Συμπληρώνονται φέτος 74 χρόνια από τη σφαγή στο Α’ΕΤΟ, (Α’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), στο Μακρονήσι, στις 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη, το 1948.

Η διήμερη, μεγαλειώδης αντίσταση των άοπλων, κρατούμενων, κομμουνιστών και δημοκρατικών φαντάρων, στην πιο μαύρη απάνθρωπη δολοφονική βία και ο ηρωικός θάνατος πάνω από 300 από αυτούς, κατέχει ξεχωριστή θέση στη ματωμένη Ιστορία των αετών του Μακρονησιού. Σμίλεψε την αποφασιστικότητα των κρατούμενων – εξόριστων φαντάρων να αρνηθούν την υποταγή. Μεγάλωσε το θαυμασμό των λαϊκών ανθρώπων για τον ανυποχώρητο αγώνα τους, σε ολόκληρη τη χώρα. Αποκάλυψε την ωμή, δολοφονική επέμβαση των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών σε βάρος του λαού μας, που αυτοδιαφημίζονταν σαν δημοκρατικές και ανθρωπιστικές δυνάμεις. Αποκάλυψε το απάνθρωπο πρόσωπο των δεσμωτών του μετεμφυλιακού κράτους, που ντροπιαστικά, έκρυβαν τη νύχτα, τα ματωμένα αποτελέσματα της «αναμόρφωσής» τους.

Σηματοδότησε, μαζί με όλες τις επόμενες καθημερινές πράξεις Αντίστασης, Λεβεντιάς, Αξιοπρέπειας και Πίστης στα πανανθρώπινα Ιδανικά, το μήνυμα της Μακρονήσου.

H Μακρόνησος δεν έπεσε. Το μήνυμα που έδινε στα 1950, αλλά εξακολουθεί να εκπέμπει και σήμερα, δεν ήταν η υποταγή μπροστά στη βία, ήταν η αντίσταση. Ο λαός γνώριζε καλά πως οι ήρωες ήταν στη μεριά των ανυποχώρητων και τους έκλεισε στην καρδιά του.

«Η Αντίσταση της εξαιρετικής αυτής γενιάς, στο Μακρονήσι, είναι η δίδυμη αδελφή της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, στη διάρκεια της Κατοχής, ενάντια στο χιτλεροφασισμό. Συνδέονται με τον ίδιο αιμάτινο λώρο. Είναι μια Αντίσταση που δίκαια απόκτησε εθνική και παγκόσμια εμβέλεια. Το αφιέρωμα αυτό αποτελεί ακόμα, μια προσπάθεια να διατηρηθεί η ιστορική μνήμη της ασίγαστης πάλης των καλύτερων παιδιών του λαού και του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας για τα ιδανικά του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αποτελεί μια προσπάθεια να αντληθούν συμπεράσματα για το σήμερα, όπου ο φασισμός σηκώνει ξανά το κεφάλι, στην πατρίδα μας και στον κόσμο ολόκληρο, και όπου η μαύρη μπότα του ιμπεριαλισμού λιώνει λαούς και αλέθει συνειδήσεις. Συμπεράσματα χρήσιμα, για τις νέες γενιές που ήρθαν και βρίσκονται και θα βρεθούν αντιμέτωπες, στο μέλλον, με το τέρας του φασισμού».

Δυο μέρες σφαγής

Οι φαντάροι – σκαπανείς του Α’ΕΤΟ έφτασαν στη Μακρόνησο, στις 21 Ιούλη του 1947 και εγκαταστάθηκαν κοντά στο μοναδικό, υποτυπώδες λιμανάκι που υπήρχε πάνω στο νησί. Το Α’ΕΤΟ, είχε δημιουργηθεί, όπως και τα άλλα ΕΤΟ, (Ειδικά Τάγματα Οπλιτών), το Β’ και το Γ’, που εγκατασταθηκαν στη Μακρόνησο, για τους «επικίνδυνους» οπλίτες, που μέχρι τώρα κρατούνταν σε διάσπαρτες μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Επικίνδυνοι ήταν οι κομμουνιστές, οι αριστεροί, όσοι είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση στην Κατοχή και οι συγγενείς τους. Για να πάψουν να είναι «επικίνδυνοι», τους μετέφεραν για «αναμόρφωση», στο ειδικά διαμορφωμένο σύμφωνα με τις οδηγίες Αμερικανών «ειδικών», κολαστήριο της Μακρονήσου.

Έως τις αρχές του 1948 η «αναμόρφωση» δεν είχε αποδώσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Δηλαδή την υπογραφή δήλωσης μετανοίας και «αποκήρυξης του κομμουνισμού». Η βασική μάζα των στρατιωτών ακόμα κρατούσε, παρά τα βασανιστήρια και τα άγρια «καψόνια». Ειδικά στο Α΄ΕΤΟ, το «κόκκινο τάγμα». Το Σεπτέμβρη του 1947, δυο μόλις μήνες από την εγκατάστασή του στη Μακρόνησο, όλο το τάγμα αποφάσισε:

«Δε βάζουμε υπογραφή σε κανένα χαρτί που μας παρουσιάζουνε». Και αυτό τηρήθηκε. Αυτή η ανυποχώρητη στάση μόνο με έγκλημα μπορούσε να καμφθεί. Και η στρατιωτική διοίκηση της Μακρονήσου, ήταν πρόθυμη να το διαπράξει! Για δυο ολόκληρες μέρες, 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη του 1948, προχώρησε στη δολοφονία πάνω από 300 κρατουμένων φαντάρων. Χωρίς προηγούμενη καταδικαστική απόφαση, χωρίς δίκη. Ακόμα και για τους αιχμάλωτους πολέμου προνοείται, από τις διεθνείς συνθήκες, η ασφαλής διαβίωση και καταδικάζεται σαν έγκλημα πολέμου, η μαζική εκτέλεσή τους. Σκοπός της άνανδρης δολοφονίας ήταν να αποσπαστούν «δηλώσεις μετανοίας», από τους χιλιάδες κρατουμένους φαντάρους πάνω στο νησί.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΟΣΝΙΔΗΣΝίκος Βοσνίδης

Ο κομμουνιστής, Νίκος Βοσνίδης, κρατούμενος στο Α’ΕΤΟ, περιγράφει τη σφαγή:

«Την Κυριακή το πρωί, στις 29 Φλεβάρη το 1948, κάναμε το πρωινό προσκλητήριο στο γήπεδο του Στρατοπέδου, και αφού τελείωσε το προσκλητήριο μας είπαν να πάμε στο χώρο του Θεάτρου για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Άρχισαν οι λόγοι, 6.000 στρατός, εφτά λόχοι ήταν, 800-900 άτομα ο κάθε ένας, και κατευθυνόμασταν προς το θέατρο. Εκεί που τελείωνε ο στρατός, στον τελευταίο λόχο όρμησαν ορισμένοι Αλφαμίδες επάνω και άρχισαν να χτυπάνε τους στρατιώτες. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε τι γίνεται, αίσχος, τι κατάσταση είναι αυτή, και εκείνη την ώρα είχαν έτοιμα τα πολυβόλα, πάνω από το Λόχο Διοικήσεως, και βάλαν με τα πολυβόλα μέσα στον κόσμο. Έτσι, δίχως καμία άλλη εξήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούνε έξι άτομα και να τραυματιστούν 10-11 άλλοι, οπότε σταματήσαμε οι υπόλοιποι, κατεβήκαμε μπροστά στη σκηνή του Διοικητή και αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε. Φωνάζαμε: «Θέλουμε δικαιοσύνη», «Τι κατάσταση είναι αυτή», κατεβάσαμε τη σημαία μεσίστια, τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο. Τελικά μετά από μια ώρα ήρθε ο Βασιλόπουλος, που είχε διοριστεί για να προκαλέσει τα γεγονότα αυτά – εκείνες τις μέρες τον είχαν αλλάξει, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, ο προηγούμενος διοικητής, ο Κωνσταντόπουλος, δεν είχε δεχτεί να αναλάβει να κάνει το έγκλημα. Είπε θα αποδώσει δικαιοσύνη, μαζευτήκαμε στις σκηνές μας εμείς και περιμέναμε. Αλλά αυτοί ετοιμάζανε άλλα, δεν ικανοποιήθηκαν μ’ αυτά τα γεγονότα. Ξενυχτήσαμε μέσα στις σκηνές φοβισμένοι.

Την άλλη μέρα το πρωί, (1η Μάρτη του 1948), ήρθε ο Μπαϊρακτάρης με την ακταιωρό, μπροστά από το Μακρονήσι και φώναζε από τα μεγάφωνα «Συγκεντρωθείτε στον 7ο λόχο, αφήστε τους μερικούς κομμουνιστές, συγκεντρωθείτε εκεί για να γλυτώσετε από τους κομμουνιστές. Εγκαταλείψτε τους». Κανένας όμως δεν κουνιόταν. Άρχισε να λέει ότι όποιος δεν πάει στις 11 η ώρα θα μετανιώσει πικρά, και κάθε τέταρτο που περνούσε μας έλεγε ότι έμεινε μία ώρα, τρία/τέταρτα, μισή ώρα, ώσπου έφτασε 11 η ώρα και φέρανε τους ροπαλοφόρους με τα μπαμπού στα χέρια, αρχίσανε να μας βαράνε, να μας χτυπάνε, τους λέγαμε αδέλφια μας είστε, γιατί μας χτυπάτε; τι κάναμε; Αλλά όταν είδαν ότι με τα μπαμπού δεν μπορούσαν να διαλύσουν και να ποδοπατήσουν τους κρατούμενους, τους απέσυραν και τους έδωσαν τα αυτόματα στο χέρι (εννοεί τους Αλφαμίτες, σημ.ΛΔ). Και αρχίσανε αυτοί να ρίχνουν ριπές μέσα στον κόσμο. Υποχρεωτικά μαζευτήκαμε κάτω, συγκεντρωθήκαμε μεταξύ των μαγειρείων και της θάλασσας που ήταν μια απόσταση 50μ., μας κλείσαν και από τις δυο πλευρές και μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε εμείς – ορισμένοι πέφταν στη θάλασσα για να πνιγούν – βλέποντας αυτή την κατάσταση καθίσαμε προσοχή και ψάλλαμε τον Εθνικό Ύμνο….

….Τα θύματα που είχαμε, τους νεκρούς που είχαμε από την πρώτη μέρα, είχαμε πάρει άδεια να τους θάψουμε πάνω στο Μακρονήσι, και ετοιμαζόμασταν για την ταφή. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης, επειδή είδε τις κινήσεις αυτές, γιατί παρακολουθούσαν όλες μας τις ενέργειες, έδωσε εντολή να πάρουν τους νεκρούς και να τους πάνε στο Κέντρο Παρουσιάσεως 2.000 μ. πάρα κάτω για να τους φορτώσουν στο καΐκι και να τους πάνε στο Λαύριο. Μαζί τους πήρανε και ένα στρατιώτη τον Γρηγόρη τον Μαγριπλή, για να τους βοηθήσει, να φορτώσει τους νεκρούς στο καΐκι. Γυρνώντας ο Μαγριπλής από το Κέντρο Παρουσιάσεως με τα πόδια και μόνος, γιατί τον εγκατέλειψαν, τον περιλάβανε στο φυλάκιο και τον μαυρίσανε στο ξύλο. Όταν έφτασε στο στρατόπεδο κοντά και τον είδαμε εμείς, αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε, να τον τραβάμε από τα χέρια. Αυτοί δεν τον άφηναν, μας απειλούσαν με τα αυτόματα, και εκείνη την ώρα άλλος έπαιρνε πέτρα, άλλος προσπερνούσε, κι εκείνη τη στιγμή επειδή μας απειλούσαν, ανοίγω εγώ τα στήθια μου, και του λέω: «Βάρα, ρε, άναδρε!» Όταν είπα αυτό, όρμησαν οι άλλοι πήραν τον στρατιώτη από τα χέρια του Αλφαμίτη. Αυτό ήταν, με σταμπάρισαν και μετά που μας συγκέντρωσαν στον 7ο λόχο, με αναγνώρισε και ήρθε και με πήρε για να περάσω μέσα από 50-100 μπαμπού που χτυπούσαν τους στρατιώτες. Περνώντας μέσα από κει κάποιο ήρθε πάνω στο κεφάλι μου έπεσα κάτω εγώ και με πετάξανε για νεκρό πίσω από την ουρά. Όταν μαζέψανε τους κρατουμένους, 165 άτομα, για μια στιγμή εγώ άνοιξα τα μάτια μου, γιατί δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Ακούω και μιλάγανε: «Αυτός ζει ακόμα, ζει». Με πήραν και με πήγανε στη γραμμή του Στρατοδικείου» (από τη συνέντευξη του Ν.Βοσνίδη στο ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ, 9/5/1998).

Συγκλονιστική, ηρωική στιγμή Αντίστασης, οι ακίνητοι, πολυβολούμενοι, φαντάροι του Α’ΕΤΟ, ψέλνοντας τον Εθνικό Ύμνο!

Η χαράδρα

Την 1η Μάρτη, η πορεία των σκαπανέων, πολυβολούμενη, σαν τα σμήνη των πουλιών περνάει από το βόρειο τμήμα στον 1ο λόχο, στη θάλασσα, και από κει στη νότια χαράδρα, κοντά στον 7ο λόχο. Όχι λίγες οι ηρωικές μορφές σκαπανέων, που στέκονται όρθιοι μπροστά στους δολοφόνους, για να γαζωθούν από τα πολυβόλα τους. Τα βράχια και η θάλασσα βάφονται από το αίμα των σκαπανέων, ενώ τα βογγητά των τραυματισμένων μπερδεύονται με τον ήχο των πολυβόλων και τα χτυπήματα των Αλφαμιτών με ξύλα και σίδερα πάνω στα κορμιά, τραυματισμένων και όρθιων. Κάποιοι από τους Αλφαμίτες, εκτελούν με χαριστική βολή, τραυματισμένους. Προσωπική επιλογή βάρβαρων κτηνών ή εντολή να φτάσουν όσο το δυνατόν λιγότεροι τραυματίες στα νοσοκομεία του Λαυρίου και της Αθήνας και να γίνει γνωστό το έγκλημα;

Στον 7ο λόχο, προς τον οποίο ήθελε να οδηγήσει η στρατιωτική διοίκηση της Μακρονήσου, τελικά, τους σκαπανείς του Α’ΕΤΟ, είχε στηθεί γραφείο για την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας. Αφού δεν μπορούσαν να αποσπάσουν τη «μετάνοια», με πειθαρχεία, απομόνωση στο Σύρμα και καψόνια, ήταν αποφασισμένοι να την αποσπάσουν με τίμημα την ίδια τη ζωή.

Στη χαράδρα έχουν φτάσει πια περίπου 4.000 κρατούμενοι. Πίσω τους η περιοχή των μαγειρείων, είναι σπαρμένη με τα σώματα των νεκρών και των βαριά τραυματισμένων. Πάνω τους πέφτουν λυσσασμένοι οι Αλφαμίτες, σπάζοντας με τα ρόπαλα χέρια, πόδια, κεφάλια, πολτοποιώντας κορμιά… Οι περισσότεροι σακατεμένοι είναι πια έτοιμοι να υπογράψουν δήλωση μετανοίας με… ελεύθερη βούληση.

Η άνανδρη σφαγή στο Α’ΕΤΟ, έχει υπεύθυνους.

Για την εκτέλεση της επιχείρησης πάνω στο νησί, κύρια ονόματα είναι: Μπαϊρακτάρης, συνταγματάρχης διοικητής της Μακρονήσου, διηύθυνε τη σφαγή από την ακταιωρό που πολυβολούσε όσους έπεφταν στη θάλασσα. Βασιλόπουλος, διοικητής της ΣΦΑ μέχρι την 1η Μάρτη, οπότε και ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ΕΤΟ, καθώς φαίνεται ότι ο προηγούμενος διοικητής αρνήθηκε να πάρει μέρος στη σφαγή. Σκαλούμπακας, διοικητής του Γ’ΕΤΟ, περιβόητος βασανιστής, συμμετείχε πολυβολώντας τους άοπλους φαντάρους, έχοντας φέρει μαζί του τμήμα της φρουράς του τάγματός του, από το νότιο τμήμα του στρατοπέδου. Οι υπολοχαγοί Σφακιανός και Μπαρούχος, άγριοι βασανιστές οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοσιευμένες στον ελληνικό Τύπο στις 3/3/1948 δηλώσεις του Μπαϊρακτάρη, είναι «…εκ των εθνικοφρόνων στρατιωτών του Γ’ τάγματος Σκαπανέων, οι οποίοι μετανοήσαντες και αποκηρύξαντες τον κομμουνισμόν, είναι σήμερον λαμπροί στρατιώται, καταστείλαντες την στάσιν». Για τον Μπαρούχο υπάρχουν μαρτυρίες ότι έδινε τη χαριστική βολή σε τραυματισμένους, μαζί με άλλους Αλφαμίτες.

Για το σχεδιασμό υπεύθυνο είναι το δοσίλογο μετεμφυλιακό κράτος, που ανέλαβε να «καθαρίσει» τη χώρα από τον «κομμουνιστικόν κίνδυνον» και να την παραδώσει σιδηροδέσμια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Οι νεκροί

Η τύχη των άψυχων κορμιών των στρατιωτών του Α’ΕΤΟ, που είχαν στοιβαχτεί στο γήπεδο του τάγματος μετά τη σφαγή, περιγράφεται από τον καπετάνιο του καϊκιού που κουβάλαγε νερό, τρόφιμα, νεοφερμένους στο κολαστήριο: «Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακρυά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη και δυο άλλοι γιατροί…

…Σ’ ένα δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. ….

…Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι- όλοι ήταν κοντά 350, τους μέτραγα έναν -έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική εμπειρία που έζησα στη ζωή μου».

Οι «θεματοφύλακες» της πατρίδας ξεφορτώνονται νύχτα τα …θεάρεστα έργα τους. Το δοσίλογο μετεμφυλιακό κράτος προχώρησε αδίστακτα στην «ύβρι νεκρού», πράξη όπου από την αρχαιότητα, ακόμα, θεωρείτο, η απαγόρευση ταφής του νεκρού. Στον ίδιο τον τόπο των νέων «Παρθενώνων» του.

Η Δίκη

Ως «αρχηγός της στάσης», γιατί για υποτιθέμενη «στάση» των κρατουμένων που έπρεπε να καταστείλουν μίλησαν οι αρχές του Μακρονησιού, για να δικαιολογήσουν την αποτρόπαιη εγκληματική ενέργεια, δηλώθηκε ο Αριστείδης Αρσένης και «άμεσοι βοηθοί» οι Νίκος Αμπατιέλος, Νίκος Βοσνίδης, Παρίσης Κατσαρός και Νίκος Μπαλτάς. Αυτοί οι 5, μαζί με άλλους 109 σκαπανείς παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας.

Η δίκη, που άρχισε στις 10 Μάη στο στρατοδικείο στο Λαύριο, ήταν μια σκέτη παρωδία. Οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν για πρώτη φορά με τους δικηγόρους τους, τη μέρα της δίκης. 50 από τους κατηγορούμενους δεν είχαν καν δικηγόρο υπεράσπισης. Μάρτυρας υπεράσπισης δεν παρέστη κανένας διότι «οι πλείστοι… είναι κομμουνισταί επικίνδυνοι, τελούντες εν απομονώσει εις Μακρόνησον, των οποίων η φρούρησις θα απασχολήσει μεγάλον αριθμόν στρατιωτών…». Δεν μπορούσαν να τους φέρουν διότι θα έμενε η Μακρόνησος χωρίς φύλαξη! Και ποιος τους εμπόδιζε να φέρουν από άλλα χερσαία τμήματα φύλαξη;

Το εξωφρενικό κατηγορητήριο ήταν ότι «οι στασιασταί» με τη στάση, α­φού κατελάμβαναν όλη τη Μακρόνησο, «ήθελαν να καταλάβουν την Αθήνα, να καλέσουν την Κυβέρνηση του αρχισυμμορίτου Μάρκου, …να πραγματοποιήσουν κομμουνιστικήν δικτατορίαν…να παραχωρήσουν την Μακεδονία εις τον Τίτον και τη Δυτική Θράκη εις την Βουλγαρίαν»!!! Δηλαδή αφού καταλάμβαναν τη Μακρόνησο, θα περνούσαν… κολυμπώντας στο Λαύριο και από κει κατευθείαν Αθήνα και σε μερικές μέρες θα παρέδιδαν τις Μακεδονία – Θράκη. Οι τεκμηριωμένες απόψεις των δικηγόρων υπεράσπισης, ότι «στάση» γίνεται από «ένοπλους φαντάρους» και όχι από άοπλους, ούτε καν λήφθηκαν υπ’ όψιν. Το στρατοδικείο δεν δέχτηκε τις κατηγορίες για την παραχώρηση της Μακεδονίας – Θράκης, δέχτηκε όμως τις κατηγορίες για «στάση», καταδικάζοντας τους 5 «αρχηγούς» σε θάνατο, σημειώνοντας την … ευχή, να μη γίνει εκτελεστή η ποινή! Αργότερα, μετά την παγκόσμια κατακραυγή, η ποινή τους μετατράπηκε σε 15, 12 ή 6 χρόνια φυλάκισης.

Εβδομήντα χρόνια μετά, το μεγαλειώδες μήνυμα Αντίστασης στη Βαρβαρότητα, των σκαπανέων του κόκκινου Α’ΕΤΟ, κρατάει ακέραια τη σημασία του.

Μας καλεί να αντισταθούμε στη βαρβαρότητα των ιμπεριαλιστών που πολτοποιούν τους λαούς κάτω από τη μπότα τους, με τον πόλεμο και την ανείπωτη εξαθλίωση.

Μας καλεί να αντισταθούμε στην απαγόρευση διάδοσης των κομμουνιστικών ιδεών, σε ένα σύστημα που καμώνεται πως υπηρετεί τη δημοκρατία και την ελευθερία της σκέψης, σπέρνοντας στο όνομα της δημοκρατίας πολέμους και πείνα.

Μας καλεί να αντισταθούμε στην άνοδο του φασισμού στην πατρίδα μας και όχι μόνο, άνοδο υποκινούμενη από τα πιο μαύρα, αντιδραστικά κέντρα του ιμπεριαλισμού.

Μας καλεί να αντισταθούμε στη δυσφήμιση των ηρωικών αγώνων του λαού και των κομμουνιστών για Λευτεριά, Δημοκρατία, Εθνική Ανεξαρτησία, που επιχειρείται τις μέρες μας.

Μας καλεί να σηκώσουμε ψηλά τη σημαία των αετών του Μακρονησιού.

Πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το