Γιώργος Μαυρογιώργος
Από το 1982, τότε, που με το ν.1304/1982 αναχαιτίστηκε αυτό, που έχουμε ονομάσει «επιθεωρητισμό», παρακολουθώ μέχρι και σήμερα, με ειδικό ακαδημαϊκό και πολιτικό ενδιαφέρον, τα επεισόδια, τις ρήξεις, τις παλινωδίες, τις συγκρούσεις, τις διαπραγματεύσεις, τις ρυθμίσεις, τις αναστολές, τους διαλόγους, τις αντιστάσεις, τα κείμενα, τις προτάσεις, τους νόμους, τις δηλώσεις, τις άτολμες εφαρμογές, τις υπαναχωρήσεις, όλα όσα, τέλος πάντων, συγκροτούν την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του ιδιότυπου ανταρτοπόλεμου, ανάμεσα στον κυβερνητικό εξουσιαστικό μηχανισμό από τη μια και στις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες και παρατάξεις των εκπαιδευτικών από την άλλη, με σημείο αναφοράς αυτό που συνήθως αναφέρεται ως «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού»[1]. Και μια και είμαστε στην αρχή, ας διευκρινίσουμε ότι έχει επικρατήσει να γίνεται αναφορά στην «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού», αν και αυτό δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για αξιολόγηση όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας (των δασκάλων της τάξης, των συντονιστών, των διευθυντών των σχολικών μονάδων, των διευθυντών εκπαίδευσης, και άλλων στελεχών), με την εφαρμογή αντίστοιχων κριτηρίων και αξιολογικών διαβαθμίσεων. Όπως διαβάζουμε, «Βασική αρχή είναι ότι κανείς δεν αξιολογεί, εάν δεν έχει αξιολογηθεί και ο ίδιος». Είναι αυτό που προβάλλεται ως δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα» τη στιγμή που το όλο σύστημα επιδιώκει να εγκαταστήσει στην εκπαίδευση τη βαρβαρότητα ενός κύκλου κάθετης και οριζόντιας αδιάλειπτης επιτήρησης και ασφυκτικού ελέγχου, ώστε η εκπαίδευση να διεκπεραιώνει όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα τις κοινωνικές λειτουργίες της διευρυμένης αναπαραγωγής στις ιστορικά διαμορφωμένες κάθε φορά συνθήκες. Είναι αυτό ονομάζουμε ολοκληρωτική και κατασταλτική αξιολόγηση, με ενδείξεις ενός υφέρποντος «ολοκληρωτισμού», που επιδιώκει ώστε να εκμηδενίζει σχεδόν τα όποια όρια «σχετικής αυτονομίας» σχολείων και εκπαιδευτικών.
Ο ιδιότυπος αυτός ανταρτοπόλεμος που ήταν και ασύμμετρος έχει κρατήσει περίπου 40 χρόνια, τώρα. Οι εκπαιδευτικοί, με τους αγώνες τους, πιστώνονται το γεγονός ότι η εκπαίδευση δεν έγινε πεδίο «ασκήσεων αξιολόγησης-επιτήρησης» που είχαν ως στόχο τη συρρίκνωση της σχετικής τους αυτονομίας και την καθυπόταξή τους στα κελεύσματα δραστικών αναδιαρθρώσεων, με σαφή ταξικό χαρακτήρα, στη μορφή και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Κι όλα αυτά, κάτω από συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες και στις δεδομένες κάθε φορά κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες. Με λίγα λόγια, οι εκπαιδευτικοί πιστώνονται κάτι πολύ σημαντικό: το γεγονός ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού δεν «πέρασε» στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κι έτσι δεν έγινε ένα επιπλέον εργαλείο στην άσκηση κοινωνικού ελέγχου. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν ασκούνταν έλεγχος στην εκπαίδευση. Σχεδόν, το σύνολο των θεσμοθετημένων μέτρων (προγράμματα, βιβλία, επιμόρφωση, Ω.Π. κ.α.) είναι μια υπόθεση που εγγράφει άσκηση κοινωνικού ελέγχου. Βέβαια, οι κράχτες της αξιολόγησης δεν τους το πιστώνουν στα θετικά. Αντίθετα, χρεώνουν αρνητικά την αντίσταση των εκπαιδευτικών και την εκκρεμότητα της αξιολόγησης για να την κάνουν πυρομαχικά δυσφήμησης και κατασυκοφάντησης. Αν μπορούμε να χρεώσουμε κάτι στους εκπαιδευτικούς, αυτή τη μακρά περίοδο, είναι ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία ώστε μέσα από συγκροτημένες δημοκρατικές συλλογικές διεργασίες να αναπτύξουν στα σχολεία τους εφαρμοσμένες, πειστικές, ολοκληρωμένες, αντίπαλες προτάσεις εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Προτάσεις που να τους επιτρέπουν να περιορίζουν τις απώλειες εμπειριών παιδείας και ζωής για τους ίδιους και τους μαθητές/τριες, κάτι που η αξιολόγηση δεν μπορεί να τους προσφέρει. Περίμεναν τα σχέδια του Υπουργείου για να τα απορρίπτουν. Ποτέ δεν είναι αργά για να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο: Θα είναι μια ιδέα θετικής αντίστασης σε αυτά που δρομολογούνται.
Όλα αυτά τα χρόνια της αντίστασης οι εκπαιδευτικοί δυσφημούνταν ότι δήθεν με τις συντεχνίες τους αρνούνται τη λογοδοσία και τον έλεγχο ή τις μεταρρυθμίσεις εν γένει. Ενώ ουσιαστικά υπερασπίζονταν τις δημοκρατικές μεταρρυθμιστικές κατακτήσεις στο υπαρκτό σχολείο για να διεκδικούν πολιτικές εμβάθυνσης και όχι υποβάθμισης σε σχολείο της αγοράς. Διεκδικούν την περαιτέρω εμβάθυνση του εκδημοκρατισμού στην εκπαίδευση: τη δωρεάν δημόσια εκπαίδευση για όλους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Διεκδικούν ένα σχολείο με μορφωμένους, ενημερωμένους και στοχαστικούς δασκάλους που αξιοποιούν δημιουργικά στο έπακρο τα προνόμια που τους προσφέρει η άσκηση της παιδαγωγικής και το εν γένει εκπαιδευτικό τους έργο, με όρους αξιοπρέπειας. Ποτέ δεν ήταν βέβαιο, εάν και κατά πόσο το τέλος των επεισοδίων, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως η οριστική απαλλαγή της εκπαίδευσης από το φάντασμα και την απειλή της αξιολόγησης. Γι αυτό και το «φάντασμα» ερχόταν στο προσκήνιο κάθε τόσο. Μάλιστα, οι μεταγενέστερες εμφανίσεις ήταν πιο αυταρχικές και πιο συντηρητικές από τις προηγούμενες εκδοχές τους! Απόδειξη τα διαδοχικά σενάρια αξιολόγησης που έχουν κατατεθεί κατά καιρούς,
Ώσπου, στη δεκαετία της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης και των τριών μνημονίων στη χώρα μας, είχαμε απροσδόκητες συναινέσεις και πολιτικές συνεργασίες διαχείρισης ενός μη βιώσιμου χρέους και μιας σοβαρής ανθρωπιστικής κρίσης. Το χρέος αξιοποιήθηκε ως ένα πρώτης τάξεως εργαλείο και ευκαιρία για βίαιες μορφές παρέμβασης και στην εκπαίδευση. Η ελληνική εκπαίδευση, κάτω από την άγρυπνη επιτήρηση του ΟΟΣΑ, έπρεπε να εξοικειωθεί βίαια με «κουλτούρα αξιολόγησης». Είναι γνωστή η απόπειρα του 2012-14, που μέσα στην καρδιά της κρίσης, είχε ως άμεση και επείγουσα προτεραιότητα την επιβολή μιας ολοκληρωτικής και επιθετικής εκδοχής αξιολόγησης στην εκπαίδευση(ΑΔΙΠΠΔΕ, Π.Δ.152/2013). Αυτή τη φορά το «φάντασμα» της ολοκληρωτικής αξιολόγησης είχε έρθει ως εφιάλτης. Είχε αλλάξει δραματικά και η συγκυρία και η πολιτική αξιολόγησης. Εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες δοκιμάστηκαν, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, σε καθεστώς «σοκ και δέους». Λες και ήταν η ευκαιρία για την πανηγυρική επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Ο τότε Υπουργός Παιδείας, ο Αρβανιτόπουλος, δεν έχανε την ευκαιρία να θριαμβολογεί και να επαίρεται, καθώς είχε την αυταπάτη ότι το είχε καταφέρει! Μέσα από όλη αυτή τη δοκιμασία έχει γραφεί, ακόμη μια φορά και ένα σημαντικό μάθημα: η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι υπόθεση νόμων και προεδρικών διαταγμάτων γιατί η εισβολή της κοινωνικής δυναμικής στο νομοθετικό και κανονιστικό την ακυρώνει.Έτσι, η επιθετική πολιτική αξιολόγησης αναχαιτίστηκε ως ένα βαθμό, μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, χωρίς να καταργηθούν τα προπλάσματα «οίκων αξιολόγησης», όπως η ΑΔΙΠ και η ΑΔΙΠΠΔΕ, οι λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές με κύρια αποστολή την αξιολόγηση. Τώρα που έκλεισε, προς το παρόν, η «αριστερή παρένθεση», με την επανάκτηση της εξουσίας από τις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις της ΝΔ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είμαστε αντιμέτωποι με μια πολιτική που εκφράστηκε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο από τον πρόεδρο του ΙΕΠ, πριν ακόμη εγκριθεί η υποψηφιότητά απ τη Βουλή. Συγκεκριμένα δήλωσε (7.11.2019):«Όσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω».
Δηλαδή, για να ξαναχτιστεί(από τώρα κι ύστερα) αυτό που γκρεμίστηκε (το 2015-2019) πρέπει να γκρεμίσουμε(από τώρα κι ύστερα) αυτό που έχει χτιστεί ήδη (το 2015-19). Έτσι, κάπως γράφονται οι ιστορίες «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που δε γίνονται»[2].Άλλες φορές το λέμε ράβε-ξήλωνε. Ετούτη τη φορά μιλάμε με αναφορές σε οδοστρωτήρα ή μπουλντόζα. Το ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο: στο νέο πεδίο κατεδάφισης και ολοκληρωτικής επίθεσης που ανοίγεται για μια ακόμη φορά στην εκπαίδευση, με επίκεντρο την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, θα υπερασπιστούμε τις κατακτήσεις που έχουμε επιτύχει στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης ή θα επιτρέψουμε να κατεδαφιστούν για να υποδεχτούμε τη βαρβαρότητα του σχολείου της αρπακτικής καπιταλιστικής αγοράς. Το θέμα της σχέσης της νεοφιλελεύθερης ολοκληρωτικής αξιολόγησης με το σχολείο της καπιταλιστικής αγοράς είναι σημαντικό. Σ αυτό θα επανέλθουμε για να το διευκρινίσουμε πληρέστερα με μια άλλη ανάλυση.
Οι θιασώτες της ολοκληρωτικής αξιολόγησης επανέρχονται δριμύτεροι
Οι συντηρητικοί νεοφιλελεύθεροι «ιδιοκτήτες της εξουσίας» δεν άντεχαν για πολύ χρόνο ακόμη την «αριστερή παρένθεση». Είχαν βάλει τα δυνατά τους και ήταν σίγουροι για τη νίκη τους κι ετοιμάζονταν από καιρό για τη μεγάλη συντηρητική επίθεση του αιφνιδιασμού. Πριν καλά-καλά κατασταλάξουμε με τις πολιτικές εκτιμήσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων, έβαλαν μπρος τον «οδοστρωτήρα» και στην εκπαίδευση! Προτάσσοντας το κίβδηλο «αφήγημα» της ανύπαρκτης «λαϊκής εντολής» του 39.7%, έπιασαν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει το 2014 και επιδόθηκαν σε μια ακόμα επιχείρηση «σκούπα», με πολιτικό εργαλείο την αξιολόγηση στην εκπαίδευση, που τη θεωρούν, όπως δηλώνουν, «το εργαλείο(sic!) για την ανάπτυξη της δυναμικής (των εκπαιδευτικών συστημάτων) και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής» και «δομικό στοιχείο των εκπαιδευτικών συστημάτων του πολιτισμένου κόσμου».
Αν δεν πρόκειται για γνωστική εκτροπή του εγκεφάλου, ίσως να έχουμε να κάνουμε με τεχνικές πρόκλησης σκόπιμης σύγχυσης, «ιδεοθύελλας» και ασάφειας με στόχο την πολιτικοιδεολογική ρύπανση που βοηθάει στην υπόθεση της παθητικής συναίνεσης. Έχουμε να κάνουμε με τον αχταρμά του «εργαλείου» που ταυτόχρονα είναι και «δομικό στοιχείο» ή τον αχταρμά της «ανάπτυξης» που συμβάλλει και στη «δυναμική» αλλά και στην «προσαρμογή» στις ανάγκες της εποχής! Μια «εποχή» κι ένας «πολιτισμένος κόσμος», χωρίς ταξικό πρόσημο, αλεξίσφαιρα στην κρίση, και σε κοινωνικό και πολιτικοιδεολογικό κενό!
Οι υπερασπιστές του προτάγματος του «νόμου και της τάξης» καταστρατηγούν πρώτοι οι ίδιοι νομοθετημένες διαδικασίες και κριτήρια και νομοθετούν για να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων τις παράνομες πράξεις τους. Έφτασαν στο σημείο να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, παρά το μπλε χρώμα του εκλογικού χάρτη! Δεν τηρούν θεμελιώδεις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και έχουν βάλει στόχο να μην αφήσουν τίποτε όρθιο και στην εκπαίδευση, με σκοπό να διευρυνθεί, χωρίς εμπόδια, και ο δρόμος της εκπαίδευσης προς την καπιταλιστική αγορά. Κάτι, που έχει καθυστερήσει πολύ εξ αιτίας της κοινωνικής δυναμικής που ανέτρεπε, εν μέρει, μέχρι τώρα τα σχέδιά τους. Με δηλώσεις και υπουργικές αποφάσεις κατάργησαν νόμους για την εκπαίδευση ή ανέστειλαν τη λειτουργία νομοθετημένων πανεπιστημιακών τμημάτων!
Κράτησαν ανενεργή και παροπλισμένη, χωρίς να καλύπτουν την κενή θέση μέλους (Κάτι που ήταν προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία της) τη λεγόμενη «ανεξάρτητη» νεοφιλελεύθερη ΑΔΙΠ για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων, που ήταν δικό τους δημιούργημα. Προφανώς, επέλεξαν κάτι τέτοιο για να εξαναγκάσουν σε φυγή τους ανεπιθύμητους εντός της διοικητικής δομής. Ήδη, ανακοινώθηκε και η παραίτηση μέλους με σοβαρές καταγγελίες για τους ατυχείς χειρισμούς και τις απίστευτες για Υπουργό πρακτικές της. Πριν την καταργήσουν, είχαν σπεύσει να ανακοινώσουν, εφτά μήνες τώρα, ότι θα θεσμοθετήσουν «νέα αρχή» κι έτσι έβαλαν στην κατάψυξη τις τρέχουσες εκκρεμότητες της παρούσας αρχής. Στη θέση της προωθούν μια ανάλογη «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης». Με τις πρόσθετες «πινελιές» που βάζουν στην πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και στη σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση των πανεπιστημίων καταργούν την ακαδημαϊκή αυτοτέλεια των πανεπιστημίων τα οποία τα εξαναγκάζουν ώστε να στραφούν στην αγορά για αναζήτηση πόρων. Ο χαρτοπόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε στελέχη της ΑΔΙΠ που καταργείται και στην Υπουργό αποκαλύπτει και την ανεπάρκεια πολιτικού πολιτισμού των κυβερνώντων και το «κενό σημαίνον» μιας ετοιμόρροπης Αρχής που επινοήθηκε από το «ευρωπαϊκό εργαστήριο» για να αξιολογεί και να επιτηρεί τα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η χώρα έχει συγκροτήσει μητρώο ανειδίκευτων αξιολογητών πανεπιστημιακών που επιδίδονται σε ακαδημαϊκό τουρισμό με πληρωμένες τις δαπάνες τους.
Την άλλη δίδυμη αρχή για την αξιολόγηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την ΑΔΙΠΠΔΕ, δεν την πείραξαν, επί του παρόντος! Ενδεχομένως, επειδή πρόεδρός της, μετά από ανανέωση της θητείας του επί ΣΥΡΙΖΑ(!), είναι ακόμη ο εκλεκτός του Αρβανιτόπουλου, ο γνωστός παιδαγωγός-παραγωγός της αξιολόγησης, τον οποίο είχαν εγκαταστήσει οι ίδιοι το 2014. Έτσι, αντιλαμβάνονται οι κατ επίφαση νομοταγείς τις λεγόμενες ανεξάρτητες Αρχές. Δεν αρκεί που είναι νεοφιλελεύθερες στη σύλληψη, στο σχεδιασμό και στην πράξη. Πρέπει να είναι και ιδιοκτησία τους! Πρόκειται περί «πολιτικών πρακτικών αλητείας».
Τα έβαλαν με την «κλήρωση» και τους «σημαιοφόρους», με τη βάση του «δέκα», την τράπεζα θεμάτων, την αριστεία αλλά και με τον πληθωρισμό των αριστούχων. Ανακοίνωσαν ότι θα «πειράξουν» τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία για να τα εκσυγχρονίσουν. Επιχαίρουν, ιστορικά και πολιτικά αναλφάβητοι, που νόμιζαν ότι κατάργησαν με νόμο το «πανεπιστημιακό άσυλο», κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί εκτός και καταργηθεί το πανεπιστήμιο! Κατάφεραν, βέβαια, ισχυρό πλήγμα στην «ακαδημαϊκή αυτοτέλεια» του πανεπιστημίου με την ενισχυμένη εκχώρηση αρμοδιοτήτων αξιολόγησης και πιστοποίησης σπουδών στην ΕΘ.Α.Α.Ε.. Και οι τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν, με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, τις απειλές της αξιολόγησης (ΑΔΙΠ/ΕΘ.Α.Α.Ε, ΑΔΙΠΠΔΕ) ως εργαλείου που θα ανοίγει ακόμα πιο πολύ το δρόμο της εμπορευματοποίησης, της ιδιωτικοποίησης και της καπιταλιστικής αγοράς.
Όπως αναμενόταν, η αξιολόγηση στην εκπαίδευση και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού είναι από τα «κορυφαία» θέματα στην κυβερνητική τους ατζέντα: «Αξιολόγηση Παντού» είναι το κυβερνητικό σύνθημα. Την ώρα που έγραφα αυτά ήρθε ένα μήνυμα στον Η/Υ μου που με ενημερώνει πως «Ο Μητσοτάκης αρχίζει αύριο την αξιολόγηση των Υπουργών του» (14.1.2020).
Όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό είναι αρκετά τοξικό για να το αντιμετωπίζει κανείς με συγκρατημένη αισιοδοξία. Εκτιμώ πως έχουμε να κάνουμε με ένα μίγμα αυταρχισμού, νεοφιλελευθερισμού και πολιτικού κυνισμού που θα επιβαρύνει το ήδη βεβαρημένο πεδίο της εκπαίδευσης. Είναι έντονα τα σημάδια της δεκάχρονης στυγνής μνημονιακής «κατοχής» και κυριαρχίας που θα διαρκέσει και θα εκφραστεί στο άμεσο και απώτερο μέλλον με τις άκρως δυσμενείς επιπτώσεις τους στις ζωές μαθητών/μαθητριών και γονέων, κυρίως, από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, αλλά και όλων των εκπαιδευτικών. Όπως έχουμε υποστηρίξει και άλλοτε, στο ελληνικό σχολείο διδάσκουν και θα διδάσκουν χρεωμένοι εκπαιδευτικοί σε χρεωμένους μαθητές/τριες χρεωμένων γονέων. Δε φτάνει που είναι χρεωμένοι είναι και οι «χαμένοι». Ξέρουμε ότι, με τις πολιτικές που ασκούνται στην εκπαίδευση, εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες αναγκάζονται να αναπτύσσουν αποξενωτικές, αλλοτριωτικές και μηχανιστικές σχέσεις με το σχολείο και τις εκπαιδευτικές τους δραστηριότητες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν σημαντικές απώλειες εμπειριών ζωής. Η αξιολόγηση δεν προσφέρεται για τον ριζικό και δημιουργικό επαναπροσδιορισμό αυτού του είδους των σχέσεων. Αντίθετα θα είναι η χαριστική βολή σε ο τι δημιουργικό και αυθεντικό έχει απομείνει. Δεν αντέχονται άλλες απώλειες εμπειριών και νοημάτων ζωής στο σχολείο. Κι εδώ είναι που θα χρειαστεί να οργανώσουμε δράσεις αντίστασης ως απάντηση: Δεν θα επιτρέψουμε άλλες απώλειες εμπειριών ζωής στο σχολείο.
Είναι θεμιτός ο θυμός
Έχω την αίσθηση ότι και σ αυτό το κείμενο, όπως και σε άλλες αναλύσεις μου, εκφράζω ένα μη θεμιτό ακαδημαϊκά θυμό και οργή. Ομολογώ ότι παρασύρομαι λίγο από τη δικαιολογημένη οργή που μου προκαλεί η οδύνη που βιώνουμε οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι, οι «νομάδες» εκπαιδευτικοί. Αφήστε, που μπορώ να επικαλεστώ και λόγους καθήκοντος. Ξέρετε οι των επιστημών της Αγωγής που εργαζόμαστε/αν στα πανεπιστήμια έχουμε ένα προνόμιο που δεν το έχουν οι ομόλογοι των άλλων πανεπιστημιακών Τμημάτων. Δηλαδή, να συνεργαζόμαστε συστηματικά με συναδέλφους των άλλων βαθμίδων. Άλλωστε, τα αντικείμενά μας μάς φέρνουν πολύ κοντά με σχέσεις αλληλεγγύης. Θα ήταν, βέβαια, ενδιαφέρον να εξετάσουμε πως και οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων δεν έχουμε συγκροτήσει, πέρα από τις αυτόνομες συνδικαλιστικές μας οργανώσεις, ένα παράλληλο και ενιαίο συλλογικό όργανο που να λειτουργεί ως πρόπλασμα ενός «Μετώπου Ενάντια».
Πώς, άλλωστε, να μην είναι κανείς οξύς, όταν ξέρουμε ότι η μη κυρίαρχη/ κυριαρχούμενη άποψη/ κριτική, όταν μάλιστα επιδιώκει να είναι αντίπαλη, αν δεν έχει ένταση και δε «φωνάξει» δεν υφίσταται. Κυριολεκτικά χάνεται μπροστά στη γοητεία που ασκεί η πολιτική επινόηση της αξιολόγησης ως «εργαλειοθήκης» πολλαπλών χρήσεων και η ιδεολογική ρύπανση που προκαλεί η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που την υποβαστάζει και την προωθεί. Άλλωστε, η όποια κριτική σε περιόδους πρωτόγνωρης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης δε μπορεί παρά να είναι οξεία. Πολύ περισσότερο, όταν την κυβερνητική εξουσία την ασκούν πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν ακραίες εκδοχές ενός αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού.
Οι θεωρητικές μας οριοθετήσεις
Η ανάλυση για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού που προτείνουμε δεν μπορεί να γίνει κατανοητή πληρέστερα, αν δεν οριοθετήσουμε το θεωρητικό πλαίσιο που υιοθετούμε αναφορικά με τη σχέση σχολείου και κοινωνίας. Η όλη μας προσέγγιση, όπως κάθε φορά υπενθυμίζουμε στις αναλύσεις μας, στηρίζεται στη θεμελιακή παραδοχή ότι το σχολείο ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός συμβάλλει στη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας, και της κυρίαρχης ιδεολογίας σε μια ταξική κοινωνία. Κι αυτό συντελείται με τη μεσολάβηση και των εκπαιδευτικών. Αυτό το τελευταίο είναι μια παραδοχή-κλειδί κι ας το κρατήσουμε.
Οι εκπαιδευτικοί δε συγκροτούν, βέβαια, μια ομοιογενή επαγγελματική ομάδα ή συμπαγή κοινωνική δύναμη. Προσδιορίζονται και διαφοροποιούνται από την ταξική τους θέση και τοποθέτηση, την κοινωνική προέλευση, τη συνδικαλιστική δράση και εμπειρία, το φύλο, την ειδίκευση, τη βασική εκπαίδευση και επιμόρφωση, τα χρόνια υπηρεσίας, τη βαθμίδα εκπαίδευσης στην οποία εργάζονται, τη θέση στη διοικητική ιεραρχία κ.α. Παρά τις διαφορές τους ή μάλλον με το σύνολο των διαφορών τους, συγκροτούν μια κοινωνική κατηγορία εργαζομένων, με ειδική συμβολή στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης. H αναπαραγωγική αυτή λειτουργία δε συντελείται μηχανιστικά, καθώς αναδεικνύονται συγκρούσεις και αντιθέσεις που οριοθετούν και το πλαίσιο σχετικής αυτονομίας και παρέμβασης ενεργών ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι «κοινωνική κούκλα» που αποδέχεται παθητικά την υποταγή και τη συμμόρφωση του στις επιταγές της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής, στις κυρίαρχες ιδεολογικές παραδοχές και στους δοσμένους όρους κάτω από τους οποίους εργάζεται.
Μια άλλη παράμετρος που είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, μια και αυτή συνδέεται συστηματικά με την πράξη της διδασκαλίας in vivo είναι η ακόλουθη: Θεωρούμε ότι η διδασκαλία είναι και εργασία (όχι, βέβαια, με τη στενή έννοια της παραγωγικής εργασίας) την οποία προσφέρουν οι εκπαιδευτικοί ως εργαζόμενοι (όχι, βέβαια, όπως οι βιομηχανικοί εργάτες) στο σχολείο που είναι και ένας χώρος εργασίας. Διδασκαλία δεν είναι απλά οι δραστηριότητες που σχεδιάζονται και οι ενέργειες που γίνονται για την υποβοήθησή της μάθησης των μαθητών, με την εφαρμογή επιλεγμένων μεθόδων διδασκαλίας και διδακτικού υλικού. Η διδασκαλία είναι και εργασία της οποίας οι όροι, οι συνθήκες και σχέσεις που την προσδιορίζουν συνιστούν αυτόχρημα τις συνθήκες της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης και τις συνθήκες και όρους μάθησης των μαθητών. Αυτό το επισημαίνουμε για να ξεμπλέξουμε με τα ευρηματικά ευφυολογήματα περί διάκρισης των συντεχνιακών/ «ποταπών» αιτημάτων από τα καθαρώς, υποτίθεται, παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά. Η αξιολόγηση επιβαρύνει και τη διδασκαλία ως εργασία και την παιδαγωγική συνάντηση δασκάλου –μαθητή. Για να μην πούμε ότι τα καταργεί ή τα υποκαθιστά προκειμένου να εφαρμοστεί.
Όπως έχουμε υποστηρίξει κι άλλοτε, πώς να χωρέσει η διδασκαλία στον κατάλογο των κατηγοριών και των κριτηρίων αξιολόγησης; Ποιος είναι αυτός ο αξιολογητής που θα βάλει βαθμό από το 0 έως το 100 σε μια ρευστή και εξελισσόμενη παιδαγωγική σχέση που μπορεί ακόμη και να «καταργεί» ή να «σκοτώνει» την αυθεντία του δασκάλου; Αν «η διδασκαλία είναι αϋπνία …δημιουργική αϋπνία» (George Steiner), ποια «Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας» μπορεί «να διαμορφώνει, να οργανώνει, να εξειδικεύει, να τυποποιεί… διαδικασίες αξιολόγησης, κριτήρια και δείκτες…»; Γιατί αποσιωπάται το γεγονός ότι, τελικά, δε γίνεται διδασκαλία την ώρα της αξιολόγησης, μια κι αυτό στο οποίο συμμετέχουν όλοι (αξιολογητής/παρατηρητής, αξιολογούμενος και μαθητές) είναι ένα παιγνίδι ρόλων και διαχείρισης εντυπώσεων; Αντέχει η προοπτική «αναστοχασμού» σε καθεστώς επιτήρησης;
Για να έρθουμε στο θέμα της μεσολάβησης των εκπαιδευτικών στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης, θα επικαλεστούμε τον Αλτουσέρ (1983), που όταν ζητούσε συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς, είχε αναδείξει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Έγραφε χαρακτηριστικά (ό. π.:.95) : «Ζητώ συγγνώμη από τους δασκάλους εκείνους, που μέσα σε φρικιαστικές συνθήκες, προσπαθούν να στραφούν ενάντια στην ιδεολογία, ενάντια στο σύστημα και στις πρακτικές όπου έχουν παγιδευτεί, με τα λιγοστά όπλα που βρίσκουν στην ιστορία και στη γνώση που ‘διδάσκουν’. Είναι ήρωες .Είναι, όμως, σπάνιοι, ενώ πόσοι αλήθεια (η πλειοψηφία) δεν έχουν καν αρχίσει να υποψιάζονται τι είδους ‘δουλειά’ τους βάζει να κάνουν το σύστημα (που τους ξεπερνά και τους συνθλίβει), κι ακόμα χειρότερα, βάζουν συχνά όλα τους τα δυνατά κι όλη την εξυπνάδα τους για να επιτελέσουν το καθήκον τους στην εντέλεια. Είναι τόσο βέβαιοι γι αυτό που κάνουν, ώστε συμβάλλουν, με την αφοσίωσή τους, στο να συντηρούν και να τρέφουν την ιδεολογική αναπαράσταση του σχολείου (ως τόσο ‘φυσικού’)…».
Αν λάβουμε υπόψη την κοινωνική προέλευση των εκπαιδευτικών, η παραπάνω θέση «συγγνώμης» του Αλτουσέρ, ακούγεται προσβλητική, προκλητική και προβληματίζουσα για αυτό είναι μια συναρπαστική ιδέα για να εμπνέει τη σκέψη, την εμβάθυνση, τη συνειδητοποίηση και την αναζήτηση τρόπων και συλλογικών διαδικασιών και παρεμβάσεων που να συνδέονται άμεσα και κατά προτεραιότητα με τα υπαρκτά προβλήματα που έχει προκαλέσει και θα προκαλεί η παρατεταμένη εκκρεμότητα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού. Δε χάνω ευκαιρία να επαναφέρω στο προσκήνιο τη «συγγνώμη» του Αλτουσέρ, κάθε φορά που αναζητώ τρόπους ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών.
Ο ισχυρισμός του Αλτουσέρ ότι «(η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών) δεν έχουν καν αρχίσει να υποψιάζονται τι είδους ‘δουλειά’ τους βάζει να κάνουν το σύστημα (που τους ξεπερνά και τους συνθλίβει), κι ακόμα χειρότερα, βάζουν συχνά όλα τους τα δυνατά κι όλη την εξυπνάδα τους για να επιτελέσουν το καθήκον τους στην εντέλεια», μας προκαλεί να το ασχοληθούμε με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Αν συνδυαστεί με τις πολιτικές αξιολόγησης του εκπαιδευτικού μας δίνει κλειδιά για ενδιαφέρουσες αναγνώσεις. Είναι φανερό ότι νεοφιλελεύθερη εκδοχή ολοκληρωτικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού που προωθείται από την κυβέρνηση της ΝΔ, ως συνέχεια της προηγούμενης απόπειρας του 2012-14, θα αξιοποιηθεί ώστε οι εκπαιδευτικοί να μην «υποψιάζονται» τι δουλειά τους περιμένει στη μετάβαση από το δημόσιο σχολείο στο σχολείο της καπιταλιστικής αγοράς. Αγωνιούμε για την αξιολόγηση αλλά το διακύβευμα είναι άλλο.
Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού δεν μπορεί να είναι μια «αφυπνιστική», «απελευθερωτική» και ανατρεπτική διαδικασία, μέσα από τις προτεινόμενες εξουσιαστικές διαδικασίες «ανατροφοδότησης» και βελτίωσης. Εκτός και εννοούν βελτίωση την άνευ όρων τυφλή υποταγή των εκπαιδευτικών στην κυρίαρχη εκδοχή της «κανονικότητας», έτσι ώστε να μην «καταλαβαίνουν ποια διακυβεύματα παίζονται» κάθε φορά στην εκπαίδευση αλλά και σε άλλα πεδία. Η αξιολόγηση είναι ένα πολυεργαλείο που αξιοποιείται από το σύστημα ώστε αυτό να προσεταιρίζεται, να ενσωματώνει και να εξαγοράζει, με κίνητρα επαγγελματικής αναρρίχησης, εκπαιδευτικούς για το «νέο» σχολείο της καπιταλιστικής αγοράς που προωθεί. Γι αυτό τους προσφέρονται κίνητρα ( «μετρήσιμα μόρια») ώστε να τους μυήσουν στα μυστικά της αγοράς ως «επιχειρηματίες εαυτού/ών». Κι αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα.
Είναι προφανές ότι μια απελευθερωτική και χειραφετητική πρόταση δε μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο μιας ανάλυσης σαν κι αυτή. Θα ακολουθήσουν κι άλλες στη συνέχεια, μια και ο «ανταρτοπόλεμος» θα κρατήσει πολύ. Σε χαλεπούς καιρούς, είναι ανάγκη να δίνουμε προτεραιότητα στα μεγάλα «διακυβεύματα» της εποχής. Το διακύβευα στην περίπτωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού είναι, βέβαια, ο εκπαιδευτικός. Το επίμαχο διακύβευμα είναι, ωστόσο, η προώθηση και η εγκαθίδρυση του σχολείου της καπιταλιστικής αγοράς, κάτι που έχει καθυστερήσει σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Με το να επικεντρώνουμε τη συζήτηση πάνω στον εκπαιδευτικό χάνουμε απ το κάδρο το δημόσιο σχολείο και τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση γενικότερα. Δεν είναι τυχαίο που στην όλη επιχείρηση βάλλεται και το υπαρκτό δημόσιο σχολείο ως αναποτελεσματικό και προβληματικό. Γι αυτό το λόγο ισχυριζόμαστε ότι το ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού δεν είναι μια συντεχνιακού χαρακτήρα υπόθεση όσο είναι υπόθεση που θα έπρεπε να κινητοποιεί μαθητές/τριες, φοιτητές/τριες και εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, ακόμα και γονείς: σε ένα «Μέτωπο Παιδείας» για την υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης.
Είναι λάθος να απομονώνουμε και να εστιάζουμε στην αξιολόγηση, χωρίς τη σταθερή σύνδεσή της με το ίδιο το δημόσιο σχολείο. Εάν οι εκπαιδευτικοί μείνουν μόνοι τους στον κοινωνικό ανταρτοπόλεμο, θα χάσει το δημόσιο σχολείο. Οι ασκούντες την κυβερνητική εξουσία γνωρίζουν πολύ καλά ότι χωρίς τη συνδρομή των εκπαιδευτικών δε μπορεί να ευδοκιμήσει η σύλληψη του σχολείου της καπιταλιστικής αγοράς με νεοφιλελεύθερες αργές οργάνωσης και λειτουργίας. Για αυτό θα συντηρούν τις ελαστικές και ελεγχόμενες μορφές εργασίας για μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών(«νομάδων»), θα εντείνουν τα μέτρα για την ολοκληρωτική αξιολόγηση, θα ενεργοποιήσουν με αντίστοιχους προσανατολισμούς την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, θα εντείνουν τη διοικητική εποπτεία, θα αξιοποιήσουν ανάλογες «συμβουλευτικές» διαδικασίες, θα αξιοποιούν τον κοινωνικό αυτοματισμό, τον εθελοντισμό κ.α.
Αν δεχτούμε τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε γιατί έχουμε σφοδρές συγκρούσεις, αντιθέσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις κάθε φορά που οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται στο επίκεντρο. Ξέρετε κι ας το κρατήσουμε κι αυτό: Δεν υπάρχει εκπαιδευτικό μέτρο ή πτυχή της εκπαίδευσης που να μην αντανακλά και στον εκπαιδευτικό ή να μην τον εμπεριέχει ή να μην τον επηρεάζει. Πίσω από κάθε μέτρο που θεσπίζεται διακυβεύονται σοβαρά ζητήματα κοινωνικού ελέγχου στην εκπαίδευση, κι ας μεταμφιέζονται σε τεχνικά ή διοικητικά, οργανωτικά, αναθέσεις, συγχωνεύσεις. Η άσκηση νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής, στο σύνολό της, δε μπορεί παρά να εντάσσει όλες τις πτυχές που σχετίζονται με τον εκπαιδευτικό (βασική εκπαίδευση, επιμόρφωση, αξιολόγηση, διοίκηση, κ. α.) στο άρμα εξυπηρέτησης των αναγκών της αναπαραγωγικής λειτουργίας της ίδιας της εκπαίδευσης σε μια ταξική κοινωνία. Το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή, εξασφαλίζει την επιτέλεση της αναπαραγωγικής του λειτουργίας με ιμάντα και μεσολαβητή τον αποτελεσματικό εκπαιδευτικό ο οποίος πρέπει να επιτηρείται σταθερά ως προς αυτό.
Με βάση την παραπάνω προσέγγιση, μπορούμε να κατανοήσουμε πληρέστερα και την αντίσταση των εκπαιδευτικών απέναντι στα αλλεπάλληλα σχέδια αξιολόγησης που προτάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια και την «εκκρεμότητα διαρκείας» στο θέμα της αξιολόγησης. Καταλαβαίνουμε, δηλαδή, την κομβική σημασία που έχει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή αν θέλετε και τη σημασία που είχαν οι διαπραγματεύσεις μακράς διάρκειας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και το Υπουργείο Παιδείας για το θέμα. Είναι σαφές ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εμπίπτει στην «κοινωνική αρένα» των ιδεολογικών συγκρούσεων, στην εκπαίδευση και για την εκπαίδευση, όπου διακυβεύονται κυρίαρχα συμφέροντα στην υπόθεση της αναπαραγωγικής λειτουργίας του σχολείου όσο και στους συσχετισμούς ισχύος και εξουσίας. Οι πολιτικές, δηλαδή, για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες. Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητο κάθε φορά να μελετώνται και να αναδεικνύονται οι τρόποι με τους οποίους θέματα εξουσίας, ιδεολογίας και ελέγχου ενσωματώνονται σε συγκεκριμένες πρακτικές και ρυθμίσεις για την αξιολόγηση τους.Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα και όχι το μοντέλο ή τα κριτήρια ή η μεθοδολογία ή οι διαδικασίες της αξιολόγησης που προτείνονται κάθε φορά.
Η παλινόρθωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης
Όλα όσα αναφέραμε στην αρχή, αναφορικά με τα «πεπραγμένα» του πρώτου εξαμήνου, μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι η ελληνική εκπαίδευση, με τους δασκάλους, τους μαθητές/τριες και φοιτητές/τριες μπαίνουν, μια ακόμη φορά, σε καθεστώς πολιορκίας για δραστικό συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο επαναπροσδιορισμό της με όρους καπιταλιστικής αγοράς. Θα γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω. Είχε γίνει συντονισμένη προσπάθεια προκειμένου να επιβληθεί και να εφαρμοστεί σχέδιο ολοκληρωτικής αξιολόγησης στη διετία 2012-14, μόνο που αυτή ανακόπηκε από την ανάδειξη στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, όπως σημειώσαμε ήδη. δεν τόλμησε να κατεδαφίσει το θεσμικό πλαίσιο των δύο «εθνικών οίκων αξιολόγησης» (ΑΔΙΠ/ΑΙΠΠΔΕ). Δεν έχανε, ωστόσο, την ευκαιρία να αναδεικνύει την επιστημονική ανεπάρκεια των αξιολογικών εκθέσεων της ΑΔΙΠ και να υποβαθμίζει το κύρος της και την εγκυρότητά της. Απ την άλλη, διατηρούσε, με εθνική δαπάνη, την ΑΙΠΠΔΕ ανενεργό, σε κατάσταση παροπλισμένης ανεξάρτητης αρχής. Σε συνδυασμό με αυτά, ανέστειλε το σχετικό ΠΔ 152/2013 και τις προβλεπόμενες διαδικασίες αξιολόγησης που είχαν ήδη δρομολογηθεί. Αργότερα αναζητούσε, βέβαια, μανούβρες για να ανταποκριθεί στις «συμβουλές» του ΟΟΣΑ και των μη θεσμοθετημένων ευρωπαϊκών «θεσμών» ( της «τρόικας») για την περίφημη εξοικείωση των συντελεστών της εκπαίδευσης με την «κουλτούρα αξιολόγησης».
Η διάδοχη κυβέρνηση της ΝΔ, δηλαδή, επαναφέρει στο προσκήνιο την επιχείρηση που είχε στηθεί πριν από το 2015 για την θεσμοθέτηση, την επιβολή και την εμπέδωση αυτού που είχαμε ονομάσει τότε «ολοκληρωτική αξιολόγηση» με στόχο την ολοσχερή διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης. Μια ενδιαφέρουσα και σημαντική άσκηση προετοιμασίας για τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας για την προάσπιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης και την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης σε αυτή είναι μελετάμε και να αναλύουμε εξαντλητικά, και όχι με ανάθεση στους ειδικούς, τα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής που δίνονται στη δημοσιότητα έτσι ώστε να είμαστε καλά ενημερωμένοι. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε κάτι εάν δεν έχουμε εμβαθύνει σε αυτό.
Ο νέος «άρχων» του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) περιέγραψε σε αδρές γραμμές το σχετικό σχέδιο και ήταν κατηγορηματικός ως προς την παλινόρθωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Σε συνέντευξή του στην «Η Καθημερινή» (17.11.2019), υποστήριξε αποκαλυπτικά «Η αξιολόγηση είναι το οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων, το εργαλείο για την ανάπτυξη της δυναμικής τους και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής. Η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια έμεινε έξω από αυτόν το γενικό κανόνα που αποτελεί δομικό στοιχείο των εκπαιδευτικών συστημάτων του πολιτισμένου κόσμου. Αντιπαρέρχομαι τη μυθολογία περί τιμωρητισμού, δηλώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η αξιολόγηση που θα εφαρμόσουμε δεν τιμωρεί, διορθώνει. Υπάρχει η εμπειρία της εφαρμογής αξιολογικού συστήματος, που προέβλεπε το Π.Δ. 152/2013, η οποία έφτασε έως τα στελέχη της εκπαίδευσης το 2014, το σύστημα που εφαρμόστηκε στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία το 2013-14 και το σύστημα αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων την ίδια περίοδο. Θα αξιοποιήσουμε αυτήν την εμπειρία βελτιώνοντας τα αξιολογικά εργαλεία και ενισχύοντας τα εχέγγυα της αξιοκρατίας. Βασική αρχή είναι ότι κανείς δεν αξιολογεί, εάν δεν έχει αξιολογηθεί και ο ίδιος. Σε αυτόν τον κανόνα προφανώς περιλαμβάνονται οι περιφερειακοί διευθυντές οι διευθυντές διευθύνσεων οι σχολικοί σύμβουλοι με αναβαθμισμένο εποπτικό επιμορφωτικό και αξιολογικό ρόλο και βεβαίως οι διευθυντές σχολικών μονάδων δηλαδή τα στελέχη της εκπαίδευσης που θα αναλάβουν την ευθύνη της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών».
Αν θέλαμε να σχολιάσουμε τις σχετικές απόψεις θα υποστηρίζαμε ότι η αξιολόγηση δε μπορεί να είναι «το οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων», όταν η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης με τον πολύχρονο «επιθεωρητισμό» έχει καταγράψει σελίδες «μαύρης εποπτείας», αστυνόμευσης, πειθαναγκασμού και συμμόρφωσης των εκπαιδευτικών στα κελεύσματα της εκάστοτε εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Κι αυτό δεν ήταν ευθύνη κάποιων «συντηρητικών επιθεωρητών» όσο το ότι δεν υπάρχει πολιτική επινόηση αξιολόγησης που να μην είναι δομικά παγιδευμένη με τις εν γένει κοινωνικές λειτουργίες της εκπαίδευσης σε μια συγκεκριμένη κοινωνία σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο.
Μια και ο «άρχων» του ΙΕΠ μιλάει με όρους μεταφοράς για «οξυγόνο», ισχυριζόμαστε ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι μηχανισμός που προκαλεί στην ελληνική εκπαίδευση «αποφρακτική πνευμονοπάθεια» που αναστέλλει, περιορίζει και συρρικνώνει τα όποια περιθώρια «σχετικής αυτονομίας» των σχολείων, και των εκπαιδευτικών και των μαθητών/τιών σ αυτά. Έτσι, δεν μπορούν να διαμορφώνουν ρωγμές «δημιουργικής αντίστασης» στις πολιτικές του σχολείου της αγοράς ούτε να στήνουν αναχώματα συλλογικής διεκδίκησης «δωρεάν εκπαίδευσης», σε ένα ενιαίο ανοιχτό δημοκρατικό δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γενικής παιδείας για όλους. Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που επαναφέρεται, είναι μια αποτελεσματική νεοφιλελεύθερη πολιτική συνταγή που προσφέρεται για πολλαπλές χρήσεις πειθάρχησης και υποταγής των εκπαιδευτικών στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα μετατροπής του κοινωνικού αγαθού της παιδείας σε εκπαιδευτική υπηρεσία της «ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς».
Αν δεχτούμε την άποψη ότι η αξιολόγηση συνιστά και άσκηση των εκπαιδευτικών στην πειθαρχία, τον έλεγχο, την υπακοή, τη συμμόρφωση και την πιστή εκτέλεση των εντολών της εκάστοτε διοικητικής ιεραρχίας, ο κατηγορηματικός ισχυρισμός ότι η προτεινόμενη αξιολόγηση δεν είναι τιμωρητική εκπίπτει ως μη θεμελιωμένος ισχυρισμός. Άλλωστε, πως δεν είναι τιμωρητική μια πολιτική αξιολόγησης προκρούστη που εξατομικεύει, κανονικοποιεί την εκτροπή και που μετατρέπει τον εκπαιδευτικό σε ντοκουμέντο διοικητικής χρήσης; Όπως γίνεται κατανοητό, από τα παραπάνω, η ρητορική και οι κυρίαρχοι ισχυρισμοί και απόψεις που διατυπώνονται στα κείμενα της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ, αναφορικά με την αναγκαιότητα και τις λειτουργίες της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, αποσιωπούν τον δομικό εναγκαλισμό αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, επιτήρησης και πειθαρχίας. Το πολύ-πολύ στην περίπτωση που υπήρξαν ενδείξεις σύνδεσης της αξιολόγησης με την πειθαρχία, τότε αυτό αποδίδεται στην κακή χρήση και διαστρέβλωση. Θεωρούμε ότι αυτού του είδους οι αναλύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις κοινωνικές λειτουργίες που επιτελεί η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού στην ίδια την εκπαίδευση.
Να μη ξεχνάμε ότι κυριαρχούν και προωθούνται νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές, με την ενορχηστρωμένη συνδρομή και την αδιάκριτη παρέμβαση των υπερεθνικών οργανισμών της ΕΕ, του ΟΟΣΑ/PISA, του ΔΝΤ, του ΠΟΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΟΥΝΕΣΚΟ, κ .α. Η όποια αξιολόγηση, οι όποιοι αξιολογητές, με τα όποια «βελτιωμένα αξιολογικά εργαλεία», μπορούν να υποσχεθούν μόνο εκείνη τη συγκεκριμένη αντίληψη «αξιοκρατίας» και «αντικειμενικότητας» που υπαγορεύεται από το είδος «προσαρμογής» και «ανάπτυξης» συμβατής με τη στόχευση του σχολείου της «καπιταλιστικής αγοράς». Ένα σχολείο δηλαδή που να τελεί σε καθεστώς έντασης του ταξικού του χαρακτήρα. Στη διαμόρφωση, στην προβολή και στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής κυριαρχούν πολλοί ευφημισμοί και απαιτείται σχετική εγρήγορση για να τους εντοπίζουμε. Π.χ. οι λεγόμενες «ανεξάρτητες» αρχές (ΑΔΙΠ, ΑΔΙΠΠΔΕ) είναι ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες επινοήσεις και τελούν υπό την εποπτεία των εκάστοτε κυβερνήσεων. Είναι αρχές που εκφράζουν νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, κριτήρια και πρακτικές. Δηλαδή, η ανεξαρτησία η ουδετερότητα, η αντικειμενικότητα, η αξιοπιστία, η αριστεία, κ.τ.ο δεν είναι κοινωνικά και ιδεολογικά ουδέτερες αρχές για να τις προσπερνούμε εύκολα χωρίς την απαραίτητη κοινωνικοπολιτική πλαισίωσή τους.
Το ίδιο ισχύει και για την πολυδιαφημισμένη δημιουργική και θετική σύνδεση της αξιολόγησης με την επιμόρφωση. Η αξιολόγηση «κλέβει» σε υπόληψη από την άποψη ότι προβάλλεται ως μηχανισμός ανίχνευσης των επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών. Ύστερα, η επιμόρφωση ως ακολούθημά της πρώτης, αντικειμενικά αποκτάει το χαρακτήρα της «επιδιόρθωσης» και της συμμόρφωσης, με προδιαγραφές μιας ορισμένης «κανονικότητας». Όλα αυτά τα χρόνια, τα δυο θέματα προβάλλονταν ως δίδυμη σχέση ή ως σχέση διδύμων. Ωστόσο, ενώ η επιμόρφωση είναι ένα χρόνιο πάγιο αίτημα των εκπαιδευτικών που τελεί σε κατάσταση εκκρεμότητας διαρκείας και δεν ικανοποιείται, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έχει αποτελέσει πεδίο συγκρούσεων και αντιθέσεων διαρκείας. Η αξιολόγηση, βέβαια, με το μακρύ της χέρι, διεκδικεί να έχει λόγο και στην επιμόρφωση, την ίδια στιγμή που η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αποτελεί θεματικό πεδίο συναφών επιμορφωτικών προγραμμάτων. Πάντως, είτε ως δίδυμη θεσμική οντότητα είτε ως ανεξάρτητες εκπαιδευτικές πρακτικές ή μηχανισμοί, η αξιολόγηση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προσφέρονται ως πολιτικές που συμβάλλουν καθοριστικά ώστε οι εκπαιδευτικοί να γίνονται αποτελεσματικοί διαμεσολαβητές στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης.
Αν πάρουμε στα σοβαρά τη δήλωση του νέου προέδρου του ΙΕΠ ότι η όλη υπόθεση θα αρχίσει από εκεί που είχε σταματήσει, τότε, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική αξιολόγησης που προωθηθεί συνιστά ολοκληρωτική επίθεση στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Όπως είχαμε υποστηρίξει και κατά την προηγούμενη απόπειρα καθιέρωσης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα επιχειρηθεί μια διαδικασία πολυεπίπεδης, συνεχούς και αδιάλειπτης ιεραρχικής πανοπτικής και γραφειοκρατικής επιτήρησης για αποτελεσματικότερη άσκηση αυταρχικού και ολοκληρωτικού ελέγχου σε όλο το εύρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα δοθεί προτεραιότητα στο μάνατζμεντ σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα επιχειρηθεί ένα είδος ολοκληρωτικής επιτήρησης σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, κατά μήκος της ιεραρχικής κλίμακας, με τρόπο που να «κανονικοποιεί» την εκτροπή ή τη διαφορά και να εξαναγκάζει σε συμμόρφωση. Η αξιολόγηση είναι, έτσι κι αλλιώς, περιστασιακή, περιπτωσιακή και μηχανιστική. Καταργεί την «ιστορία» της τάξης και της σχολικής μονάδας και υποβιβάζει το εκπαιδευτικό έργο και την παιδαγωγική-διδακτική ή και διοικητική ικανότητα σε μετρήσιμο τεχνικό μέγεθος. Το πιο κυνικό στοιχείο της όλης αναμόχλευσης του ζητήματος της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ότι εν μέσω μιας ανείπωτης κρίσης προβάλλεται ως επείγουσα προτεραιότητα και ως ασυγχώρητη εκκρεμότητα και ότι η όλη πλατφόρμα των μεθοδολογικών και τεχνικών της στοιχείων και εργαλείων αναπτύσσεται ως εάν η αξιολόγηση είναι αλεξίσφαιρη και ανεπηρέαστη από την κρίση.
Όλα έχουν την πολιτική τους σημασία
Και εδώ θα έχουμε τη συνδρομή πανεπιστημιακών «εργολάβων» της αξιολόγησης. Με απασχολεί, ιδιαίτερα, η περίπτωση ορισμένων πρώην «αριστερών» που ξαφνικά περιφέρονται σε κόμματα εξουσίας και σε κυβερνητικές καρέκλες και παίζουν ένα πολύ «βρώμικο» πολιτικό παιγνίδι. Κεφαλαιοποιούν το βιογραφικό τους στην «αριστερά», με αρνητικό πρόσημο για την ίδια την αριστερά, καθώς αφήνουν να εννοηθεί ότι η «μετεγγραφή» τους ήταν μια νομοτελειακή εξέλιξη. Λες και μέσα από διαδικασίες αναστοχασμού, «αφύπνισης» και «διαύγασης» συνειδητοποίησαν τις μεγάλες τους αυταπάτες και απώλειες που είχαν όσο ήταν στρατευμένοι στην αριστερά για να στραφούν στον «παράδεισο» του νεοφιλελευθερισμού. Η «μετεγγραφή», δηλαδή, προβάλλεται ως προστιθέμενο κύρος και υπόληψη στο έργο που αναλαμβάνουν να προσφέρουν απ τη νέα τους πολιτική θέση. Ξεχνούν, ωστόσο, ότι όσο και επεξεργασμένος κι αν είναι ο υφέρπων αντιαριστερός γενιτσαρισμός τους, είναι αυτός που αποδομεί αποκαλυπτικά τα αφηγήματά τους .
Προφανώς, υπάρχουν πολλών ειδών αριστεροί. Επιλέγω να αναφερθώ σε δύο στους οποίους αφιερώνω το κείμενο αυτό. Η μία είναι οι «κατά φαντασίαν αριστεροί». Είναι αυτοί που με την πρώτη ευκαιρία, μέσα από ραγδαίες διεργασίες, απαλλάσσονται από τις φαντασιώσεις τους για να ενταχτούν σε αντίπαλα στρατόπεδα, κατά προτίμηση σε κόμματα εξουσίας νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού. Η άλλη κατηγορία είναι ορισμένοι «εκ γενετής αριστεροί» που θεωρούν «ιδιοκτησία» τους το κόμμα, με τις εφημερίδες του κόμματος, τις κομματικές ηλεκτρονικές σελίδες, τις συνδικαλιστικές παρατάξεις που πρόσκεινται σε αυτό και τα συναφή κοινωνικά δίκτυα και συμπεριφέρονται ως «ιδιοκτήτες της αριστεράς», τόσο που να διεκδικούν να ασκούν face control σε «συντρόφους» και επιλεκτική λογοκρισία ακόμα και σε θέματα σαν κι αυτό που διαπραγματευόμαστε εδώ. Εκτρέπονται σε συκοφαντίες εναντίον συντρόφων για να καθαρίσουν το τοπίο. Το πιο θλιβερό είναι ότι όταν οι ίδιοι νιώθουν ότι συκοφαντούνται, πάλι ως «ιδιοκτήτες», θρασύδειλοι όμως, βάζουν μπροστά συνδικαλιστικές παρατάξεις, έντυπα και φιλικά ηλεκτρονικά, ακόμα και δημοτικές παρατάξεις να τους υπερασπίζονται «γενικώς και αορίστως» για την αριστεροσύνη τους, χωρίς να μιλήσουν για την ταμπακέρα. Πρόκειται για δυο σοβαρές περιπτώσεις «πολιτικής αλητείας» και αγυρτείας, που στην ουρά τους σέρνουν ευτελείς ιδιοτέλειες που έχουν να κάνουν με την άσκηση εξουσίας.
Δεν υπάρχει χώρος στην αξιολόγηση για προσωπικές στρατηγικές και ιδιοτέλειες. Κι αυτό αφορά και σε όσους πανεπιστημιακούς επιλέξουν να στρατευθούν στην υπόθεση νομιμοποίησης της βαρβαρότητας που επιφυλάσσει το σχέδιο της ολοκληρωτικής αξιολόγησης στην ελληνική εκπαίδευση. Αφορά ακόμη και στους εκπαιδευτικούς εκείνους που με περίσσια αλαζονεία διατυμπανίζουν ότι δε φοβούνται την αξιολόγηση και δηλώνουν ακόμα και εθελοντές.Τι, άραγε, μας λέει η προβοκατόρικη παρρησία ορισμένων εκπαιδευτικών που ισχυρίζονται ότι «κάνουν τόσο καλά τη δουλειά τους που δε φοβούνται την αξιολόγηση»; Μήπως, ότι έχουν συμβιβαστεί με το θανάσιμο εναγκαλισμό διδασκαλίας και αξιολόγησης; Αυτούς η κυβερνητική εξουσία σίγουρα θα τους αναζητήσει για να τους αξιοποιήσει ως το «καλό παράδειγμα» ή ως «καλή πρακτική». Δεν έχουν, κατά πως φαίνεται, κάνει ένα βήμα πίσω για να συνειδητοποιήσουν πως, αν πράγματι δε φοβούνται, αυτό οφείλεται, μάλλον, στο γεγονός ότι έχουν αποφασίσει να συμμορφωθούν άνευ όρων, οπότε; Όλοι μας, λίγο-πολύ, είμαστε σε μια κατάσταση αμήχανης διερώτησης για το πώς φτάσαμε εδώ, χωρίς να νιώσουμε το φάντασμα που ξανάρχεται ως εφιάλτης!
Η γοητεία της αξιολόγησης έχε φανατικούς υποστηρικτές τους διαχειριστές της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στην εκπαίδευση. Η κοινωνικοπολιτική συγκυρία και οι μηχανισμοί κοινωνικού αυτοματισμού κάνουν ώστε η σύνδεση της αξιολόγησης με τη βαθμολογική εξέλιξη και τη μισθολογική καθήλωση αλλά και με τις απολύσεις να φαίνεται αναγκαία όσο ποτέ. Η υπόληψη που έχει η αξιολόγηση, στη σημερινή συγκυρία, είναι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που έχουμε μπροστά μας. Ίσως, αυτός είναι κι ένας από τους λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη πολιτική που υιοθετείται είναι πολύ επιθετική κι αυταρχική.
Ας αναρωτηθούμε πόσοι είναι ήδη γραμμένοι από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων στα ποικίλα «μητρώα αξιολογητών»; Το επάγγελμα του αξιολογητή, μια νεοφιλελεύθερη επινόηση, κάνει θραύση. Διαθέτουμε ήδη τρία προπλάσματα «οίκων αξιολόγησης» και στην εκπαίδευση (ΑΔΙΠ,ΑΔΙΠΠΔΕ, ΕΟΠΠΕΠ). Σε πολλά Τμήματα Επιστημών Εκπαίδευσης λειτουργούν περιζήτητα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών με αντικείμενο «Διοίκηση και Αξιολόγηση». Ο PISA πηγαινοέρχεται ανενόχλητος σε μια χώρα που κατατάσσεται στους «ουραγούς», από το 2000 μέχρι και σήμερα, με τις αντίστοιχες «κρίσεις πανικού». Οι Ολυμπιάδες καλά κρατούν. Στα πρότυπα και στα πειραματικά η αξιολόγηση έχει εγκατασταθεί πάνω σε εξαναγκασμένους εκπαιδευτικούς. Αλλιώς, πώς να εξηγήσουμε αυτή την ιδιαιτερότητα στην «αλυσίδα» αυτών των σχολείων. Μοιάζει λίγο με μια μορφή πολιορκίας, με τη συνδρομή αξιολογητών και θυμίζει κάτι από τα «Τείχη» του Καβάφη:
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Σε άλλα κείμενά μας έχουμε ασχοληθεί διεξοδικά με την ολοκληρωτική και κατασταλτική αξιολόγηση που επιχειρείται και τις συμμαχίες αντίστασης που θα χρειαστεί να κάνουν οι εκπαιδευτικοί σε μια πάλη που θα διαρκέσει. Αν μας ενδιαφέρουν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις συμβουλευτικής υποστήριξης, ευαισθητοποίησης, κριτικής επαναδιαπραγμάτευσης και συνειδητοποίησης των εκπαιδευτικών, θα χρειαστεί να αναζητήσουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρει το σχολείο στο πλαίσιο άσκησης εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Η αξιοποίηση της σχετικής αυτονομίας των σχολείων, με δραστηριοποίηση του συλλόγου διδασκόντων ανοίγει τα περιθώρια για εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας στο σχολείο.
Ένα πρόγραμμα αντίστασης στην παλινόρθωση της αξιολόγησης είναι αναγκαίο και να έχει ως στόχο τη μετακίνηση των εκπαιδευτικών από τον επαγγελματισμό προς τη ριζοσπαστική επαγγελματική πρακτική. Αυτή που μεταμορφώνει τη σχέση του εκπαιδευτικού με την εργασία που προσφέρει στο σχολείο ώστε να αμβλύνεται και να αποδυναμώνεται η αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα εργασίας για τον εκπαιδευτικό με σαφή προσανατολισμό απόδρασης από το τυχαίο, το αυτονόητο, το δεδομένο και από τις παραδόσεις των επαγγελματικών συνταγών. Χρειαζόμαστε μια διαδικασία όπου μειώνεται ο χώρος της αντίδρασης και τη θέση παίρνει η χειραφετητική πράξις που απελευθερώνει από τον εξαναγκασμό και την αυταπάτη της συνήθειας και του αποτελεσματικού, την εξάρτηση, την ψευδαίσθηση, τη διαστρέβλωση, και την ψευδή συνείδηση. Σε μια τέτοια υπόθεση, είναι πρωταρχικής σημασίας η μαζική αντίσταση στο σχέδιο ολοκληρωτικής επιβολής των μέτρων της ολοκληρωτικής αξιολόγησης που ήδη επαναφέρεται. Αναζητούμε, στο πλαίσιο μιας «εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής» σχολικής μονάδας μορφές συμβουλευτικής συναδελφικής υποστήριξης από «κριτικούς φίλους», από τα μέσα και από τα κάτω, που να εξουσιοδοτεί τον εκπαιδευτικό, με υπεύθυνο και ενημερωμένο τρόπο, να αναλαμβάνει τον έλεγχο της εργασίας του. Αυτό είναι υπόθεση μιας αντίπαλης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δασκάλων να παίρνουν τη σκέψη και την κρίση στα χέρια τους, να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, να ελέγχουν τις επαγγελματικές τους πρακτικές και να επανεξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους μεσολαβούν στην αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Η κοινωνική τους προέλευση το υποδηλώνει. Το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών μας διδάσκει ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν σημαντική και πραγματική εξουσία, παρά την ασύμμετρη διαπραγματευτική τους σχέση με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς..Στην περίπτωση της αξιολόγησης δεν μπορεί να είναι απλοί κι αμήχανοι αποδέκτες σχεδίων και προτάσεων στις οποίες εκφράζουν την αντίδραση τους. Οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη και την εξουσία να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία δράσεων για ένα ευρύ «Μέτωπο», επειδή το θέμα δεν αφορά αποκλειστικά στους ίδιους αλλά το μέλλον του δημόσιου σχολείου. Εάν δεν καταφέρουμε να αναχαιτίσουμε τα σχέδια που έχουν στα συρτάρια τους οι νεοφιλελεύθεροι κυβερνήτες για την αξιολόγηση, το δημόσιο σχολείο σε λίγα χρόνια θα είναι ένα υβρίδιο σχολείο της αρπακτικής καπιταλιστικής αγοράς και οι εκπαιδευτικοί «επιχειρηματίες του εαυτού τους». Ήδη, πολλοί έχουν γίνει κυνηγοί μετρήσιμων μορίων. Κι αυτό, παρά τη ρητορική των κυβερνώντων, δεν είναι ούτε «αριστεία» ούτε αξιοκρατία. Είναι βαθιά υποβάθμιση στην αρένα της αγοράς.
Αλτουσέρ, Α. (1983), Θέσεις (μτφρ. Γιαταγάνας),4η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα,
[1] Θα επαναφέρουμε στο προσκήνιο και επανεπεξεργαζόμαστε ορισμένες απόψεις (που δεν έχουν χάσει την εγκυρότητά τους ούτε την επικαιρότητά τους), από σχετικές δημοσιεύσεις που έχουμε κάνει, παλαιότερα, για τις εκπαιδευτικές πολιτικές που ασκούνται, κατά καιρούς, με επίκεντρο την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Πρόκειται ουσιαστικά, για αυτοαναφορικές ψηφίδες, μέσα από μια τεχνική που θα την έλεγα τεχνική «επιστρωματώσεων» με νεότερους προβληματισμούς πάνω σε παλαιότερες απόψεις. Αυτή τη διευκρίνιση την κάνω για να απαντήσω σε πανεπιστημιακό που μου χρεώνει ευκαιριακή και καιροσκοπική ενασχόληση με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.
[2] Η «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση» που δε γίνεται: «Μικρές ιστορίες» Υπουργών και ειδικών
e-prologos.gr