Η πόρτα της θάλασσας
Είδα στον ύπνο μου χτες ένα όνειρο και ήξερα πως σήμερα θα ήταν η μέρα του καθαρού νερού.
Υπάρχουν όνειρα που βλέπεις και όνειρα που κάνεις.
Το όνειρο που βλέπουμε θέλει σκοτάδι και κλειστά μάτια.
Είναι το μόνο πράγμα που φαίνεται ολοκάθαρα στα σκοτεινά.
Όπως οι πυγολαμπίδες. Μόνο που για να δεις πυγολαμπίδες, πρέπει να ‘χεις τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι.
Για να δεις όνειρα, τα μάτια κλείνουν, τα βλέφαρα σφραγίζουν και καμιά φορά, ανάλογα με την ένταση του ονείρου, πεταρίζουν σαν τα μάτια των μωρών που αναπλάθουν στον ύπνο τους τις λίγες παραστάσεις της μικρής ζωής τους. Το βυζί της μάνας τους, μια σταγόνα γάλα που τους έσταξε στη μύτη ή μια μύγα που πετάει πάνω απ’ την κούνια.
Για να κάνεις όνειρα, θέλει φως και ορθάνοιχτα μάτια. Να βλέπεις πέρα από τη μύτη σου, πέρα απ τους τοίχους και τα κάγκελα, πολύ πιο πέρα απ’ την ανάγκη και τη συμμόρφωση.
Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, όταν ακόμα ζούσα στην πόλη, είδα ένα όνειρο, απ’ αυτά που θυμάσαι ολοζώντανα, όσο χρόνια κι αν περάσουν.
Άπλωνα, λέει, τη μπουγάδα στο μπαλκόνι του ακάλυπτου και καθώς έσκυψα κι έριξα το βλέμμα εκεί που φυτεύονται τα θεμέλια των πολυκατοικιών για να φυτρώσουν τα τσιμέντα, αντί να δω την καχεκτική λεμονιά και τη δεξαμενή του πετρελαίου, είδα το πέλαγος!
Ένοιωσα τέτοια χαρά, που και τώρα όταν την αναθυμούμαι, χοροπηδάει η καρδιά μου από συγκίνηση! Ξαφνιάστηκα που τόσο καιρό δεν είχα πάρει χαμπάρι πως τα πόδια του σπιτιού κολυμπούσαν στο νερό και δεν είχα μυρίσει εκείνη την αψάδα του αλατιού που έχει μόνο η θάλασσα, παρά μπούκωνα τα ρουθούνια μου με την οσμή της ανήλιαγης κλεισούρας.
Αφήνω, λέει, τη μπουγάδα και τρέχω σαν αέρας στις σκάλες.
Στα όνειρα, κι αυτά που βλέπουμε κι αυτά που κάνουμε, συνήθως τρέχουμε και πετάμε. Είναι κι αυτό κομμάτι της δύναμης τους
Να τα βλέπουν ακόμη και οι τυφλοί και να τρέχουν μέσα τους, ακόμη και όσοι δεν έχουν πόδια.
Τρέχω λοιπόν σαν αέρας και, με την ταχύτητα που έχει μόνο το φως της αστραπής, ανοίγω την κοινόχρηστη πόρτα του ακάλυπτου και μπροστά μου βλέπω μιαν απέραντη θάλασσα, που στραφταλίζει στο φως του ήλιου και τυφλώνει. Ξύπνησα, με το όνειρο τόσο ζωντανό, που ένοιωθα την υγρασία της σε όλο μου το σώμα.
Χτες ήμουν, λέει, σ’ ένα κλειστό δωμάτιο. Εφτάκλειστο! Σαν αυτά που παίζουν τώρα κάποιες παρέες με την αδρεναλίνη της απόδρασης, Τα escape rooms ή κάπως έτσι. Και βλέπω μόνο μια πόρτα. Την ανοίγω. Οι πόρτες είναι για ν’ ανοίγουν. Οι κλειστές μου φέρνουν στενοχώρια. Οι κλειδωμένες, θλίψη. Τα μάνταλα, απέχθεια. Τα λουκέτα, ένα αίσθημα τετελεσμένου.
Ανοίγω λοιπόν την πόρτα στο σκοτεινό δωμάτιο και μπροστά μου απλώνεται ξανά η θάλασσα! Ήρεμη και προκλητική, σαν τα γαλήνια του Σεπτέμβρη και τόσο κοντινή, που μου γλείφει τα πόδια. Και σκέφτηκα πάλι μέσα στο βαθύ μου ύπνο, πού να το ξέρω πως υπάρχει παντού μια πόρτα που βγάζει στη θάλασσα;
Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι ερμηνείες των ονείρων. Μ’ ενδιαφέρει μόνο το αίσθημα που αφήνουν.
Η πόρτα της θάλασσας μου άφησε ένα αίσθημα δροσιάς.
Σαν το αίσθημα που αφήνουν τα όνειρα που κάνουμε όταν μας κυκλώνει η ξηρασία.
Και σκέφτηκα, μέσα στο μισοΰπνι που ακολουθεί τα ενύπνια, πως όλα θα πάνε καλά σήμερα με τους φίλους μου και πως υπάρχει πάντα μια πόρτα που βγάζει απ τους ακάλυπτους στο ανοιχτό πέλαγος!
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr