“The Damned”, by Felix Nussbaum (1943-1944)

Λοιπόν, είναι πραγματικό. Οι εικόνες του λεωφορείου της αστυνομίας που μεταφέρει τους καταδικασθέντες ηγέτες της “Χρυσής Αυγής” στις φυλακές, εικόνες ανακούφισης για τους ανθρώπους και ανατροπής του σκορπισμένου φόβου από τα τάγματα εφόδου,  επικυρώνουν το τέλος για μια φασιστική παρουσία και απειλή.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για νίκη και δικαίωση. 

Όμως…

Όμως, εκείνοι που εξέθρεψαν, χρηματοδότησαν, προμοτάρισαν, κάλυψαν ποικιλοτρόπως την εγκληματική οργάνωση, αυτοί οι ένστολοι που έκαναν κοινές επιδρομές εναντίον διαδηλωτών και μεταναστών παραμένουν στις θέσεις τους. Και ίσως κάποιος να θεωρούσε αυτή την επισήμανση δευτερεύουσας σημασίας, αν δεν ήσαν ακριβώς εκείνοι που σήμερα  αναπαράγουν ποικιλοτρόπως τον έρποντα καθημερινό φασισμό. Ίσως ο ίδιος κάποιος να αντιτείνει πως ο χαρακτηρισμός είναι βαρύς. Πως ίσως είναι μια ευκολία το να χαρακτηρίζεις φασισμό κάθε συντηρητική, αντιδραστική ή απλώς απαράδεκτη ενέργεια και έκφραση, όσα, γενικώς, δεν σου αρέσουν. Και πως αυτός είναι ένας εξ ίσου συντηρητικός και αντιδημοκρατικός τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς τις απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνεί.

Άρα είναι ανάγκη να προσδιοριστούν τα όρια.

Οπότε θα παραχωρήσω στις πράξεις το ρόλο της επεξήγησης.

Ο ιδιοκτήτης του γηροκομείου στον Άγιο Στέφανο αυτοκτόνησε. Όπως εξηγούν οι φίλοι του, αιτία ήταν το ότι, παρά τα σχολαστικά μέτρα που έπαιρνε, εμφανίστηκαν δύο κρούσματα στο ίδρυμα και εν συνεχεία εμφανίστηκαν τα αρπακτικά με τα μικρόφωνα να ασχημονούν ασύδοτα. Να βγάζουν καταγγελίες, αποφάσεις δίκην εισαγγελέων. Αυτός ο δημόσιος διασυρμός δεν αντέχεται. Είναι να μη βρεθεί άνθρωπος απέναντι σ’ αυτή την απειλή.

Δεν πρόκειται περί σύμπτωσης, περί ενός περιστατικού κ.λ.π.  Αυτή είναι η λειτουργία. Τα βλέπω τα παιδάκια, νέους φιλόδοξους ρεπόρτερ, ή και εμπειρότερους να καλούνται στο ντεσκ του σταθμού για να τους δώσει τις οδηγίες ο αρχισυντάκτης: δεν θα γυρίσετε αν δεν έχετε δήλωση, εικόνα, απόψεις, γείτονες – το ανεβάζουμε το θέμα. Όποιος δεν το κάνει αρχίζει να βλέπει το δρόμο προς την έξοδο. Βλέπω το διευθυντή ειδήσεων να δίνει εντολές σε δημοσιογράφους πως θα γράψουν το θέμα για να είναι καυτό, ποιο θα είναι το σπηκάζ, πως θα έχουν εικόνες που θα ανάβουν περιέργεια, πως θα “αποκαλύψουν” τους υπεύθυνους… Αν οι άνθρωποι που τους αφορά δεν αντέχουν τόσο το καλύτερο για μας και τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Είναι μια επαγγελματική πόρωση που έχει ξεχάσει τις ανθρωπιστικές έννοιες και κατηγορίες.

Λέτε πως μια αυτοκτονία μπορεί να αλλάξει τίποτα στην ηθική των σταθμών και καναλιών; Λέτε πως θα ιδρώσει το αυτί της ΕΣΗΕΑ;

Περιστατικό άλλο. Θα ξεκινούσε η δίκη για την υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου. Μπορείς αν θες, να πεις πως η πράξη της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών να αναρτήσει φωτεινή διαφάνεια του Ζακ στην πρόσοψη του κτιρίου στη Συγγρού είναι μια πράξη εμπορικής εκμετάλλευσης. Μπορείς να πεις επίσης πως η Στέγη είναι ένας νονός της καλλιτεχνικής ζωής. Αλλά δεν μπορείς να μη θεωρήσεις την ανάρτηση μια πράξη που ωφελεί την κοινωνική ευαισθησία. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο. Ως εκ τούτου ξεκίνησε μια εκστρατεία μέσω του διαδικτύου για να κατέβει η διαφάνεια. Τα αντιδραστικά αντανακλαστικά των  “νοικοκυραίων” είναι εδώ. Έχουν μέσο να εκφραστούν, τη “δημοκρατία” του φέισμπουκ, και έχουν κάλυψη, τη “δημοκρατία” των μέσων μαζικής ενημέρωσης!..

Εδώ κάτι έρπει και δεν είναι πολύ διακριτό. Έτσι γινόταν και όταν η Χρυσή Αυγή ήταν στις δόξες της. Δεν ξέρανε, δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν “οι νοικοκυραίοι”. Οι ήσυχοι κυρ Παντεληδες. Στο κάτω-κάτω τα “παιδιά” πέρναγαν τις γριούλες από το δρόμο, μοίραζαν φαγητό στους Έλληνες και κυνήγαγαν τους μετανάστες. Τώρα όλοι βλέπουν φονιάδες. Πάλι καλά. Αλλά χρειάστηκαν οι φόνοι για να αναβλέψουν οι απέχοντες. Κάθε φορά η ιστορία έχει τα ίδια στάδια. Δεν είναι καιρός να μάθουμε;  

Περιστατικού συνέχεια. Ο αμετροεπής αμόρφωτος του Φαλήρου – δεν είναι προσωπικό το ζήτημα γι’ αυτό δεν θέλω να λέω ονόματα, δεν είναι δουλειά μου οι καταγγελίες ανθρώπων- πρόλαβε τη δικαιοσύνη (οι δημοσιογραφική δεοντολογία, λέμε τώρα, πήγε και πάλι περίπατο, αν έχεις μικρόφωνο είσαι κυρίαρχος – ποιος μικρονοήμων αντιστέκεται στη γοητεία και την εξουσία του;). Κατονόμασε τον “τοξικοαυτό” (τον Ζακ Κωστόπουλο)  ως διαπράξαντα ληστεία, προκειμένου να απαξιώσει όλους αυτούς τους “ευαίσθητους” οι οποίοι είναι έτοιμοι να υπερασπίσουν κάθε περιθωριακό, παραβατικό, περίεργο, θεωρώντας πως αυτό είναι η δημοκρατία. Ενώ δημοκρατία, σύμφωνα με τη διδασκαλία του παιδιού που μεγάλωσε μεν αλλά δεν έμαθε δε, είναι ο Άδωνις και οι όμοιοί του, είναι οι ειδήσεις του καναλιού του, είναι οι φίλοι των φίλων, ανάλογα με τις διαθέσεις και τις οικονομικές συναλλαγές του αφεντικού του.

Πρόκειται για μια ευρύτερη κατηγορία που έχει καταλάβει προνομιακή, έως αποκλειστική, θέση στα μέσα αποπροσανατολισμού και σύγχυσης σχετικά με την ενημέρωση.  Η κατηγορία εκείνων που θεωρούν πως οι πολίτες, οι νέοι, δεν έχουν το δικαίωμα να συγκεντρώνονται καταγγέλοντας τη Χρυσή Αυγή, είτε την ημέρα ανακοίνωσης της απόφασης, είτε σε άλλες περιπτώσεις παλιότερα, γιατί ασκείται πίεση, ενώ τα κανάλια μπορούν να ασχημονούν κατά το δοκούν, κι αυτό δεν είναι πίεση, είναι δημοσιογραφία… Μια μικρή μετατόπιση του λογικού ισοζυγίου γέρνει τη ζυγαριά …ολοκληρωτικά στην άλλη μπάντα. Να πως ξεφυτρώνει η νέα(;) λογική.

Ακριβώς γι’ αυτό όμως οι εν λόγω επιτίθενται στις ευαισθησίες. Για να κάμπτουν τις αντιστάσεις. Το καταλαβαίνουν ή όχι (γιατί το θλιβερό είναι πως μερικοί ημιμαθείς, αφελείς, ανόητοι συμπαρατάσσονται χωρίς να καταλαβαίνουν τις συνέπειες των πράξεών τους – κι αυτό δεν είναι ελαφρυντικό στην κοινωνική συνείδηση) ανοίγουν το δρόμο για να έρπει το φίδι με το δηλητήριο.

Υπάρχει μια υπέροχη ταινία του Μιχαήλ Ρομ, με τίτλο “Ο αληθινός φασισμός”. Μιλάει για όλα αυτά τα μικρά πράγματα που συγκροτούν την καθημερινότητα, που συνιστούν τον αδιόρατο φασισμό και που αν δεν τα αντιμετωπίσουν οι ευαίσθητοι πολίτες μπορούν και να κυριαρχήσουν. Κι αν δεν πειστεί κανείς με την ταινία του Ρομ, ας διαβάσει τον Τόμας Μαν “Αυτός ο πόλεμος” για το πως ο γερμανικός λαός ανεπαισθήτως αλλά και αισθητώς δέχτηκε το ναζισμό.  

Κι αν δεν του κάνουν αυτά ας ρίξει μια ματιά στα γραπτά του Μάνου Χατζιδάκι για το νεοναζισμό και την καθημερινή εμφάνισή του τέρατος στην κοινωνική μας ζωή.

Ο φασισμός δεν είναι μια μόνο πράξη. Είναι καθημερινή πρακτική που ξεκινάει από τη δαιμονοποίηση του διαφορετικού.              

Και γι’ αυτό η απάντηση στο φασισμό και η απόκρουσή του δεν τελειώνει ποτέ!

Πηγή: Θανάσης Σκαμνάκης – kommon.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το