Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Της αγραμματοσύνης το κάγκελο στο Υπουργείο Παιδείας. Οι θιασώτες της «αριστείας», όλο και πιο συχνά δείχνουν ότι μπερδεύουν την αριστεία με την αχρηστία!

Μετά το ανιστόρητο μήνυμα για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου από την υπουργό παιδείας Ν. Κεραμέως που «ξέχασε» τον ναζισμό και τον φασισμό αναφερόμενη σε «δυνάμεις του μίσους και της βίας», τοποθετώντας την 28η Οκτωβρίου στις «παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», ήρθε η ώρα της υφυπουργού Σοφίας Ζαχαράκη.

  Σε συνέντευξή της στη «Νέα Σελίδα» την Κυριακή 8/12/2019 τονίζει μεταξύ άλλων ότι η αξιολόγηση «θα πραγματοποιηθεί για την ενίσχυση των αδυναμιών του συστήματος»! Επί λέξει! Προφανώς η υφυπουργός ήθελε να αναφέρει ότι η αξιολόγηση θα συμβάλλει στην ενίσχυση του συστήματος και είπε το ακριβώς αντίθετο. Ισχύει βέβαια ότι: «γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει» (Μένανδρος).

Παραθέτουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα της συνέντευξης:

«Στο παρελθόν η ΝΔ είχε αναφερθεί στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ποιο μοντέλο αξιολόγησης θα εφαρμόσετε για να αξιολογήσετε τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες;

Έχουμε επανειλημμένα δηλώσει ότι στον σχεδιασμό μας είναι να ξεκινήσουμε από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και σε δεύτερο χρόνο να πάμε στους εκπαιδευτικούς μας. Στόχος μας είναι το νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση να κατατεθεί στις αρχές του 2020. Η αξιολόγηση δεν θα έχει «τιμωρητικό» χαρακτήρα, αλλά θα πραγματοποιηθεί για την ενίσχυση των αδυναμιών του συστήματος.

Τονίζω εδώ ότι η αξιολόγηση θα οδηγεί στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μας, που και οι ίδιοι τη ζητούν. Στις επισκέψεις μου στα σχολεία στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί θέτουν συνέχεια το αίτημα για επιμορφώσεις που θα απαντούν στις σύγχρονες προκλήσεις της εκπαίδευσης αλλά και στις εξατομικευμένες ανάγκες των εκπαιδευτικών. Δεσμευόμαστε ότι θα τις πραγματοποιήσουμε και σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής θα εξελιχθεί όλη αυτή η προετοιμασία της επιμόρφωσης πολύ σύντομα». 

Κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ: αξιολόγηση με βάση τις κατευθύνσεις  ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ

Παρά τους ευφημισμούς και τις αγιογραφικές διακηρύξεις των εκάστοτε κυβερνήσεων η αυτοαξιολόγηση /αξιολόγηση, όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.

Άλλωστε διαχρονικά σε κάθε κυβερνητική μεταρρύθμιση/ απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης η αξιολόγηση αποτελεί το μαγικό ραβδί, το φετίχ για την «αναβάθμιση» και «βελτίωση της ποιότητάς» της. 

Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα ακραία νεοφιλελεύθερο, ευθυγραμμισμένο με τις επιταγές του ΣΕΒ και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, με κατεύθυνση την προώθηση του Ιδιωτικού έναντι του Δημοσίου στην Εκπαίδευση. Ένα πρόγραμμα που συνδέεται άρρηκτα και ολοκληρώνει το θεσμικό πλαίσιο της προηγούμενης κυβέρνησης, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Με την Υπουργική Απόφαση 1816 /ΓΔ4 εξειδικεύοντας τον ν. 4547/18 για τις νέες εκπαιδευτικές δομές η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στόχευε να εμπεδώσει ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό, δημιουργώντας μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις.

Αξιολόγηση = μηχανισμός ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων

Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση». Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. 

Να θυμίσουμε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152, που υπερασπίζεται ο πρόεδρος του ΙΕΠ και οι επιτελείς της κυβέρνησης, κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών:

Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5):

α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί,

β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί

γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και 

δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί. 

Οι εκπαιδευτικοί που σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 4 «χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτήρια σε μια εκ των κατηγοριών χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, ασχέτως συνολικής βαθμολογίας». Έτσι «εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011(ΦΕΚ Α 226)» για το ενιαίο μισθολόγιο που προβλέπει: «Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προακτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δυο (2) έτη»

Δεν υπάρχουν «αντικειμενικά» και «μετρήσιμα» κριτήρια. Ανταγωνισμός και χειραγώγηση

Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές, από το κλίμα στην τάξη μέχρι τη χρήση νέων τεχνολογιών ή την προετοιμασία για τη διδασκαλία. 

Η αξιολόγηση ως αυταρχική διαδικασία, αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική τάξη και το σχολείο εντείνει τον ανταγωνισμό, εθίζει στη δουλοπρέπεια με αποτέλεσμα η ελεύθερη σκέψη και η όποια παιδαγωγική αυτονομία να αντικαθίστανται από την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο. Επιπλέον προκαλεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, κατατάσσοντάς τους σε κατηγορίες : «ελλιπείς», «επαρκείς», «πολύ καλοί», «εξαιρετικοί». Ταυτόχρονα, η διαπλοκή του κομματικού – κυβερνητικού μηχανισμού με την αξιολογική ιεραρχία, απειλεί να εγκαθιδρύσει μια ιδιόμορφη «δικτατορία των αξιολογητών»! 

Προβάλλει τον εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες ουσιαστικά δεν αποτελούν αντικείμενο της αξιολόγησης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.

Κατηγοριοποίηση και γκρίζες ζώνες σχολείων

Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.

Ας τους …απορρίψουμε!

Οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). 

Ασφαλώς και η αμφισβήτηση – άρνηση της αξιολόγησης δεν επαρκεί. Η κριτική χρειάζεται να γίνει εφ΄ όλης της ύλης. Από τα προγράμματα και το περιεχόμενο σπουδών, την οργάνωση του σχολείου, την ταξική εκπαιδευτική πολιτική μέχρι τη γενικότερη πολιτική αποδόμησης του «κράτους – πρόνοιας» και των λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων.

Τώρα, οφείλουμε απέναντι στο «νέο» σχολείο των δεξιοτήτων, της κατακερματισμένης γνώσης, της αγοράς, της εγκατάλειψης και της υποταγής, να προβάλλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία.  

Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το