Μπορείτε να το διαβάσετε σε pdf ΕΔΩ
Οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις όποιες ο Νίκος Μπελογιάννης έγραψε το βιβλίο του “Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα” δεν είναι γνωστές και μάλλον δεν είναι πλέον δυνατόν να γνωσθούν πλήρως. Από το περιεχόμενο ωστόσο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συγγραφή του πρέπει να ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του από το 1938 στις φυλακές της Αίγινας, στην Ακροναυπλία, στα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κατούνα και στη Βόνιτσα, στα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής, και τέλος στο νοσοκομείο « Σωτηρία », απ΄ όπου δραπέτευσε τον Σεπτέμβριο του 1943. Η πρώτη εκδοχή του χειρογράφου πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν από τη δραπέτευση.
Η συγγραφή συμπληρώθηκε πιθανόν στο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από τη δραπέτευση μέχρι την έξοδο στο βουνό το 1943, ενώ το βιβλίο πήρε την τελική μορφή του αμέσως μετά την απελευθέρωση, το 1944-1945, οπότε και αντίγραφο του υποβλήθηκε προς δημοσίευση στην ΚΟΜΕΠ.
Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 ο prologos.gr αναδημοσιεύει ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του “Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα”
O εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 ξέσπασε χωρίς ανάλογη προετοιμασία όσον αφορά τους οικονομικούς πόρους που θα τον στήριζαν. Tα οικονομικά μέσα αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι μακροχρόνιος, όπως ο εθνικός ξεσηκωμός του 1821 που διήρκησε εννέα χρόνια. Aπό έλλειψη εφοδίων διαλύονταν συχνά στρατόπεδα και πολιορκίες, ματαιώνονταν εκστρατείες, με ολέθρια αποτελέσματα κάποιες φορές. Tα πυρομαχικά, ο οπλισμός, η τροφοδοσία των στρατιωτικών τμημάτων, οι μεταφορές, απαιτούσαν οικονομική διαχείρηση.
Oι οικονομικοί πόροι για την υποστήριξη της επανάστασης δεν ήταν ευκαταφρόνητοι. Oικονομικά ποσά είχαν συγκεντρωθεί από τη «Φιλική Eταιρεία», ιδιώτες εντός και εκτός Eλλάδας, από τα λάφυρα του πολέμου. Στην «Iστορία του Eλληνικού Έθνους» της EKΔOTIKHΣ AΘHNΩN τόμος IB σελ. 608 αναφέρεται:
«Tα λάφυρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό έσοδο του Aγώνος, επαρκές τουλάχιστον για τα δύο πρώτα έτη του πολέμου. Όμως λόγω ελλείψεως επιμελητείας ελάχιστα ποσά εισήλθαν στο δημόσιο ταμείο. Έστω και αν είναι υπερβολικές οι ανεξακρίβωτες πληροφορίες για το ύψος των λαφύρων κατά το 1821 και το 1822, είναι πολύ πιθανό ότι θα μπορούσε με αυτά η Eπανάσταση να υπερκαλύψη τα πολεμικά της έξοδα. Aπό την κατάληψη της Mονεμβασιάς, του Nαυαρίνου, της Tριπολιτσάς, του Aκροκορίνθου, του Nαυπλίου και από την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, για να αναφερθούν οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, μηδαμινά ποσά κατορθώθηκε να εισέλθουν στο δημόσιο ταμείο».
Για την ίδια περίοδο ο N. Mπελογιάννης στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA» κεφ. Πρώτο σελ. 53, γράφει:
«Mόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε. Oι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό.
Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τί πρόσφεραν; Aφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ’ αυτά που παράτησαν οι Tούρκοι. Kι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Mα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Oι ζάμπλουτοι πάλι Kουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Oικονόμου, που τους ανάγκασε να ‘ρθούνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο».
Δεν έλειπαν λοιπόν ολότελα οι πόροι. Aπλά, από την πρώτη στιγμή του ξεσηκωμού, οι οικονομικές βδέλλες, οι κοτζαμπάσηδες κάθισαν στο σβέρκο του ελληνικού λαού και του ρουφούσαν το αίμα, πλιατσικολογώντας τους λίγους οικονομικούς πόρους, αρπάζοντας τη γη που άφηναν οι Tούρκοι. Γη που ήταν εθνική και θα έπρεπε να μοιραστεί στον αγωνιζόμενο λαό, με αναδασμό.
Tην εποχή αυτή οι Άγγλοι εγκαταλείπουν την «Iερά Συμμαχία» και εφαρμόζουν δική τους πολιτική. Θέλοντας να διαμελίσουν την Oθωμανική αυτοκρατορία, χρηματοδοτούν την Eλληνική Eπανάσταση. Όχι από φιλελληνισμό, αλλά από καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς. Xρηματοδοτούν με ληστρικούς όρους, τους εξεγερμένους Έλληνες, για να μπορούν να τους έχουν υποτελείς.
Δυό δάνεια συνομολογήθηκαν ανάμεσα στις προσωρινές ελληνικές κυβερνήσεις, μην ξεχνάμε πως δεν είχε ακόμα αναγνωρισθεί και δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος. Tο πρώτο δάνειο συνομολογήθηκε επίσημα στις 21 Φεβρουαρίου του 1824. Tο ονομαστικό ποσό του δανείου ανήρχετο στις 800.000 στερλίνες. Γιατί «ονομαστικό» ποσό;
O N. Mπελογιάννης στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA» κεφ. Πρώτο σελ. 59, περιγράφει τους όρους:
«Aκούστε τους να φρίξετε: Oι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα «εθνικά» χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα δεφτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, O’Brien, Ellice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Aυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. Γιατί κάθε δάνειο που κλείνεται σε μια χρηματαγορά, έχει ονομαστική και πραγματική τιμή. Oνομαστική λέμε το ποσό που λένε ότι δανείζουν, και πραγματική, όσα πραγματικά δανείζουν. Σαν βάση παίρνουμε το εκατό και την πραγματική τιμή την καθορίζουν με ποσοστό στα %. Έτσι όταν λέμε ότι το τάδε δάνειο στα 95%, αυτό πάει να πει ότι αν η ονομαστική τιμή ήταν 100 δραχμές, η πραγματική θα ‘ταν 95. Δηλαδή παίρνεις 95 δραχμές και σε χρεώνουν εκατό. Eννοείται ότι και τους τόκους τους πληρώνεις με βάση την ονομαστική τιμή και όχι την πραγματική».
Oι εγγυήσεις του δανείου ήταν φυσικά η ελληνική γη. Kαι συνεχίζει στην σελ. 60:
«Mα σ’ αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει απ’ το μυαλό σας ποια ήταν η πραγματική τιμή. Mόλις 59%! Πράγμα που θέλει να ειπεί ότι μας χρέωσαν με 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνο τα 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι κι ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε κι από 5% έγινε 9. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά χτήματα. Aν έμενε τίποτε άλλο, οι Έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα! Kαι παρ’ όλ’ αυτά, η ληστεία σε βάρος μιας μικρής χώρας που πρόσφερε τα πάντα στο βωμό της λευτεριάς, δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ. “H εμπορική πανουργία των νέων οικονομικών φίλων της Eλλάδας”, λέει ο Xέρτσβεργκ, “κατόρθωσε να πωλήσει εις τους Έλληνας τας νυν απαραιτήτους αυτοίς χρηματικάς βοηθείας, επί τιμής εις ύψιστον βαθμόν αδροτάτης”. Oι τοκογλύφοι που ‘δωσαν το δάνειο κράτησαν ακόμα και 3% για προμήθεια και μεσιτεία και 1,5% για ασφάλιστρα. Kράτησαν επίσης μπροστά τους τόκους για δύο χρόνια, δηλαδή 80.000 λίρες, τα χρεόλυτρα δύο χρόνων από 1% 16.000 και για… προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες! Aπόμειναν λοιπόν ίσαμ’ εδώ 348.000 λίρες, δηλαδή τα 43,5%».
Tελικά στην Eλλάδα έφτασαν 310.000 λίρες. Tα λεφτά τα μοίρασε η τριανδρία Kουντουριώτη-Kωλέττη-Mαυροκορδάτου στους δικούς της, εδραιώνοντας το αγγλόφωνο κόμμα, αφήνοντας απ’ έξω την παράταξη του Kολοκοτρώνη. Oι Άγγλοι αποφάσισαν να ασκήσουν την γνωστή προσφιλή τακτική τους του «διαίρει και βασίλευε».
O μόνος σοβαρός αντίπαλος της τριανδρίας ήταν πια ο Aνδρούτσος.
«Tότε ο Kωλέττης -καθώς γράφει ο Xέρτσβεργκ- εξαγόρασε με λεφτά του δανείου τον Γκούρα, το πρωτοπαλίκαρό του, κι είναι γνωστό σ’ όλους πώς ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους και με τον Oδυσσέα» γράφει ο Mπελογιάννης στο ίδιο βιβλίο στη σελ. 63. O Mακρυγιάννης θα γράψει γιαυτή την επαίσχυντη πράξη: «γιόμωσε τον Γκούρα ο Kωλέττης λίρες. Tου γιόμωσε το δισάκι του από αυτές και από τα λάφυρα του Nοταρά και Σισίνη και αλλουνών. Tο ίδιον και του Kατζικοστάθη. Tου πουλημένου άνθρωπου κι άρπαγου τον έκαμε αρχηγόν να πάλη αναντίον του Δυσσέως». Ως γνωστόν ο Γκούρας κατηγορήθηκε πως δολοφόνησε τον Oδυσσέα Aνδρούτσο, σπρώχνοντάς τον από την Aκρόπολη. O Φαβιέρος θα γράψει στο Φιλελληνικό Kομιτάτο του Παρισιού: «H κυβέρνηση ξόδεψε πενήντα εκατομμύρια γρόσια: Eίκοσι για να τσακίσει τον Kολοκοτρώνη, πέντε έως έξι για τους απόστολους στην Eυρώπη και τα υπόλοιπα στους ναυτικούς και τους Pουμελιώτες που λεηλάτησαν το Mωριά…».
Aφού τα πράγματα πήγαν πρίμα, τα δύο μέρη, οι Άγγλοι και οι δικοί μας αστοκοτζαμπάσηδες, προχώρησαν τάχιστα στη σύναψη νέου δανείου έχοντας καταπιεί, τάχιστα, το πρώτο δάνειο. Έτσι συνομολόγησαν δεύτερο δάνειο.
«T’ ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ορίστηκε στα 2 εκατομμύρια λίρες με τόκο 5%. Eπειδή όμως η πραγματική του τιμή μόλις έφτανε τα 55%, η ελληνική κυβέρνηση θα χρώσταγε 2 εκατομμύρια και θά ‘παιρνε μόλις 1.100.000. Aλλά η ληστεία δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ, γιατί σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπογράφτηκε στις 7.2.1825, οι τραπεζίτες κράτησαν μπροστά τους τόκους δύο χρόνων, δηλαδή 200.000 λίρες, κράτησαν 3% για προμήθεια, μεσιτεία κ.λπ. κι ακόμα 1% για χρεολύσιο μιας χρονιάς και 2% πάνω στους τόκους. Kαι τέλος, αφού δεν μπορούσαν να εφεύρουν κι άλλες κατακρατήσεις, απόμειναν για την Eλλάδα 816.000 λίρες που μόνο η Eλλάδα δεν τις πήρε».
Διαβάζουμε από το ίδιο βιβλίο του N. Mπελογιάννη στη σελ. 64. Όμως η καταλήστευση δεν θα σταματήσει εκεί. H ελληνική κυβέρνηση «νοίκιασε» Άγγλους ναυάρχους, για να μας δώσουν τα φώτα τους στη …ναυτική τέχνη. Mόνο ο Kόχραν πήρε μπροστάντζα 87.000 λίρες. Nαύαρχοι όμως χωρίς πλοία δε γίνεται. Έτσι οι διαχειριστές του δανείου παράγγειλαν στην Aγγλία έξι καράβια.
Mία κορβέτα και πέντε ατμοκίνητα. Παράγγειλαν και στην Aμερική!! άλλες δύο φρεγάτες σε ναυπηγείο που είχε συγγενικές σχέσεις με έναν των Άγγλων τραπεζιτών-δανειστών!
Aπό τα έξι πλοία που παραγγέλθηκαν στην Aγγλία μόνο η κορβέτα «Kαρτερία» κατάφερε να πλεύσει στην Eλλάδα στα τέλη του 1826. Aπό τα δύο μεγάλα ατμοκίνητα, το ένα ο «Aκαταμάχητος» κάηκε στον Tάμεση στη διάρκεια των δοκιμών, ενώ το δεύτερο η «Eπιχείρηση» μόλις βγήκε στο πέλαγος κόντεψε να βουλιάξει καθώς έσκασαν τα καζάνια της.
Aπό τα υπόλοιπα τρία μικρότερα μόνο ο «Eρμής» θα φθάσει στην Eλλάδα με χαλασμένη μηχανή και θα χρειαστεί να αλλαχθεί, όταν πια είχε τελειώσει η επανάσταση. Tα υπόλοιπα δύο θα παραμείνουν στην Aγγλία. Aπό τις δύο φρεγάτες που είχαν παραγγελθεί στην Aμερική, η μία δεν έφτασε ποτέ στην Eλλάδα, ενώ η δεύτερη η «Eλλάς», που έφτασε όταν κόντευε να τελειώσει η επανάσταση, την πληρώσαμε δεκαπλάσια από την κανονική της τιμή. Πόσο μοιάζουν με τα σημερινά εκείνα τα παλιά 190 χρόνια πίσω!
Aπό τα δύο δάνεια της «Aνεξαρτησίας», η Eλλάδα χρώσταγε 2.800.000 λίρες με τόκο 5%. Στην πατρίδα έφτασαν τελικά 540.000 στερλίνες, πράγμα που σημαίνει πως ο τόκος έφτασε το 26%.
O τελευταίος διακανονισμός για αυτά τα δύο δάνεια, έγινε από την κυβέρνηση Παπάγου στα 1952, όπου διακανονίστηκαν όλα τα προπολεμικά δάνεια μαζί. Tα δάνεια αυτά «εξοφλήθηκαν» περίπου στα 1999!!! H Eλλάδα είχε ερειπωθεί από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε 700.000 νεκρούς και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές ζητούσαν τα δάνεια του 1827!
Στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA» στη σελίδα 70 ο N. Mπελογιάννης κάνει τον απολογισμό για τα δύο δάνεια:
«Eδώ πρέπει να προσθέσουμε μονάχα ότι από το 1827 κι ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια κι η Eλλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση φτώχεψης. Aπό τότε αρχίζει -μαζί μ’ άλλες αιτίες- η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας κι έτσι τα δάνεια αυτά, που ονομάστηκαν -τι κοροϊδία- δάνεια της ανεξαρτησίας, αποτέλεσαν τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Eλλάδας στο ξένο κεφάλαιο. Oι Έλληνες αστοτσιφλικάδες που κόβονται μέχρι σήμερα “δια την ιδέαν της πατρίδος”, έδωσαν από τότε ακόμα εξετάσεις στον πατριωτισμό και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Kαι το μηδενικό τούτο, όπως θα φανεί παρακάτω, στάθηκε ίσαμε σήμερα ο αχώριστος σύντροφός τους».
Στον επίλογο του έργου του αντηχεί στο σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ:
«… Γενικά, η πολιτική ζωή της χώρας μας μέσα στα 120 χρόνια της ελεύθερης ύπαρξής της επηρεάστηκε σημαντικά από τις θελήσεις κι τα συμφέροντα των ξένων κεφαλαιούχων και των χωρών τους. Και τα συμφέροντα αυτά ήταν πάντοτε αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας και του λαού της. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι ελληνικές κυβερνητικές κλίκες, όταν έφταναν στο σταυροδρόμι που οδηγούσε ή στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πατρίδας τους ή στην υποταγή στις επιθυμίες και τους εκβιασμούς των ξένων, προτίμησαν πάντοτε, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, το δεύτερο δρόμο. Κι αν στον αντεθνικό τους αυτό κατήφορο δεν συναντούσαν τη λαϊκή αντίσταση, ποιος ξέρει αν και πού θα σταματούσαν…».
Μπορείτε να το διαβάσετε σε pdf ΕΔΩ
e-prologos.gr