όσους επιλέγουν να γίνουν στρατιώτες του.

Η στρατολόγηση των μελών της “Ασφάλειας” της Νίκαιας έγινε με δόλωμα τη γοητεία της ισχύος και την πειθώ της ανάγκης. Ο Πατέλης δήλωσε χαρακτηριστικά ότι, στην πρώτη χρυσαυγίτικη εκδήλωση για τα Ίμια που συμμετείχε, “γοητεύτηκε” από το θέαμά της: οι πυρσοί, το τελετουργικό, η στρατιωτική στοίχιση και πειθαρχία “μιλάνε” στο ακροατήριο του φασισμού πολύ αποτελεσματικότερα από το περιεχόμενο μιας ομιλίας. Για έναν άνθρωπο που μέχρι τότε η μόνη ασχολία του πέραν της δουλειάς του ήταν να είναι οπαδός της τοπικής του ομάδας, η προσχώρηση στη Χρυσή Αυγή συνέχιζε τη συνήθεια μιας οπαδικής ταύτισης, αλλά με πολιτικό πλέον προσανατολισμό.

Σε πολλές από τις απολογίες, οι κατηγορούμενοι δήλωσαν πως ο λόγος που προσέγγισαν τη Χρυσή Αυγή ήταν η ανάγκη για τα τρόφιμα που μοίραζε η οργάνωση. Σωστά το δικαστήριο αντιμετώπισε με δυσπιστία κατηγορούμενους που η οικονομική τους κατάσταση κάθε άλλο παρά δικαιολογούσε τον ισχυρισμό τους, για παράδειγμα τον μόνιμο στο Πολεμικό Ναυτικό κατηγορούμενο Σκάλκο, με πατέρα συνταξιούχο αστυνομικό, που έδωσε μάλιστα 20 ευρώ για την εγγραφή του, χρήματα δηλαδή περισσότερα από την αξία της σακούλας με τις πατάτες και τα ψάρια που έλαβε σε 3-4 συσσίτια της τοπικής της Νίκαιας. Είναι σαφές ότι το άνοιγμα των τοπικών γραφείων της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια λειτούργησε σαν μαγνήτης για άτομα που είτε είχαν προγενέστερη σχέση με την ακροδεξιά (πχ Σταμπέλος, Μιχάλαρος, κλπ) είτε γοητεύτηκαν από την αίσθηση της ισχύος που η Χρυσή Αυγή ανέδιδε (πχ Καζαντζόγλου, Τσακανίκας, κλπ), σε μια περίοδο οικονομικής κατάρρευσης και εθνικής ταπείνωσης λόγω μνημονίων.

Ωστόσο, υπήρξαν κατηγορούμενοι που προσελκύστηκαν και λόγω ανάγκης. Ο κατηγορούμενος Νίκος Τσορβάς είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση: χρόνια άνεργος και χωρίς οικογένεια, προσέγγισε τη Χρυσή Αυγή μέσω του εξαδέλφου του Θανάση για να πάρει τρόφιμα και να βρει μεροκάματα. Τα τρόφιμα ήταν, όμως, μόνο η φάκα: ακολούθησε η πρόταση του Πατέλη στον Τσορβά να μπει στην Ασφάλεια της τοπικής, να φορέσει τη στολή παραλλαγής και να εκτελεί καθήκοντα φρουρού εντός και εκτός γραφείων. Ο Ν. Τσορβάς αποκάλεσε τον κατάλογο της Ασφάλειας “λίστα ανέργων”: χωρίς κάτι τέτοιο να είναι απολύτως αληθές, αυτό που ισχύει είναι πως ο Πατέλης, έμμισθος πλέον της Χρυσής Αυγής, αξιοποίησε την απλήρωτη εργασία άνεργων υποστηρικτών της τοπικής για να οικοδομήσει τις ομάδες με τις στολές παραλλαγής και τα άρβυλα, που τόσο χρειαζόταν ο Μιχαλολιάκος για να χτίσει την εικόνα της οργάνωσης-τιμωρού που “θα ξεβρωμίσει τον τόπο”. Μια αμυδρή πιθανότητα κάποιου μεροκάματου, που ίσως θα του έδινε ο Πατέλης, ήταν αρκετή για να υποτάξει ο Τσορβάς τη βούλησή του, πλάι στην αίσθηση συμμετοχής σε μια ομάδα ανδρών με στρατιωτικό παράστημα, αίσθηση αναμφίβολα σημαντική για κάποιον χωρίς οικογένεια, χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις και χωρίς ιδιαίτερο σωματότυπο (στοιχεία που ο ίδιος ο Τσορβάς δεν σταμάτησε να τονίζει στη διάρκεια της απολογίας του).

Ανεξάρτητα από τον τρόπο που προσέγγισαν τη Χρυσή Αυγή και τις ψυχολογικές διεργασίες που εξηγούν την υποταγή της βούλησής τους, οι κατηγορούμενοι που συμμετείχαν στην Ασφάλεια της τοπικής της Νίκαιας δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν γνώριζαν σε τι είδους ομάδα είχαν ενταχθεί. Το βίντεο που βρέθηκε στον σκληρό δίσκο του Πατέλη και προβλήθηκε στο δικαστήριο με την χαρακτηριστική φράση “Ό,τι κινείται σφάζεται” οπτικοποιεί μια από τις πολλές συνεδριάσεις (ή αλλιώς “σεμινάρια”) της Ασφάλειας της Νίκαιας. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν και αποδέχτηκαν τη συμμετοχή τους στην τέλεση εγκληματικών πράξεων, μάλιστα η ένταξή τους μέσα στο πλαίσιο ενός “νόμιμου πολιτικού κόμματος” βοηθούσε στην άρση κάθε ηθικού φραγμού που ο οποιοσδήποτε “καθημερινός άνθρωπος” έχει αναπτύξει απέναντι στην προοπτική του εγκλήματος.

Τα μέλη της Ασφάλειας της Νίκαιας ορκίστηκαν πίστη στον “Αρχηγό”, εκπαιδεύτηκαν, επιμορφώθηκαν, δοκιμάστηκαν και συγκροτήθηκαν σε πειθαρχημένη ομάδα υπό τις εντολές και την ιεραρχία της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και του συνόλου της κοινοβουλευτικής της ομάδας που παρέλασε στις εκδηλώσεις της, πολύ πριν κληθούν το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα στα γραφεία της Καισαρείας από τον Πατέλη. Οι κατηγορούμενοι γίνανε “πολιτικοί στρατιώτες” και ως τέτοιοι άφησαν τα σπίτια τους λίγο πριν τα μεσάνυχτα μιας εργάσιμης ημέρας για να συγκροτηθούν αστραπιαία σε φάλαγγα, να μεταβούν οργανωμένα από τη Νίκαια στο Κοράλι και να δολοφονήσουν τον Παύλο Φύσσα. Ο Ρουπακιάς δεν ήταν παρά ο τελευταίος τροχός μιας πολυπρόσωπης κινητοποίησης ενός πειθαρχημένου μηχανισμού.

Ποιά ήταν όμως η κάλυψη που παρείχε η ηγεσία αυτού του μηχανισμού στους πιστούς στρατιώτες της την ώρα της κρίσης;

Είναι αλήθεια ότι τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία Φύσσα, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής προσπάθησε να καλύψει τα μέλη της, φυσικά με το αζημίωτο, την απέκδυση δηλαδή οποιασδήποτε ευθύνης για τον φόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά την έκκληση του Ρουπακιά προς τον Πατέλη για να του βρει δικηγόρο, ένα από τα πρώτα τηλέφωνα που κάνει ο Λαγός, λίγα λεπτά αφού πληροφορείται τη δολοφονία, είναι σε δικηγόρο της οργάνωσης. Ο Λαγός αποκτά άμεση πρόσβαση στη δικογραφία, κάτι που κατέθεσε ο προστατευόμενος μάρτυρας Α, επιβεβαιώνεται όμως και από τηλεφωνικές συνομιλίες. Στις πρώτες του απολογίες, ο Ρουπακιάς αρνείται να συσχετίσει το έγκλημα με τη Χρυσή Αυγή και τα γραφεία της από όπου ξεκίνησε το κονβόι των οχημάτων, κάτι που όμως κάνει όταν πλέον, με επιμέλεια της αδελφής του, αποκτά δεύτερο δικηγόρο. Στο μεταξύ, Μιχαλολιάκος και Κασιδιάρης αρνούνται δημόσια “κάθε σχέση της Χρυσής Αυγής με το έγκλημα στο Κερατσίνι”, την ίδια ώρα που ο Λαγός οργανώνει συνάντηση με τα “πιστά παιδιά” της Νίκαιας (τους μετέπειτα κατηγορούμενους) στα γραφεία του Πειραιά (απολογία Κομιανού), ενώ με δική του εντολή ο Τσακανίκας συναντιέται με τον Δήμου στις 19/9 και του προτείνει να πάρει πάνω του την ειδοποίηση Ρουπακιά πριν τον φόνο, “για να μην πάει φυλακή η Νίκαια”: “θα σου βάλει δικηγόρο το κόμμα. Θα πεις αυτά, ειδάλλως καλύτερα να μην είχες γεννηθεί. Εμείς τους προδότες τους σκοτώνουμε”, είναι τα λόγια του Τσακανίκα, όπως τα κατέθεσε ο Δήμου στην απολογία του. Η εικόνα της συγκάλυψης ολοκληρώνεται με την κλήση του Λαγού στον Πατέλη στις 23 Σεπτεμβρίου στην οποία τον ενημερώνει ότι “μένει” στο κόμμα (ο Πατέλης εργαζόταν στην πόρτα της Μεσογείων).

Όταν όμως πλέον η υπόθεση έφτασε στη δικαστική αίθουσα και το αποδεικτικό υλικό απέβη συντριπτικό, ακόμα δε περισσότερο όσο κοντοζύγωνε η ώρα των απολογιών, η υπεράσπιση της ηγεσίας της οργάνωσης άρχισε να αντιμετωπίζει τους άλλοτε πιστούς στρατιώτες της σαν βαρίδια. Την αρχή έκαναν οι δικηγόροι (αξιοπρόσεκτα πρωτοπόροι στάθηκαν σ’ αυτό οι δικηγόροι του Λαγού) με χαρακτηρισμούς περί “ανεγκέφαλων” που έκαναν “καραγκιοζιλίκια”, κατά την επίδειξη φωτογραφιών από τη δράση της Ασφάλειας της Νίκαιας: η άλλοτε “τοπική-πρότυπο” ή “μπαλαντέρ” όπως την είχε βαφτίσει ο Παναγιώταρος έγινε τώρα το “μαύρο πρόβατο” που “ξεστράτισε” από την κατά τα άλλα νομιμόφρονα δράση της οργάνωσης. Τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια οι μάρτυρες υπεράσπισης των βουλευτών και δη του Μιχαλολιάκου: το μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου και νυν ευρωβουλευτής Αθανάσιος Κωνσταντίνου κατέθεσε ότι η Χρυσή Αυγή διέγραψε τον Πατέλη και σύμπασα την τοπική της Νίκαιας μετά τη δολοφονία, ομολογώντας έτσι την πεποίθηση της ηγεσίας περί άμεσης εμπλοκής της τοπικής της Νίκαιας στον φόνο. Στη συνέχεια, ο οικονομικός διευθυντής της οργάνωσης Δημήτριος Βλαχόπουλος κατέθεσε ότι με σύμφωνη γνώμη του Μιχαλολιάκου απέλυσε τον Πατέλη και τον Καζαντζόγλου ήδη την επομένη της δολοφονίας! Πιο χοντροκομμένα, ο μάρτυρας Άρης Σπίνος χαρακτήρισε “αλήτες” τους χρυσαυγίτες που τελούσαν επιθέσεις, πάντοτε βέβαια “εν αγνοία του Μιχαλολιάκου”. Ήταν πλέον σαφές ότι η Ασφάλεια της Νίκαιας θα γινόταν η Ιφιγένεια για να διασωθεί ο “Αρχηγός” και να διαφυλαχθεί η συνέχεια της ναζιστικής οργάνωσης.

Όταν λοιπόν οι 18 κατηγορούμενοι για τη δολοφονία Φύσσα εμφανίστηκαν στο δικαστήριο, η αξιοπιστία των ισχυρισμών τους ήταν ήδη υπονομευμένη από την ίδια εκείνη ηγεσία, στο όνομα της οποίας στρατεύτηκαν και την οποία κάποτε “αρχαιοελληνικά” χαιρετούσαν. Μάταια προσπάθησε ο Πατέλης να εξηγήσει ότι ουδέποτε διαγράφτηκε από την οργάνωση ούτε εκδιώχθηκε από τα γραφεία της, τα οποία μέχρι και πρόσφατα είχε τη δυνατότητα να επισκέπτεται, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από σχετικό φωτογραφικό υλικό. Αδίκως ερωτήθηκε ο Ρουπακιάς για ποιό λόγο η ηγεσία της οργάνωσης αρνιόταν κάθε οργανωτική σχέση του με τη Χρυσή Αυγή: “δεν ήταν μάλλον επαρκώς ενημερωμένη”, απάντησε. Η υπερασπιστική γραμμή της Νίκαιας χτίστηκε γύρω από το σενάριο κάποιων φυλλαδίων, που δήθεν αποτελούσαν την αιτία της μεσονύχτιας κινητοποίησης: αν και τα φυλλάδια τυπώθηκαν, δεν προσκομίστηκε ποτέ κανένα αποδεικτικό της ύπαρξής τους. Το τελειωτικό χτύπημα στο βασικό υπερασπιστικό εφεύρημα του Πατέλη και του Καζαντζόγλου έδωσε ο Τσακανίκας, μέλος του πενταμελούς της Νίκαιας, που δήλωσε ρητά ότι φυλλάδια ουδέποτε υπήρξαν. Ο Ρουπακιάς έσπευσε να υιοθετήσει τον ισχυρισμό ότι αυτός δήθεν μετέβη σε τυπογραφείο στο Περιστέρι για να παραλάβει τα τρικάκια, χωρίς να βρεθεί έστω και ένας δικηγόρος να τον ενημερώσει για το αυτοκτονικό αυτού του διαβήματος, καθώς η κεραία του τηλεφώνου του εξέπεμπε αδιάλειπτα από την περιοχή της Νίκαιας.

Έτσι, από τις εικόνες των στρατιωτικών παρελάσεων δεκάδων αντρών με τις παραλλαγές, τα άρβυλα και τα μαύρα μπλουζάκια, με τις ασπίδες, τους ασύρματους και τα ρατσιστικά συνθήματα κατά των ξένων, τα μέλη της Ασφάλειας της οργάνωσης έφτασαν να διεκδικούν ο καθένας για τον εαυτό του μια προσωπική οδό διαφυγής, που έχει εύγλωττα αποτυπωθεί στο ευφυολόγημα “Αίμα, Τιμή, Δεν ήμουνα εκεί”. Το γκροτέσκο σκηνικό αυτής της συλλογικής απουσίας συμπλήρωναν εύθυμες πινελιές: του Αναδιώτη που είχε Πακιστανό φίλο ονόματι Αντρέι ο οποίος “μεγάλωσε στην Ελλάδα, μίλαγε άπταιστα ελληνικά και υποστήριζε τη Χρυσή Αυγή”, του Καλαρίτη και του Τσαλίκη που μιλούσαν στο τηλέφωνο “για τα καναρίνια τους” τη στιγμή που η γειτονιά τους συγκλονιζόταν από τη δολοφονία Φύσσα, του Τσακανίκα που δήλωσε την οριστική απόφασή του να μην ασχοληθεί πλέον με την πολιτική, αλλά “να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια”. Μια ομολογουμένως αναπάντεχη στροφή στον ευαγγελισμό της ζωής από τον χρυσαυγίτη που διάβαζε τον όρκο στη Νέδα, κλείνοντάς τον με το φρανκικό “Ζήτω ο Θάνατος”.

Ίσως η πιο θλιβερή στιγμή των απολογιών του τάγματος της Νίκαιας ήταν η περιγραφή του κατηγορούμενου Ν. Τσορβά για τις εξώσεις σε βάρος του από τρία τουλάχιστον σπίτια μετά τη λήξη της προφυλάκισής του. Την ίδια στιγμή που έξω από το δικαστήριο εκσφενδονίζονταν καταγγελίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που έδιναν στον Μιχαλολιάκο ευρωβουλευτές και βουλευτές της οργάνωσης για “κοινωνικό έργο” και που φυσικά γίνανε καπνός, ένα μέλος της Ασφάλειας της Νίκαιας, χωρίς εργασία, δικηγόρο και ίσως κατοικία, προσπαθούσε να αποποιηθεί την ευθύνη μιας ανθρωποκτονίας, ενώ κάθε λέξη που πρόφερε τη στοιχειοθετούσε. Το ότι στην επόμενη φάση της δίκης ο Μιχαλολιάκος θα έρθει και θα πετάξει τους στρατιώτες του στα σκυλιά, δηλώνοντας αποτροπιασμό για τα εγκλήματά τους, δεν θα έπρεπε να προκαλέσει καμία έκπληξη. Αν ο Τσορβάς πρόσεχε τις ιδεολογικές ομιλίες που παρακολουθούσε στη Νίκαια (και ο ίδιος δήλωσε ότι δεν τις πρόσεχε), θα θυμόταν το αγαπημένο ρητό της οργάνωσης που διδάσκεται στους πυρήνες δόκιμων μελών της: «Όποιος έχει καταστήσει τον εαυτό του σκώληκα, δεν πρέπει να παραπονιέται όταν τον πατούν».

Ο φασισμός στήνει στα πόδια τους στρώματα κατεστραμμένα από την κρίση, μετατρέποντάς τα σε πολιορκητικό κριό κατά του οργανωμένου εργατικού κινήματος και της αριστεράς. Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής επιχείρησε να χτίσει έναν ιδιωτικό στρατό, επίλεκτο τμήμα του οποίου ήταν η Ασφάλεια της Νίκαιας, που δοκίμασε την ισχύ του σε βάρος των πιο αδύναμων της κοινωνίας, των μεταναστών, για να συγκρουστεί στη συνέχεια με τον πραγματικό εχθρό του φασισμού: τους συνδικαλιστές, την αριστερά, την αντιφασιστική νεολαία. Το ανθρώπινο υλικό για τον στρατό αυτό η ηγεσία της Χρυσής Αυγής, που κατοικεί στα βόρεια προάστια της Αττικής και οικονομικά είχε πάντοτε τον τρόπο της, το βρήκε στις γειτονιές της Νίκαιας και του Περάματος. Όπως έλεγε ο Χίτλερ: “ο μικρός άνθρωπος νιώθει σαν σκουλήκι, αλλά εμείς τον τοποθετούμε σε ένα κίνημα που τον κάνει να νιώθει κομμάτι ενός μεγαλου δράκου”. Όταν το κράτος έπαψε να παρέχει ασυλία στις εγκληματικές δράσεις της οργάνωσης και κινήθηκε εναντίον της κάτω από την πίεση της μαζικής αντιφασιστικής έκρηξης που ακολούθησε τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο δράκος ξεφούσκωσε σε σαύρα που έτρεξε πανικόβλητη να κρυφτεί. Και οι στρατιώτες της Χρυσής Αυγής της Νίκαιας αποδείχτηκαν αναλώσιμοι για την ηγεσία της.

Για αυτό, δεν έχουν να κατηγορήσουν παρά μόνο τους εαυτούς τους. Επέλεξαν να πολεμήσουν κάτω από ξένες σημαίες και για αλλότρια συμφέροντα, με αντάλλαγμα μια σακούλα πατάτες και μια δόση ρατσιστικό και εθνικιστικό όπιο που θα τους ανακούφιζε από το άλγος της κρίσης. Προτίμησαν τον εμφύλιο, αντί για την αλληλεγγύη των φτωχών, στοχοποιώντας τους γείτονες και τους συναδέλφους τους, για να μπορεί ο Μιχαλολιάκος να διαπραγματεύεται – με την ισχύ των ταγμάτων του και με το αίμα των θυμάτων του – ένα πιο ευρύχωρο διαμέρισμα στη δεξιά πολυκατοικία. Τώρα που το σχέδιο αυτό απέτυχε, ο Μιχαλολιάκος δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει έξωση στους νοικάρηδες του υπογείου και να τους αποδώσει ακέραια την ποινική ευθύνη (ο ίδιος, άλλωστε, έχει αναλάβει την πολιτική). Αυτή είναι η ηθική της ηγεσίας του εθνικοσοσιαλισμού. Και αυτή είναι η μοίρα των στρατιωτών του.

Δυστυχώς, ανθρώπινο υλικό για το πολιτικό σχέδιο του φασισμού θα υπάρχει πάντα, όσο τουλάχιστον η σημερινή κοινωνία παράγει οικονομική και κοινωνική αθλιότητα. Ο φασισμός δεν μπορεί να ηττηθεί ως φυσικά πρόσωπα (όσο σημαντικό και αν είναι να καταδικαστούν αυτοί που δικάζονται στη δίκη της Χρυσής Αυγής), αλλά ως κοινωνική σχέση. Μέχρι τότε, οι φτωχοί μπορούν να αντλήσουν κρίσιμα διδάγματα για το πού αξίζει να στρατευτούν για να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Ή, έστω, να τη ζήσουν με το κεφάλι όρθιο, όχι σαν δράκοι ούτε σαν σκώληκες, αλλά τουλάχιστον σαν αξιοπρεπείς άνθρωποι. Ο δικός μας δρόμος είναι πάντοτε ανοιχτός.

Θανάσης Καμπαγιάννης: δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής

πηγή: jailgoldendawn

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία