Μπροστα στην πορτα καθοταν ενας λιποσαρκος θυρωρος.
Οχι λιποσαρκος, αποστεωμενος!
Ενας γκριζος, μυτερος ανθρωπος που μυριζε κερι.
Κατι αναμεσα σε στεγνη αυστηροτητα και πεθαμενες επιθυμιες.
Μου λεει, “Τι θες εδω;”
“Περιμενω ν ανοιξει η πορτα” του απαντησα.
– Η πορτα;
– Ναι, η εξοδος.
Με κοιταξε περιπαιχτικα και παγωμενα. Αρχισα να κρυωνω.
“Δεν υπαρχει εδω καμια εξοδος” μου λεει. “Αυτη η πορτα ειναι μονο εισοδος”.
Το κρυο ολο και δυναμωνε. Αρχισα να τουρτουριζω. Πριν δω μπροστα μου την πορτα και το θυρωρο, ο ιδρωτας ετρεχε ποταμι.
Ο λαβυρινθος ηταν ατελειωτος. Ειχε πολλα πισωγυρισματα κι ελαχιστο φως. Τι ελαχιστο δηλαδη, σχεδον σκοταδι και πουθενα ενα βελος να δειχνει προς την εξοδο. Περπατουσα ασταματητα, καποιες φορες ετρεχα και σκονταφτα κιολας πανω σε κατι που δεν εκατσα να δω αν ηταν πετρες ή κουφαρια.
Κρατουσα κι αυτη τη βαλιτσα που, καθως περνουσε ο καιρος, γινοταν ασηκωτη.
Οταν ξεκινησα να διασχισω το λαβυρινθο, σκεφτηκα να παρω μονο μια αλλαξια ελπιδας και λιγο νερο για το μελλον, οπως με ειχαν συμβουλεψει οι ποιητες. Αυτοι περιδιαβαινουν συχνα σε αδιεξοδα και ξερουν ποια ειναι τ αναγκαια εφοδια.
Οσο χανομουν μεσα στους ατελειωτους διαδρόμους, αυτη η αλλαξια ελπιδας εγινε ασηκωτη. Σα να κουβαλουσα μια ζωη μια σκουριασμενη σιδερενια πανοπλια.
Καποιες απ τις φορες που σκονταφτα πανω σ αυτα που δεν ξερω αν ηταν πετρες ή κουφαρια, εβγαινε ενας ηχος μεταλλικος απ τη βαλιτσα. Ηταν στιγμες που φοβηθηκα μηπως μπερδευτηκα κι αντι για ελπιδα, ειχα παρει μαζι μου αλυσιδες.
– Πώς γινεται να κανει τοσο κρυο ενω ειναι καλοκαιρι;
– Δεν ειναι το πρωτο σου ακυρωμενο καλοκαιρι, ηλιθιε! Μου απαντησε. “Περασες κι αλλη τετοια ακυρωση καλοκαιριατικα οταν νομισες οτι εσυ ησουν η αποφαση”.
Γελασε με κακεντρεχεια.
– Δεν παει πολυς καιρος. Εχεις ομως διαλεξει να μη θυμασαι. Η αποφαση δεν ειναι μονο ενα κομματι χαρτι μ ενα ναι ή ενα οχι. Αλλα εχεις τοσο καιρο πια βολευτει σ αυτες τις χαρτινες επιλογες σου και στη βραχυβια μνημη σου. Δε θυμασαι καν οτι μονο οι αετοι μπορουν να πεταξουν. Οι χαρταετοι προσποιουνται οτι πετανε. Ειναι δεμενοι με σχοινι.
– Μα θυμαμαι.
– Δεν ειπα οτι δε θυμασαι. Εχεις διαλεξει να μη θυμασαι. Δε θυμασαι καν οτι στο χαρτι υπαρχουν μονο λεξεις και οι λεξεις αναγραμματιζονται. Ασε που τα χαρτια καιγονται. Και μιας και μιλαμε γι αυτα που καιγονται, διαλεξες να μη θυμασαι καν τι καηκε χτες. Λες και ολη αυτη η ζωη που πυρποληθηκε ηταν ενα ανωνυμο γραμμα που εγινε σταχτη στη φλογα ενος αναπτηρα.
– Εισαι κακος ανθρωπος. Ανοιξε μου, κρυωνω. Θελω να βγω επιτελους στον ηλιο.
– Δεν ειμαι ανθρωπος, μου λεει. Κι αυτη δεν ειναι πορτα. Δεν ειναι ουτε καν εισοδος.
Και πολυ περισσοτερο δεν ειναι εξοδος. Καμια φυλακη και κανενας λαβυρινθος δεν εχουν εξοδο κινδυνου.
Η εξοδος ειναι αποφαση. Αλλα οχι χαρτινη. Ουτε προσποιηση δεμενη με σχοινι.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr