«Έχω αρκετό κουράγιο για να δίνω στ’ όνειρο τη θέση μονάχα του ονείρου».
– Ναζίμ Χικμέτ.
Τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμη. Κι είναι η ελπίδα και το πάθος ενός επικολυρικού ποιητή, που από όσα μπόρεσε να γευτεί, να πιεί, από τις χώρες που είδε, όσα άγγιξε κι ένιωσε, τίποτα δεν τον έκανε έτσι ευτυχισμένο, όσο τα τραγούδια.
Πρώτα χρόνια
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran) γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στις 15 Ιανουαρίου 1902. Ο πατέρας του, Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών και υπήρξε για μικρό χρονικό διάστημα πρόξενος στο Αμβούργο. Όταν απολύθηκε, εργάστηκε ως διαχειριστής σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήταν ζωγράφος κι εγγονή του -γερμανικής καταγωγής- Οθωμανού στρατάρχη, Μεχμέτ Αλή. Λόγω της διάστασης των γονιών του, ο ποιητής πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στον παππού του, στις διάφορες περιπλανήσεις του, ως ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία.
Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση του στην Κωνσταντινούπολη, κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, η οποία βρισκόταν κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του «Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού», που είχε γράψει, μόλις, στα 12 του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η πορεία του στο Ναυτικό τερμάτισε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας -και δεδομένου ότι δε μπόρεσε να ανακτήσει πλήρως την υγεία του-, απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του, σαν άτομο με ειδικές ανάγκες (1920). Λίγο αργότερα, διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα.
Το 1921, μαζί με δύο φίλους του, ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, εναντίον των Ελληνικών Δυνάμεων, στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, έγραψε κι ένα ποίημα, που εξυμνούσε τα στρατιωτικά κατορθώματα του τουρκικού στρατού και τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Κεμάλ εκτίμησε πολύ τις πνευματικές του ικανότητες, και αντί για το μέτωπο, τον διόρισε διευθυντή ενός εξέχοντος σχολείου της Τουρκίας.
«Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό, απ’ τη ζωή δεν είναι»
Ο Χικμέτ, που είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις κομμουνιστικές του ιδέες, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προϊσταμένους του. Το Σεπτέμβριο του 1921 εγκατέλειψε την Τουρκία, και με πρώτο σταθμό το Μπατούμι της Σοβιετικής Γεωργίας, εγκαταστάθηκε τελικά στη Μόσχα, με σκοπό να μελετήσει από κοντά τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Από το 1922 έως το 1925 σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα, ενώ επηρεάστηκε -καλλιτεχνικά- από το κίνημα του ρωσικού φουτουρισμού, το οποίο εκπροσωπούσαν προσωπικότητες, όπως ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγερχολντ.
Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ παράλληλα ανέπτυξε έντονη κομμουνιστική δράση, για την οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια.
Το 1934 μηνύεται, επειδή έκανε -δήθεν- προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται «κεκλεισμένων των θυρών», χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες, σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 του τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια της φυλακής, στη Προύσα.
και ξέρω ακόμη πως εχτές, αύριο, κι απόψε βράδι
αχ, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο
παρά μονάχα να τον αγαπάω
– Χιονίζει μες στη νύχτα, 1937.
Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος, μάλιστα, είχε ξεκινήσει απεργία πείνας το 1950. Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο, παρακολουθείται από τις αρχές συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως δημοσιογράφος, αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Αν και απαλλαγμένος από τη στρατιωτική θητεία, το καθεστώς τον καλεί να καταταγεί.
Δε μπορούσε να βρει δουλειά, ούτε να εκδώσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία. Ένα διάταγμα, που ουσιαστικά, είχε τον ίδιο ως στόχο. Πενήντα χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με το φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφους, Refik Erduran, κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμανικό σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη Θάλασσα και περνά στη Ρωσία, για να καταλήξει στη Μόσχα. Μετά από αυτό το γεγονός, η οικογένεια του παρακολουθείται στενά, ενώ ο ίδιος, χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα (1951).
Μέσα στο 1952, ταξίδεψε σε Ανατολική Ευρώπη, Ρώμη, Παρίσι, Αβάνα, Πεκίνο και Ταγκανίκα. Ήθελε να επισκεφθεί και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά δεν του χορηγήθηκε βίζα. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέχθηκε μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης.
Πήγε σε διεθνή συνέδρια και έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο. Από τη Μόσχα πήγε στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα 500 ατόμων, έδωσε ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ, και καταχειροκροτήθηκε σαν ελεύθερος, πλέον, αγωνιστής – ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στη Μόσχα.
Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.
Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε -όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα- αλλά ως κάποιον που ήταν απόλυτα ειλικρινής στις απόψεις του. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία και περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για «πρώτη φορά». Μένουν μαζί, και το Νοέμβριο του 1960, παντρεύονται. Ο κυριότερος λόγος της ένωσης κάτω από τα δεσμά του γάμου ήταν επειδή ο Ναζίμ ζήλευε αυτή τη νεαρή παρουσία και ήθελε να νιώθει πιο ασφαλής. Το Σεπτέμβριο του 1961 γράφει το ποίημα «Αυτοβιογραφία». Το 1962 του δίνεται διαβατήριο Σοβιετικής υπηκοότητας.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν πέθανε στη Μόσχα, τα ξημερώματα της 3ης Ιουνίου 1963, σε ηλικία 61 ετών, από καρδιακή προσβολή και τάφηκε στο ονομαστό κοιμητήριο της ρωσικής πρωτεύουσας, Νοβοντονίτσκι. Το 2009 η κυβέρνηση Ερντογάν τού απέδωσε -μετά θάνατον- και πάλι την τουρκική ιθαγένεια. Η επιθυμία του να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σε ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας, δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα.
Θάψτε με στην Ανατολία. Σ’ ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι να ‘ναι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει.
«Άντε λοιπόν, ποιητή»
Ο Χικμέτ υπήρξε έξοχος χειριστής της γλώσσας και σπουδαίος λυρικός ποιητής. Εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο κι ένα ευρύ φάσμα νέων θεμάτων στην ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά την τουρκική λογοτεχνία της δεκαετίας του ’30. Στην αρχή, έγραφε πατριωτικά ποιήματα, αλλά στη συνέχεια, όταν γνώρισε στη Μόσχα το ρωσικό φουτουρισμό, εγκατέλειψε τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πληθωρικές ποιητικές εικόνες, σε εντυπωσιακούς και απρόσμενους συσχετισμούς. Αργότερα, πάντως, ο τόνος αυτός μετριάστηκε. Η κριτική τον έχει χαρακτηρίσει ως «ρομαντικό κομμουνιστή» και «ρομαντικό επαναστάτη».
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με παραδοσιακό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε, κυρίως, από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο.
«Τι θα πει ο κόσμος είν’ ωραίος;»
Εκτός από ποίηση, ο Χικμέτ έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Οι Ρομαντικοί και ορισμένα θεατρικά έργα, το πιο γνωστό από τα οποία έχει τον τίτλο, «Άραγε υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;». Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες και στην Τουρκία αναγνωρίστηκε κυρίως μετά το θάνατό του. Όλα τα έργα του, που ήταν προηγουμένως απαγορευμένα από τη λογοκρισία, εκδόθηκαν και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία.
Το ποίημά του, Kız Çocuğu (Το μικρό κορίτσι), είναι μια έκκληση για την ειρήνη από ένα επτάχρονο κοριτσάκι, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, στη Χιροσίμα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά αντιπολεμικά τραγούδια και το έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Στον αγγλόφωνο κόσμο είναι γνωστό με τους τίτλους: I Come and Stand At Every Door, I Come and Stand At Your Door και Hiroshima Girl. Την προσαρμογή των στίχων έκανε ο Μπομπ Σίγκερ, ενώ η μουσική βασίζεται σε λαϊκό σκοπό της Σκωτίας.
Το 2001 ο γνωστός Τούρκος πιανίστας και συνθέτης Φαζίλ Σαΐ, συνέθεσε το ορατόριο Ναζίμ, σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.
Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
Ο Ρίτσος για τον Χικμέτ
«Τη μοναξιά τη γνωρίζει περισσότερο μέσα στη φυλακή κι όχι ανάμεσα στους ανθρώπους, όχι πλάι στη γυναίκα του, όχι μέσα του. Τη δέχεται σαν κοινωνικό καταναγκασμό, που μπορείς να τον πολεμήσεις, κι όχι σαν αναπότρεπτη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι μια φυλακή που πρέπει και μπορεί να τη γκρεμίσει. Κι αν κάποτε αφήνεται σ’ αυτήν (κι αυτό γίνεται πότε-πότε), δεν το συγχωρεί στον εαυτό του.. Ας μου συγχωρεθεί αυτή η τελευταία αποστροφή κι αυτή η συμπερασματικότητα, τόσο ξένη προς έναν αντικειμενικό, κριτικό λόγο, μα που γίνεται αναπότρεπτη τέτοιες στιγμές που ο θάνατος μας στερεί έναν ακέραιο άνθρωπο, έναν παρήγορο φίλο, έναν εξαίσιο αγωνιστή-ποιητή. Είναι κι αυτό μία αντίσταση στο θάνατο, όπως ήταν και μένει ολόκληρη η παρουσία του Χικμέτ και του έργου του».
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει. Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο’ χω πει ακόμα.– Ναζίμ Χικμέτ, σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου.
Πηγή: maxmag.gr
e-prologos.gr