Ευτυχώς που «τα γραπτά μένουν»… Και κάποτε χρειάζεται να τα ανασύρεις επειδή και τα γεγονότα, δυστυχώς, δεν διδάσκουν και γι’ αυτό ζούμε την φρικώδη τους επανάληψη. Με αφορμή λοιπόν τους Χρυσαυγίτες στη Λέσβο που, υπό την λεοντή των «αγανακτισμένων», πραγματοποίησαν καταδρομικές επιχειρήσεις εις βάρος προσφύγων και αλληλέγγυων, θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα γράψει στον «Ριζοσπάστη», αρχές του 1991. Έψαξα στο αρχείο μου και το βρήκα. Αφορούσε τον ξεσηκωμό, με καταλήψεις σχολείων, του μαθητικού κινήματος με αλληλέγγυους καθηγητές και γονείς, εναντίον του νομοσχεδίου του τότε υπουργού παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου. Εκεί λοιπόν, αφού σημείωνα το ελπιδοφόρο των κινητοποιήσεων, έλεγα και τα εξής: «(…)Αλλά τα πράγματα δεν είναι ποτέ μόνο έτσι. Από την άλλη μεριά υπάρχει η Ελλάδα που δεν ιδρώνει και δεν αγωνιά. Γιατί φοβάται την αγωνία. Η Ελλάδα που διατυπώνεται με επίσημους γλυκασμούς απειλής. Η Ελλάδα που απανθρακώνει τα υλικά του μέλλοντος και μέσα από τη στειρότητα της τέφρας περιενδύει οντότητα στους «αγανακτισμένους» πολίτες. Μυρίζουν φόβο από μακριά, συντηρημένο με φορμόλη, και εμφανίζονται πάντοτε όταν αναβλύζει ο κίνδυνος του καινούργιου. Του απρόβλεπτα ελπιδοφόρου μέσα από την ιστορική συσσώρευση, όταν η ποιητική της κίνησης διεκδικεί το μερδικό της, τότε ο φόβος τους εξαγριώνεται.
Οι «αγανακτισμένοι» ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν δολοφονούσαν τον Λαμπράκη. Είναι έξω από τις πόρτες των σχολείων τούτες τις μέρες. Πάντοτε απέναντι, πάντοτε απ’ έξω, στο απυρόβλητο οι ανεπίδεκτοι στην ομορφιά, να κραυγάζουν ασχημοσύνη και ν’ αρνούνται την ευγονία της γενναιότητας. Το ότι μερικοί απ’ αυτούς παριστάνουν τους γονείς είναι το μικρότερο ψεύδος. Το μεγαλύτερο ψεύδος είναι η αλήθεια της ακινησίας τους (…)».
Ποιο είναι το ανατριχιαστικό; Ότι το κείμενο αυτό με το τίτλο «Εισβολή», δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 9 Ιανουαρίου 1991! Δηλαδή την ώρα που εγώ έγραφα τα παραπάνω, αλλά ακριβώς την ώρα που έγραφα για τους «αγανακτισμένους» των απέναντι πεζοδρομίων που ενίοτε δολοφονούν, όπως συνέβη με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, την ίδια εκείνη τραγική στιγμή, δηλαδή στις 8 Ιανουαρίου 1991, ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας έπεφτε νεκρός, χτυπημένος από τον λοστό του Γιάννη Καλαμπόκα, στο υπό κατάληψη συγκρότημα 3ου και 7ου Γυμνασίου και Λυκείου Πάτρας. Ο Καλαμπόκας (δημοτικός σύμβουλος της ΝΔ στην Πάτρα και πρόεδρος της τοπικής ΟΝΝΕΔ) είχε πάει με το ασκέρι του (Μυλωνά, Σπίνο, Γραμματίκα, Γραμματικόπουλο) με λοστούς και ρόπαλα για να σπάσουν την κατάληψη.
Από τότε, κάθε φορά που ακούω για «αγανακτισμένους», με συνταράζει η ίδια ανατριχίλα, εκείνης της τραγικής σύμπτωσης. Ναι δεν είμαστε ίδιοι: αυτοί κρατάνε λοστό κι εμείς μολύβι ή κιμωλία όπως ο Νίκος Τεμπονέρας. Αλλά δεν φτάνει αυτό. Χρειάζεται και να μάθουμε να «γράφουμε» την εποχή μας με την βαθύτερη «ορθογραφία» που της αρμόζει. Γιατί η ιστορία είναι αχόρταγη και οσμίζεται από μακριά το ανθρώπινο κρέας…
ΥΓ. 1
Το κείμενο αναφοράς περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Είναι αργά, Βραδιάζει νωρίς» (εκδόσεις «Καστανιώτης»).
ΥΓ. 2
Για την ιστορία, Ο Καλαμπόκας έμεινε επτά χρόνια στη φυλακή, βγήκε, έκανε οικογένεια, προσελήφθη στην Εθνική Τράπεζα και έφτασε μέχρι την θέση Προϊσταμένου σε υποκατάστημα στον Βόλο.
Έζησε αυτός καλά. Κι εμείς καλύτερα;
Πηγή: Κώστας Καναβούρης – artinews.gr
Η φωτογραφία είναι από πίνακα του Κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη
e-prologos.gr