Κάποιες μέρες που συντρέχουν παραπάνω λόγοι λύπης, κουρνιάζω κάπου, που οι λέξεις είναι μαλακές και δε γδέρνουν.
Το σπίτι της Νικολέτας είναι ένα καλοσυντηρημένο νεοκλασικό, απ’ αυτά που θα θελαν όλοι να τα περπατήσουν με παντόφλες.
Έχει ψηλά, ξύλινα ταβάνια, μεγάλη διπλόπορτα με σύρτη, σανιδοπατώματα που παλιά τα έτριβαν με ξύδι και χοντρή βούρτσα για να περπατούν ξυπόλητα τα παιδιά και οι γυναίκες χωρίς να φοβούνται τις ακίδες, ελάχιστη υγρασία στον τοίχο της μεγάλης κουζίνας, τόση που να δείχνει πως το σπίτι το νοιάζονται αυτοί που το ζουν αλλά και πως τα υπόγεια ρέματα που κυλάνε στα θεμέλια του, καμιά φορά αναρριχώνται στις φλέβες των πέτρινων τοίχων. Γιατί και τα σπίτια έχουν πόδια και φλέβες. Και καρδιά!
Εκτός απ τις υγρές φλέβες, η μεγάλη κουζίνα έχει μια επιτοίχια πιατοθήκη με σκαλιστή δαντελωτή μπορντούρα που φιλοξενεί σταμπωτά πήλινα πιάτα από τον Έμπωνα ως τη Σαμαρχάνδη, βάζα με γλυκά του κουταλιού, ένα σημείωμα, μια συνταγή, δυο κλειδιά και πολλά βλέμματα, παλιά και καινούργια.
Όλο το σπίτι μυρίζει ώριμο μήλο και φρεσκοκομμένες καουάβες, που εδώ τις λέμε καβάφες. Από το 1910 που τις έφεραν οι πρώτοι Καλύμνιοι μετανάστες απ’ τη Νασσώ, κουβαλούν το άρωμα των υποτροπικών και κάνουν μια πηχτή, σπυρωτή μαρμελάδα.
Η Νικολέτα, κατάγεται απ’ την Ιθάκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο μακρινό Ουζμπεκιστάν, γέννησε κι ανάθρεψε τον Ορφέα που μ΄έκανε να πέφτω ξερή απ τα γέλια στα σχολικά θεατρικά μας παιχνίδια, νοσταλγεί τον αδερφό της Βλαντιμίρ, γιατρεύει πόνους στο τοπικό νοσοκομείο κι έχει τη τσαχπινιά των διασταυρωμένων ανθρώπων, μιας Ιθακιώτισσας Ουζμπέκας.
Ήπιαμε τσάι σε ρώσικες κούπες. Έπεσε ένα φυλλαράκι στην κούπα μου κι οι Ουζμπέκοι λένε “θα ‘χεις μουσαφίρη”. Το τσάι ήταν απαλό και χλωμό. “Η απόσταξη πρέπει να κρατάει μόνο δυο ανάσες”, είπε ο Γιούρα.
Μα το πιο εκπληκτικό είναι πως κρατιέται για ώρες ζεστό γιατί φοράει καπέλο! Μια πλεχτή πολύχρωμη σκούφια, με φούντες στις γωνίες και τα βαθιά ζεστά χρώματα που έχουν οι τρούλοι της Σαμαρχάνδης. Μου το έλεγε η Ρόζα! “Γερνάτε γρήγορα γιατί δε φοράτε καπέλο. Εμάς και το τσάι μας κρατιέται φρέσκο γιατί έχει δικό του σκουφί” Κι εγώ νόμιζα τότε πως παραδοξολογούσε!
Απ τον καιρό της βαριάς μου απώλειας, η Νικολέτα επέμενε, “‘Ελα, να σου κεντήσω με βελονάκια τη θλίψη.” Αυτή τη φορά επέμενε περισσότερο. “Έλα. ο Γιούρα έχει χέρια μαγικά”.
Και πήγα! Και μετά το τσάι, έγινα ζυμάρι. Ζυμάρι που φουσκώνει στη ζέστη, σκεπασμένο με καθαρή πετσέτα. Κάποιες άλλες στιγμές ένοιωσα πηλός σε τροχό αγγειοπλάστη, που περιδινίζεται και σχηματοποιείται και σηκώνεται ψηλά, όπως χορεύει ο δερβίσης. Κι έτσι όπως άκουγα την αδιόρατη μουσική, το ελαφρύ τρίξιμο της πόρτας, τη σιγανή φωνή της Νικολέτας, τα ελαφροπατήματα του σκύλου της κι ένοιωθα τη ζεστασιά του λαδιού στα μέλη μου, απ τον αυχένα ως τα μικρά δάχτυλα των ποδιών, ήρθε στιγμή που ένοιωσα και μωρό και αέρας.
Όταν κατάλαβα πως έσταξε μια σταγόνα σάλιο απ το στόμα μου, σκέφτηκα πως χαλάρωσα, πάνω από τον πόνο των τελευταίων χρόνων.
Μετά τα μαγικά χέρια του Γιούρα, το τσάι κρατιόταν ακόμα ζεστό κάτω απ τη σκούφια του. Οι ιστορίες, μέσα από τα γράμματα του πατέρα της Νικολέτας, πέρασαν από την προσφυγιά του εμφύλιου, στο μεγαλείο του Βόλγα, την κολλεκτίβα των κινηματογραφιστών της Τασκένδης κι έφτασαν μέχρι το Παμίρ, τη σκεπή του κόσμου όπως έλεγε η Ρόζα. Εκεί που πέταξε το ’69 ο πρόσφυγας γιατρός με ελικόπτερο, στους μείον 25 βαθμούς Κελσίου και στα 5.500 μέτρα, λέγοντας πως φοβήθηκε πιο πολύ την επιθετικότητα του βουνού, από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες, “μα πώς μπορούσα ν΄αρνηθώ εγώ, Έλληνας, κομμουνιστής κι απ την πατρίδα του Οδυσσέα;”
Η μυρωδιά του παλιού χαρτιού, η ζεστασιά του χλωμού τσαγιού κι έγώ, με μέλη χαλαρά και το μυαλό ξεκούραστο ένοιωσα πως έχω την τύχη του παράδοξου. Σκέφτηκα πως αυτό που στερούνται, πάνω απ’ όλα οι φασίστες, είναι η ομορφιά των διαφορετικών ανθρώπων και η παραδοξότητα των συνηθειών τους. Ένοιωσα όμορφα που η Σαμαρχάνδη, του παλιού παραμυθιού μου, βρέθηκε κιόλας δυο φορές στο δρόμο μου, με τη σκούφια του τσαγιού της και τον κοντινό, Ουζμπέκικο ουράνο της!
e-prologos.gr