Το 1944 οι “Γερμανοτσολιάδες” πήραν εντολή από τον κυβερνήτη της κατεχόμενης Ελλάδας, στρατηγό Βάλτερ Σιμάνα, να εισβάλουν στην Κοκκινιά και να την καθαρίσουν από τα «αναρχικά, κομμουνιστικά στοιχεία».
Στις 17 Αυγούστου 1944 στους δρόμους της Κοκκινιάς ακούστηκε: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 μέχρι 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι συλληφθούν εντός της οικείας τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Η κυρία Ειρήνη, πρόσφυγας από το Αιβαλί, ζούσε από το 1922 σε ένα μικρό σπιτάκι στην οδό Κολοκοτρώνη και είχε χάσει τον άνδρα της από την πείνα, τον χειμώνα του ’42. Είχε τέσσερα αγόρια, τον Πέτρο 21 ετών, τον Κωσταντή 19, τον Ανδρέα 18 και τον 14χρονο Μάριο. Τα παιδιά της ήταν οργανωμένα στο ΕΑΜ και αν οι ταγματασφαλίτες τους έβρισκαν θα τους εκτελούσαν. Κάτω από το ξύλινο πάτωμα του σαλονιού, βρισκόταν ένας ξεχασμένος μπουλμές, όπου έκρυψε τα τρία της παιδιά. Όταν άκουσε τα βαριά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κρύψει τον Μάριο. Στο σπίτι εισέβαλαν κάποιοι ντυμένοι τσολιάδες, χωροφύλακες και ο μπακάλης από την κάτω γειτονιά, ενώ απέξω περίμεναν σε ένα καμιόνι τρεις πάνοπλοι Γερμανοί. Τη στιγμή που έσπαγαν την πόρτα ο Μάριος πήδηξε από το παράθυρο της κουζίνας και σώθηκε πηδώντας στις ταράτσες των σπιτιών.
Οι ταγματασφαλίτες έκαναν το σπίτι φύλλο και φτερό αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Καθώς έφευγαν, ο παντοπώλης της κάτω γειτονιάς όμως τους σταμάτησε και τους είπε ότι το σπίτι είχε υπόγειο. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας γάζωσαν το ξύλινο πάτωμα. Έριχναν ασταμάτητα επί 4 λεπτά. Όταν άνοιξε την καταπακτή, η κυρία Ειρήνη αντίκρισε τους τρεις της γιους, νεκρούς. Στις 8.00 το πρωί, 25.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Οι άνδρες χωρίστηκαν σε ομάδες των «5» και πήραν εντολή να είναι γονατιστοί με το κεφάλι ψηλά για να τους ξεχωρίζουν. Εκείνη την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και πολλοί λιποθυμούσαν.
Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, κρατούσε στο χέρι του ένα μαστίγιο του ιππικού και φορούσε και μια κάσκα που του είχε δώσει ένας Γερμανός μοτοσυκλετιστής. Τότε, εμφανίστηκαν οι χαφιέδες, οι οποίοι είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με μια μαύρη κουκούλα.
Ένας χαφιές, ο γνωστός στην περιοχή, Μπατράνης υπέδειξε τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου. Οι ταγματασφαλίτες, του έβγαλαν το μάτι και του χάραξαν το πρόσωπο. Στη συνέχεια τον περιέφεραν ανάμεσα στο πλήθος και του ζήτησαν να προδώσει τους συναγωνιστές του. Ο Χατζιβασιλείου τους απάντησε: «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν».
Αφού τον κρέμασαν, τον έγδαραν ζωντανό. Οι δοσίλογοι Βακαλόπουλος, Παρθενίου, Τσιμπιδάρος, Τσανακαλιώτης, Τηλέμαχος, Μόρφης (της Ειδικής Ασφάλειας), Μητρόπουλος, Γκίνος, τα αδέρφια Λουκάς και Δημήτρης Κασιδιάρης, ο Θόδωρος Σαραντάρης, ο λοχαγός Παπαγεωργίου και ο διερμηνέας Ανθόπουλος συνέχισαν το “έργο” τους.
Όσους κατέδειξαν, πυροβολήθηκαν από τους Γερμανούς μπροστά από έναν μαντρότοιχο. Συνολικά δολοφονήθηκαν εκείνο το πρωινό 351 άνθρωποι. Οι Γερμανοί για να ικανοποιήσουν τους δοσίλογους τους επέτρεψαν να αδειάσουν τις τσέπες των εκτελεσθέντων και να πάρουν από τα σπίτια τους ότι πολύτιμο είχαν.
Διάβασε και
«Δημοκρατικό μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ» Ένα πλαστό δίλημμα… προεκλογικού σκοπού
e-prologos.gr