Εισαγωγικό σημείωμα
Η εκλογική άνοδος των νεοφασιστών στην Ευρώπη και η εισδοχή τους σε ορισμένες κυβερνήσεις αναμφίβολα τροποποιεί το πολιτικό σκηνικό.
Πάνω στον καμβά, Προσφυγικό, κρίση, εναντίωση στις “Βρυξέλλες”, η ρητορική των νεοφασιστών ενεργοποιεί κατ’ αρχήν τα μικροαστικά στοιχεία τα οποία συντρίβονται και μπολιάζει την πολιτική ατζέντα των αστικών κομμάτων με ακροδεξιά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά συνθήματα.
Υπάρχει μια ιστορική εμπειρία για τους λαούς και την Αριστερά, την οποία οφείλουμε να βλέπουμε με “δημιουργικό ιστορισμό” και όχι να την αναμασάμε αδούλευτη. Η ιστορία είναι οδηγός και πεδίο για να βγάζουμε συμπεράσματα και όχι να μεταφέρουμε απλώς στοιχεία.
Μετά την Ιταλία και την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, θ’ αναφερθούμε στην πορεία του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπόλεμου, καθώς και στην ανάλογη του Φράνκο στην Ισπανία, όπως κορυφώθηκε στον ισπανικό Εμφύλιο. Θεωρούμε πως η γνώση της ταξικής πάλης στις τρεις παραπάνω χώρες θα φωτίσει διαλεκτικά και θα δώσει αναλογικά συμπεράσματα για το σήμερα.
Φυσικά τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά οι αναλογίες (και όχι οι ταυτίσεις) μπορούν να μας βοηθήσουν στην πάλη του λαού ενάντια στο νεοφασισμό, ο οποίος ανασυγκροτείται και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει το μακρύ χέρι και την εναλλακτική λύση των πιο επιθετικών και τρομοκρατικών κύκλων του κεφαλαίου.
Για τη σύγχρονη Ιταλική ιστορία (1800 – 1920)
Η αυγή του 19ου αιώνα βρίσκει την Ιταλική χερσόνησο διαιρεμένη σε 10 κρατίδια (Πιεμόντε, Βένετο, Ρομάνια, Λάτιο, Σαρδηνία, Σικελία, Λομβαρδία, Αγ. Μαρίνος, Τρέντο) και στην κυριαρχία γαιοκτημόνων, τοπικών αρχόντων και εκκλησίας, ενώ ο βορράς βρίσκεται κάτω από την Αυστριακή κατοχή.
Οι ιδέες, όμως, του αστικοδημοκρατικού φιλελευθερισμού είχαν φτάσει μαζί με τις «γαλλικές ξιφολόγχες» του Ναπολέοντα και των κατακτητών Γάλλων στις αρχές του 1800. Σ’ όλη την Ιταλία, οι αστοί που γεννήθηκαν στο έδαφος του εμπορίου οργανώνονταν σε μυστικές εταιρείες (Καρμπονάροι¹, Ομοσπονδιακοί κλπ) αντιμετωπίζοντας τις βιαιότητες, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις από τους τοπικούς άρχοντες και τους Αυστριακούς κατακτητές. Η σημαντικότερη εξέγερση σημειώθηκε στο βορεινό Πιεμόντε με την υποκίνηση της οργάνωσης των καρμπονάρων, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τον αυστριακό στρατό. Μετά από αυτό, ο Τζουζέπε Μαντσίνι (1805 – 1872) ρίχνει την ιδέα για το πέρασμα από τη συνωμοτικότητα στην ανοιχτή λαϊκή απεύθυνση. Δημιουργείται έτσι το Κίνημα για την Ιταλική Εθνική Ενότητα, γνωστό και ως Risorgimento, με στόχο μια ενωμένη δημοκρατική Ιταλία. Ο Τζ. Μαντσίνι ιδρύει την οργάνωση Νέα Ιταλία (1831) και τη Νέα Ευρώπη (1834) και θεωρείται ο πρόδρομος της ιδέας της ιταλικής εθνικής ενότητας. Το 1848 στη Σικελία και τη Νάπολη ξεσπούν εξεγέρσεις και ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ (1830 – 1859) αναγκάζεται να παραχωρήσει σύνταγμα στο λαό.
Την ίδια περίοδο έχουμε την εξέγερση του Παρισιού (1848) που προκαλεί ανάλογα κινήματα στη Βιέννη, το Βερολίνο και τη Βουδαπέστη. Οι αστικές ιδέες για σύνταγμα και λαϊκές ελευθερίες, ενάντια στην παλινόρθωση των βασιλιάδων που έγινε ύστερα από το Βατερλό (1814) και τη σιδερένια πυγμή της Ιερής Συμμαχίας, παίρνουν τώρα την εκδίκησή τους. Μπαίνουμε ορμητικά στην αστική κυριαρχία του 19ου και στην εμφάνιση σ’ όλο το πλάτος των εθνικών ενοποιήσεων κάτω από την κυριαρχία των αστικών ιδεών.
Η είδηση της πτώσης του Μέτερνιχ (1848) στην Αυστρία, που είχε γίνει σύμβολο του απόλυτου αυστριακού απολυταρχισμού, ξεσηκώνει σ’ όλη την Ιταλία ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας. Το Μιλάνο εξεγείρεται, οι Αυστριακοί συνθηκολογούν στη Βενετία και ο βασιλιάς Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας (1831 – 1849) εισβάλλει στη Λομβαρδία για να καταστείλει την εξέγερση. Ξεσπάει ο Α΄ πόλεμος της Ανεξαρτησίας και οι ιδέες του Risorgimento συνεγείρουν το λαό και τους αστούς δημοκράτες. Στην Ιταλία κυριαρχεί η φυσιογνωμία του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ένθερμου υποστηρικτή της ενοποίησης, ο οποίος αποβιβάζεται στη Σικελία το 1860 (εκστρατεία των 1000 κοκκινοχιτώνων), απελευθερώνει τη Νάπολη και προκαλεί μία συμμαχία δημοκρατών αστών και φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που αναγκάζει τον πρωθυπουργό Καμίλο Μπένσο Ντι Καβούρ να ζητήσει τη βοήθεια των Αγγλογάλλων απέναντι στο επαναστατικό κίνημα. Στις 17/3/1861 ανακηρύσσεται το βασίλειο της Ιταλίας με βασιλιά τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ και η Ρώμη γίνεται πρωτεύουσα, ενώ περιορίζεται η εξουσία των παπών.
Η κομμούνα του Παρισιού (1871) τροποποιεί όλες τις συμμαχίες στην Ευρώπη και επηρεάζει αποφασιστικά την Ιταλία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον αγροτικό Νότο και τον βιομηχανικό Βορρά. Η Ευρώπη μετά το 1871 ζει σε συνθήκες «ένοπλης ειρήνης». Η μετατροπή των παλιών αποικιοκρατικών χωρών σε ιμπεριαλιστικές στο τέλος του 19ου αιώνα και η ανάδυση νέων εθνοκρατών, κυρίως από τα «σπλάχνα» της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις.
Στην Κεντρική Ευρώπη τα νεαρά σοσιαλιστικά κινήματα επηρεάζονται από το περίφημο «Πρόγραμμα της Γκόττα» (δηλαδή η γερμανική σοσιαλδημοκρατία) έχουν μία νεφελώδη και θολή απάντηση για τον καπιταλισμό παρ’ ότι αναπτύσσονται γοργά.
Το 1881 στο Ρίμινι της Ιταλίας οι Ιταλοί σοσιαλιστές ιδρύουν το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα μ’ επικεφαλής τον A. Costa. Το 1882 δημιουργείται το Εργατικό Κόμμα της Ιταλίας και το 1889 η σοσιαλιστική Λίγκα του Μιλάνου. Το 1892 οι τρεις παραπάνω οργανώσεις συγχωνεύονται (ενώνονται) σχηματίζοντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας, το οποίο είχε ως επαναστατική μειοψηφία τον A. Labriola.
Η συμφωνία της Ιταλίας με τη Γαλλία «αποδίδει» στην Ιταλία το 1902 την Τρίπολη και την Κυρηναϊκή (Λιβύη), ενώ η όξυνση του αγροτικού προβλήματος με τεράστιες μάζες φτωχών ακτημόνων χωρικών γεννάει τη μετανάστευση χιλιάδων ανθρώπων από τον ιταλικό νότο προς την Αμερική, όπου δημιουργείται πανίσχυρη ιταλική παροικία. Η δολοφονία του Ουμβέρτου Α΄(που είχε διαδεχθεί τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄) οδηγεί στον ιταλικό βασιλικό θρόνο τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄, ο οποίος παραμένει σ’ αυτόν από το 1900 έως το 1946. Στην αρχή του 20ου αιώνα το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας προσχωρεί ανοιχτά στον αστικό μεταρρυθμισμό και τη Β΄ Διεθνή, την ίδια περίοδο που εκδηλώνεται η μεγαλοκρατική σοβινιστική πλευρά της αστικής τάξης της Ιταλίας κατακτώντας εμπόλεμα τη Λιβύη (1911 – 1912).
Όταν ξεσπάει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (καλοκαίρι 1914), η Ιταλία κηρύσσει ουδετερότητα, αλλά το ζήτημα του «αλυτρωτισμού» (Τεργέστη και Τρέντο που ήταν υπό Αυστριακή κατοχή) οδηγεί την Ιταλία στο πλευρό της Αντάντ, δηλαδή των Αγγλογάλλων (συμφωνία Λονδίνου 26/4/1915) και κηρύσσεται ο πόλεμος κατά της Αυστροουγγαρίας.
Στο τέλος του πολέμου η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος αποχωρεί από αυτό και ιδρύει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCI) με την ηγεσία του Αμαντέο Μπορντίγκα και του Αντόνιο Γκράμσι.
Στις εκλογές του 1919, καθόσον καταρρέει το «κέντρο», εμφανίζεται το κόμμα του Μπ. Μουσολίνι, ο οποίος προέρχεται από τους σοσιαλιστές και υιοθετεί εθνικιστικά συνθήματα. Μιλά για μεγάλη Ιταλία και εξόντωση του μπολσεβικισμού που είχε ήδη νικήσει στη Ρωσία. Ο Μουσολίνι οργανώνει παρακρατικό στρατό, τους μελανοχίτωνες (επειδή φορούσαν μαύρα πουκάμισα), και προχωράει σε στρατιωτικό πραξικόπημα (3 Γενάρη 1925) διώκοντας συστηματικά όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του. Κλείνει εφημερίδες, εξορίζει, φυλακίζει, εισάγει την ποινή του θανάτου για «πολιτικά εγκλήματα». Το 1929 ο ιταλικός φασισμός κερδίζει στο εσωτερικό της χώρας μια μεγάλη νίκη. Υπογράφεται από το φασιστικό κόμμα και το Βατικανό το περίφημο Κονκορδάτο (συνθήκη) του Λατερανού (11 Φλεβάρη 1929) με το οποίο η Παπική εκκλησία τάσσεται ανοιχτά στο πλευρό του φασισμού. Είναι ένας κρίκος στην ατέλειωτη πορεία σύνταξης του Βατικανού στη συμμαχία του με τον ιταλικό και γερμανικό φασισμό.
Ο Ιταλικός Φασισμός
Τα Fasci di Compattimento (το κόμμα του Μουσολίνι με έμβλημα τις fasces, δέσμες γύρω από έναν διπλό πέλεκυ, σήμα των δικαστών στην αρχαία Ρώμη – εξ ου και φασισμός) αναφέρονται από τον γενικό επιθεωρητή της αστυνομίας (1919) ότι χρηματοδοτούνται από την εταιρεία Pirelli και την Ansaldo (εταιρεία πυρομαχικών). Μέσα στους χρηματοδότες του Μουσολίνι είναι και ο Ανιέλι της Φίατ, ο οποίος γίνεται γερουσιαστής με τους φασίστες. Λίγο αργότερα (1921) ο πρωθυπουργός Τζιολίτι διαλύει τη Βουλή, προκηρύσσει εκλογές και περιλαμβάνει τους φασίστες στα ψηφοδέλτια του κόμματος «Εθνικό Μπλοκ». Οι φασίστες εκλέγουν 38 βουλευτές και τον Μουσολίνι. Το Νοέμβρη του 1921 το φασιστικό «κίνημα» γίνεται κόμμα με αρχή τη διακήρυξη πως είναι «υπέρ της παραγωγικότητας και του οικονομικού φιλελευθερισμού σε αντίθεση με την ταξικότητα και τον κολεκτιβισμό».
Η αστική τάξη της Ιταλίας είναι δυσαρεστημένη από τη μοιρασιά της Αντάντ (Αγγλογάλλοι) στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναζητά εδάφη στην Αφρική, την Αυστρία και την Αδριατική. Έχει πίσω της την αρχαία Ρώμη, την Αναγέννηση και το Εθνικό Κίνημα Ιταλικής Ενότητας (Risorgimento), πράγματα για τα οποία σπεκουλάρει το φασιστικό κόμμα.
Ο Μουσολίνι στηρίζεται σε τρία βασικά ερείσματα: τραπεζίτες, στρατός, εκκλησία. Οι πρώτοι χρηματοδοτούσαν αφειδώς το φασιστικό κόμμα ενάντια στα συνδικάτα, ανώτεροι και μεσαίοι αξιωματικοί δημιουργούσαν θύλακες στο στρατό και ο Πάπας Πίος ο ΧΙ κρατούσε ανεκτική στάση απέναντι στο κίνημα, ενώ φασιστικές σημαίες κυμάτιζαν στους ναούς. Τον Οκτώβρη του 1922 ο Μουσολίνι με την «Πορεία προς τη Ρώμη» και επικεφαλής των μελανοχιτώνων, φτάνει στη Ρώμη και διορίζεται πρωθυπουργός (30 Οκτώβρη). Το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου δίνεται στον Τεόφιλο Ρόσι, εκατομμυριούχο φασίστα.
Μετά την κατάληψη της ιταλικής κυβέρνησης από τους φασίστες, ο Μουσολίνι δημιουργεί πλάι στο υπουργικό συμβούλιο το φασιστικό «Μεγάλο Συμβούλιο» (1923), το οποίο από το 1924 αντικαθιστά το κοινοβούλιο και συντονίζει όλες τις ενέργειες του κράτους. Την περίοδο 1925 έως 1926 απομακρύνεται από τη σκηνή το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Άλλοι προσχωρούν στον φασισμό, άλλοι αποσύρονται από την πολιτική ζωή, κάποιοι παίρνουν ή εξαναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Από το 1925, η κυβέρνηση αποτελείται αποκλειστικά από φασίστες. Το 1925, επίσης, ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον πρωθυπουργό ν’ απομακρύνει δημοσίους υπαλλήλους που «οι ενέργειές τους είναι ασυμβίβαστες με τις πολιτικές αρχές της κυβέρνησης».
Ο Μουσολίνι από το 1923 διατείνεται ότι θέλει να προσελκύσει την άρχουσα τάξη και να μετασχηματίσει τη βία σε τάξη (ordine). Έτσι, το φασιστικό κόμμα που «κρατικοποιείται» διώχνει τα στελέχη και μέλη του κόμματος που προέρχονται από φτωχά και λαϊκά στρώματα. Το 1925 – 1926 γίνεται η δεύτερη εκκαθάριση και ο Φαρινάτσι απομακρύνεται από γραμματέας του φασιστικού κόμματος, ενώ το 1928 ο Μουσολίνι αποπέμπει τον Ροσόνι, γενικό γραμματέα της φασιστικής εργατικής συνομοσπονδίας. Το φασιστικό κόμμα συγχωνεύεται με το κράτος. Το 1927, το 75% των μελών του ιταλικού φασιστικού κόμματος είναι ξεπεσμένοι μικροαστοί ή μεσοαστοί, το 15% προέρχεται από εργατικά στρώματα και το 10% από την ανώτερη τάξη.
Παράλληλα ο στρατός αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση στο καθεστώς, ιδίως μετά τη νίκη στην Αιθιοπία του στρατηγού Μπαντόλιο. «Ο στρατός», έγραφε η εφημερίδα Giornale d’ Italia, «γίνεται, με τη θέληση του φασισμού, η νέα αριστοκρατία του έθνους». Βέβαια ο ίδιος ο στρατός υφίσταται διαδικασία φασιστικοποίησης. Από το 1934 σε όλες τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών γίνονται μαθήματα «φασιστικής παιδείας».
Επίσης όποιος εργάτης απουσιάσει από τη δουλειά του πέντε ημέρες θεωρείται λιποτάκτης και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο έως εννέα ετών. Κάθε παραβίαση της πειθαρχίας εντός του εργοστασίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως εννέα χρόνια. Το 1938 580.000 μισθωτοί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις οι οποίες «εργάζονται για την εθνική άμυνα» υπόκεινται σ’ αυτόν το νόμο.
Είναι φανερό ότι οι Ιταλοί φασίστες θέλουν να τσακίσουν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά όργανα διοίκησης του κράτους. Σε ομιλία του στις 11 Μαρτίου 1926 ο Μουσολίνι λέει: «Ο φασιστικός συνδικαλισμός είναι ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, πλήρως ελεγχόμενο από τον φασισμό και την κυβέρνηση, ένα μαζικό κίνημα που υπακούει».
Ο Μουσολίνι δηλώνει στον πρόεδρο της Ένωσης Ιταλών Βιομηχάνων: «Διαβεβαιώνω τον κ. Μπένι ότι όσο είμαι στην εξουσία, οι εργοδότες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας».
Επίσης οι εργάτες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της «διαιτησίας» τιμωρούνται με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους και με πρόστιμο 100 έως 10.000 λιρέτες. Η απεργία θεωρείται έγκλημα «εναντίον της κοινωνικής συλλογικότητας» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, ενώ οι υποκινητές υπόκεινται σε ποινές φυλάκισης μέχρι επτά ετών.
Το κράτος επικυρώνει τους μισθούς που πληρώνουν οι εργοδότες στους μισθωτούς τους. Το υπουργείο των Συντεχνιών στη Ρώμη συντάσσει με βάση τις οδηγίες της εργοδοσίας «συμβάσεις», τις οποίες στη συνέχεια υπογράφουν οι διορισμένοι ηγέτες των φασιστικών συνδικάτων.
Το διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1934 επαναφέρει το βιβλιάριο εργασίας, στο οποίο οι αστυνομικές αρχές σημειώνουν αν η συμπεριφορά του κατόχου του είναι «ικανοποιητική από εθνική άποψη» και ο εργαζόμενος είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ή όχι. Από τον Ιανουάριο του 1936 το βιβλιάριο περιλαμβάνει όλες τις μορφές δραστηριότητας του πολίτη από την ηλικία των 11 έως 32 ετών και αποτελεί απαραίτητο έγγραφο για να μπορεί κάποιος να βρει δουλειά.
Έτσι λοιπόν, η φασιστική δικτατορία διέλυσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα ταξικά εργατικά συνδικάτα και το κοινοβούλιο, για να εγκαθιδρύσει μια ολοκληρωτική μορφή κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η λαϊκή αντίσταση κατά του φασισμού εντάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ξέσπασαν σε πολλές περιοχές απεργίες και διαδηλώσεις. Το 1934 το ΙΚΚ και το ΙΣΚ κατέληξαν σε συμφωνία για ενότητα δράσης. Η συμμαχία των δυο κομμάτων βοήθησε στο δυνάμωμα όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων της χώρας. Μερικές χιλιάδες Ιταλοί εθελοντές πολέμησαν με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον αγώνα του Ισπανικού λαού κατά της γερμανικής και ιταλικής φασιστικής επίθεσης (1936–39). Το αντιφασιστικό κίνημα στην Ιταλία άρχισε να παίζει ουσιαστικό ρόλο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930.
¹ Καρμπονάροι: μυστική, συνωμοτική αστική οργάνωση που «χτίστηκε» στα πρότυπα του τεκτονισμού. Είχε ειδικό τελετουργικό μύησης και κώδικες αναγνώρισης. Αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους Αυστριακούς. Σημαίνει ανθρακωρύχοι και η γνωστή καρμπονάρα προέρχεται από τα ιταλικά· ήταν το φαγητό των φτωχών καρμπονάρων (ανθρακωρύχων).
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr