Δεν ήταν ακριβώς ήρωες ο Γρηγόριος ο Ε’ και οι συνοδικοί ιεράρχες (του)· στην πραγματικότητα δεν ήταν ήρωες. Ταύτισαν τα συμφέροντα του θεσμού που εκπροσωπούσαν όπως και τα προσωπικά τους με τους Οθωμανούς

Του Αποστόλη Λυμπερίδη

Στα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους και από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης πολλές φορές ο υπόδουλος ελληνισμός επιχείρησε να αποτινάξει τον ζυγό, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος του 18ου αιώνα όμως κάτι άρχισε να κινείται που έκανε τη διαφορά σε οργάνωση και αποφασιστικότητα. Βέβαια, με ένα μόνο άρθρο δεν μπορείς να περιγράφεις τέτοιες ιστορικές στιγμές χωρίς να σταθείς στα πιο ουσιώδη σημεία που προκάλεσαν τον ξεσηκωμό.

Προτού περάσω στα γεγονότα που άναψαν τον σπινθήρα της επανάστασης, επιβάλλεται έστω με δυο λόγια να περιγράφω το κλίμα που επικρατούσε ιδιαίτερα μετά τα Ορλωφικά (1770-1774) -άλλη μια αποτυχημένη επαναστατική προσπάθεια-, όταν οι Ελληνες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον πόλεμο των Ρώσων με τους Τούρκους (1768-1774), αφού και με τη συμβολή ενός Ελληνα εμπόρου που είχε καταταχτεί στον ρωσικό στρατό, του Γιώργου Παπαζώλη, οι Ρώσοι αντιμετώπισαν τους Τούρκους από την Ηπειρο και τη Θεσσαλία μέχρι την Πελοπόννησο και ολόκληρο το Αιγαίο.

Μετά την αποτυχία του κινήματος η συμμετοχή των Ελλήνων εξόργισε το Πατριαρχείο και το ώθησε σε διωγμούς,καταδικάζοντας την πανουργία και τη δολιότητά τους να διαφθείρουν την πίστη και τον όρκο υποταγής (σαδακάτι) που οι ραγιάδες έδωσαν στην κραταιά βασιλεία του σουλτάνου, προτρέποντας τους χριστιανούς να τους καταδίδουν και τους ιερωμένους να τους αφορίζουν, να τους αλυσοδένουν και σιδηροδέσμιους να τους ξαποστέλνουν στην Ιστανμπούλ για τα περαιτέρω. Οσοι δεν υπακούσουν θα πάθουν τόσα όσα δεν μπορούν να φανταστούν χωρίς έλεος και μετανοώντας ανωφελώς!

Εχθρός του Πατριαρχείου ο εχθρός του σουλτάνου
Εικοσιτέσσερα χρόνια πριν από το επαναστατικό σάλπισμα του Μάρτη του 1821 τα αίματα φαίνεται ότι άναψαν ακόμη πιο πολύ – από τους Ελληνες για ελευθερία και από το Πατριαρχείο για σκλαβιά βλέποντας να τρίζουν οι πατριαρχικοί θρόνοι και οι σουλτανικές πύλες.

Τον Ιούνιο του 1797 τα Ιόνια νησιά έγιναν το προγεφύρωμα των Γάλλων για την κατάκτηση της Ανατολής. Οι καρδιές των Επτανήσιων πλημμύρισαν αισιοδοξία, χαρά και ελπίδα και τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα σκόρπισαν τον τρόμο στα στήθη των Τούρκων και των ραγιάδων χριστιανών.

Οι τελευταίοι μαζεύτηκαν φοβισμένοι εναποθέτοντας τις ελπίδες τους άλλοι στους Τούρκους, άλλοι στους Ρώσους και άλλοι στον θεό. Τα κηρύγματα μίσους έδιναν και έπαιρναν.
Οι «βδελυροί αντάρτες του θεού… καταλύοντας την ευταξία και την ειρήνη» των Ρωμιών μόλυναν τις ψυχές τους «με τον ιό της αποστασίας»«Βασιλοκτονία, αθεΐα, αναρχία, με το δέλεαρ της ελευθερίας και της ισότητος»καταπάτησαν φιλία και θεσμούς! 

Τέτοια ήταν τα κηρύγματα των τυράννων. Στο μεταξύ ο πόλεμος των Ρώσων με τους Τούρκους είχε λήξει προ καιρού. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή οι Τούρκοι συμμάχησαν με τους Ρώσους.
Η τσαρίνα Αικατερίνη η Β’ στο πλευρό των Τούρκων αποφάσισε να αναχαιτίσει τη δύναμη του Βοναπάρτη. Μαζί τους και οι χριστιανοί του Πατριαρχείου.
Σύσσωμοι, σαν μια γροθιά, ενάντια στην απελευθέρωση της Ελλάδας!

Τι ειρωνεία… συμμαχία οι πρώην εχθροί και εχθροί οι πρώην ομόδοξοι σύμμαχοι.

Δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια όταν οι ελπίδες των Επτανήσιων καταποντίστηκαν πάλι μαζί με τις προσδοκίες των Φαναριωτών. Οσο όμως ο Βοναπάρτης έστρεφε το βλέμμα του στη Ρωσία, αδιαφορώντας για την Ελλάδα, τόσο απογοητεύονταν και ο Κοραής και ο απόδημος ελληνισμός της Δύσης που επένδυε στη βοήθεια των Γάλλων. Αμφότεροι απογοητευμένοι. Τι έμενε;
Μια φωνή που θα τους ξεσήκωνε. Αυτός ήταν ένας Ελληνας που ακόμη παραμένει ανώνυμος, εν έτει 1806. Αυτή την ώρα επέλεξε ο Ανώνυμος Ελλην να εκδώσει το φλογερό και ρωμαλέο κείμενο της «Ελληνικής Νομαρχίας», ανυψώνοντας το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων από τις πρόσφατες εξελίξεις.

Είναι ντροπή μας να περιμένουμε απελευθέρωση από τους ξένους. Εθνική συμφορά όταν δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις. Οσοι πατούν σε θρόνο είναι όλοι τους τύραννοι. Δεν πρέπει να τους εμπιστευόμαστε. «Οποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» έγραψε ο Ρήγας και ελεύθεροι ήταν μόνο οι πρόγονοί μας που με την ελευθερία και τη γενναιότητά τους είχαν μεγαλουργήσει. «Η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδες και Θεμιστοκλείς» ενώ αντίθετα το ιερατείο και η ολιγαρχία παρατείνουν τη σκλαβιά.

Στη μακρά κατηγορία του ο Αγνωστος Ελληνας καταδικάζει το Πατριαρχείο και την ανθελληνική του στάση. Αρχιεπισκόπους, επισκόπους, κληρικούς και μοναχούς που στον βωμό της αμάθειας και της αγάπης τους για το χρήμα ανενδοίαστα συνεργάζονται με τον κατακτητή. Είναι αγύρτες και προδότες οι οποίοι χωρίς ντροπή κηρύσσουν την εθελοδουλία και την υπομονή, ζητώντας αγόγγυστα να υποφέρουμε την τυραννία με ελαφρά καρδιά γιατί έτσι πρέπει να πληρώνουμε τα αμαρτήματά μας. Ούτε μια φορά δεν κήρυξαν από τον άμβωνα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Μέσα από τη θρησκεία και τους νόμους κάνουν όσα η κακία τούς διδάσκει και γι’ αυτό δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους Οθωμανούς.Αδικούν, κλέβουν, σκοτώνουν, ρημάζουν τον τόπο, συκοφαντούν. Το ιερατείο συσκότισε τη σκέψη, υπέταξε με τη θεολογία την παιδεία, τις επιστήμες με τους μύθους. Κατέστησε τους Ελληνες δούλους, αμαθείς και δεισιδαίμονες, γεμάτους φόβο απέναντι στους τυράννους. Πάνω από 100.000 αργόσχολοι ρασοφόροι ζουν και τρέφονται από τον ιδρώτα των φτωχών και ταλαίπωρων Ελλήνων. Πώς να ξυπνήσουν οι Ελληνες από την ομίχλη της τυραννίας όταν ιεροκήρυκες αρχίζουν τα κηρύγματά τους από την ελεημοσύνη και καταλήγουν στη νηστεία…

Μέσα από τις σελίδες της «Νομαρχίας» ο Ανώνυμος Ελληνας ενθουσιάζει τις ελληνικές καρδιές με τον θείο έρωτα της ελευθερίας. Μόνο ένας έρωτας δικαιολογείται για την Ελλάδα. Εκείνος προς την πατρίδα. Γιατί όπου πατρίς εκεί και η ευτυχία.
«Εμπρός να δοξάσουμε το όνομα της Ελλάδος και σκιρτίζοντας να αλλάξωμεν: Ζήτω η Ελευθερία των Ελλήνων εις αιώνες αιώνων. Γένοιτο. Γένοιτο».

Αν πλάτειασα το θέμα της «Ελληνικής Νομαρχίας», είναι επειδή θεώρησα ότι είναι τόσο επίκαιρο και σήμερα ακόμη ώστε οι εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές του προεκτάσεις καθίστανται πολύτιμος οδηγός στον καθένα μας. Το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» πάγωσε το αίμα στις φλέβες των τυράννων, χριστιανών και μουσουλμάνων. Η «Ελληνική Νομαρχία» γέμισε τους Ελληνες με αυτοπεποίθηση και γενναιότητα.

Οι εξεγερμένοι πολεμούν, ο πατριάρχης αφορίζει
Η επανάσταση, έλεγε ο Ανώνυμος Ελληνας, για να ευδοκιμήσει πρέπει να συνειδητοποιηθεί και να γίνει υπόθεση όλων. Η εθνική ενότητα με άκρα μυστικότητα έγινε πράξη από τη Φιλική Εταιρεία που έβαλε τις βάσεις της στην Οδησσό το 1816.
Οι ρίζες της όμως ξεκινούν στο Παρίσι από το 1809, μεταξύ άλλων από τον Θεσσαλονικιό Γρηγόριο Ζαλύκη και τον Γιαννιώτη Αθανάσιο Τσακάλωφ, έχοντας σκοπό αρχικά την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και αργότερα την προετοιμασία και την οργάνωση για το απελευθερωτικό κίνημα στο οποίο θα βοηθούσε και ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
Οταν οι ελπίδες από τους Γάλλους χάθηκαν, ο Τσακάλωφ αναζήτησε στήριγμα στην Οδησσό, γνωρίζοντας εκεί τον Σκουφά (1814).

Σαν συνέχεια, λοιπόν, του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου -η μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τον Ζαλύκη το 1809 στο Παρίσι- ο Αθανάσιος Τσακάλωφ μαζί με τον επαναστάτη Νικόλαο Σκουφά και τον αρχιτέκτονα των μυστικών οργανώσεων Εμμανουήλ Ξάνθο οργάνωσαν (τα επόμενα εξίμισι χρόνια) κάθε φιλόπατρι Ελληνα ομογενή του εξωτερικού καταρχάς και φλογερό επαναστάτη αργότερα στο εσωτερικό της χώρας και σχεδίασαν τον ξεσηκωμό για την ανάσταση του γένους.

Οταν στις 12 Απριλίου 1820, με υπόδειξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ορίστηκε αρχηγός της ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όλα ήταν έτοιμα, περιμένοντας το εγερτήριο σάλπισμα από τη μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη.

Αυτό έγινε στις 24 Φεβρουάριου 1821. Ηταν η μέρα που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε το σύνθημα της επανάστασης από το Ιάσιο της Μολδαβίας. «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». «Η ώρα ήλθεν, ω Ανδρες Ελληνες…» άρχιζε η προκήρυξη που κυκλοφόρησε φτάνοντας αρχικά μέχρι τις παραδουνάβιες περιοχές και κατέληγε: «Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί».

Στην Ελλάδα η επανάσταση αποφασίστηκε, αν και όχι ομόφωνα, στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (σλαβικό όνομα του Αίγιου που έφερε από τον 8ο αιώνα) η οποία έγινε από τις 26 έως τις 29 Ιανουάριου. Με τις πειστικές παραινέσεις του Παπαφλέσσα -που είχε τη συστατική επιστολή του Υψηλάντη σαν ο «άλλος εγώ»-, ο αρχιμανδρίτης κατόρθωσε να πείσει κάποιους πως η επανάσταση θα πετύχαινε ούτως ή άλλως.
Η μέρα δεν ορίστηκε, παρέμενε ακόμη μυστική. Τελικά το εγερτήριο σάλπισμα στην Ελλάδα δόθηκε την 21η Μαρτίου και από την Πελοπόννησο πέρασε στη Στερεά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας ήταν επινόηση του Γάλλου ιστορικού Πουκεβίλ που έγραψε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης το 1824 (βλ. «Ιστορία του ελληνικού έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ’, σελ. 83).

Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα, όπου συστήθηκε μια επαναστατική επιτροπή με την ονομασία Μεσσηνιακή Γερουσία που ανέλαβε τον συντονισμό της επανάστασης. Ο Μαυρομιχάλης, που τιμητικά πήρε τον βαθμό του αρχιστράτηγου του σπαρτιατικού και μεσσηνιακού στρατού, έστελνε «Προειδοποίηση» προς τις ευρωπαϊκές αυλές διακηρύσσοντας τους σκοπούς της επανάστασης. Και όσο διαδραματίζονταν αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα στην Ελλάδα, το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη αφόριζε την επανάσταση.

Από την 1η Μαρτίου, που τα γεγονότα της Μολδαβίας είχαν φτάσει στην Πόλη, τρόμο και αναστάτωση σκόρπισαν στην Πύλη και στο Πατριαρχείο. Ο σουλτάνος προετοιμάστηκε στρατιωτικά, δείχνοντας τα δόντια σε κάθε ύποπτο της Πόλης. Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αποφάσισε σύγκλιση Ιεράς Συνόδου προκειμένου να πείσει τον σουλτάνο ότι το Πατριαρχείο παρέμεινε πιστό στην ταπεινότερη υποταγή («πιστόν ραγιαλίκιον»).

Ο Γρηγόριος «ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης» μεταξύ άλλων συναδέλφων αγίων αρχιερέων καταδίκασε τις ενέργειες του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Για τον τελευταίο αποφάνθηκαν ότι «…φύσει κακόβουλος ωνεφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μοβδαβυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν και με τη φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας».

Στιγματίζοντας την επανάσταση, την αναφέρουν σαν «έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία…

Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους».

Αυτοί οι αχρείοι και κακόβουλοι επινόησαν, γράφει ο αφορισμός, «και εταιρίαν τοιαύτην συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με το δεσμόν του όρκου, γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του, απεκεφάλισεν τον Ιωάννην τον βαπτιστήν».

Η πιστή τήρηση του όρκου χαρακτηρίστηκε «ολεθρία και θεομίσητος… διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνεύματος έχει η εκκλησία αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν ρεαγιαβίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς. Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους τους γνωστούς σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και διαλύοντες ως αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων εκείνων καθ’ οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε».

Λίγο πιο κάτω οι αδιάντροποι έγραφαν: «Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε και διάνοια και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρέυει κατ’αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως ενάντιοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άβυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι».

Αυτά αποφάνθηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και ο Ιεροσολύμων Πολύκαρπος συναποφάνθηκε μαζί με άλλους είκοσι έναν μητροπολίτες. Αυτοί ήταν: ο Καισαρίας Ιωαννίκιος, ο Νικομήδειας Αθανάσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Βιζύης Ιερεμίας, ο Σίφνου Καλλίνικος, ο Ηράκλειας Μελέτιος, ο Νίκαιας Μακάριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Βερροίας Ζαχαρίας, ο Δυδιμοτοίχου Καλλίνικος, ο Βάρνης Φιλόθεος, ο Ρέοντος Διονύσιος, ο Κυζίκου Κωνστάντιος, ο Χαλκηδόνας Γρηγόριος, ο Τυρνάβου Ιωαννίκιος, ο Πισειδίας Αθανάσιος, ο Δρύστας Ανθιμος, ο Σωζοπόλεως Παΐσι-ος, ο Φαναριού και Φαρσάλων Δαμασκηνός, ο Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμος.

Τον συνοδικό αφορισμό υπέγραψαν πάνω στην αγία τράπεζα αφού πρώτα ιερούργησαν και μετά στάλθηκε με ειδικούς εξάρχους σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Αιγαίο, περιοχές όπου ήταν πιθανό να ξεσπάσει επανάσταση, νουθετώντας κάθε εκκλησιαστικό και πολιτικό άρχοντα.

Την επόμενη μέρα, στις 24 Μαρτίου, ο σουλτάνος, ξεχωρίζοντας «την ήρα από το στάρι», έκανε περισσότερες εκκαθαρίσεις στην Πόλη, αν και οι Φαναριώτες έμειναν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους. Το Πατριαρχείο, όπως και με τον αφορισμό των κλεφτών ή την υποστήριξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ενάντια στην επανάσταση των Ιονίων νήσων, έκανε το καθήκον του συμπλέοντας με την «κοινή ημών ευεργέτιδα και τροφό κραταιάς και αηττήτου βασιλείας» κολακεύοντας όσο δεν έπαιρνε άλλο την Πύλη.

Η άποψη πως ο πατριάρχης ενήργησε έτσι για να σώσει τον ελληνισμό της Πόλης είναι γελοία και στερείται κάθε σοβαρότητας. Σε τέτοια «πατριωτικά αμαρτήματα» ουδέποτε υπέπεσε το Πατριαρχείο της Πόλης, δίνοντας ψεύτικους όρκους πάνω στην αγία τράπεζα και ενώπιον του θεού. Αν οι αποφάσεις τους ήταν ειλικρινείς δεν θα ψεύδονταν τόσοι ιερείς απέναντι στον θεό, αλλά με πατριωτική διάθεση θα επαναστατούσαν και οι ίδιοι μαζί με τον λαό της Πόλης.

Ουαί, ουαί, προδότες! Αν ο θεός τούς συμβούλευσε έτσι να κάνουν, φαίνεται δεν είχαν καλό σύμβουλο, γιατί μόλις τα νέα από την Πελοπόννησο έφτασαν στην Πόλη, το βράδυ της 31ης Μαρτίου, η σφαγή που τόσο φοβούνταν οι «άγιοι πατέρες» έγινε ακόμη σκληρότερη! Ο σουλτάνος θεώρησε ότι ο πατριάρχης τον εμπαίζει.

«Αγιοι πατέρες» στα πρόθυρα νευρικής κρίσης
Ο ποιμήν της ορθοδοξίας ανήμπορος να επιβληθεί στο ποίμνιό του ήταν αχρείαστος για την Πόλη και αχάριστος που δεν εκτίμησε τα προνόμια και τις ελευθερίες που του έδωσε ο σουλτάνος. Απέκλεισε την έξοδο των ελληνικών οικογενειών από την Πόλη μέχρι να απογραφούν οι οικογένειες των Πελοποννησίων, Αιγαιοπελαγιτών και Στερεοελλαδιτών που θεωρήθηκαν ύποπτοι.

Στις 10 Απριλίου ήρθε και η σειρά του πατριάρχη. Απαγχονίστηκε σαν προδότης και τη θέση του πήρε ένας πρώην πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου, ο Πισιδίας Ευγένιος, που στον πλειστηριασμό του σουλτάνου πλειοδότησε εξαγοράζοντας τον θρόνο. 

Τον Μάιο ο σουλτάνος επιβίβασε σε πλοία πάνω από 500 Πελοποννήσιους που έμεναν στην Πόλη και τους έπνιξε στα ανοιχτά της θάλασσας. Το ίδιο έκανε τον επόμενο μήνα με τους Αιγαιοπελαγίτες και τους Στερεοελλαδίτες μόλις μάθαινε τη συμμετοχή τους στην επανάσταση.
Στις 4 Ιουνίου απαγχόνισε τον Δέρκωνα Γρηγόριο, τον Ανδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώιο, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και τον Τυρνάβου Ιωαννίκιο. Η αφοριστική τους συναπόφαση τελικά δεν τους έσωσε. Ο σουλτάνος δεν ήταν ηλίθιος. Υπό το άγχος των περιστάσεων το πιο σωστό ήταν να δώσει ένα μάθημα προς παραδειγματισμό. Από την άλλη, η εκκλησία εκμεταλλεύεται την αντίδραση του σουλτάνου για να μας πείσει ότι όλοι αυτοί που εκτελέστηκαν έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι για την πατρίδα. Ποια πατρίδα, ποιοι ήρωες…

Το μόνο διαφορετικό που έκαναν εκείνες τις μέρες οι «άγιοι πατέρες» ήταν οι αφορισμοί. Και μη νομίσει ο αναγνώστης ότι μόνο τον Σούτσο και τον Υψηλάντη αφόρισαν. Συλλογικά αφόριζαν όσους σήκωναν κεφάλι στους Τούρκους, ονομάζοντάς τους «κακούργους» και «φερμανλίδες» (επικηρυγμένους) από το δοβλέτι (κράτος).
Στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι Σουλιώτες ή ατομικά η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, στην οποία απαγορεύτηκε να εκκλησιάζεται, να αγιάζεται, να θυμιατίζεται ή να της δίνεται αντίδωρο.
 Ας αποφύγω να κάνω περιττά σχόλια!

Η επανάσταση στην Ελλάδα όμως προχώρησε είτε το ήθελαν μερικοί είτε όχι. Σύσσωμος ο ελληνικός λαός αδιαφορώντας και αψηφώντας τους συνοδικούς και ατομικούς αφορισμούς έλαμψε με την ηρωική του παρουσία και η επανάσταση ξεσήκωσε και τον τελευταίο ραγιά. Τότε ακόμη και οι πιο δύσπιστοι σκληροπυρηνικοί και αντιδραστικοί ιεράρχες θέλησαν να βάλουν, αν και με κρύα καρδιά, και τη δική τους σφραγίδα στην υπόθεση του ξεσκλαβώματος.
Γνωστή τακτική κάθε αντιδραστικής δύναμης όταν αισθάνεται ότι χάνει και το τελευταίο λαϊκό έρεισμα. Ας κλείσουμε τη μικρή αυτή αναδρομή με μια φράση του Ανώνυμου Ελληνα, μιας και μου φαίνεται τόσο ζωντανός και επίκαιρος ακόμη και στις μέρες μας που προσπαθούμε να ξεκινήσουμε άλλον ένα αγώνα, αυτόν του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας.

«Ας εβγάλωμεν, αδερφοί μου, την βρώμαν, διά να αισθανθώμεν την μυρωδιάν των άνθεων. Τα μέσα την σήμερον είναι αρκετά. Η μηχανή, τέλος πάντων, είναι τελειωμένη. Αλλο δεν λείπει, παρά να την κινήση τινάς, και έπειτα μόνη της θέλει δουλεύσει».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το