γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου
Στις αρχές του περασμένου μήνα, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, η Σομαλία απασχόλησε τα ΜΜΕ με μια ευχάριστη είδηση: Μια γυναίκα έφερε στον κόσμο πεντάδημα – φαινόμενο που παρατηρείται μια φορά σε κάθε 55 εκατ. γέννες! Μόνο λίγοι, προσεκτικοί θεατές και αναγνώστες, όμως, ίσως να πρόσεξαν ότι το νοσοκομείο ονομάζεται «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν»…
Μάλιστα, το νοσοκομείο «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν» όπου γεννήθηκαν τα παιδιά είναι μια από τις πιο σύγχρονες μονάδες, όχι μόνο στην Σομαλία αλλά σε ολόκληρη την υποσαχάρεια Αφρική. Πολύ λιγότεροι γνωρίζουν ότι σε λίγους μήνες θα γιορτάσουν τα δέκατα γενέθλιά τους αρκετά παιδιά που ακούν στο όνομα Ερντογάν και Ιστανμπούλ. Ο γονείς τους επέλεξαν αυτά τα ονόματα ύστερα από την πρώτη επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Τούρκος πρωθυπουργός στη Σομαλία το 2011, προσφέροντας σε αυτή την πάμφτωχη χώρα προγράμματα αρωγής και έργα υποδομής, εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις συμβολικές αλλά ηχηρές ιστορίες της τουρκικής διείσδυσης στην Αφρική, που φέτος συμπληρώνει 15 χρόνια ζωής.
Αν και η επέκταση της οικονομικής και στρατιωτικής επιρροής της Άγκυρας στη μαύρη ήπειρο σχεδιαζόταν από το 1998, τα πρώτα πρακτικά βήματα έγιναν από τον Ερντογάν το 2005 – τη «χρονιά της Αφρικής», όπως την ανακήρυξε επισήμως η τουρκική κυβέρνηση. Μιάμιση δεκαετία αργότερα η Τουρκία έχει αποκτήσει ισχυρές ρίζες σε αρκετές χώρες ενώ ταυτόχρονα έχει πυροδοτήσει την οργή των παραδοσιακών επικυρίαρχων της Αφρικής, όπως η Γαλλία.
Από το Ισλάμ στον ιμπεριαλισμό
Για αρκετά χρόνια σε ρόλο βασικού μοχλού της διείσδυσης συναντούσαμε την Τουρκική Συνομοσπονδία Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TUSKON), μια ένωση μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι αποτελούσαν τον βασικότερο πυλώνα που στήριζε την εξουσία του Ερντογάν. Καθώς μάλιστα ο TUSKON ελεγχόταν από το δίκτυο του πάλαι ποτέ πανίσχυρου συμμάχου του πρωθυπουργού, Φετουλάχ Γκιουλέν, η διείσδυση παρουσιαζόταν συχνά με συνωμοσιολογικούς όρους, σαν ένα μυστικό σχέδιο για την επιβολή της πιο συντηρητικής μορφής του Ισλάμ.
Η αλήθεια είναι ότι ο Γκιουλέν χρησιμοποίησε την τουρκική αρωγή σαν μέσο για τη δημιουργία θρησκευτικών σχολών και τεμένων. Όταν όμως ο ίδιος έπεσε σε δυσμένεια και έφτασε να καταζητείται από τις τουρκικές αρχές, μετά το πραξικόπημα του 2016, το πέρασμα στην Αφρική έχασε τα θρησκευτικά του στολίδια και παρουσιάστηκε στις πραγματικές του διαστάσεις: μια κυνική προώθηση της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας. Μια κίνηση δηλαδή η οποία δεν αποτελούσε ένα ισλαμιστικό «γινάτι» του Ερντογάν αλλά στρατηγική επιλογή του οικονομικού και στρατιωτικού κατεστημένου της χώρας.
Η Άγκυρα δεν είχε πλέον σαν προτεραιότητα να χτίζει στην Αφρική τεμένη αλλά εμπορικά επιμελητήρια και πρεσβείες (οι οποίες έφτασαν από τις 12 στις 46). Οι απευθείας πτήσεις των τουρκικών αερογραμμών, οι οποίες συχνά μαρτυρούν τις βλέψεις της Άγκυρας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, έφτασαν από τις έξι στις 60 ενώ τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες αναλάμβαναν την δημιουργία έργων υποδομής που συχνά επιχορηγούνταν από του τουρκικό κράτος.
Σε αυτό το παιχνίδι οικονομικής και διπλωματικής «Μονόπολης» η Σομαλία ήταν η πρώτη χώρα που πέρασε με τόση ένταση την σφαίρα επιρροής της Άγκυρας. Όταν οι υπόλοιπες δυτικές δυνάμεις δημιουργούσαν στρατιωτικές βάσεις σε χώρες όπως το Τζιμπουτί, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πειρατείας στο Κέρας της Αφρικής, η Τουρκία πόνταρε στη Σομαλία. Το ρίσκο ήταν τεράστιο καθώς η χώρα βρίσκεται σε διαρκές καθεστώς αστάθειας και ακυβερνησίας μετά την αποτυχημένη επιχείρηση των ΗΠΑ το 1993. Όσο μεγαλώνει όμως το ρίσκο τόσο αυξάνονται και τα προσδοκώμενα κέρδη και η Τουρκία έδειχνε διατεθειμένη να ποντάρει σε αρκετές ακόμη χώρες.
Κράτη όπως το Τσαντ, η Μαυριτανία, η Γκαμπόν, ο Νίγηρας και το Μάλι, στις οποίες η Τουρκία επενδύει οικονομικό και διπλωματικό κεφάλαιο, έχουν να προσφέρουν πλούσιους φυσικούς πόρους, από ουράνιο και πετρέλαιο μέχρι πολύτιμα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα. Αντίστοιχα χώρες όπως η Σομαλία και η Αιθιοπία, η οποία αποτελεί τον επόμενο μεγάλο στόχο της τουρκικής διπλωματίας, προσφέρουν έλεγχο θαλάσσιων περασμάτων που επηρεάζουν τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου.
Το παιχνίδι των βάσεων
Η μαλακή δύναμη (soft power) της τουρκικής οικονομικής βοήθειας σε χώρες της Αφρικής άρχισε γρήγορα να αποκτά και στρατιωτικά χαρακτηριστικά. Η Σομαλία έκανε και πάλι την αρχή φιλοξενώντας μια μεγάλη στρατιωτική βάση της Τουρκίας κόστους 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Αντίστοιχες κινήσεις πιστεύεται ότι σχεδιάζονται επίσης για το Τσαντ και τον Νίγηρα, ενώ Τούρκοι αξιωματούχοι υπογράφουν όλο και συχνότερα συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με αφρικανικές χώρες.
Και αν οι πρεσβείες και οι στρατιωτικές βάσεις, οι οποίες βάσει εθιμικού δικαίου αποτελούν «τουρκικό έδαφος» δεν ήταν αρκετές, η Άγκυρα άρχισε να αποκτά και πραγματικά εδάφη. Το Σουδάν μίσθωσε στην Τουρκία τη νήσο Σουακίν (άλλοτε λιμάνι και προκεχωρημένο φυλάκιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας) για διάστημα 99 χρόνων. Παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα δηλώνει ότι θέλει να μετατρέψει το νησί σε τουριστικό προορισμό για τους πιστούς μουσουλμάνους που κατευθύνονται προς τη Μέκκα της Σαουδικής Αραβίας, αρκετοί φοβούνται ότι θα μετατραπεί σε ένα ακόμη στρατιωτικό πόστο. Άλλωστε και μόνο η προστασία των τουριστών από αληθινές ή φανταστικές επιθέσεις απαιτεί ισχυρές δυνάμεις ενόπλων και θα μπορούσε εύκολα να αποτελέσει αφορμή για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων.
Το πρόβλημα βέβαια στα μεγαλόπνοα σχέδια του Ερντογάν για την Αφρική είναι ότι σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων προσκρούουν στις σφαίρες επιρροής άλλων χωρών. Η απόκτηση, παραδείγματος χάριν, της νήσου Σουακίν προκάλεσε έντονη δυσφορία στη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Η τελευταία πιστεύει επίσης ότι η Τουρκία θέλει να εκμεταλλευτεί την αντιπαράθεσή της με την Αιθιοπία για τη διαχείριση των υδάτων του Νείλου, προκειμένου να μετατρέψει την Αντίς Αμπέμπα σε ένα εργαλείο για τις ευρύτερες επιδιώξεις της στην περιοχή. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από την πλευρά τους απάντησαν επιθετικά στην διείσδυση της Τουρκίας στη Σομαλία ενισχύοντας την παρουσία τους στη Σομαλιλάνδη και το Πούντλαντ, δυο αυτο-ανακηρυχθείσες αυτόνομες περιοχές της Σομαλίας.
Η Κίνα, αν και διατηρεί πάντα χαμηλότερους τόνους, βλέπει επίσης αρνητικά την ύπαρξη μιας ακόμη χώρας που αντιγράφει το μοντέλο της επέκτασής της στην Αφρική. Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πάντα με επιφύλαξη όσους ανταγωνίζονται το παγκόσμιο ολιγοπώλιό τους στη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων. Επί του παρόντος πάντως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι αρκετές από τις χώρες στις οποίες επενδύει αφειδώς η Τουρκία είναι πρώην γαλλικές αποικίες από όπου το Παρίσι εξασφαλίζει προνομιακές (αν όχι ληστρικές) εμπορικές συμφωνίες και εισάγει ουράνιο για τα πυρηνικά εργοστάσια της χώρας. Η πρόσφατη αντιπαράθεση για τη Λιβύη, που έφτασε στα όρια θερμού επεισοδίου ήταν απλώς το τελευταίο κρούσμα σε μια σειρά αντιπαραθέσεων που φτάνουν μέχρι τα βάθη της αφρικανικής ηπείρου.
Παρεμπιπτόντως καλό θα είναι να θυμούνται το βάθος αυτής της αντιπαράθεσης όσοι πιστεύουν ότι το Παρίσι θυμήθηκε ξαφνικά να στηρίξει τις ελληνικές θέσεις μόνο στο όνομα του διεθνούς δικαίου και μερικών κρασιών που είχαν πιει κάποτε ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Πηγή: sputniknews.gr
e-prologos.gr