Επανήλθε με συνεντεύξεις του στην Καθημερινή και το Εθνος, ο νέος πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Γιάννης Αντωνίου (persona non grata για όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, ακόμη και από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ), για να στείλει τα χαμπέρια της σχεδιαζόμενης αξιολόγησης, που λίαν συντόμως θα πέσει ως πέλεκυς στα κεφάλια των εκπαιδευτικών.
Σύμφωνα με τον Αντωνίου, τον ερχόμενο Σεπτέμβρη θα εφαρμοστεί η εσωτερική αξιολόγηση των σχολείων (αυτοαξιολόγηση) για να ακολουθήσει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Θα προηγηθεί -μέχρι τον Ιούνιο- η κατάρτιση των νέων προγραμμάτων σπουδών (για την κατάρτισή τους θα χρησιμοποιηθούν ως βάση εκείνα της περιόδου 2014-2015) και μια καρικατούρα «επιμόρφωσης» σε επίπεδο σχολείων από «μέντορες και επιμορφωτές» (καμιά σχέση με το αίτημα για επιμόρφωση στα νέα δεδομένα της επιστήμης και της παιδαγωγικής, στο πλαίσιο των πανεπιστημίων, σε τακτά χρονικά διαστήματα, υποχρεωτική για όλους τους εκπαιδευτικούς).
Και η ΝΔ βαδίζει στα χνάρια του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα «αυτοαξιολόγηση» των σχολικών μονάδων, ώστε να «εμπεδωθεί μια κουλτούρα αξιολόγησης» και μετά αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, που τάχα δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Ο ίδιος ο Αντωνίου έχει χαρακτηρίσει την αξιολόγηση «οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων, το εργαλείο για την ανάπτυξη της δυναμικής τους και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής», που η Ελλάδα ατύχησε και δεν έχει τα τελευταία 40 χρόνια.
Πλην, όμως, το εγχείρημα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα «περπατήσει» ομαλά, παρά το διακαή πόθο του Αντωνίου και της κυβέρνησης. Γιατί οι εκπαιδευτικοί είναι «ψυλλιασμένοι» λόγω του μαύρου ιστορικού του επιθεωρητισμού, των έργων και ημερών όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων -αρχής γενομένης από τον Κοντογιαννόπουλο, μέχρι τη Διαμαντοπούλου και τον Αρβανιτόπουλο- και της πολιτικής των διαθεσιμοτήτων και απολύσεων που εφήρμοσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Αλλά και γιατί το πλήθος των δηλώσεων των ιθυνόντων και το περιεχόμενο του προγράμματος της ΝΔ για την Παιδεία δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες και όνειρα θερινής νυκτός.
Ας θυμηθούμε κάποια χαρακτηριστικά σημεία:
♦ «Οσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω»: Γιάννης Αντωνίου, «με το καλημέρα» της ανάληψης των καθηκόντων του, ως πρόεδρος του ΙΕΠ.
♦ Αναφορά του Γ. Αντωνίου στην «εμπειρία της εφαρμογής αξιολογικού συστήματος, που προέβλεπε το Π.Δ. 152» και «στο σύστημα που εφαρμόστηκε στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία το 2013-14 και το σύστημα αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων την ίδια περίοδο».
Θυμίζουμε ότι το ΠΔ 152/2013 καθορίζει αναλυτικά και με λεπτομέρειες την αξιολογική πυραμίδα, τις κατηγορίες και τα υποκριτήριά τους, βάσει των οποίων αξιολογείται κάθε παράγοντας της αξιολογικής πυραμίδας. Τελικός αποδέκτης της αξιολόγησης, στον οποίο αφιερώνεται και το μεγαλύτερο μέρος του νόμου, είναι ο εκπαιδευτικός, ο και αίρων τις αμαρτίες όλου του εκπαιδευτικού συστήματος και κατά το νόμο είναι αυτός που «αυτενεργώντας» και προτείνοντας «καινοτόμες» λύσεις μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα και αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου, στο πλαίσιο πάντα της στοχοθεσίας που θέτει το υπουργείο Παιδείας. Η αξιολόγησή του είναι διοικητική και διενεργείται από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκπαιδευτική και διενεργείται από το σχολικό σύμβουλο. Ως διοικητική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που συνθέτουν το υπηρεσιακό έργο διοίκησης, οργάνωσης και αξιολόγησης προσωπικού και δομών και ως εκπαιδευτική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που σχετίζονται με την άσκηση του παιδαγωγικού, διδακτικού, επιμορφωτικού έργου και την επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Για τον Γ. Αντωνίου «βασική αρχή είναι ότι κανείς δεν αξιολογεί, εάν δεν έχει αξιολογηθεί και ο ίδιος». Στο πλαίσιο αυτό έχει εισηγηθεί νέο νόμο για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης, αποκλείοντας τους συνδικαλιστές από τη σχετική διαδικασία και επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, με αναβαθμισμένο εποπτικό, επιμορφωτικό και αξιολογικό ρόλο.
Στο ΠΔ οι αξιολογούμενοι εκπαιδευτικοί χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες με βάση τη βαθμολογία τους: «ελλιπής» από 0 έως 30 βαθμούς, «επαρκής» από 31 έως 60, «πολύ καλός» από 61 έως 80 και «εξαιρετικός» από 81 έως 100.
♦ Από τα έργα και ημέρες του Γ. Αντωνίου, η σχετική καταγγελία της ΟΙΕΛΕ: «Είναι διαπρύσιος κήρυκας του δόγματος της αγοράς στην εκπαίδευση». Τον Οκτώβριο του 2015 ως Διευθυντής Σπουδών στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη συνέταξε σύστημα «παράνομης και αυθαίρετης αξιολόγησης» και προσπάθησε να το επιβάλει πάραυτα, παρόλο που απαγορευόταν από το νόμο, καθώς το σχετικό ΠΔ είχε αποσυρθεί. Επιδίωξη «ο εκφοβισμός, η στοχοποίηση και η ‘’νομιμοποίηση’’ της απόλυσης συναδέλφων, καθώς και ο περιορισμός της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας».
♦ Σε γνωστή ιστοσελίδα, το υπουργείο Παιδείας, «διέρρευσε» τις «σκέψεις» του σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης-βαθμολόγησης των μαθητών σε Δημοτικό, Γυμνάσιο-Λύκειο, τον οποίο συνδέει με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Δε θέλει, λέει, να μην τηρείται η βαθμολόγηση με βάση την κλίμακα 5-10 στο Δημοτικό και να πληθαίνουν οι αριστούχοι στα Γυμνάσια και Λύκεια.
Προς τούτο εξετάζει ως βοηθητικά μέσα «αντικειμενικής βαθμολόγησης» την καθιέρωση στο Δημοτικό Σχολείο ενός είδους γραπτής αξιολόγησης των μαθητών στις τρεις τελευταίες τάξεις, την επιβολή Τράπεζας Θεμάτων στο Γυμνάσιο-Λύκειο, αυξημένο και αναβαθμισμένο ρόλο στους σχολικούς συμβούλους και έλεγχο-αξιολόγηση εκείνων των εκπαιδευτικών που οι προφορικές βαθμολογίες που έβαλαν στους μαθητές θα απέχουν σημαντικά από τις βαθμολογίες που θα πετυχαίνουν οι εξεταζόμενοι στις γραπτές εξετάσεις.
♦ Αξιολόγηση σχολικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων. Δημιουργία δεικτών με βάση τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων: Πρόγραμμα ΝΔ για την Παιδεία.
♦ Αξιολόγηση εκπαιδευτικών με αποκλειστικό στόχο τη διαρκή βελτίωση αλλά και την επιβράβευσή τους.
«Να γίνει αξιολόγηση σχολικών μονάδων κι από εκεί θα ξεκινήσουμε. Θα υπάρχει ιστοσελίδα στο Υπουργείο που θα είναι οργανωμένη και στην πρώτη φάση η αξιολόγηση θα γίνεται από τους ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους γονείς. Η αξιολόγηση δεν είναι μπαμπούλας. Με αυτόν τον τρόπο θα παίρνουμε αίσθηση των γονιών για το πώς τους φαίνεται το σχολείο των παιδιών τους» (Κωστής Χατζηδάκης).
Με την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών πρέπει να συνδεθούν η «αυτονομία» της σχολικής μονάδας, δηλαδή η απαλλαγή του αστικού κράτους από την υποχρέωση της χρηματοδότησης και η ανάθεση στην ίδια τη σχολική μονάδα της διασφάλισης πόρων και ο «αναβαθμισμένος ρόλος του διευθυντή»-μάνατζερ, ο οποίος θα διοικεί το σχολείο «του» με όρους ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας, αλλά θα ελέγχει και τους εκπαιδευτικούς «του», ώστε η σχολική μονάδα να εκπληρώνει τους όρους που θα της επιτρέπει να επιβιώνει και να είναι «θελκτική» στην προσέλκυση «πελατών» (εφαρμογή του «κουπονιού»;), κερδίζοντας θετικά σχόλια και πόντους στο τζόγο της αξιολόγησης.
Αν προσθέσουμε τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο Λύκειο (Εθνικό Απολυτήριο στο οποίο θα συνυπολογίζονται με διαβαθμισμένη, αυξανόμενη βαρύτητα οι επιδόσεις του μαθητή και στις τρεις τάξεις του Λυκείου με επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων. Καθιέρωση ελάχιστης βάσης -βάση του 10- και επιπλέον βάσης για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από τα ίδια τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία θα καθορίζουν και τον αριθμό εισακτέων. Το Εθνικό Απολυτήριο, σε ένα ποσοστό, θα συνυπολογίζεται κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, «με προϋπόθεση την προηγούμενη διασφάλιση ενός αντικειμενικού συστήματος βαθμολόγησης των μαθητών»), το τοπίο γίνεται εφιαλτικό.
Σύμφωνα επίσης με δηλώσεις της Ν. Κεραμέως, το πρόγραμμα σπουδών από το Δημοτικό ως το Λύκειο εμπλουτίζεται με τις θεματικές του «εθελοντισμού» και της «επιχειρηματικότητας», της «προστασίας του περιβάλλοντος», του «επαγγελματικού προσανατολισμού», κ.λπ.
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, με εκμεταλλευτικές και εκμεταλλευόμενες τάξεις, που βασιλεύει ο νόμος του ισχυρού, που η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, που έχουν καταβαραθρωθεί τα εργατικά δικαιώματα, που η προστασία του περιβάλλοντος θυσιάζεται στο καπιταλιστικό κέρδος, ούτε «εθελοντισμός», με την έννοια της αγνής και ανθρώπινης προσφοράς, της προώθησης της συλλογικότητας μπορεί να υπάρξει, ούτε «υγιής επιχειρηματικότητα». Εκείνο που προωθείται, μέσω της εκπαίδευσης, είναι η διαμόρφωση νέων ανθρώπων με τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε μεθαύριο ως εργαζόμενοι να αποδεχτούν αδιαμαρτύρητα να προσφέρουν τσάμπα την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες, να είναι υπάκουοι και υποταγμένοι.
Πηγή: Γιούλα Γκεσούλη – Κόντρα
e-prologos.gr