ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, (1898-1956)

Α΄
Ακούμε: δεν θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες. Δεν μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες. Δεν μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες.
Κανείς δεν μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν:
Εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς
Κανείς δεν θα σε ξυπνήσει πια να πει:
Σήκω, το φαΐ είν’ έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δεν θα μπορείς άλλο να τρέχεις,
Θα μείνεις ξαπλωμένος. Κανείς
Δεν θα σε ψάξει για να πει:
Έγινε επανάσταση. Τα εργοστάσια
Σε περιμένουν.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν
Είτε φταις που πέθανες είτε όχι.

Λες:
Πολύν καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς άλλο πια
ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις, θα πεθάνεις.

Β΄

Λες: Πολύν καιρό ήλπιζες. Δεν μπορείς άλλο πια
να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θα ’ναι εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.

Μετάφραση: Βασίλης Βεργωτής

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το