Ο Ανδρέας Κάλβος σε σχέδιο του Οδ. Ελύτη, 1991
Ο Ανδρέας Κάλβος αν και αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, κατά κανόνα, προσδιορίζεται ως σύγχρονος και συμπατριώτης του Διονυσίου Σολωμού. Ο Κάλβος μνημονεύεται κάθε φορά που επίδοξοι αγωνιστές που δεν έχουν κάτι άλλο να γράψουν, διασύρουν προφορικά ή γραπτά τους στίχους του «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Επίσης κατά κανόνα, δεν παραλείπεται να αναφερθεί η «ανακάλυψή του» από τον Κωστή Παλαμά (1889).
Μεταξύ της μάχης των κριτικών για την κατάταξή του σε κλασικό ή ρομαντικό, των γεγονότων που τάρασσαν την Ελλάδα τα χρόνια εκείνα αλλά και πάντα υπό τη σκιά του Σολωμού, για πολλά χρόνια δεν είχε μελετηθεί μια άλλη πλευρά του ποιητή και κατά συνέπεια κάθε κριτική επί του έργου του ήταν «στεγνή» ερμηνείας.
Ο Ανδρέας Κάλβος ο Καρμπονάρος, μέλος ιταλικής οργάνωσης ενάντια στους Αυστριακούς, ο καθηγητής στο διορισμό του οποίου αντέδρασε η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, ο κάτοικος Κέρκυρας την ίδια εποχή με τον Διονύσιο Σολωμό που δεν έτυχε συνάντησης αλλά ούτε και αναγνώρισης, ο ποιητής που η Ελλάδα του γύρισε την πλάτη και πέθανε μακριά της στις 3 Νοεμβρίου 1869, αυτός ο Ανδρέας Κάλβος άργησε πολύ να αναγνωρισθεί.
Παραθέτουμε την έκτη Ωδή από τα Λυρικά του Ανδρέα Κάλβου (εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1826) που έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη η οποία μας φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρη.
Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
‘να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν·’Σ την στεριάν, ‘ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
‘να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας·Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
‘να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·
Παρά προστάτας ‘νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.
Δια ‘να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.
Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν·
εδυναμώθη τώρα,
φθάνει η ισχύς του.
Το ξίφος σφίγξατ’, Έλληνες –
τα ομμάτιά σας σηκώσατε –
ιδού – εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σας είναι.
Και αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ‘ να χρεμετήσωσι
‘ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες,
παρά… Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.
Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.
e-prologos.gr