Θύμα του κορονοϊού, ο μεγάλος Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, στα 70 του χρόνια.

Γεννήθηκε στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, στη βόρεια Χιλή. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Σαντιάγο σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής. Καταξιωμένος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός), αλλά ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. «Πλήρωσε» με βασανιστήρια, φυλακή και αυτοεξορία το γεγονός ότι αγωνίστηκε κατά των τυράννων και εκμεταλλευτών -ξένων και εγχώριων- της πατρίδας του Χιλής και για την ανάδειξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Υπήρξε, μάλιστα, μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε.

luis sepulveda

Μετά το πραξικόπημα του 1973, που έφερε στην εξουσία τον Αουγούστο Πινοσέτ και την δικτατορία του, φυλακίστηκε για 2,5 χρόνια και στη συνέχεια, αφού αποφυλακίστηκε υπό όρους μετά από τις πολλές προσπάθειες του γερμανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, κρατήθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Κατάφερε να δραπετεύσει και έζησε παράνομα για ένα χρόνο περίπου. Με τη βοήθεια ενός φίλου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Aliance Française στο Βαλπαραΐσο, έστησε μια θεατρική ομάδα που έγινε η πρώτη πολιτιστική εστία αντίστασης. Ο ίδιος συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία και ανατροπή του πολιτεύματος. Η ποινή αργότερα μειώθηκε σε 28 χρόνια.

Το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας παρενέβη πάλι το 1977 και η ποινή του μετατράπηκε σε οκτώ χρόνια εξορίας. Φεύγοντας από τη Χιλή για τη Σουηδία, (τον τόπο που είχε αποφασιστεί να εξοριστεί) όπου θα δίδασκε ισπανική λογοτεχνία, στην πρώτη του στάση στο Μπουένος Άιρες δραπέτευσε και κατάφερε να πάει στην Ουρουγουάη. Επειδή όμως οι πολιτικές συνθήκες στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη ήταν παρόμοιες με αυτές στην πατρίδα του, ο Λουίς Σεπούλβεδα πήγε στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία και στη συνέχεια, στην Παραγουάη. Παρόλα αυτά όμως έπρεπε να φύγει πάλι, λόγω του τοπικού καθεστώτος και εγκαταστάθηκε τελικά στο Κίτο του Εκουαδόρ φιλοξενούμενος του φίλου του Χόρχε Ενρίκε Αδούμ (Jorge Enrique Adoum), όπου σκηνοθέτησε για το θέατρο Alliance Française και ίδρυσε μια θεατρική εταιρεία[11]. Επίσης έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία της UNESCO της αξιολόγησης του αντίκτυπου του αποικισμού στους Ινδιάνους Σουάρ (Shuar).

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας μοιράστηκε τη ζωή των Σουάρ για επτά μήνες και κατανόησε τη Λατινική Αμερική ως μια πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική ήπειρο όπου ο Μαρξισμός δεν μπορεί ισχύσει για ένα αγροτικό πληθυσμό που εξαρτάται από το γύρω του φυσικό περιβάλλον. Εργάστηκε σε στενή επαφή με τις ινδιάνικες οργανώσεις και συνέταξε το πρώτο σχέδιο διδασκαλίας γραμματισμού για την ομοσπονδία των αγροτών Ιμπαμπούρα (Imbabura) των Άνδεων.

Το 1979 εντάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία που αγωνιζόταν στη Νικαράγουα και μετά τη νίκη της επανάστασης εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος[10]. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για την Ευρώπη και πήγε στο Αμβούργο. Λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία (έμαθε τη γλώσσα στη φυλακή), ιδιαίτερα τους ρομαντικούς Νοβάλις και Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Friedrich Hölderlin). Στην Γερμανία εργάστηκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύοντας πολύ στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα: “Η Τρέλα του Πινοσέτ”

Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες 

cover

Απ’όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει  σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοιχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.

Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα  τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας  τ’όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλασσαν  ρούχα,  δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικόγενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνεια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.

Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.

Οταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν,  οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα ‘χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά  τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς  τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες. 

Ανδρώθηκαν  τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ηταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας. 

Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.  

Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας.  Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν  απ’την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.

Ας μάθουμε να ζούμε μ’αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν , κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι. 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το