Μια φορά κι έναν καιρό, γιε μου, σε τρεις διαφορετικές άκριες της γης ζούσανε τρία παλικάρια που είχανε το ίδιο μπόι και την ίδια ηλικία.
Στις τρεις διαφορετικές άκριες της γης που ζούσαν λοιπόν τα τρία παλικάρια, ούτε είχανε δει ποτέ, ούτε ξέρανε, ούτε είχανε ακούσει τίποτα ο ένας για τον άλλον.
Έλα όμως, γιέ μου, που τα τρία παλικάρια αυτά, μ’ όλο που ζούσανε σε τρεις διαφορετικές άκριες της γης, ξεκινήσανε και τα τρία την ίδια ώρα, την ίδια μέρα και την ίδια χρονιά για να βρούνε την πέτρα που τη λέγανε Αστέρευτη υγεία.
Κι η πέτρα που την είπαμε Αστέρευτη υγεία βρισκότανε μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα σ’ ένα πηγάδι που αντί για νερό έβγαζε αίμα. Για να βρούνε λοιπόν τούτη την πέτρα, γιέ μου, που τη σκέπαζε το ματωμένο πηγάδι, ξεκινήσανε τα τρία παλικάρια παίρνοντας το καθένα το δικό του δρόμο.
Το πρώτο παλικάρι περπάτησε τόσο πολύ που φαγωθήκανε τα σανδάλια του, ενώ το σιδερένιο του ραβδί λίγνεψε σαν κλαδάκι. Στάθηκε κάπου να ξαποστάσει μα τον πήρε ο ύπνος. Σαν ξύπνησε όμως, γιέ μου, τι να δει; Δίπλα του καθότανε μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά.
– Για που το ’βαλές παλικάρι; τον ρωτάει
– Για να βρω την πέτρα που τη λένε Αστέρευτη υγεία, της απαντάει.
– Η πέτρα που λες, του αντιλέει η κοπελιά, βρίσκεται
μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα στο ματωμένο πηγάδι. Για να πας ίσαμε κει, η ζωή σου όλη δεν σου φτάνει. Κι όσοι έχουνε τις μέρες τους μετρημένες πρέπει να τις περνάνε όμορφα. Εσύ είσαι η μέλισσα κι εγώ το λουλούδι. Μείνε εδώ μαζί μου να πάρεις το μέλι μου, του γλυκολέει.
Κι έτσι γιέ μου, το ένα παλικάρι λιγοψύχησε κι έμεινε στα μισά του δρόμου.
Την ίδια ώρα, το δεύτερο παλικάρι τραβούσε θαρρετά το δικό του δρόμο. Για να μη νυστάξει κι αποκοιμηθεί, άνοιγε κάθε τόσο με το μαχαίρι πληγές στο στήθος του κι έριχνε αλάτι. Πονούσε τόσο πολύ γιέ μου, που δεν σκεφτότανε πιά την κούρασή του. Από τη δίψα είχε κολλήσει η γλώσσα του. Κι όταν είδε μπροστά του νερό, δεν μπόρεσε να κρατηθεί έπεσε στα γόνατα να δροσιστεί. Ήπιε μια γουλιά κι έκανε να σηκωθεί. Μα το νερό, που λαμποκοπούσε στον ήλιο του μεσημεριού, του δώσε τόση δροσιά, τόση δροσιά, γιέ μου, που δεν μπόρεσε να σηκώσει πια το κεφάλι. Έτσι το δεύτερο παλικάρι έφτασε ως τα μισά πάνω από τα μισά του δρόμου.
Κι ενώ το πρώτο παλικάρι έμενε στα μισά και το άλλο στα μισά πάνω από τα μισά του δρόμου, το τρίτο παλικάρι περπατούσε ακόμα. Κουράστηκε και τούτο, μα δεν έγειρε στα γόνατα των κοριτσιών να ξεκουραστεί. Διψούσε, μα δεν έλεγε να πιει νερό. Περπατούσε, περπατούσε κι όλο περπατούσε. Όποιος προχωράει έτσι, φτάνει, γιέ μου.
Κι εσύ, σαν κι εκείνον, να μην κουράζεσαι κι εσύ, σαν κι εκείνον, να έχεις πίστη και να προχωράς, γιε μου. Όποιος πιστεύει, φτάνει…
e-prologos.gr