Δημήτρης Μαυρίδης

Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, και δη σε κρίσιμες περιόδους όπως η σημερινή, θέσεις και συμπεριφορές ορισμένων δημοσίων προσώπων, ιδιαίτερα των εχόντων θέσεων εξουσίας, να χαρακτηρίζονται από κάποιους άλλους ως παράξενες, παράλογες, νηπιακές ή ακόμα και βλακώδεις. Μπορεί οι περισσότεροι αναγνώστες αυτού του κειμένου να συμφωνήσουν με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς – προσθέτοντας και άλλους πολλούς, ωστόσο, παραβλέπεται απ’ αυτούς ένας πολύ βασικός παράγοντας, καθοριστικός για τη διατύπωση οποιασδήποτε κρίσης. Ότι οι ίδιοι ανήκουν στην μειοψηφία του συνόλου ενός πλήθους το οποίο αρέσκεται στην κενολογία, το παραμύθιασμα ακόμα και στην κοτσάνα του εκλεγμένου πολιτικού και το οποίο χάσκει με βλακώδη απορία (εδώ με την έννοια του θαυμασμού) μπροστά στη δήλωση ή την πράξη του δημόσιου αυτού προσώπου.

Η πρώτη απορία που δημιουργείται στο μυαλό ενός εχέφρονα σχετίζεται με το πώς αυτά τα πρόσωπα κατόρθωσαν να καταλάβουν θέσεις εξουσίας, ώστε να καταστούν «δημόσια» και να ελέγχουν όλο το δημόσιο βίο όχι μόνο σε επίπεδο κοινωνίας ή ορισμένης κοινωνικής ομάδας, αλλά και σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, που διέπουν την καθημερινότητά του. Παρόλο που πολλοί πιστεύουν πως σ’ αυτό το ερώτημα απαιτείται μια αυστηρά επεξεργασμένη απάντηση, σκεπτόμενοι λίγο πιο απλά, αυτοί που εξιτάρονται με τη σκέψη της ύπαρξης εξωγήινης ζωής θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι παραπάνω δεν κατέβηκαν ξαφνικά από άλλο πλανήτη κληθέντες από το επίγειο εκλογικό σώμα, ενώ αυτοί που ασχολούνται με τα γήινα καταλήγουν, μέσω διαφορετικής οδού σκέψης, στο συμπέρασμα ότι τα δικά μας είδωλα αντανακλά ο καθρέφτης της πολιτικής ζωής. Άρα μιλάμε για κοινό συμπέρασμα. Εξάλλου, και οι δύο θα συμφωνήσουν στα αδιαμφισβήτητα εκλογικά αποτελέσματα, που αποτελούν για κάποιους από τους κερδισμένους το εφαλτήριο για το δικαίωμα στη φλυαρία και κατά συνέπεια και στην κοτσάνα. Σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα, μια γρήγορη ματιά στους αριθμούς στη σελίδα του ΥΠΕΣ είναι αρκούντως πειστική. Αντίστοιχα, η κοτσάνα και οι γελοιοποιητικές συμπεριφορές – τουρκιστί τα καραγκιοζιλίκια ή μαϊμουτζιλίκια – επιβεβαιώνονται καθημερινά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον έντυπο Τύπο και τα τηλεοπτικά και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης.

Το δεύτερο ζήτημα, μετά το οντολογικής φύσεως ερώτημα περί της προέλευσης αυτών των αχαρακτήριστων (με την κυριολεκτική έννοια) ανθρώπων, έχει να κάνει με το κατά πόσον αυτές οι διανοητικές μετριότητες του δημόσιου βίου τυγχάνουν ευρύτερης λαϊκής αποδοχής και συνιστούν πρότυπα συμπεριφοράς για μεγάλο μέρος των πολιτών.

Ας δούμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις δηλώσεων και πράξεων ανθρώπων του δημοσίου βίου, κατόχων καίριων πολιτικών θέσεων σε περίοδο πανδημίας και – οϊμέ! – διαμορφωτών, και όχι απλά εκφραστών, πολιτικών αποφάσεων, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ζήτημα που θέσαμε. Ο πρώτος, με μεγάλη άνεση επιρρίπτει την ευθύνη για την εξάπλωση του Covid στους πολίτες μιας περιοχής, στους ίδιους δηλαδή τους ανθρώπους συνέβαλαν με την ψήφο τους (43%) στην ανάδειξή του κόμματός του σε κυβέρνηση και κατά συνέπεια του ιδίου σε υπουργού υγείας. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: εξακολουθήστε να μας ψηφίζετε γιατί το λάθος της εξάπλωσης του ιού αφορά εσάς και τη ελλιπή ατομική σας ευθύνη και για να εξιλεωθείτε για το «παραστράτημά» σας, καταδώστε τους «ανυπάκουους» συμπολίτες σας στις αρχές. Ένας άλλος υπουργός, μετά από λίγο, έρχεται και υπερθεματίζει την άποψη του πρώτου κάνοντας λόγο για το χαρακτήρα των κατοίκων μιας περιοχής, ως κατεξοχήν υπευθύνων για τη διόγκωση του υγειονομικού προβλήματος στην εν λόγω περιοχή, η οποία εδώ και χρόνια στηρίζει με τις ψήφους της (~ 40%) το κόμμα του. Επίσης, περιγράφει με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο κατήγγειλε ο ίδιος του έναν αφελή, κατά τη δική του εκτίμηση, ιδιοκτήτη εστιατορίου. Το μήνυμα είναι το ίδιο με το προηγούμενο: πρώτον, εσείς εδώ είστε πολύ κουκουρούκου χαρακτήρες και δεύτερον, ο αφελής δεν πρέπει να βγαίνει από την άγνοιά του μέσω ενημέρωσης, αλλά να τιμωρείται παραδειγματικά. Χαρακτηριστική, επίσης, περίπτωση αποτελεί η πρόταση τομεάρχη, πρώην υπουργού, για οικονομική ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής, σε περίοδο έξαρσης αστυνομικής βίας, που πολύ αφελώς αποδόθηκε σε «κακό τάιμινγκ». Το μήνυμα είναι απλό: εσείς βαράτε με τα γκλοπ κι εμείς είμαστε δίπλα σας (αλλά να μην το κάνουμε και «τούμπανο», γιατί μας αρκεί το «κρυφό καμάρι»). Ως τελευταία περίπτωση αναφέρεται αυτή του κομματικού γυρολόγου. Χαρακτηριστικό δείγμα πολιτικού αμοραλισμού και καιροσκοπισμού, για την οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος όσο αυτοί που τον δέχονται στις τάξεις τους. Το μήνυμα προς την κοινή γνώμη είναι διπλό: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (από την πλευρά του πολιτικού) και κανείς δεν πάει χαμένος (από την πλευρά των κομμάτων υποδοχής).

Όλες οι παραπάνω δηλώσεις και πράξεις δημοσίων προσώπων, μπορεί να μην χαίρουν εκτίμησης από την πλειοψηφία των πολιτών και ίσως προκαλούν ακόμα και τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων τους. Ωστόσο, τα ίδια τα πρόσωπα, μέσω των μηνυμάτων που εκπέμπουν σε λανθάνουσα μορφή, διαμορφώνουν πρότυπα συμπεριφοράς για το σύνολο του εκλογικού σώματος. Γιατί, από τη μια, η επιτυχία του λανθάνοντος μηνύματος έγκειται στον τρόπο παρουσίασης των πράξεων των δημοσίων προσώπων από τα Μ.Μ.Ε και το είδος του λόγου που θα χρησιμοποιηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από την άλλη, η διαμόρφωση ενός προτύπου – και μάλιστα αρνητικού – εξαρτάται από την κρίση και το επίπεδο ανοχής του πολίτη. Η εμφάνιση, για παράδειγμα, εν μέσω πανδημίας, ολοένα και περισσότερων περιπτώσεων καταγγελιών, εκδικητικού και καταδοτικού φυσικά χαρακτήρα, συμπολιτών μας για ψύλλου πήδημα είναι απότοκο του λανθάνοντος μηνύματος που εξέπεμψαν άνθρωποι πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής. Επίσης, ο χαρακτηρισμός μια πράξης ως λανθασμένης εξαιτίας κακής συγκυρίας κι όχι εξαιτίας του κατακριτέου ποιού της είναι έμμεση επιδοκιμασία της βίας και ανοχή απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία ενώ παράλληλα αποτελεί προβολή του στρουθοκαμηλισμού αυτών των πολιτικών προσώπων στη συμπεριφορά των πολιτών. Τέλος, η ανοχή του πολίτη απέναντι σε φαινόμενα απολιτικής – στην ουσία καιροσκοπικής – στάσης, υποδηλώνει κουτοπονηριά, ανωριμότητα, απαιδευσιά και ωχαδερφισμό. Ό, τι ακριβώς χαρακτηρίζει και τα πρόσωπα – πρότυπα της συμπεριφοράς του. Εξάλλου, ο ενήλικος πολίτης, παρόλο που έχει λάβει για πολλά χρόνια εγκύκλια και κυρίως κοινωνική μόρφωση, έχει ήδη εθιστεί στη λογική του «κανείς δεν πάει χαμένος» και είναι ιδιαίτερα επιδεκτικός σε πράξεις καιροσκοπισμού που προέρχονται από άτομα του δημόσιου βίου και που απλώς επιβεβαιώνουν τη δική του ενδεχόμενη ροπή προς αυτόν.

Γενικά, οι άνθρωποι μαθαίνουν συμπεριφορές ακούγοντας και βλέποντας τις συμπεριφορές των άλλων. Οι νέοι περισσότερο, οι μεγαλύτεροι λιγότερο. Όταν στην πολιτική κονίστρα αχρείες και ανόητες συμπεριφορές αρνητικών προτύπων επιβάλλονται ως φυσιολογικές, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως αυτή που διανύουμε, τότε το μέλλον της κοινωνίας και της Πολιτικής διαγράφεται άκρως σουρεαλιστικό και επικίνδυνο.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το