ΑΙΤΙΑ Νο 6
Η κωμωδία, μέσα απ΄την παραδοξότητα, κρύβει το δράμα.
Ιονέσκο
Τον τελευταίο καιρό συμπεριφέρεται παράξενα. Πλένει όλη την ώρα τα χέρια της, μονολογώντας κι αναστενάζοντας και μασουλάει ό,τι βρει. Μου βάζει φαΐ και το χλαπακιάζω γιατί το μάτι της γυαλίζει. Το ‘χει δει και λίγο μπέμπα, παίζει συνέχεια κι αν το ίντερνετ είναι φορτωμένο, μου λέει “θες να παίξουμε φιδάκι;”
Eγώ τότε αναρωτιέμαι αν απλώς το παίζει μπέμπα ή συμβαίνει κάτι άλλο.
Από προχτές όμως τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Κατάπιε αυτό που μασούλαγε και καθάρισε τη φωνή της. Νόμιζα ότι θα τραγουδούσε και προτίμησα να βγω στο μπαλκόνι. Μου φωνάζει “Έλα, Μπομπούλα, θέλω να σου μιλήσω” παύση, αναστεναγμός και “Μπόμπο, πρέπει να καταλάβεις”
Έκατσα στα πίσω πόδια, κρέμασα τη γλώσσα, σε ένδειξη μεγάλης προσοχής, μα δεν κατάλαβα τίποτα. Κάτι σαν “τέρμα οι βόλτες, ατομική ευθύνη” κι απ’ αυτά κράτησα μόνο το ‘βόλτες’ κι άρχισα να χοροπηδώ, νομίζοντας ότι θα κάνουμε πολλές μαζεμένες. Μετά αυτή αναστέναξε ξανά, κάτι μάσησε και μονολόγησε με στόμφο, “Τι ζούμε! ” Ήθελα να της πω, αναζητούσες κάτι που να σπάει τη ρουτίνα. Ε, ήρθε. Το ήθελες τόσο, που το σύμπαν συνωμότησε εναντίον σου. δεν είπα όμως τίποτα γιατί θα καταλάβαινε πως είχα κάνει τον Κοέλιο φύλλο και φτερό και τον είχα χώσει κάτω απ’ τον καναπέ.
Μου φόρεσε το λουρί, τι χαρά, έκανα δυο πιρουέτες και, φευ, τι απογοήτευση, ανεβήκαμε στην ταράτσα, με λουρί.
Ανεβαίνουμε συχνά με τη μπουγάδα κι εγώ χαίρομαι γιατί έχει άπλα, σαν το αμπέλι μας στην Κάλυμνο αλλά χωρίς αμπέλι. Όμως τώρα γιατί με λουρί; Την πρώτη φορά, νομίζοντας πως έτσι είναι τ’ αμπέλια στην Αθήνα, σήκωσα το πόδι κοντά στη ρίζα ενός κάγκελου και πότισα. Αυτή νευρίασε, “μα τι κάνεις, σιχαμένη Μπόμπο;” είπε κι έτσι δεν το ξανάκανα ποτέ.
Προχτές που με ανέβασε με το λουρί, μου λέει “στο φοράω για να λειτουργήσουν τα παβλοφικά αντανακλαστικά σου “. Εγώ τέτοιο μηχάνημα δεν είχα ποτέ.
Ρούχα δεν απλώσαμε, το μηχάνημα δε λειτούργησε και τ’ αμπέλι ήταν μουντό. Κάναμε πολλούς γύρους στην ταράτσα και μου έλεγε συνέχεια, “Kάντα, Μπομπούλα μου”, αλλά εγώ το κατάλαβα ότι ήθελε να δει αν είμαι ακόμα σιχαμένη και δεν έκανα τίποτα. Στο δέκατο γύρο, μου λέει νευριασμένη “κάντα, μωρή” αλλά πάλι κρατήθηκα.
Κατεβήκαμε στο σπίτι μας, έπλυνε ξανά τα χέρια της μονολογώντας, έφαγε ένα ολόκληρο τυροπιτάκι με μια χαψιά, πήρε ένα χαρτί και μου φόρεσε πάλι το λουρί.
Στο ασανσέρ πάτησε ισόγειο με το τεντωμένο δάχτυλο. Όποτε βγαίνει, έχει τεντωμένο το ένα δάχτυλο. Επειδή πλαστικά γάντια δεν υπάρχουν, έκοψε αυτά που είχε και βάζει κάτι, σα μικρή καπότα, στο τεντωμένο, για να πατήσει το κουμπί του ασανσέρ.
Μου λέει λοιπόν, κατά τη διάρκεια της elevator καθόδου, “Αυτό το χαρτί, Μπομπούλα, είναι το νομιμοποιητικό μας έγγραφο.
Ω, ρε σκέφτηκα, κατάντια! Αυτή που ήθελε να χορεύει με κόκκινο φόρεμα μπροστά σε τανκς, τώρα δεν βγαίνει στην παρανομία ούτε για το δικό μου χέσιμο. Συνέχισε, “Το έγγραφο γράφει πως είσαι η Αιτία Νο 6”. Ήθελα να της πω ότι είμαι η Μπόμπο και την αγαπώ κι εγώ δεν πρόκειται ποτέ να την πω, Αιτία Νο τάδε. Συνέχισε, “Εσύ πια με βγάζεις βόλτα, αχ!” Δεν κατάλαβα ,στον επίλογο, το ξεκούδουνο ‘αχ’, που το κάνει καμιά φορά από τότε που γκρεμοτσακίστηκε και την πονά η μέση. Μάλιστα καταχάρηκα όταν σκέφτηκα πως θα της έβαζα λουρί.
Στη βόλτα δεν είδα το Ρόκυ, αλλά μύρισα το αγαπησιάρικο sms που μου άφησε στη γωνία. Αυτή οσφραινόταν βαθιά τους λεμονανθούς. Όταν κάνει κάτι τέτοιες κρυάδες, εγώ σκέφτομαι, “μη χέσω” κι εκεί ακριβώς χέστηκα. Η δύναμη της σκέψης. Ανακουφίστηκα δυο-τρεις φορές και μετά, επειδή την έβγαλα βόλτα, περίμενα να ανακουφιστεί κι εκείνη αλλά τίποτα. Πήγαμε πιο πέρα, κοντοσταμάτησα, πάλι τίποτα. Μου ήρθε να της αντιγυρίσω, “κάντα μωρή” αλλά εμείς, οι σκύλοι, έχουμε φέρεσθαι.
Με τα πολλά, κατάλαβα ότι μάλλον δεν λειτουργούν κι αυτηνής καθόλου τα παβλοφικά αντανακλαστικά της.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr