Μακρυά, πολύ μακρυά ρόδιζε η αυγή,

μα την τραβούσε απ’ το ποδάρι το ζοφερό σκοτάδι·

σαν αποφάσισαν να πάρουν μέρος στη μεγάλη πορεία

είχαν μαζί τους δύο λίτρα λάδι, ξερό ψωμί, ίδιο παξιμάδι

και δύο οργιές θυμό, καλά φυλαγμένο στα στήθη τους.

Δεν τους ξεχώριζες από τους άλλους, αυτούς που προτίμησαν τη σπιτική θαλπωρή

και τη σιγουριά, για να κλείσουν ήσυχα τα μάτια τους,

μπας και τους πάρει χαμπάρι η ζωή και τους ξεσυνεριστεί.

Ώρες – ώρες τα πράγματα είναι σαν τις παρτιτούρες, το ντο είναι ντο, το σολ σολ

κι ανάμεσά τους ένα μυγόσκατο, ασήμαντο στη θωριά, ασήμαντο και στη χρησιμάδα.

Ξεχώριζε η πανσέλληνος το δίστρατο, δεξιά ασφαλτοστρωμένα,

αριστερά τα ρείκια και οι γκρεμοί, μονοπάτι φτιαγμένο από τις πατημασιές των κατσικιών

και το φευγάτο βήμα των τσομπαναραίων.

Όπως κάθε φορά, πιάστηκαν στα λόγια, βαριές κουβέντες,

ανοίχτηκαν παλιοί λογαριασμοί, κιτρινισμένα τεφτέρια ένιωσαν του κρύου το άγριο λεπίδι!

Το «πού πας» έχει να κάνει και με το «τι θέλεις»,

δεν είναι εύκολο να γκαστρώνεται το τυχαίο με την ανάγκη.

Αυτοί που πήγαν προς τα δεξιά πρόκοψαν, βρήκαν γρήγορα το ξέφωτο,

στρογγυλόκατσαν να φάνε, να πιούνε, πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια.

Οι άλλοι πάλι, σαν ερημοκάτσικα, πλανήθηκαν στα φιδωτά μονοπάτια. Όχι, δεν ξαπόστασαν.

Αλλά χόρτασε το μάτι τους τα χρώματα της αυγής, τις αποχρώσεις του πράσινου ή του γαλάζιου,

απόλαυσε το αυτί τους δυο χιλιάδες ήχους, λες και συμμάχησαν τα νερά ή οι σπίνοι για να τους ηρεμήσουν,

συνωμότησε η φύση για να τους κανακέψει που απλώθηκαν ρέμπελα μπροστά της.

Αν μετάνοιωσαν που πήραν το ζερβί μονοπάτι; Καθόλου.

Και τώρα να ξεκινούσαν πάλι το ίδιο θάκαναν,

γιατί ο άνθρωπος ακόμα και τα λάθη του πρέπει να τα κάνει σωστά.

Θανάσης Τσιριγώτης

Αντιτετράδια, τ. 111Αντί προλόγου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το