Στις 7/04/1943 σχηματίζεται η τρίτη δοσιλογική κυβέρνηση (Ι. Ράλλη).

Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση ορκίστηκε στις 30 Απριλίου 1941, με πρωθυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου – τον ίδιο που, λίγες μέρες νωρίτερα, είχε υπογράψει το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου.

Στις 15 Νοεμβρίου 1942 ο Τσολάκογλου αντικαταστάθηκε άτυπα από τον αντιπρόεδρό του, Κων/νο Λογοθετόπουλο, και στις 2 Δεκεμβρίου η παραίτησή του επισημοποιήθηκε, με την προσχηματική επίκληση «λόγων υγείας». Έτσι σχηματίστηκε η δεύτερη κατοχική κυβέρνηση.

Η τρίτη κατοχική κυβέρνηση (7/4/1943)

Η συγκρότηση της κυβέρνησης Ράλλη αποτελεί καθοριστική τομή στην εξέλιξη του εγχώριου δωσιλογισμού, καθώς επιχειρεί να αποτυπώσει θεσμικά την ανάδυση ενός ενιαίου «εθνικόφρονος» χώρου, που περιλαμβάνει τόσο τους επίσημους εκφραστές της «Ελληνικής Πολιτείας» όσο και μεγάλο μέρος των μη ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων.

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μια κοινή λογική αρχίζει να διαπερνά όλο αυτόν τον χώρο: με δεδομένη την αρνητική για τους κατακτητές τροπή του πολέμου, αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η όποια συμβολή στη συμμαχική νίκη αλλά η καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού και η πάση θυσία αποτροπή της επικράτησης του ΕΑΜ την επαύριο της Απελευθέρωσης.

Οντως, την άνοιξη του 1943 η επερχόμενη στρατιωτική ήττα του Αξονα είναι πια προφανής, ύστερα από την καταστροφική για τους Γερμανούς έκβαση των μαχών του Στάλινγκραντ και του Ελ Αλαμέιν. Στην Ελλάδα, η ίδια ακριβώς περίοδος γνωρίζει τη σαρωτική ανάπτυξη του αντάρτικου στην ύπαιθρο και την αδιαμφισβήτητη επικράτηση του ΕΛΑΣ στο εσωτερικό της Αντίστασης.

Σε ένα άλλο επίπεδο, η σχετική σταθεροποίηση της επισιτιστικής κατάστασης των αστικών κέντρων, χάρη κυρίως στη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενισχύει τις δυνατότητες της δωσιλογικής κυβέρνησης να ελέγξει τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που η πείνα του 1941-42 τα είχε οδηγήσει στην αυτονόμηση από την αδύναμη –τότε– κεντρική εξουσία.

Αναλαμβάνοντας το αξίωμα του πρωθυπουργού, ο Ιωάννης Ράλλης κάθε άλλο παρά αγνοεί αυτά τα δεδομένα. Στην ημιτελή απολογία που συνέταξε μετά την Απελευθέρωση, τους αποδίδει μάλιστα καθοριστική σημασία: «Ο λόγος όστις είχε την μεγαλυτέραν επί της συνειδήσεώς μου επίδρασιν», γράφει, «ήτο ότι, κατ’ Απρίλιον 1943, διεγράφετο σαφώς εις τον ορίζοντα των προβλέψεων η ήττα της Γερμανίας. Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση» (Γ. Ράλλης, «Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», σ. 42).

Η ίδια ακριβώς λογική αποτυπώνεται και στο πρωθυπουργικό διάγγελμα που ο παλαίμαχος πολιτικός απευθύνει προς τον λαό αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: «Η υφ’ ημάς Κυβέρνησις, έχουσα πάντα λόγον να πιστεύη ότι πάσα συνέχισις της διαταρράξεως της δημοσίας τάξεως θα συσσωρεύση ανεπανορθώτους συμφοράς εις την Χώραν ημών, κύριον αυτής καθήκον θεωρεί την αποκατάστασιν της τάξεως και την προστασίαν του κοινωνικού μας καθεστώτος, υπό το οποίον και μόνον δύναται να ζήση και να επιδιώξη τα μεγάλα της πεπρωμένα η Ελλάς. […] Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν ότι, διεξάγων ο Αξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχη τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργή εις αυτόν ο Ελληνικός Λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλη εμπόδια εις το βαρύτατον τούτο έργον του. Δηλούμεν ότι μεθ’ όσης στοργικής μερίμνης θ’ αντιμετωπίση η Κυβέρνησις τας ανάγκας του Ελληνικού Λαού, μετ’ ίσης αυστηρότητος θα πατάξη οιανδήποτε απόπειραν διασαλεύσεως της τάξεως, οθενδήποτε και αν ήθελε προέλθη αύτη» (ΦΕΚ 1943/Α/81).

Στο ιδεολογικό πεδίο, ο μετασχηματισμός του επίσημου κρατικού λόγου είναι προφανής: τα γερμανικά στρατεύματα παύουν να είναι ο κατακτητής, η συνεργασία με τον οποίο είναι επώδυνη πλην αναγκαία για την επιβίωση του έθνους, και μετατρέπονται σε ενεργητικό σύμμαχο στον αγώνα κατά του «διεθνούς μπολσεβικισμού», του «πανσλαβισμού» και της «προδοτικής» σύμπραξης των Αγγλοαμερικανών με τις «ορδές της στέππας» (σύμπραξη που από τους πιο προχωρημένους προπαγανδιστές αποδίδεται στον κοινό φυλετικό τόπο του μοσχοβίτικου «εβραιομπολσεβικισμού» και της υπερατλαντικής «εβραιοπλουτοκρατίας»).

Το αίτημα μιας πολιτικά άχρωμης «τάξης» και «ασφάλειας», που κυριαρχούσε το 1941-42, παραχωρεί έτσι τη θέση του στο σαφώς συνεκτικότερο φόβητρο του «ερυθρού τρόμου».

Η αλλαγή αυτή συμβαδίζει με την αντίστοιχη μετάλλαξη της ναζιστικής προπαγάνδας, που από την επιθετική επαγγελία μιας Νέας Τάξης αναδιπλώνεται σταδιακά στην επιστράτευση παραδοσιακών ιδεολογημάτων, ικανών να συσπειρώσουν την κατά τόπους συντηρητική κοινή γνώμη ενάντια στο φάντασμα της κοινωνικής ανατροπής. Αποστολή του πληρεξούσιου του γερμανικού ΥΠΕΞ για τα Βαλκάνια, Χέρμαν Νοϊμπάχερ, όπως αποτυπώνεται σε διαταγή του ίδιου του Χίτλερ (29/10/1943), είναι «να αντιμετωπίσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο με ενιαίο και συντονισμένο τρόπο», οργανώνοντας «τις εθνικές, αντικομμουνιστικές δυνάμεις και κατευθύνοντας πολιτικά τη συμμετοχή τους στον αγώνα κατά των κομμουνιστικών συμμοριών» (Χ. Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα», τ.Β’, σ. 357).

Ενδεικτική της αναδιάταξης των συμμαχιών είναι και η εργατική πολιτική της κυβέρνησης Ράλλη. Τον Αύγουστο του 1941, ο Τσολάκογλου είχε απαγορεύσει τις απολύσεις μισθωτών χωρίς ειδική άδεια του υπουργού Εργασίας (Ν.Δ. 424). Ενδεχόμενη παράβαση της απαγόρευσης συνιστούσε ποινικό αδίκημα, γεγονός που προκαλούσε την οργή των βιομηχάνων – κι από ένα σημείο και μετά τη δυσφορία των αρχών κατοχής, που εκτιμούσαν ότι μαζικές απολύσεις θα τροφοδοτούσαν με πεινασμένους εθελοντές εργάτες την πολεμική βιομηχανία του Γ’ Ράιχ.

Τον Δεκέμβριο του 1943 ο υφυπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας, παλιό στέλεχος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, κατάργησε νομοθετικά την επίμαχη προστατευτική διάταξη, «απελευθερώνοντας» τις απολύσεις (Ν. 1038).

Η απήχηση αυτής της στρατηγικής σε μια αξιόλογη –αν και οπωσδήποτε μειοψηφική– μερίδα της ελληνικής κοινωνίας συνιστά το δεύτερο πεδίο της τομής του 1943. Ατομα και συλλογικότητες, που ώς τότε είχαν αποφύγει οποιαδήποτε εκδήλωση υπέρ των κατακτητών, προσανατολίζονται μέσα στο 1943 είτε στην ανοιχτή υποστήριξη του «αντισυμμοριακού αγώνος» είτε σε λιγότερο ενεργητικές μορφές συμπόρευσης μαζί του.

Η ιδεολογική και πολιτική τομή ολοκληρώνεται στο νομοθετικό επίπεδο με τη θέσπιση σειράς δρακόντειων διατάξεων κατά του εσωτερικού εχθρού και στο οργανωτικό με την εκκαθάριση και αναδιοργάνωση των σωμάτων ασφαλείας, που υπάγονται πλέον απευθείας στον «Αρχηγού των SS και της [ναζιστικής] Αστυνομίας στην Ελλάδα». Κυρίως, όμως, με τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ένοπλου σχηματισμού που υπάγεται επίσης στα Ες Ες μέσω των υπουργείων Ασφαλείας και Εθνικής Αμύνης της κυβέρνησης Ράλλη.

Η εξόριστη «κυβέρνηση»

Η κυβέρνηση Ράλλη «παρέδωσε» την εξουσία στις 12 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες ώρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ. Στο αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του, απευθυνόμενο κυρίως στους διαδόχους του, ο επικεφαλής της «χαιρέτισε» μάλιστα το τέλος της Κατοχής, ισχυριζόμενος πως «ουδέποτε εδέχθη» να λειτουργήσει σαν όργανό της: «Ευτυχής διότι υπό αισίους οιωνούς λήγει η μαρτυρική αποστολή μου και με ήσυχον την συνείδησιν ότι εξετέλεσα πιστώς το καθήκον μου, επανέρχομαι εις τον ιδιωτικόν βίον, έτοιμος να λογοδοτήσω ενώπιον παντός αρμοδίου» (ΦΕΚ 1944/Α/242).

Διαφορετική στάση επέλεξε ο σκληρός πυρήνας των συνεργατών του. Ακολουθώντας τη Βέρμαχτ στην υποχώρησή της, σχημάτισαν στην Αυστρία «εξόριστη κυβέρνηση» με την ονομασία «Ελληνική Εθνική Επιτροπή» και επικεφαλής τον αντιπρόεδρο του Ράλλη, Εκτορα Τσιρονίκο – παλιό τραπεζίτη και βιομήχανο στην τσαρική Ρωσία, ο οποίος στα τέλη της Κατοχής κατείχε πέντε υπουργεία (Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Επισιτισμού, Εθνικής Προνοίας και Γεωργίας).

Η ακριβής σύνθεση της Επιτροπής παραμένει ασαφής, μολονότι βέβαιο είναι ότι συμμετείχαν σ’ αυτή ο Ταβουλάρης και κάποιοι δευτεροκλασάτοι Ελληνες ναζί (Παναγιώτης Γούλας, Αριστείδης Ανδρόνικος, Ξενοφών Γιοσμάς κ.ά.).

Η λειψή τιμωρία

Η ποινική μεταχείριση των δωσίλογων πρωθυπουργών, στη μεγάλη μεταπολεμική δίκη της άνοιξης του 1945, υπήρξε εμφανώς ασύμμετρη – με κοινό χαρακτηριστικό τον εγκλεισμό τους στις πολυτελείς φυλακές Ζελιώτη, στο κέντρο της Αθήνας, και όχι στα άθλια «σωφρονιστικά» καταστήματα όπου σωριάζονταν σαν σαρδέλες οι κοινοί θνητοί.

● Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως για την πρωτοβουλία του να συνάψει ανακωχή, αλλά δεν τουφεκίστηκε. Πέθανε το 1948 από λευχαιμία.

● Λογοθετόπουλος και Ράλλης καταδικάστηκαν σε ισόβια. Ο Ράλλης πέθανε στη φυλακή στις 26/10/1946, ο ημιεπίσημος όμως χαρακτήρας της κηδείας του προκάλεσε τις διαμαρτυρίες ακόμη και της βρετανικής κυβέρνησης. Ο Λογοθετόπουλος είχε ήδη καταφύγει στη Γερμανία απ’ όπου εκδόθηκε το 1946. Αποφυλακίστηκε το 1952 και πέθανε το 1961.

● Σε θάνατο καταδικάστηκαν –ερήμην– και οι δύο οικονομικοί «υπερυπουργοί» των κατοχικών κυβερνήσεων, Τσιρονίκος και Γκοτζαμάνης. Ο πρώτος εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1946 από τις αμερικανικές αρχές της Γερμανίας και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 1952, οπότε αμνηστεύτηκε· πέθανε το 1964, σε ηλικία 82 ετών. Ο δεύτερος αμνηστεύτηκε επίσης το 1952, επέστρεψε από την Ιταλία και το 1954 διεκδίκησε τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης, αποσπώντας 24,3% στον πρώτο και 43,4% στον δεύτερο γύρο. Οταν πέθανε, το 1958, κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα, σε τάφο που παραχώρησε δωρεάν τιμής ένεκεν ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Η περίπτωσή του, ως κατεξοχήν εκφραστή του ελληνομακεδονικού φασισμού και πολιτικού προπάτορα των σημερινών «μακεδονομάχων», αξίζει να μας απασχολήσει αναλυτικά σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το